του κ. Αντ. Κουλούρη
O τίτλος του θέματος καθώς αναφέρει “εμπειρίαν” δημιουργεί την ανάγκη μιας σύντομης αναφοράς. Ίσως ο ίδιος θα έπρεπε να προβάλω την ένστασι ότι δεν έχω επαρκείς “τίτλους” για μια τέτοια δήλωσι. Οπωσδήποτε δύο στοιχεία παρέχουν, ίσως, σε κάποιο βαθμό μια δικαιολόγησι μιας τέτοιας εντολής.
Ίσως ο ίδιος θα έπρεπε να προβάλω την ένστασι ότι δεν έχω επαρκείς “τίτλους” για μια τέτοια δήλωσι. Οπωσδήποτε δύο στοιχεία παρέχουν, ίσως, σε κάποιο βαθμό μια δικαιολόγησι μιας τέτοιας εντολής.
Τα στοιχεία αυτά είναι, πρώτον, το γεγονός ότι για 40 περίπου χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ ενεργά με το έργο της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας και ιδιαίτερα μέσα στο “Συνοδικό μας σύστημα” (για 25 περίπου χρόνια Γραμματεύς της Ε.Ε. της Γενικής μας Συνόδου), πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να “εντρυφήσω” στα παλαιά αρχεία και αλληλογραφία ήδη από τη δεκαετία του 1870 1 που περισυνέλεξα και εταξινόμησα χρονολογικά. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο παππούς μου (εκ μητρός), υπήρξεν εκ των παλαιοτέρων βιβλιοπωλών της Βιβλικής Εταιρίας και συνεργάτης του αειμνήστου Μιχαήλ Καλοποθάη (απεβίωσεν το 1923, προ της γεννήσεώς μου), αλλά η μητέρα μου μού παρέσχε πολλές πληροφορίες για την πρώτη περίοδο της Ευαγγελικής μαρτυρίας οι οποίες, νομίζω, ότι είναι αξιόπιστες.
Οπωσδήποτε, στο πλαίσιο της περιωρισμένης έστω εμπειρίας μου, θα ήθελα να συμμερισθώ ωρισμένες σκέψεις, εκτιμήσεις, απόψεις, για την ιστορία του Έργου και την μελλοντική προοπτική του. Λυπούμαι ότι η εμπειρία μου, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, σχετίζεται με την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, ελπίζω όμως ότι αδελφοί άλλων νεωτέρων αποχρώσεων, καθώς αι Αποχρώσεις αυταί της Διαμαρτυρομένης οικογενείας στην Πατρίδα μας, ήδη προχωρούν σε “ενηλικίωσι” και αντιμετωπίζουν ή ήδη αντιμετώπισαν ανάλογες εμπειρίες θα είναι δυνατόν να αποκομίσουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα και, ίσως, μαθήματα από την ιδική μας εμπειρία.
Βέβαια υποκειμενικές εκτιμήσεις, παρ’ όλη την καλή διάθεσι, δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν τελείως. Οπωσδήποτε τις σκέψεις αυτές προσπαθώ να κατατάξω σε τέσσερα τμήματα:
(α) Μια συντομοτάτη, ιστορική αναφορά
(β) Μία σταχυολόγησι αρνητικών στοιχείων στην πορεία
(γ) Μία σταχυολόγησι θετικών στοιχείων στην πορεία
(δ) Προκλήσεις για τον 21 ον αιώνα
Α΄ Ιστορική Αναφορά
Το έργο της Ευαγγελικής μαρτυρίας στην Ελλάδα (και στην Μ. Ασία μεταξύ των Ελλήνων) είναι πολύ παλαιότερο από ότι νομίζεται.
Ίσως πλησιάζουν δύο αιώνες από τότε που κυκλοφόρησαν τα πρώτα έντυπα (φυλλάδια) Ευαγγελικού περιεχομένου. Είχαν τυπωθή στην Μάλτα (Μελίτη) από Βρεταννική Φυλλαδική Εταιρία εδρεύουσα στο Λονδίνο. Βέβαια στην εποχή εκείνη, ύστερα από αιώνων Τουρκικού ζυγού, το ποσοστό εκείνων που εγνώριζαν ανάγνωσι και γραφή (τα κολυβογράμματα) δεν υπερέβαινε το 3% – 5% μεταξύ των ανδρών και κάτω του 1% των γυναικών.
