Επιστήμη και ο Θεός. Συνεργοί στην αναζήτηση της Αλήθειας;
Του Έραστου Φίλου*)
Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η ανθρώπινη σκέψη: «Μπορούν η επιστήμη και ο Θεός να συνυπάρχουν;» Ή, όπως συχνά διατυπώνεται: «Είναι η πίστη εμπόδιο στη γνώση ή το θεμέλιό της»;
Ζούμε σε μια εποχή όπου ακούγονται οι απόψεις του επιστημονισμού, ότι δηλαδή η επιστήμη εξηγεί τα πάντα και ότι πίστη στο Θεό είναι αναχρονιστική. Όμως, μια προσεκτική ματιά στην ιστορία, στη φιλοσοφία και στις μαρτυρίες των επιστημόνων, αποκαλύπτει μια πολύ διαφορετική εικόνα: Η επιστήμη αντί για εχθρός της πίστης είναι καρπός του ανθρώπινου λόγου, δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο.
Τις ρίζες της επιστήμης πρέπει να αναζητήσουμε τόσο στην ελληνική φιλοσοφία όσο και στον χριστιανικό στοχασμό. Η επιστήμη γεννήθηκε από έναν θαυμασμό για τη δημιουργία και ο χριστιανισμός την αγκάλιασε ως θεόδοτο χάρισμα. Οι μεγάλοι επιστήμονες έβλεπαν τον Θεό ως πηγή έμπνευσης παρά ως εμπόδιο.
1. Οι ρίζες της επιστήμης στην αρχαία ελληνική σκέψη
Η επιστήμη δεν γεννήθηκε ξαφνικά στον νεότερο κόσμο. Θέλοντας να κατανοήσουμε τη βαθύτερη σχέση πίστης και επιστήμης, πρέπει πρώτα να στραφούμε στην ελληνική φιλοσοφία, εκεί όπου για πρώτη φορά ο άνθρωπος επιχείρησε να εξηγήσει τον κόσμο, όχι μέσω των μύθων, αλλά μέσω της λογικής παρατήρησης. Η επιστήμη είναι «παιδί του θαυμασμού» – ενός θαυμασμού που έκανε τον Αριστοτέλη να πει [1]:
Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν.
Ο θαυμασμός αυτός γέννησε τη φιλοσοφία και, τελικά, την επιστήμη.
Οι πρώτοι στοχαστές της Ιωνίας – ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης – αναζητούν πίσω από τα φυσικά φαινόμενα ένα αρχέγονο στοιχείο, μία αρχή: το ύδωρ, το άπειρο, τον αέρα. Δεν απορρίπτουν τους θεούς· απλώς επιχειρούν να δουν τη «λογική του κόσμου». Ο Θαλής μετρά το ύψος των πυραμίδων με τη σκιά τους· ο Αναξίμανδρος εισάγει έννοιες όπως ‘η περιστροφή της γης’· ο Ηράκλειτος βλέπει στη φύση «τάξη και ροή»: «Τα πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει». Όμως πίσω από τη ροή, υπάρχει ο «λόγος», που κυβερνά τα πάντα [2]:
Οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ Λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι.
Ο Ηράκλειτος εδώ δεν απέχει πολύ από την έκφραση που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος αργότερα θα πει: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος».
Είναι εκπληκτικό πώς ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός «προετοιμάζει» τη χριστιανική κατανόηση του κόσμου ως «λογικής και νοητής δημιουργίας», όπως θα διαπιστώσει και ο απόστολος Παύλος (Ρω. 1: 19-20):
τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· θεὸς γὰρ αὐτοῖς ἐφανέρωσεν. τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται.
Ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του θα πάνε ακόμη βαθύτερα: βλέπουν «αριθμό και αναλογία» παντού στη φύση. Η μουσική, οι τροχιές των ουράνιων σωμάτων, η δομή της ύλης – όλα υπακούν σε μαθηματικές σχέσεις – όπως έγραψε ο Αριστοτέλης: «Οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν ότι τα πράγματα είναι αριθμοί (ή έχουν την αρχή τους στους αριθμούς) και ότι ολόκληρος ο ουρανός είναι ἁρμονία και ἀριθμός» [3]. Δεν συναντάμε εδώ για πρώτη φορά το θεμέλιο της επιστήμης; Τη βεβαιότητα, δηλαδή, ότι ο κόσμος δεν είναι χαώδης αλλά «διαυγής, αρμονικός και προσπελάσιμος στη λογική»;
Ο Πλάτωνας, στον «Τίμαιο», περιγράφει τη δημιουργία του σύμπαντος από έναν «δημιουργό-λόγο», ο οποίος «κατὰ λόγον» και «πρὸς τὸ παράδειγμα τοῦ ἀγαθοῦ» πλάθει τον κόσμο. Η φράση του Πλάτωνα ότι «ὁ Θεὸς ἀεί γεωμετρεῖ» δείχνει ακριβώς αυτή την «τακτικότητα και λογικότητα» της δημιουργίας. Ο κόσμος, κατά τον Πλάτωνα, είναι ‘κόσμημα’ που το χαρακτηρίζει η τάξη, το κάλλος, η αρμονία.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεμελιώνει τη λογική μέθοδο και την εμπειρική παρατήρηση. Αναλύει τα αίτια, παρατηρεί τα φαινόμενα και δημιουργεί έτσι το πρώτο είδος φυσικής επιστήμης. Για τον Αριστοτέλη, η γνώση προέρχεται από την εμπειρία, αλλά ολοκληρώνεται στη νόηση [4]:
Ἡ ψυχή ἐστιν ὡς χεὶρ· ὁ ἄνθρωπος ὄργανον ἐχόντων ὀργάνων.
Η ανθρώπινη λογικότητα είναι θεμέλιο κάθε έρευνας, και η εμπειρία και η διάνοια συνεργούν για να ανακαλύψουν τον ‘λόγο του κόσμου’. Όλη η αρχαιοελληνική παράδοση —από τον θαυμασμό των Ιωνίων ως και τη γεωμετρική θεώρηση του Πυθαγόρα και την εμπειρική μέθοδο του Αριστοτέλη— στηρίζεται στη βασική πίστη ότι ο κόσμος έχει νόημα, εσωτερική λογική. Δεν είναι προϊόν τύχης!
Αυτός ο στοχασμός είναι που προετοιμάζει το έδαφος για τη χριστιανική θεώρηση της φύσης. Όταν ο Ιωάννης θα γράψει το Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, συνδέει τη θεία Αποκάλυψη με τη βαθύτερη ελληνική διαίσθηση περί ‘έλλογου’, ‘κατανοητού’ κόσμου. Έτσι, η επιστήμη, πολύ πριν γίνει θεσμός ή μέθοδος, υπήρξε ως πνευματική πράξη: ως αναζήτηση του νοήματος του κόσμου. Και αυτή η πνευματική της ρίζα είναι που την κάνει συγγενή με τη θεολογία. Και οι δύο, η επιστήμη και η πίστη, γεννήθηκαν από το ίδιο πάθος: τον θαυμασμό μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης!
‘Λόγος’, αφενός λογική, αλλά και τάξη, σχέδιο, νόημα. Γράφοντας το
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Ιω. 1:1),
ο ευαγγελιστής Ιωάννης βρίσκει ‘πάτημα’ στον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό για να περιγράψει την θεολογική Αποκάλυψη: Ότι δηλαδή ο Λόγος που δίνει τάξη στο σύμπαν είναι ο ίδιος ο Θεός.
Συνεπώς, ο άνθρωπος που ερευνά τη φύση, συμμετέχει σε μια θεία λογικότητα. Αιώνες αργότερα ο Francis Bacon, ένας από τους θεμελιωτές της νεότερης επιστήμης θα το διατυπώσει αυτό ως εξής [5]:
Ο Θεός έγραψε δύο βιβλία – το ένα είναι η Γραφή, το άλλο η φύση· και όποιος διαβάζει το ένα σωστά, κατανοεί και το άλλο.
