Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Στέφανου Κατσάρκα

Συνηθίζεται, όταν κάποιος ομιλητής καταπιαστεί με τη ζωή και τη δραστηριότητα μιας σπουδαίας προσωπικότητας, να τονίζει υπερβολικά τις αρετές και τα επιτεύγματά της, και να παρασιωπά ή ν’ αντιπαρέρχεται στενόχωρα τα σφάλματα και τις αδύνατες πλευρές της. Ιδιαίτερα στο θρησκευτικό χώρο, όπου η εξιδανίκευση ορισμένων μεγάλων χριστιανών του παρελθόντος, κι όχι μονάχα, βέβαια, με τις διαλέξεις και με τις ομιλίες, οδήγησε στην αγιοποίησή τους, το φαινόμενο είναι τόσο έντονο, ώστε σε αρκετές περιπτώσεις ν’ αλλοιώνεται ή και να διαστρεβλώνεται η ιστορική αλήθεια. Ακόμη και στη δική μας την ευαγγελική εκκλησία, όπου η προσωπολατρία είναι σε σημαντικό βαθμό περιορισμένη και η αγιολατρία ανύπαρκτη, πολύ συχνά ακόμη κι η καλόπιστη και γόνιμη κριτική κι η αντικειμενικότητα απέναντι στους μεγάλους πνευματικούς αρχηγούς μας του απώτερου ή και του πρόσφατου παρελθόντος αντιμετωπίζεται περίπου σα βλασφημία ή σαν αίρεση.

Τούτη η νοοτροπία ξεκινά, πιστεύω, από το φόβο μήπως οδηγηθούν μερικοί πιστοί στο σκανδαλισμό, βλέποντας να κλονίζεται το βάθρο όπου έχουν στήσει το πνευματικό τους ίνδαλμα, σα να εξαρτάται η πίστη μας στο Χριστό από ανθρώπινα ινδάλματα και είδωλα. Προσωπικά πιστεύω ακριβώς το αντίθετο: πως η παρουσίαση της αντικειμενικής αλήθειας προκειμένου για ένα σπουδαίο πνευματικό πρόσωπο κι η απομυθοποίησή του υπηρετεί δυο σημαντικούς σκοπούς: πρώτα μας κάνει να νιώσουμε πιο δικό μας το μεγάλο άνθρωπο του Θεού, με όλους τους αγώνες και όλες τις αποτυχίες κι ανθρώπινες αδυναμίες του, μα και μ’ όλο το μεγαλείο και το ηθικό του ανάστημα που μονάχα η χάρη του Θεού χαρίζει στην ελαττωματική ανθρώπινη φύση. Κι ύστερα μας βοηθά ν’ αντλήσουμε τα απαραίτητα διδάγματα για ν’ αποφύγουμε σημαντικά σφάλματα του παρελθόντος και να διορθώσουμε ίσως τη «γραμμή πλεύσης» μας και σαν άτομα, και σαν εκκλησία. Κι είναι ακριβώς, φοβάμαι, αυτή η έλλειψη γόνιμης ανοικτής κριτικής και του παρόντος και του παρελθόντος μέσα στην εκκλησία του Χριστού η αιτία για επανάληψη πολλών σφαλμάτων έστω με άλλη μορφή και σ’ άλλη έκδοση. Με αποτέλεσμα τις πιο πολλές φορές η ευαγγελική μας εκκλησία να μην εκμεταλλεύεται τούτο ακριβώς το μεγάλο πλεονέκτημα που από τη φύση της κι από τη δομή της παρουσιάζει, σ’ αντίθεση με τα άλλα δυο μεγάλα μονολιθικά χριστιανικά δόγματα: ν’ αυτοβελτιώνεται με το γόνιμο διάλογο και τη γόνιμη αυτοκριτική, και να διαμορφώνεται από τους ίδιους τους πιστούς της, πράγμα που θεωρητικά θα μπορούσε να το πετύχει, στην πράξη όμως ποτέ δεν το κατόρθωσε. Τούτη η αποψινή μου προσπάθεια μακάρι να συμβάλει, έστω κι ελάχιστα, προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς με δέος προσεγγίζω μια από τις τιτάνιες μορφές της χριστιανικής εκκλησίας, που παρ’ όλη τη σπουδαιότητα του και το πνευματικό του ανάστημα και την τεράστια επίδρασή του στην εκκλησία του Χριστού – κι όχι μονάχα σ’αυτήν- στάθηκε ένας άνθρωπος όπως εμείς, με τις αδυναμίες και τα σφάλματά του. Άλλωστε στην κριτική αυτή παρουσίαση μ’ενισχύει και η ίδια η Αγία Γραφή, που παρουσιάζει τους μεγάλους ανθρώπους της πίστης μ’ όλες τις πνευματικές τους επιτυχίες, αλλά και μ’ όλες τις ανθρώπινες πλευρές τους. Και βέβαια κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει σκανδαλιστεί απ’ τη ρεαλιστική τούτη παρουσίαση των σπουδαίων ανθρώπων της Βίβλου.