Όμως στο εξωτερικό υπήρχε ένας εκλεκτός κύκλος Ελλήνων διανοουμένων οι οποίοι αγωνίζονταν να αφυπνίσουν το ταλαίπωρο έθνος. Ίσως ο πιο διακεκριμένος από αυτούς ήτο ο εκ Χίου Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) που έπαιξε έναν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωσι της νέας Ελληνιής γλώσσης (Εισηγητής της καθαρευούσης Λεξ. “Άτακτα” 1828) αλλά και στη γενικώτερη αναγέννησι του έθνους, με κυρία έμφασι σε μια αναμόρφωσι των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Τούτο γίνεται σαφές στο έργο του “Ιερός Συνέκδημος” (1831) (Σχόλια στις ποιμαντορικές επιστολές του Αποστόλου Παύλου) και ιδιαίτερα στην αξιόλογη εισαγωγή του. Αν και δεν ημπορεί κανείς να αρνηθή την επίδρασι του “Διαφωτισμού” (Enlightment), σημαντική στις σκέψεις του υπήρξε και η επίδρασι Διαμαρτυρομένων θεολόγων της εποχής του (κυρίως Γερμανών) ως του Ernst Friedrich Karl Rosenmuller, (1768-1835) και άλλων.
Στον κύκλο του Αδαμαντίου Κοραή ανήκον οι πλέον διακεκριμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι της εποχής του ως ο Νεόφυτος Βάμβας (1770-1855) 3 , Καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860).
Όλοι αυτοί απέβλεπαν σε μια μετριοπαθή μεταρρύθμισι της Ορθοδόξου Εκκλησίας η οποία εάν είχε πραγματοποιηθή η Ελλαδική Ορθόδοξος Εκκλησία θα είχεν σταδιακά οδηγηθή στη διαμόρφωσι μιας εκκλησιαστικής ζωής, θεολογίας και πρακτικής παραπλησίου εκείνης της Αγγλικανικής Εκκλησίας ή, ίσως, πιο συγκεκριμένα, με παραπλήσιο εφαρμογή, στην διαμόρφωσι μιας Εκκλησίας, ως εκείνης της αρχαίας Εκκλησίας των Ινδιών “Μάρ Τομάς” η οποία και υιοθέτησε πλείστα από τα δόγματα της Διαμαρτυρομένης Εκκλησίας, ενώ διετήρησε πολλά από τα παραδοσιακά στοιχεία.
Σχετικά με τους προαναφερθέντες δύο Ορθοδόξους κληρικούς θα πρέπει να σημειωθή ότι εκτός του Καθ. Νεοφύτου Βάμβα, ο οποίος υπήρξεν ο μεταφραστής στην Νέα Ελληνική της Βίβλου (με τα γλωσσικά πρότυπα του Κοραή), ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, στην προσπάθειά του να αναβιώση την αρχαία παράδοσι των Πατέρων της Εκκλησίας, για μια Βιβλική θεολογία, προέβη στην επανέκδοσι (1842-1843) των Σχολίων του Ερανιστού των Πατέρων Οικουμενίου (10ος αιών), στην Καινή Διαθήκη 4 .
Είναι σαφές ότι αμφότεροι οι ανωτέρω θεολόγοι απέβλεπαν στην Αναμόρφωσι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος με βάσι τον Λόγο του Θεού.
Τελικά η προσπάθεια αυτή δεν ετελεσφόρησε γιατί στην εσωτερική διαμάχη σύντομα επεκράτησε η ακρο-συντηρητική πτέρυγα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κάτω από την επιρροή του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857), που απέβλεπε στη “διαφύλαξι των παραδόσεων” με μια ιδιαίτερη έμφασι σε μια Βυζαντινολατρεία και την απόκρουσι κάθε “Δυτικής Προτεσταντικής” επιρροής. Υποστηρίζεται γενικώς ότι την περίοδο εκείνη η Τσαρική διπλωματία έπαιξε ένα πρωτεύοντα ρόλο στις εξελίξεις αυτές.