Η επιστήμη, λοιπόν, δεν γεννήθηκε για να αντικρούσει την πίστη, αλλά για να δοξάσει τον Δημιουργό μέσω της κατανόησης του έργου Του.
2. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η αγκαλιά της γνώσης
Η εκκλησιαστική παράδοση, από τους πρώτους κιόλας αιώνες, είδε τη γνώση όχι ως απειλή, αλλά ως προέκταση της θείας εικόνας μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», φέρει μέσα του τον λογικό και δημιουργικό νου· και με αυτόν καλείται να κατανοήσει τη δημιουργία.
Στο περίφημο Ἑξαήμερον, ο Μέγας Βασίλειος θαυμάζει τη σοφία του Δημιουργού μέσα στον φυσικό κόσμο [6]:
Μέγα βιβλίον ἡ φύσις· ὁρῶντες τὴν σοφίαν τοῦ Δημιουργοῦ, μανθάνομεν τὸν Θεόν.
Η φυσική μελέτη ως πράξη λατρείας! Ο Βασίλειος δεν καλεί τους πιστούς να φοβηθούν τη γνώση· τους καλεί να την τιμήσουν, γιατί μέσα της καθρεφτίζεται ο Δημιουργός.
Επίσης, ο Γρηγόριος Νύσσης, γράφει ότι ο άνθρωπος είναι «ἐντεταλμένος νὰ ἐξετάζει τὴν δημιουργία»· ο νους του είναι όργανο θεογνωσίας, όχι μόνο πίστης αλλά και έρευνας. Η επιστήμη, με άλλα λόγια, είναι ένας τρόπος να αποκρυσταλλώνεται η θεία εικόνα μέσα μας.
Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, δεν έκλεισε την πόρτα στη γνώση· αντίθετα, την τοποθέτησε μέσα στη θεολογική του κοσμοθεωρία. Η φύση δεν είναι εχθρική· είναι ιερή. Η επιστήμη δεν είναι βέβηλη· είναι ιερατική πράξη, γιατί μελετά το έργο του Θεού.
3. Η γέννηση της νεωτερικής επιστήμης μέσα σ’ έναν χριστιανικό κόσμο
Η σύγχρονη επιστήμη δεν γεννήθηκε σε άθεο περιβάλλον, αλλά σε μια Ευρώπη βαθιά χριστιανική. Τα πρώτα πανεπιστήμια – Παρίσι, Οξφόρδη, Μπολόνια, Κωνσταντινούπολη – ιδρύθηκαν από την Εκκλησία. Οι καθηγητές φυσικής ήταν συχνά θεολόγοι. Η ίδια η πειραματική μέθοδος δεν προέκυψε από μια αμφισβήτηση του Θεού, αλλά από την πίστη ότι η δημιουργία έχει τάξη και νόμους που ο Θεός έχει θέσει.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο Ρογήρος Βάκων (1214–1294), φραγκισκανός μοναχός, θεωρείται ο «πατέρας του πειράματος». Έλεγε ότι «ο Θεός μας διδάσκει μέσω των έργων Του όπως και μέσω του Λόγου Του» [7]. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος (1473–1543) καθολικός ιερέας, που τόλμησε να αναθεωρήσει το γεωκεντρικό σύστημα όχι για να αντικρούσει τη Γραφή, αλλά επειδή πίστευε ότι το σύμπαν, ως έργο Θεού, έπρεπε να έχει απλότητα και αρμονία. Ο Ιωάννης Κέπλερ (1571–1630) πίστευε ως διαμαρτυρόμενος βαθιά πως η επιστήμη είναι τρόπος να «σκεφτόμαστε τις σκέψεις του Θεού μετά από Αυτόν» [8]. Ο Ισαάκ Νεύτων (1643–1727), κορυφαίος φυσικός της κλασικής εποχής, έγραψε περισσότερα θεολογικά κείμενα απ’ ό,τι επιστημονικά. Στο έργο του Principia Mathematica μιλά για τον Θεό ως «Κύριο Παντοκράτορα που κυβερνά τα πάντα» [9].