Τις πιο πολλές φορές η γνώση των πολλών σχετικά με μεγάλα πρόσωπα του παρελθόντος περιορίζεται σε μερικές φράσεις-συνθήματα σχεδόν, που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα δημιουργώντας μια πολύ επικίνδυνη αφαίρεση που αποπροσανατολίζει κι απογυμνώνει την αληθινή εικόνα από τις χιλιάδες αποχρώσεις της και τις αμέτρητες λεπτομέρειές της. Γιατί ένας άνθρωπος δεν μπορεί νάναι μονάχα δυο-τρεις τυποποιημένες φράσεις. Λέμε π.χ. πως ο Μπετόβεν ήταν κουφός, πως είχε δύσκολο και μίζερο χαρακτήρα, και πως έγραψε εννέα συμφωνίες-αριστουργήματα.Και βέβαια αυτές οι λίγες λέξεις δε λένε σχεδόν τίποτε για τον αληθινό Μπετόβεν.Ξέρουμε πως ο Ναπολέων δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατορία, πως στην εκστρατεία της Ρωσίας κλονίστηκε η παντοδυναμία του,πως κατέρρευσε οριστικά στη μάχη του Βατερλώ , και πως πέθανε εξόριστος στην Αγία Ελένη, κι οι ελάχιστες αυτές πληροφορίες έχουν σχέση με την ολοκληρωμένη προσωπικότητα του μεγάλου στρατηλάτη όση σχέση έχει ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό αριστούργημα μ΄΄ένα κλασικό εικονογραφημένο που περιγράφει τηλεγραφικά το μύθο χωρίς να μπαίνει στο βάθος.Με την ίδια ευκολία δηλώνουμε πως ο Καλβίνος ήταν ένας μεγάλος θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, ο δεύτερος μεγάλος μαζί με το Μαρτίνο Λούθηρο, πως επέβαλε μια θεοκρατική δικτατορία στη Γενεύη, πως καταδίκασε στην πυρά ή τουλάχιστον υπαγόρευσε κι ενθάρρυνε την καταδίκη του αιρετικού Σερβέ , πως η θεολογία του σφραγίστηκε με τη διδασκαλία του απόλυτου προορισμού. Σωστά όλα αυτά. Αλλά Καλβίνος δεν είναι μονάχα ο μεγάλος μεταρρυθμιστής ή ο αδυσώπητος θεοκράτης ή ο βλοσυρός θεολόγος. Είναι ένας άνθρωπος με πλευρές πολύ περισσότερες και πολύ πιο σύνθετες από τις δυο-τρεις παραπάνω φράσεις, ένας άνθρωπος με δράση, επίδραση και προσωπικότητα που είναι αδύνατο να περιγραφεί και να σχεδιαστεί ολοκληρωμένα μέσα στον περιορισμένο μας χρόνο. Άλλωστε ολόκληρη την προσωπικότητά και το χαρακτήρα του Καλβίνου δε θα τα μάθουμε ποτέ.Ο Λούθηρος από ιδιοσυγκρασία στέκεται πολύ πιο κοντά μας, ξέρουμε σχεδόν τα πάντα γι’ αυτόν. Στις περίφημες «κουβέντες του τραπεζιού» και στα γραπτά του δεν κρύβει τίποτε από τον εαυτό του. Ο ανοικτός χαρακτήρας του, η απόλαυση κάθε νόμιμης χαράς, το χιούμορ του, η αγάπη του για τη μουσική και για τις άλλες τέχνες, ακόμα και τα τόσο ανθρώπινα απότομα ξεσπάσματά του μας κάνουν να τον νιώθουμε απόλυτα δικό μας, σα νάναι σύγχρονός μας, στην παρέα μας. Ελάχιστους θεολόγους σ’ αυτό το στυλ γέννησε η χριστιανική εκκλησία. Ίσως και μονάχα αυτόν .Αντίθετα ο Καλβίνος κρατά πάντα μια σημαντική απόσταση από μας. Ουσιαστικά ολόκληρη η προσωπικότητά του μ’ όλες της τις πτυχές δε θα μας γίνει ποτέ απόλυτα γνωστή. Δεν είναι μόνο οι αιώνες που μας χωρίζουν απ’ αυτόν, και που άλλωστε οι ίδιοι μας χωρίζουν κι απ’ το Λούθηρο. Είναι ο χαρακτήρας του, εσωστρεφής, υπερβολικά λογικός, από πρώτη όψη ψυχρός κι απλησίαστος, στο βάθος όμως απροσδόκητα τρυφερός σε ανθρώπους δικούς του και πνευματικούς αδελφούς του, μ’ αισθήματα κρυμμένα πίσω από ένα χαλύβδινο περίβλημα, με μια ντροπαλοσύνη και μια φυσική δειλία που κρύβεται μ’ επιμέλεια κάτω από μια φυσιογνωμία αυστηρή και απρόσιτη. Το Λούθηρο τον γνωρίζουμε πολύ καλά, τον Καλβίνο τον μαντεύουμε. Από τις σκέψεις του, από τις ενέργειές του, από τη θεολογία του. Ο Λούθηρος είναι ο άνθρωπος της οικογένειας, ο άνθρωπος του σπιτιού. Ο Καλβίνος είναι μοναχικός, σχεδόν ασκητής. Για εννιά μονάχα χρόνια ζει τη γυναικεία παρουσία και ζεστασιά δίπλα σε μια σύζυγο, χήρα κάποιου αναβαπτιστή * ,διαλεγμένη με τις ίδιες αυστηρές προδιαγραφές και απαιτήσεις όπως σ’ όλους τους άλλους τομείς της ζωής του: «Δεν είμαι κανείς από τους τρελούς εκείνους εραστές», γράφει στους φίλους και συνεργάτες του Μπούσερ και Φαρέλ , «που όταν τους κτυπήσει κατακέφαλα η ωραία μορφή μιας γυναίκας αγκαλιάζουν και τα ελαττώματά της. Αυτού του είδους μόνο η καλλονή με σαγηνεύει:να είναι σεμνή, να μην είναι υπερβολικά γκρινιάρα και ιδιότροπη, να είναι οικονόμα, υπομονετική, και να δίνει ελπίδες ότι θα ενδιαφέρεται για την υγεία μου».Πίσω από τούτη την πεζότητα κρύβεται μια τρυφερή καρδιά που εκδηλώνεται πλούσια με το θάνατο της γυναίκας του και του παιδιού του, που ζει δυο εβδομάδες μονάχα μετά τη γέννησή του. Η ίδια αυτή κρυμμένη τρυφερότητα και ζεστασιά θα εμψυχώσει και θα συνοδεύσει πολλούς μαθητές του, συμπατριώτες προπάντων, γάλλους ουγενότους, στην πορεία τους στο μαρτύριο και στ’ ατέλειωτα χρόνια της φυλακής.