Επανερχόμενοι, πάντως, στην πρώτη Ευαγγελική παρουσία στον Ελληνικό χώρο, θα πρέπει να σημειωθή η επίσκεψι (διερευνητική) του εκ Νέας Αγγλίας ιεραποστόλου κληρικού Αιδ. Rufus Anderson το 1828, ο οποίος επισκέφθηκε την επαναστατημένη Ελλάδα και στη συνέχεια έδωσε μια εξαίρετη αναφορά που δημοσιεύθηκε στον τύπο της Βοστώνης (Missionary Herald) και όπου περιέγραφε με ενθουσιασμό τη θετική ανταπόκρισι του κλήρου και του λαού της Ελλάδος στο μήνυμα του Ευαγγελίου και προέβαινε σε θερμή έκκλησι σε πιστούς νέους να μεταβούν στην αγωνιζόμενη Ελλάδα για να βοηθήσουν στην πνευματική αναγέννησι του Ελληνικού λαού. Ο εν λόγω ιεραπόστολος είχε διανήμει, με τη συνεργασία του κλήρου, σημαντικό αριθμό Χριστιανικών εντύπων που είχαν τυπωθή “εν Μελίτη”.
Στην έκκλησι αυτή ανταποκρίθηκε, με την πρωτοβουλία της “American Board of Commissioners for Foreign Missions” ο γνωστός μας Jonas King (1792-1869) που έφθασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1829, κομίζων βοήθεια της “Ελληνικής Επιτροπής Κυριων” της Νέας Υόρκης. Ο Jonas King έγινε δεκτός με ιδιαίτερη ευμένεια από τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (βλέπε μελέτη κ. Γεωργίου Δράγα: “Ιωνάς Κιγκ”, Αθήναι, 1972).
Δεν είναι δυνατόν στην παρούσα σύντομη αναφορά να δωθούν περισσότερα στοιχεία και πληροφορίαι. Θα περιοριστούμε απλώς να σημειώσουμε ότι η προσπάθεια του Ιωνά Κιγκ συνήντησε σκληρή, δυσφημιστική και συκοφαντική αντίδρασι που ωδήγησε στην παραπομπή του σε δίκη, καταδίκη και απέλασι από την Ελλάδα το 1847. Σύντομα, βέβαια, επανήλθε στην Ελλάδα (ήτο νυμφευμένος με Ελληνίδα) όπου απεβίωσε το 1869.
Παρά το γεγονός ότι η συνάθροισι την οποία συνέστησε ο Jonas King, στο σπίτι του στην Πλάκα της παληάς Αθήνας, συνεκέντρωνε ένα ακροατήριο που έφθανε, κατά πληροφορίας, σε άνω των 40 προσώπων, όταν αργότερα (1866) συγκροτήθηκε η (Α’) Ελληνική Ευαγγελική Εκλησία, μόνον ένα πρόσωπο της συναθροίσεως του Ιωνά Κιγκ, μνημονεύεται στο σχετικό Πρακτικό της συστάσεως, συμμετείχε στα επτά ιδρυτικά μέλη. Πιθανόν, όμως, να υπήρχαν και άλλα πρόσωπα στον ευρύτερο Ευαγγελικό κύκλο των Αθηνών της εποχής εκείνης.
Τούτο μαρτυρεί εναργώς το πνεύμα της μισαλλοδοξίας που κυριαρχούσε στην Αθήνα εκείνων των ημερών. Οι πιέσεις, διωγμοί, προπηλακισμοί, της ευαρίθμου Ευαγγελικής ομάδος δύσκολα περιγράφονται. Ιστορείται ότι βιβλιοπώλης 5 των Αγίων Γραφών, αναγκάσθηκε να θάψη μόνος του τρία βρέφη του, που απεβίωσαν κατά την διάρκεια περιοδειών του εις τας επαρχίας, επειδή ουδείς νεκροθάπτης προσεφέρετο να θάψη τέκνα του “αιρετικού Μασώνου”. Ας σημειωθή, παραδειγματικώς, ότι ακόμη στα τέλη του προηγουμένου αιώνος, το εκκλησιαστικό κτίριο της Ευαγγελικής Εκκλησίας Πειραιώς επυρπολήθη από μαινόμενον όχλον 6 . Δεν θα ήτο άσκοπο να σημειωθή ότι ανάλογα συμβάντα εσημειώθησαν και κατά τον παρόντα αιώνα (π.χ. η πυρπόλησι του ευκτηρίου οίκου της Εκκλησίας Κατερίνης το 1923).