Οι άνθρωποι αυτοί δεν χώριζαν τη γνώση σε «κοσμική» και «ιερή». Για εκείνους, κάθε ανακάλυψη ήταν αναγνώριση της σοφίας του Δημιουργού. Η πίστη στον Θεό ως Λόγο τούς έκανε να πιστεύουν πως το σύμπαν είναι κατανοητό.
4. Μεγάλοι πιστοί επιστήμονες των νεότερων χρόνων
Η πίστη δεν εξαφανίστηκε με τη νεωτερικότητα· απλώς άλλαξε μορφή. Πολλοί από τους σπουδαιότερους επιστήμονες των τελευταίων αιώνων ήταν άνθρωποι βαθιάς πίστης.
Ο Μάικλ Φαραντέι (1791–1867),ο αναμορφωτής της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας, ανήκε σε χριστιανική ομάδα της Εκκλησίας της Σκωτίας και θεωρούσε πως «η γνώση είναι πράξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό» [10]. Ο Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ (1831–1879), ο θεμελιωτής των εξισώσεων του ηλεκτρομαγνητισμού, έγραφε συχνά προσευχές στο τέλος των επιστημονικών του σημειώσεων: «Μελετώ τις κινήσεις του ηλεκτρισμού όπως ο ψάλτης μελετά έναν ψαλμό». Ο Λουί Παστέρ (1822–1895), ο πατέρας της μικροβιολογίας δήλωνε: «Όσο περισσότερο μελετώ την επιστήμη, τόσο πιο πολύ θαυμάζω τα έργα του Δημιουργού» [11]. Και ο Ζωρζ Λεμέτρ (1894–1966), καθολικός ιερέας και αστροφυσικός, εισηγητής της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang). Είχε την πεποίθηση ότι η δημιουργία του σύμπαντος δεν αντιφάσκει με τη Γένεση· απλώς αποκαλύπτει τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο ο Θεός ενεργεί μέσα στον χρόνο [12].
Αλλά και σύγχρονοι επιστήμονες, όπως οFrancis Collins, επικεφαλής του Έργου Εξερεύνησης του Ανθρώπινου Γονιδιώματος και συγγραφέας του βιβλίου The Language of God, όπου περιγράφει πώς η μελέτη του DNA τον οδήγησε από τον αγνωστικισμό στην πίστη: «Η γλώσσα του Θεού είναι γραμμένη μέσα στο ανθρώπινο γονιδίωμα» [13]. Ή ο John Polkinghorne, φυσικός και Αγγλικανός ιερέας ο οποίος μιλούσε για τη «διπλή πίστη» – στην εμπειρική αλήθεια και στη θεία αλήθεια, που δεν αλληλοαναιρούνται αλλά φωτίζουν η μία την άλλη [14]. Επίσης, ο Allan Sandage, Αμερικανός αστρονόμος που δήλωσε: «Ήμουν άθεος μέχρι που κατάλαβα την τάξη του σύμπαντος· μόνο ένας Θεός μπορούσε να το έχει σχεδιάσει έτσι [15].
Αν δούμε την ιστορία συνολικά, διαπιστώνουμε ότι η επιστήμη όχι μόνο δεν ξεκίνησε ως άθεη, αλλά υπήρξε έντονη έκφραση πίστης.