* Σημ .:Η Ι delette de Bure Storde u r στάθηκε ιδανική σύζυγος για τον Ιωάννη Καλβίνο. Οι βιογράφοι του τη χαρακτηρίζουν «γυναίκα με προσωπικότητα και δυναμισμό» και ο ίδιος την περιγράφει σαν «την πιστή συνεργάτιδα της διακονίας μου» και «την καλύτερη συντροφιά της ζωής μου».Κάποιοι φίλοι μάλιστα παρατήρησαν ότι κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους ήταν ολοφάνερη η ευεργετική επίδρασή της στο χαρακτήρα του μεταρρυθμιστή.

Τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης και λεπτότητας αισθημάτων θα περιοριστούν –και θα εξαντληθούν- μονάχα απέναντι σε δικούς και αδελφούς. Για τους άλλους, τους απίστους, τους ιδεολογικούς αντιπάλους και τους αιρετικούς –και «αιρετικοί» είναι όσοι δε συμφωνούν απόλυτα με τις καλβινικές απόψεις – δεν υπάρχει ούτε οίκτος, ούτε κατανόηση. Χαρακτηριστικό, δυστυχώς, ελάχιστα χριστιανικό πολλών απλών και πολλών επιφανών χριστιανών, και πριν από τον Καλβίνο, και μετά απ’ αυτόν…

**************************

Ο Ιωάννης Καλβίνος – Jean Calvin – ή Jean Cauvin στην πρωτότυπη γαλλική έκδοση του ονόματός του, γεννιέται στα 1509 στη μικρή πόλη Νουαγιόν της Γαλλίας. Μικρός χάνει τη μητέρα του, κι ασφαλώς η παρουσία κάποιας μητριάς παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο πατέρας του, αξιωματούχος της επισκοπής, προορίζει από πολύ νωρίς το γιο του για το ιερατικό αξίωμα. Έτσι, σύμφωνα με τη γαλλική συνήθεια της εποχής, μπαίνει κι ανατρέφεται στο σπίτι μιας οικογένειας ευγενών της περιοχής. Η αριστοκρατική του ανατροφή που αντανακλά στο κατά τα άλλα ασθενικό παρουσιαστικό του, τον απομακρύνει ακόμα περισσότερο απ’ το Λούθηρο: ο Λούθηρος στην ουσία παραμένει, παρ’ όλη τη μόρφωση και αγωγή του, ο απλός γερμανός χωρικός. Ο Καλβίνος είναι ο γάλλος αστός με την αριστοκρατική επίδραση και ο διανοούμενος ουμανιστής, όπως μας φανερώνεται στη συγκρατημένη συμπεριφορά του και στα κομψά λατινικά του. Από πολύ νωρίς ακόμη δείχνει ασυνήθιστες διανοητικές ικανότητες και αρετές. Ο ολλανδός ιστορικός Χέντρικ βαν Λουν αναφέρει πως όσοι έρχονταν σε επαφή μαζί του εύκολα μπορούσαν να προβλέψουν τη λαμπρή μελλοντική του εξέλιξη. Η επιμελημένη του μόρφωση είναι ανάλογη με τα προσόντα του: σπουδάζει κλασική φιλολογία, φιλοσοφία και θεολογία στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και στο ονομαστό κολέγιο Montaigu , που περιλαμβάνει στον κατάλογο των μαθητών του το μεγάλο ολλανδό ουμανιστή Έρασμο και το γνωστό γάλλο συγγραφέα Φρανσουά Ραμπελαί , και που σ’ αυτό μετά τον Καλβίνο έρχεται να φοιτήσει ο Ιγνάτιος Λογιόλα,ο ιδρυτής του μοναχικού τάγματος των ιησουϊτών. Με παρότρυνση του πατέρα του φεύγει από το Παρίσι στην Ορλεάνη, όπου παίρνει το πτυχίο του της νομικής, για να ξαναγυρίσει μετά στο Παρίσι και να επιδοθεί με μεγαλύτερο ζήλο στη σπουδή της κλασικής φιλολογίας. «Στην Ορλεάνη», γράφει ο βαν Λουν , «συνέβη ό,τι είχε συμβεί και στο Παρίσι. Μέσα σ’ ένα χρόνο ο μαθητής είχε γίνει δάσκαλος και καθοδηγούσε τους λιγότερο δραστήριους συμφοιτητές του στα νομικά ζητήματα».

Ολόκληρη αυτή η λαμπρή αλυσίδα των σπουδών του και το ασυνήθιστα δυνατό μυαλό του θα χρησιμοποιηθούν απ’ το Θεό με τον καλύτερο τρόπο στα γραπτά του, και ιδιαίτερα στο περίφημο τετράτομο έργο του « Christianae Religionis Institutio («Θεσμοί (ή Διδαχές)της Χριστιανικής Θρησκείας»).