Απαρχή, πάντως, του Ευαγγελικού Έργου στην Ελλάδα θεωρείται η έκδοσι του Περιοδικού “ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ” που εκδόθηκε το 1858 και συνεχίζεται έκτοτε χωρίς διακοπή (πλην της περιόδου της Γερμανικής Κατοχής (1941-1944). Όμως η επίσημη σύστασι της Ευαγγελικής Εκκλησίας καθυστέρησε μέχρι το 1866. Τελικώς, τότε, επτά πρόσωπα συνεκρότησαν την Ελληνική Ευαγγελική Εκλησία (μάλιστα με πρώτη επωνυμία: “Ελευθέρα Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία”. Η λέξη “Ελευθέρα” -που υπεδήλωνε και μη εξάρτησι από ξένες ιεραποστολές- εγκαταλείφθηκε αργότερα).
Ας σημειωθή ότι στα επτά αυτά μέλη συμπεριλαμβάνοντο ο Μιχαήλ Καλοποθάκης, η Αμερικανίς σύζυγός του, ένας Σκωτσέζος αδελφός “διαμένων εν Αθήναις” και τέσσαρα άλλα πρόσωπα (εκ των οποίων, ως ήδη αναφέρθηκε, ένας εκ της παλαιάς συναθροίσεως του Ιωνά Κιγκ).
Έτσι ύστερα από 40 ετών “προπαρασκευαστική” εργασία με αυτή την τόσο πενιχρή απόδοσι, παρά την απαράμιλη αφιέρωσι, πιστότητα, ζήλο των πρωτοπόρων, αντικειμενικά εφαίνετο ότι η περαιτέρω πορεία της Ευαγγελικής μαρτυρίας στον Ελληνικό χώρο κάθε άλλο παρά αισιόδοξος ήτο. Τόσο, μάλιστα, αποκαρδιωτική ήταν η εκτίμησι των περισσοτέρων ώστε η Ιεραποστολή η οποία είχε αναλάβει την σχετική πρωτοβουλία δια της αποστολής ιεραποστόλων -η “American Board of Commissioners for Foreign missions” να αποφασίση να διακόψη την διακονία της, χαρακτηρίζουσα τον αγρόν αυτόν ως τελείως άγονο, ενώ συνέχισε το ιεραποστολικόν της έργον μεταξύ των Αρμενίων και των Βουλγάρων, όπου και η μαρτυρία του Ευαγγελίου είχεν φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. (Χαρακτηριστικό τούτο είναι το γεγονός ότι το 1948, 50 περίπου Ευαγγελικοί ποιμένες στη Βουλγαρία ωδηγήθηκαν από τον Κομμουνιστικό καθεστώς σε δίκη και κατεδικάσθηκαν σε βαρύτατες ποινές “επί προδοσία” κ.λπ., οι πλείστοι των οποίων μάλιστα απέθαναν από τις κακουχίες σε στρατόπεδα αναγκαστικής “εργασίας”, κάτω από το Σταλινικό καθεστώς).
Υπήρχε όμως μια μοναδική φυσιογνωμία που, θεία χάριτι, δεν απελπίσθηκε. Επρόκειτο για τον ιατρό Μιχαήλ Καλοποθάκη, ανηψιό εκ μητρός του ηγέτη της Μάνης στον αγώνα του 1821, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που μετά από θεολογικές σπουδές, ιδία δαπάνη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, επέστρεψε στην Αθήνα για να αναλάβη ένα πρωτοποριακό έργο εκδίδοντας, το εβδομαδιαίο τότε, Περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”. Περισσότερα γι’ αυτή την περίοδο, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην εργασία του αειμνήστου Αιδ. Μιχ. Κυριακάκη “Πρωτοπορία και Πρωτοπόροι” (Αθήναι 1985).
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτό το θέμα περιοριζόμενος να σημειώσω πόσο ανεδαφικό είναι όταν το Έργο του Ευαγγελίου σε μια χώρα -την πρόοδό του ή την καθυστέρησί του- την συγκρίνουμε με ό,τι συμβαίνει ή συνέβη αλλού. Συχνά γίνεται λόγος π.χ. για την τρομακτική ανάπτυξι της Ευαγγελικής μαρτυρίας στην Κορέα ή αλλού και αποδίδουμε την μικρή απήχησι της Ευαγγελικής μαρτυρίας στη χώρα μας σε ποικίλους αρνητικούς παράγοντες (τους οποίους βέβαια δεν πρέπει να αγνοούμε και θα σταχυολογήσουμε μερικούς). Αγνοούμε όμως τις τελείως διαφορετικές συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούν σε κάθε χώρα και, προ παντός, την ίδια την διακήρυξι του Κυρίου “Το Πνεύμα όπου θέλει ωνεί.” (Ιω. 3:8).