5. Η άνοδος του αθεϊσμού και η παρεξήγηση της επιστήμης
Από τον 19ο αιώνα και στο εξής, εμφανίζεται η ιδέα ότι «η επιστήμη δεν χρειάζεται τον Θεό». Μετά τον Διαφωτισμό, η πίστη πολλών μετατοπίζεται από τον Δημιουργό στη λογική ως αυτάρκη θεότητα. Ο θετικισμός του Comte και αργότερα ο υλισμός του 20ού αιώνα προβάλλουν την αντίληψη πως «ό,τι δεν μετριέται, δεν υπάρχει». Αυτή όμως είναι φιλοσοφική θέση, όχι επιστημονική. Η επιστήμη δεν μπορεί να αποφανθεί για τον Θεό· δεν έχει εργαλεία για το μεταφυσικό.
Ο Albert Einstein, αν και δεν ανήκε σε κάποια εκκλησία, έλεγε:
Η επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι κουτσή, η θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή [16].
Και πρόσθετε ότι
το πιο ανεξήγητο πράγμα στο σύμπαν είναι ότι είναι κατανοητό.
Ιδού το θαύμα: Το γεγονός ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο, δείχνει πως ο ανθρώπινος νους είναι συγγενής με τον θεϊκό Λόγο. Ή με άλλα λόγια: Ο Δημιουργός του σύμπαντος δημιούργησε και τον ανθρώπινο νου!
Οι λεγόμενοι ‘νέοι αθεϊστές’ (Dawkins, Harris κ.ά.) δεν αντιμάχονται τόσο την πίστη, όσο ένα παραμορφωμένο είδωλο του Θεού – έναν Θεό-κενό ανάμεσα στις άγνοιές μας. Αλλά ο Θεός της Βίβλου δεν είναι «εξήγηση»· είναι το θεμέλιο κάθε ύπαρξης. Η επιστήμη μπορεί να περιγράψει το πώς συμβαίνει κάτι, όχι το γιατί. Μπορεί να μετρήσει το φως, όχι να εξηγήσει εξαντλητικά γιατί υπάρχει φως. Και όπως είπε ο C.S. Lewis, «η πίστη είναι το φως μέσα στο οποίο βλέπουμε την επιστήμη».
6. Θεολογική και υπαρξιακή σύνθεση: τα δύο φτερά της αλήθειας
Η θεολογία και η επιστήμη είναι σαν δύο φτερά με τα οποία ο νους του ανθρώπου πετά προς την αλήθεια. Το έναχωρίς το άλλο οδηγεί σε ανισορροπία: Η επιστήμη χωρίς Θεό γίνεται ψυχρή, εργαλειακή· η πίστη χωρίς γνώση κινδυνεύει να γίνει φανατισμός.
Ο Θεός, λέει ο Ψαλμωδός, «ἐποίησε πάντα ἐν σοφίᾳ» (Ψαλμ. 103:24). Και ο άνθρωπος, μελετώντας αυτή τη σοφία, δοξάζει τον Δημιουργό. Κάθε νόμος της φυσικής, κάθε κύτταρο της βιολογίας, κάθε αστέρι που βλέπουμε, είναι ένα γράμμα από το μεγάλο βιβλίο της δημιουργίας.
Ο John Polkinghorne συνοψίζει όμορφα την αλήθεια αυτή [17]:
Η επιστήμη μας λέει πώς λειτουργεί ο κόσμος· η θρησκεία μας λέει γιατί αξίζει να υπάρχει.
Η αλήθεια, τελικά, δεν είναι απλώς μια έννοια. Είναι πρόσωπο. Και ο Χριστός είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια» (Ιω. 14:6). Όποιος αναζητά την αλήθεια με καθαρή καρδιά – είτε μέσα από το μικροσκόπιο είτε μέσα από την προσευχή –, πλησιάζει Αυτόν.
Ο δρόμος της επιστήμης και ο δρόμος της πίστης δεν είναι αντίθετοι. Είναι δύο πορείες προς τον ίδιο ορίζοντα — την αναζήτηση του νοήματος, της σοφίας, της ομορφιάς του κόσμου. Αληθινή επιστήμη γεννιέται από τον θαυμασμό· τον θαυμασμό που είναι η ρίζα της λατρείας. Ο αστρονόμος που κοιτάζει τον ουρανό και θαυμάζει, ο βιολόγος που βλέπει την πολυπλοκότητα ενός κυττάρου, ο φυσικός που ανακαλύπτει την αρμονία των νόμων — όλοι τους, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούν, στέκονται σε ιερό έδαφος.