Είναι σχεδόν νόμος απαράβατος. Οι μεγαλύτεροι από τους χριστιανούς που ο Θεός χρησιμοποίησε σε παγκόσμια ή γενικότερα σε ευρεία κλίμακα υπήρξαν άνθρωποι ασυνήθιστης διανοητικότητας κι ασυνήθιστης μόρφωσης, και δε μιλάμε μονάχα ή αναγκαστικά για πανεπιστημιακά διπλώματα, παρά για μόρφωση που αποκτά κανείς με τη σοβαρή και υπεύθυνη μελέτη, την επιμέλεια και τη συστηματικότητα που διακρίνει μονάχα τα δυνατά μυαλά, κι όλα αυτά σφραγισμένα, βέβαια, με τη δύναμη και την πνοή του Αγίου Πνεύματος. Με αρχή από τον Παύλο, που τα πολλά γράμματα τον «κατέφεραν εις μανίαν », με διανοητικούς γίγαντες στη συνέχεια, όπως ο Ιερός Αυγουστίνος, οι Τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Θωμάς Ακινάτης , ο πατριάρχης Φώτιος. Και στην εποχή της μεταρρύθμισης ο καθηγητής δόκτωρ Μαρτίνος Λούθηρος, οι μεγάλοι ουμανιστές Μελάγχθονας , Ζβίγγλιος και Καστελιόν, και ο Ιωάννης Καλβίνος, ένα απ’ τα εξοχότερα πνεύματα μέσα στην ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας. Τα ίδια σ’ όλες τις εποχές, τα ίδια και στη δική μας την εποχή. Τα ίδια με το ευαγγελικό κίνημα και στη δική μας τη χώρα, με δυνατούς δασκάλους και πνευματικούς οδηγούς όπως ο Καλοποθάκης , ο Μόσχου, ο Μεταλληνός, ο Χατζηαντωνίου κι άλλοι παλιοί και σύγχρονοί μας. Στοχασμός πάνω στην Αγία Γραφή κι ερμηνεία της δεν μπορεί να γίνει με πνευματικά και διανοητικά ψίχουλα. Κι όλοι οι αυτόκλητοι θεολογίσκοι θα’ πρεπε νάχουν τη σεμνότητα να διαβάζουν τους διαβασμένους και να περιορίζονται στα μέτρα τους και στην απλή μαρτυρία τους, και προπάντων να φροντίζουν πολύ περισσότερο για την καλή μαρτυρία τους. Ακόμη και ο «παπουτσής» Ουίλιαμ Κάρεϊ , ο περίφημος ιδρυτής του νεότερου ιεραποστολικού κινήματος, μοναδικό και κλασικό δήθεν παράδειγμα ανθρώπου «απλού» και «αγράμματου» που μεταχειρίστηκε ο Θεός σε παγκόσμια κλίμακα, δεν ήταν καθόλου αγράμματος, αλλά ένας από τους πιο μορφωμένους χριστιανούς της εποχής του παρά το ταπεινό του επάγγελμα, με σοβαρές επιστημονικές εργασίες στις ανατολικές γλώσσες. Κι όσο για το περίφημο επιχείρημα των «αγράμματων» ψαράδων που ξεσήκωσαν τον κόσμο, ας το καταλάβουν επιτέλους όλοι πως τον κόσμο τον ξεσήκωσαν ο Απόστολος Παύλος κι οι συνεργάτες του κι όχι οι ψαράδες, που η διακονία τους περιορίστηκε κυρίως μέσα στα όρια της πατρίδας τους, κι ακόμη πως άνθρωποι που φοίτησαν στην πιο έγκυρη θεολογική σχολή του κόσμου τριάμισι χρόνια μέρα-νύχτα, δίπλα δηλ. στον ίδιο τον Ιησού Χριστό, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αγράμματοι. Ας μη βαυκαλίζονται λοιπόν οι κάθε είδους ημιμαθείς κι αστοιχείωτοι πως τάχα κατέχουν δι’ επιφοιτήσεως την εξ ύψους ικανότητα ερμηνείας του θεϊκού λόγου. Αυτά σε παρένθεση, γιατί πολλές ανοησίες ακούγονται κατά καιρούς από αυτόκλητους πνευματικούς οδηγούς και δήθεν «κεχρισμένους του Κυρίου»…

Τούτες οι νομικές σπουδές του Καλβίνου διαποτίζουν ολόκληρη την προσωπικότητά του, τη νοοτροπία του και τη διδασκαλία του. Η ενοχή και η αιώνια καταδίκη του αμαρτωλού, η βαθιά συναίσθηση της θεϊκής δικαιοσύνης και η ικανοποίησή της με τη σταυρική τιμωρία του Γιου του Θεού, οι απαγορεύσεις, οι αυστηροί νόμοι και οι τιμωρίες, όλα αυτά και πολλά άλλα προδίνουν και τον αυστηρό θεολόγο, αλλά προπάντων το σπουδαγμένο νομικό, που έχει κάνει κτήμα του τις έννοιες και τις διατάξεις του δικαίου, του ποινικού κώδικα και της δικονομίας. Ο άνθρωπος, λέει ο Καλβίνος, δημιουργήθηκε για τη δόξα του Θεού. Με την πτώση έχασε κάθε ηθική και αποξενώθηκε τελείως απ’ το Θεό κι από τη δικαιοσύνη Του. Συλλαμβάνει, επιθυμεί και επιχειρεί ό,τι είναι ασεβές, διεστραμμένο, χυδαίο, ακάθαρτο κι εγκληματικό. Ο μόνος τρόπος να γνωρίσει το Θεό και ν’ αντιληφθεί το θέλημά Του είναι ο Λόγος Του, η Αγία Γραφή, Παλιά και Καινή Διαθήκη, η μοναδική αυθεντία, όχι μονάχα σ’ ό,τι αφορά τη θρησκεία και την ηθική, αλλά και την ιστορία, την πολιτική, την κοινωνική διαβίωση, τα πάντα. Ενώ όμως όλοι οι άνθρωποι αξίζουν την αιώνια καταδίκη εξαιτίας της αμαρτίας τους, υπάρχουν ορισμένοι τους οποίους προκαθόρισε ο Θεός «προ καταβολής κόσμου» για να τους σώσει με το θάνατο του Χριστού πάνω στο σταυρό. «Σύμφωνα λοιπόν προς το σαφές δόγμα των Γραφών», γράφει ο Καλβίνος, «υποστηρίζουμε πως ο Θεός με μια αιώνια αμετάβλητη απόφαση καθόρισε μια για πάντα εκείνους που θα δεχτεί στη σωτηρία, κι εκείνους που θα καταδικάσει στην καταστροφή. Βεβαιώνουμε ότι η απόφαση αυτή σ’ ό,τι αφορά τους εκλεκτούς στηρίζεται στο έλεος της χάρης Του, τελείως άσχετο προς τις αρετές των ανθρώπων · αλλά σ’ εκείνους που προορίζει για την κόλαση η πύλη της ζωής είναι κλειστή από μια δίκαιη και τελεσίδικη, αλλά και ακατάληπτη κρίση». Κι αν κανείς αντιτάξει πως ο Θεός μ’ αυτό τον τρόπο αποδείχνεται άδικος, ο Καλβίνος απαντά πως όλοι οι άνθρωποι δίκαια έχουν καταδικαστεί εξ αιτίας της αμαρτίας τους, και πέρα απ’ αυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε τις αιώνιες προθέσεις του Θεού. Ξέρουμε μόνο πως ο Θεός πάντα ενεργεί δίκαια. Πώς λειτουργεί αυτή η δικαιοσύνη, είναι ένα ερώτημα που προχωρά πέρα απ’ το δικό μας περιορισμένο θνητό μυαλό.