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
• Το πρώτο έγγραφο είναι μια επιστολή του Σταύρου Μιχαηλίδη (1830-1903) (-Βλέπε “Πρωτοπορία και Πρωτοπόροι” , σελ. 93-95, Μ. Β. Κυριακάκη) με ημερομηνία 14-4-1877 προς τον “σεβ. αδ. κ. Καλοποθάκην”, από την Αθήνα, όπου φιλοξενήθηκε στο “Γραφείον” του Μιχ. Καλοποθάκη, προφανώς κατά τη διάρκεια της απουσίας του, όπου δίδει πληροφορίες για το έργο της Θεσσαλονίκης. Στην επιστολή αυτή υπάρχει υποσημείωσι του Αιδ. Δ. Ι. Λιαούτση, που αναφέρεται σε επίσκεψί του στους αδελφούς στην Σμύρνη. Έτερον έγγραφον -με ημερομηνία 6 Ιανουαρίου 1882 κάμνει μνεία 4 ωργανωμένων εκκλησιών Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Βόλου και Ιωαννίνων (Αθηνών: ποιμήν Αιδ. Μ.Δ. Καλοποθάκης, Θεσσαλονίκης: Αιδ. Αιγυπτιάδης, Βόλου: Αιδ. Δ.Ι. Λιαούτσης, Ιωαννίνων: Αιδ. Σταύρος Μιχαηλίδης και συνεργός Μερκούριος). Η πρώτη Σύνοδος, πάντως, συγκροτήθηκε “εν Βόλω” το 1886, εκλεγέντος του Αιδ. Μιχ. Δ. Καλοποθάκη, ως Προέδρου, και του Αιδ. Δ.Ι. Λιαούτση, ως Γραμματέως. Το πρώτο Πρεσβυτέριο, πάντως είχε συγκροτηθή στην Αθήνα στις 3 Μαϊου 1881. Επίσης από τότε υπήρχε κήρυγμα και τόπος λατρείας εις τον Πειραιά. Μνημονεύεται επίσης ο γάμος των αδ. Λιαούτση και Μερκουρίου, ως και το ότι η κα Λιαούτση ήτο μέλος εκκλησίας της Μ. Ασίας (την εν λόγω αδελφή, σε βαθύ γήρας, ενθυμούμαι αμυδρά). Τέλος, ο πρώτος “Κανονισμός Εκκλησίας” φέρει ημερομηνία: 15 Ιανουαρίου 1883, όπου και καθιερούτο η “Πρεσβυτερική Τάξις”.
• Το πρώτον “Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν” (Έκδοσις: Μπαρτ και Χίρστ, Απρίλιος 1893-Σεπτέμβριος 1894), αναφέρει: “. ο Ιερατικός Συνέκδημος είναι το τέρμα της επ’ επωφελεία του έθνους αθλοφόρου του Κοραή σταδιοδρομίας.”.
• Εβοήθησε τον Κοραή εις την έκδοση των συγγραμμάτων του (Εγκυκλ. Λεξικόν, εκδ. Μπάρτ & Χιρστ – Μάιος 1890 – Νοέμβριος 1891, Αθήνησι).
• Για τον Οικουμένιο υπάρχει αμφισβήτησι εάν πρόκειται περί του Επισκόπου Τρίκκης, Θεσσαλίας ι΄ αιών, ή για προγενέστερο συγγραφέα (αρχάς 6 ου αιώνος) (The Dictionary of the Christian Church, υπό J.D. Douglas, σελ. 723, εκδ. “Zondervan Corporation”, Grand Rapids , Mi. 1974).
• Τούτο μου το είχε πει η μητέρα μου (ανέφερε και το όνομά του το οποίο δεν θυμάμαι, θα πρέπει να ανάγεται στη 10ετία 1880 ή 1890).
• Μάλλον από “νεαρούς” της τότε “υψηλής κοινωνίας”.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.