Γι’ αυτό και ο Παστέρ δηλώνει [18]:
Λίγη επιστήμη απομακρύνει από τον Θεό· πολλή επιστήμη οδηγεί πίσω σ’ Αυτόν.
Ίσως, τελικά, αυτό να είναι το νόημα: να βλέπουμε την επιστήμη όχι ως ανταγωνιστή της πίστης, αλλά ως υμνολογία του Δημιουργού μέσα από τον νου που Εκείνος μάς χάρισε.
Ο Δημιουργός είναι Σωτήρας. Ο Λόγος έγινε σάρκα για να μπορέσουν οι άνθρωποι να γίνουν παιδιά του Θεού. Στο Σταυρό ο Χριστός συμφιλιώνει την απομακρυσμένη και χαμένη από την αμαρτία και την αθεΐα ανθρωπότητα με τον Δημιουργό της. Συμφιλιώνει ανθρώπους που βρίσκονται σε ξεπεσμό λόγω της αμαρτίας και του διχασμού μεταξύ τους. «Υπάρχει ελπίδα», διαβεβαιώνει το Ευαγγέλιο. Όπως ο ληστής που βρισκόταν σταυρωμένος, δίπλα στον Ιησού, όταν με πίστη επικαλέστηκε τον Ιησού να τον θυμηθεί στη βασιλεία του, εκείνος του απαντά: «Σε βεβαιώνω πως σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο». Το Ευαγγέλιο βεβαιώνει (Ιω. 3: 15) πως όποιος με πίστη επικαλεστεί το όνομα του Ιησού Χριστού θα σωθεί και θα λάβει ζωή αιώνια.
*) Ομιλία στην αίθουσα της Εκκλησίας του Θεού, οδός Ζαΐμη 17, Αθήνα στις 12 Νοέμβρη 2025
[1] Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Α2, 982b12.
[2] Ηράκλειτος, Απόσπασμα Β 50.
[3] Αριστοτέλης, Μεταφυσική, Α΄5, 986a1–3.
[4] Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς, 432a1.
[5] Francis Bacon, The Advancement of Learning (1605).
[6] Μέγας Βασίλειος, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Κλειδί Πατρολογίας Migne, Τόμος 29ος (PG 29), περίπου 329 μ.Χ., 4B–5A.
[7] Roger Bacon, Opus Majus, τόμος VI, εκδ. Βενετία, 1750.
[8] Johannes Kepler, Harmonices Mundi (Η Αρμονία του Κόσμου), 1619.
[9] Isaac Newton, Philosophiae Naturalis Principia Mathematica (1687).
[10] Michael Faraday, Experimental Researches in Electricity, (1839), βλ. https://www.gutenberg.org/files/14986/14986-h/14986-h.htm (ανάκτηση 10/11/2025).
[11] Louis Pasteur, Ομιλία στη Σορβόννη, 1874.
[12] Georges Lemaître, The Primeval Atom. An Essay on Cosmogony, New York: Van Nostrand, 1950.
[13] Francis S. Collins, Η Γλώσσα του Θεού, Αθήνα: Παπαζήση, 2017.
[14] John Polkinghorne, Science and Providence, Boston: New Science Library, 1989.
[15] Allan Sandage, συνέντευξη στο περιοδικό Newsweek, Μάρτιος 1999.
[16] Albert Einstein, στο Corey, S. M. (1941): Science, Philosophy, and Religion: A Symposium. Journal of Educational Psychology, 32(3), 228–229. https://doi.org/10.1037/h0053256.
[17] John Polkinghorne, Belief in God in an Age of Science, New Haven: Yale University Press, 1998.
[18] Louis Pasteur, Cahiers de Laboratoire, 1892.