Σύμφωνα με την άποψη του Καλβίνου, τρία είναι κυρίως τα αποδεικτικά στοιχεία για τον πιστό, πως ο Θεός πράγματι τον έχει εκλέξει και προορίσει: η ομολογία της αληθινής πίστης, μια σωστή και δίκαιη ζωή με καλά έργα, και η τακτική παρουσία στο μυστήριο –όπως το δέχεται- του Δείπνου του Κυρίου.

Φυσικά, η θεολογία του Καλβίνου δεν είναι μονάχα το δόγμα του προορισμού.* Είναι χιλιάδες άλλες σελίδες για πολλά άλλα θέματα. Άλλωστε οι οπαδοί και μαθητές του το τράβηξαν στα άκρα περισσότερο από τον ίδιο. Αλλά κι αυτός, συνεπής προς τον άκαμπτο και στεγνό χαρακτήρα του, το διατύπωσε απερίφραστα και μέχρι τις έσχατες συνέπειες του περισσότερο από

*Σημ. :Για λόγους αδιευκρίνιστους ο όρος « predestination » που σημαίνει «προορισμός» έχει αποδοθεί και έχει επικρατήσει στα ελληνικά με τη λέξη «απόλυτος προορισμός».

οποιονδήποτε άλλο θεολόγο μέχρι τότε, τρομάζοντας κι ο ίδιος με το περιεχόμενό του κι αποκαλώντας το «φοβερό δόγμα». Ξεκίνησε από μερικά εδάφια κυρίως του Αποστόλου Παύλου, στηρίχτηκε περισσότερο στον Ιερό Αυγουστίνο που πρώτος αυτός διατύπωσε το δόγμα ξεκάθαρα και συστηματικά, ξεπέρασε το Λούθηρο που δέχεται πως ο Θεός εκλέγει τους πιστούς, αποφεύγει όμως ν’ ασχοληθεί μ’ αυτούς που δεν είναι προορισμένοι για σωτηρία, που σύμφωνα με τον Καλβίνο έχουν κι αυτοί προοριστεί από το Θεό για την αιώνια τιμωρία. Διατυπώσεις απόλυτες, χωρίς το παραμικρό περιθώριο ελεύθερου στοχασμού, τέτοιες που ταιριάζουν στο χαρακτήρα ενός Καλβίνου, μα και στο πνεύμα μιας αδυσώπητης εποχής που θυμίζει τόσο πολύ εκείνη της Παλιάς Διαθήκης, όπου οι έννοιες της θεϊκής εκλογής και του θεϊκού προορισμού βρίσκονται συχνά στο προσκήνιο. Αντιλήψεις που είναι αδύνατο να χωνευτούν από ανθρώπους μ’ ευαισθησίες –έστω κι αν ανήκουν στον καλβινιστικό χώρο- και προπάντων από ανθρώπους της τέχνης. Γι’ αυτό κι ο μεγάλος χριστιανός ποιητής Τζων Μίλτων, πιστός καλβινιστής κατά τα άλλα, δηλώνει: «αν και κινδυνεύω να πάω στην κόλαση, ωστόσο ένας τέτοιος Θεός δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αποσπάσει το σεβασμό μου!».

Κακά τα ψέματα. Ο κάθε πιστός, ανάλογα με την πνευματική του συγκρότηση και τη νοοτροπία του, και μ’ ό,τι δέκτες κουβαλά μέσα του, διαμορφώνει και τη φιλοσοφία και τη θεολογία του όπως του ταιριάζει και με βάση όποια μέρη απ’ το Λόγο του Θεού ανταποκρίνονται περισσότερο στην ψυχοσύνθεσή του. Γι’ αυτό και ο Λόγος του Θεού είναι τόσο πολύπλευρος κι αφήνει τόσα περιθώρια για την ελεύθερη σκέψη. Κι είμαστε εμείς που τον στενεύουμε και προσπαθούμε να επιβάλουμε ο ένας στον άλλο απόλυτη ομοιομορφία. Κι αυτό ακριβώς στάθηκε το σφάλμα και των πιο πολλών από τους μεγάλους μεταρρυθμιστές.

Είναι στα 1533, στην ηλικία των 24 χρονών, που ο Καλβίνος έχοντας έρθει σ’ επαφή στο Παρίσι με τις διδασκαλίες του Μαρτίνου Λούθηρου, δοκιμάζει «ξαφνικά», όπως το διηγείται κι ο ίδιος, την εμπειρία της πνευματικής αναγέννησης: « ο Θεός δάμασε την καρδιά μου και την οδήγησε σε υποταγή. Είχε γίνει πιο σκληρή απέναντι σε τέτοια θέματα απ’ όσο μπορούσε κανείς να περιμένει από ένα νέο άνθρωπο», γράφει. Παρά τη νεαρή του ηλικία, είναι κιόλας γνωστός σαν αξιόλογος ουμανιστής. Ένα χρόνο πιο νωρίς έχει δημοσιεύσει την πραγματεία του σχετικά με το έργο « de Clementia » («περί Πραότητος») του λατίνου φιλοσόφου Σενέκα. Τώρα πια όμως το κλίμα του καθολικισμού στην πατρίδα του δεν τον σηκώνει άλλο. Δυο χρόνια αργότερα, ύστερ’ από διωγμούς και περιπλανήσεις, τον βρίσκουμε στη Βασιλεία της Ελβετίας, όπου τον επόμενο χρόνο, στα 1536, σε ηλικία 27 μόλις χρονών, πρωτοδημοσιεύει στη λατινική γλώσσα το περίφημο τετράτομο έργο του « Christianae Religionis Institutio » – «Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας», όπως αποδόθηκε ο τίτλος στην πρώτη ύστερα από 450 χρόνια ελληνική έκδοση του έργου, με επιμέλεια της Γενικής Συνόδου της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας σε μετάφραση Αντώνη Κουλούρη . Το έργο αναθεωρήθηκε και συμπληρώθηκε επανειλημμένα από το συγγραφέα σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής του, στην ουσία όμως το περιεχόμενό του παρέμεινε το ίδιο, όπως σ’ εκείνη την πρώτη έκδοση. Δεν ξέρω αν στη γραμματολογία της ευαγγελικής ή και γενικότερα της χριστιανικής εκκλησίας υπάρχουν πολλά παρόμοια έργα. Ο περίφημος ιστορικός Will Durant , συγγραφέας της « Παγκόσμιας Ιστορίας του Πολιτισμού», το χαρακτηρίζει σαν «το πιο εύγλωττο, το πιο θερμό, το πιο ξεκάθαρο, το πιο λογικό, με τη μεγαλύτερη επιρροή και το πιο τρομερό έργο σ’ όλη τη φιλολογία της θρησκευτικής επανάστασης». Κάποιος ιστορικός της εκκλησίας το ονομάζει «το πιο σπουδαίο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ πάνω στο θέμα της χριστιανικής πίστης». Κατά καιρούς, από τις μέρες του μέχρι σήμερα, διάφοροι σοβαροί μελετητές θεωρούν τον Ιωάννη Καλβίνο και εξ αιτίας κυρίως του σπουδαίου αυτού έργου, αλλά και των πολλών άλλων έργων του, τον μεγαλύτερο απ’ όλους τους χριστιανούς δασκάλους απ’ τον καιρό των αποστόλων. Κι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» γράφει: « Πολλοί έγραψαν σε νεαρή ηλικία –ακόμα νεότεροι κι από τον Καλβίνο- αριστουργήματα ποιητικά ή μουσικά. Είναι όμως σχεδόν μοναδική η περίπτωση του Καλβίνου. Εικοσιέξη ετών έγραψε ένα έργο που, βασισμένο πολύ λιγότερο σε έμπνευση ( ο Καλβίνος δεν είχε ποιητικό πνεύμα) και περισσότερο ή μάλλον μόνο σε κριτική σκέψη και στην αναμορφωτική βούληση ενός νομοθετικού νου, έγινε το πάγιο βάθρο του μεταρρυθμιστικού πνεύματος- πιο πάγιο απ’ όλα τα συγγράμματα κι αυτού ακόμα του Λούθηρου ή άλλων». Κι ακόμη ο ιστορικός της γαλλικής λογοτεχνίας Γουσταύος Λανσόν γράφει πως η μετάφραση του έργου στη γαλλική γλώσσα που πραγματοποίησε ο ίδιος ο Καλβίνος λίγα χρόνια αργότερα, « αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα του 16 ου αιώνα». Τέλος ο πασίγνωστος σύγχρονός μας αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάϊχ στο βιβλίο του « Καστελιόν και Καλβίνος», ένα από τα πιο εχθρικά βιβλία απέναντι στο μεγάλο μεταρρυθμιστή που έχουν γραφτεί ποτέ, παραδέχεται πως «αυτή η Institutio είναι ένα απ’ τα λίγα βιβλία που μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή πως χάραξαν το δρόμο της ιστορίας και μετέβαλαν την όψη της Ευρώπης. Είναι το πιο σημαντικό έργο της μεταρρύθμισης έπειτα απ’ τη μετάφραση της Βίβλου απ’ το Λούθηρο, κι ασκεί απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή με τη σκληρή λογική της και με την ανοικοδομητική της δύναμη αποφασιστική επίδραση πάνω στους συγχρόνους της».

Μέσα στο τόσο αξιόλογο αυτό έργο, που δικαιολογημένα η ευαγγελική εκκλησία νιώθει περήφανη γι’ αυτό, ακόμη κι όσοι δε συμφωνούν απόλυτα με τις θεολογικές απόψεις του συγγραφέα, και που, όπως πολύ σωστά παρατήρησε κάποιος γερμανός ιστορικός, «οδήγησε τον καλβινιστή να γνωρίζει τι πιστεύει και γιατί το πιστεύει», εκτίθεται ολόκληρο το οικοδόμημα της χριστιανικής πίστης, με κύριο θέμα τη γνώση του Πατέρα Θεού στο πρώτο βιβλίο, τη γνώση του Θεού σα Λυτρωτή εν Χριστώ στο δεύτερο, το Άγιο Πνεύμα στο τρίτο, την εκκλησία του Χριστού στο τέταρτο. Κι αυτό γίνεται με τρόπο σαφή και γλαφυρό, με ύφος που προδίνει την τεράστια πνευματική υποδομή, την ευρυμάθεια και την αρχαιομάθεια του συγγραφέα, και βέβαια μέσα σ’ ένα τόσο πολυσέλιδο έργο δεν εκτίθεται μονάχα η διδασκαλία του απόλυτου προορισμού που αποτέλεσε σημείο αντιλεγόμενο για τις επόμενες γενιές. Κρίμα που ο χρόνος δε μας επιτρέπει ν’ απολαύσουμε μερικές σελίδες του. Θ’ άξιζε να το αποκτήσουμε και να το διαβάσουμε, γιατί ο τρόπος που παρουσιάζονται αρκετές από τις έννοιες της χριστιανικής διδασκαλίας και της καθημερινής χριστιανικής ζωής μέσα σ’ αυτό δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι τώρα, εφ’ όσον βέβαια πάρουμε υπ’ όψη μας τους αιώνες που μας χωρίζουν κι όλα εκείνα που δεν ταιριάζουν στη σύγχρονη νοοτροπία. Κι όπως τότε το έργο προοριζόταν να δώσει μια ξεκάθαρη γραμμή σ’ αντίθεση με τις ακρότητες των ακραίων της εποχής, των αναβαπτιστών, έτσι και σήμερα χρειάζονται πολλά τέτοια έργα για να ξεκαθαρίσουν τη σύγχυση και την τρικυμία μέσα στα κεφάλια αρκετών από τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση και πάλι ακραίων κινημάτων που σε μερικές περιπτώσεις κυριολεκτικά «η δεξιά τους αγνοεί τι ποιεί η αριστερά τους». Κι όχι μόνο αυτό. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο μεταφραστής στην ελληνική έκδοση, η πρόσφατη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη συστηματική μελέτη του κλασικού αυτού έργου, ήρθε «σαν αντίδραση στη χρεοκοπία της προτεσταντικής φιλελεύθερης θεολογίας [δηλ. του λεγόμενου μοντερνισμού] αλλά και στην πνευματική ρηχότητα ενός συναισθηματικού ανθρωποκεντρικού υποκειμενισμού που χαρακτηρίζει πολλές σύγχρονες ευαγγελιστικές δραστηριότητες και κινήσεις». Μ’ άλλα λόγια, τόχουμε παραρίξει σε παγκόσμια κλίμακα στις ολίγον αφελείς εκδηλώσεις υπερβολικού συναισθηματισμού, κι έχουμε παραμελήσει το βάθος της πίστης, τη στέρεη πνευματική συγκρότηση και τη σοβαρή μελέτη.

Την ίδια χρονιά που πρωτοδημοσιεύτηκε το βασικό αυτό έργο της χριστιανικής πίστης, δηλ. στα 1536, ο Καλβίνος βρίσκεται περαστικός για λίγες μέρες στη Γενεύη. Κύριος εκπρόσωπος της θρησκευτικής μεταρρύθμισης εκεί είναι ο Γκιγιώμ Φαρέλ , άνθρωπος θαρραλέος, υπερβολικά όμως ακραίος στις εκδηλώσεις του ενάντια στην αντίπαλη καθολική εκκλησία, αρκετά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Καλβίνο, του οποίου όμως εκτιμά το πνεύμα και τις ικανότητες, και σίγουρος ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο, καλεί τον επιφανή επισκέπτη του να παραμείνει μόνιμα στη Γενεύη για να εδραιώσει εκεί το νεαρό μεταρρυθμιστικό κίνημα.

Ο Τσβάϊχ , που δε βρίσκει κανένα καλό λόγο να πει για το Φαρέλ και σχεδόν κανένα για τον Καλβίνο, αποφαίνεται πως η επιμονή του Φαρέλ και η έκκλησή του για βοήθεια οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν πνεύμα καταστρεπτικό, ήξερε μονάχα να γκρεμίζει, κι ήταν ανίκανος να χτίσει. Άποψη αυθαίρετη, και δεν είναι η μόνη αυθαίρετη άποψη του συγγραφέα μέσα στο βιβλίο του. Τόσο από την εμπειρία μας όσο και από την ιστορία, γνωρίζουμε πολλούς ανθρώπους ανίκανους ή με λίγες ικανότητες που όμως δεν έχασαν την ευκαιρία ν’ αποκτήσουν υψηλά αξιώματα με οποιοδήποτε μέσο. Λίγοι έχουν την ανωτερότητα ν’ αποσύρονται την κατάλληλη στιγμή και ν’ αναγνωρίζουν την υπεροχή του άλλου παραχωρώντας του τη θέση τους. Αρετή εντελώς σπάνια ακόμα και μέσα στην εκκλησία του Χριστού. Μονάχα λοιπόν κακολογία δεν ταιριάζει στο Φαρέλ γι’ αυτήν του την ενέργεια.

Ο Καλβίνος διστάζει ν’ αποδεχτεί την προσφορά του Φαρέλ . Όντας από τη φύση του ντροπαλός και μετριόφρονας, θεωρεί πως είναι εντελώς αντίθετο στο χαρακτήρα του να κατέχει δημόσιες θέσεις κι αξιώματα. Κι ακόμα, πως είναι τελείως ξένες προς τους σκοπούς του τέτοιου είδους ευθύνες και υποχρεώσεις. Σκοπεύει κι ελπίζει να περάσει ολόκληρη τη ζωή του με τη μελέτη και τη συγγραφή βιβλίων, κι ίσως στο βάθος της καρδιάς του ξέροντας τον άτεγκτο χαρακτήρα του διστάζει ν’ αναλάβει ένα έργο όπου θάπρεπε να περάσει «δια πυρός και σιδήρου» τους κατοίκους της πόλης για να τους επιβάλει τη σιδερένια ηθική πειθαρχία που θεωρεί πως είναι ο μοναδικός δρόμος που του ζητά ο Θεός ν’ ακολουθήσει. Ωστόσο μπροστά στην επιμονή και στους εξορκισμούς του Φαρέλ η θέλησή του κάμπτεται. Και μένει μόνιμα στην πόλη. Είναι άραγε έτσι το σχέδιο του Θεού, καθώς τούτη η ιστορική απόφαση γεννιέται από μια φαινομενικά τελείως τυχαία λιγοήμερη παραμονή του Καλβίνου στη Γενεύη; Είναι παγίδα του σατανά για να δυσφημιστεί το ευαγγελικό κίνημα ύστερα απ’ όσα θα γίνουν αργότερα εκεί; Ή είναι και τα δύο μαζί, δηλ. θέλημα του Θεού κι απ’ το άλλο μέρος επίθεση και υπονόμευση του εχθρού στο μεγάλο έργο που πρόκειται να γίνει; Προσωπικά πιστεύω πως πρέπει να συμβαίνει μάλλον αυτό το τελευταίο. Το δείχνουν και τα αγαθά αποτελέσματα από τούτη την απόφαση του Καλβίνου που φτάνουν μέχρι και τη δική μας την εποχή, όπως κι η βλάβη απ’ το άλλο μέρος της καλής μαρτυρίας του ευαγγελικού κινήματος από τις άστοχες και απαράδεκτες ενέργειες φανατισμού και μισαλλοδοξίας που ακολούθησαν. Ποια άλλωστε μεγάλη ευλογία του Θεού δεν προσπάθησε ο εχθρός να τη μεταστρέψει ενάντια στο έργο Του, προκαλώντας βλάβη στην ομαλή πορεία της εκκλησίας Του;

Σήμερα μας είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τις απόλυτες αντιλήψεις του Καλβίνου σχετικά με την επιβολή μιας θεοκρατικής δικτατορίας. Κάποιος παραλλήλισε τη θεοκρατία της Γενεύης με την «ισλαμική δημοκρατία» που έχει επιβάλει στο Ιράν ο Αγιατολαχ Χομεϊνί. Ανεξάρτητα απ’ το γεγονός ότι και τα δύο καθεστώτα αποτελούν θρησκευτικές δικτατορίες, ο τόπος, ο χρόνος, η ηθική και πνευματική συγκρότηση ενός χριστιανού έστω του 16 ου αιώνα μ’ εκείνη ενός μουσουλμάνου ακόμη και του 20 ου αιώνα, είναι πράγματα τόσο διαφορετικά και χωρίς δυνατότητα σύγκρισης, ώστε πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να δεχτούμε έστω σε κάποιο ποσοστό έναν τέτοιο παραλληλισμο. Ίσως κάποιο κοινό στοιχείο μεταξύ τους είναι πως ο ισλαμισμός με τη διδασκαλία του και τους κανόνες του ξαναφέρνει τους ανθρώπους πίσω σ’ εποχές σαν εκείνη της Παλιάς Διαθήκης, και ο Καλβίνος κι όσοι τον μιμήθηκαν και τον μιμούνται μ’ άλλους τρόπους και σ’ άλλες εκδόσεις φέρνουν την Παλιά Διαθήκη στην εποχή της χάρης του Χριστού. «Γιατί ο Καλβίνος», παρατηρεί ο Βαν Λουν , ο ολλανδός ιστορικός, «όπως και πολλοί άλλοι μεταρρυθμιστές, ήταν περισσότερο αρχαίος εβραίος παρά νέος χριστιανός. Με τα χείλη του τιμούσε το Θεό του Ιησού. Μα η καρδιά του ήταν δοσμένη στον Ιεχωβά του Μωϋσή» Μπορεί η θεοκρατική δικτατορία του Καλβίνου να μας είναι άγνωστη κι ακατάληπτη σήμερα στο χριστιανικό χώρο. Θεοκράτορες όμως με την Παλιά Διαθήκη στο δεξί τους χέρι ποτέ δεν έλειψαν απ’την εκκλησία του Χριστού.Κι ασφαλώς όχι πάντα με την απόλυτη ηθική ακεραιότητα και τη δικαιοκρισία του Καλβίνου.

Τυπικά ο Καλβίνος δεν κατέχει κανένα αξίωμα εκτός από εκείνο του πάστορα, του εκκλησιαστικoύ ποιμένα. Η πόλη της Γενεύης είναι διοικητικά ανεξάρτητη κι αυτόνομη, όπως κι οι υπόλοιπες ελβετικές πόλεις, ωστόσο το consistorium , το εκκλησιαστικό συμβούλιο, ασκεί μεγάλη επίδραση πάνω στην κοσμική εξουσία. Παραμένει κάπως αδιευκρίνιστο σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις –όπως η περίπτωση Σερβέ για την οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια- σε ποιο βαθμό επικράτησε η άποψη του εκκλησιαστικού συμβουλίου πάνω στην κοσμική διοίκηση. Το σίγουρο είναι πως η επιρροή του συμβουλίου ήταν τεράστια, και καθώς η ακτινοβολία της προσωπικότητας του Καλβίνου και η επιβολή του πάνω στο consistorium είναι απεριόριστη, ουσιαστικά γίνεται απόλυτος κυρίαρχος του μικρού κρατιδίου*. Ένας κυρίαρχος που θεωρεί πως η επιβολή του ηθικού νόμου σ’ όλους τους κατοίκους της πόλης πρέπει νάναι υποχρεωτική και να υλοποιείται με νομοθεσία αυστηρή και ποινές παραδειγματικές και σκληρές. Φυσικά, το έργο του δεν είναι καθόλου εύκολο, και η αντιπολίτευση είναι ισχυρή και αποφασισμένη να μην υποχωρήσει στις απαιτήσεις του. Ποτέ ίσως θρησκευτικός ηγέτης δεν αγαπήθηκε και δε μισήθηκε τόσο πολύ όσο ο Καλβίνος. Τόσο είναι το μίσος πολλών, που φτάνουν να δώσουν σε σκύλους τους τ’ όνομά του. Απειλούν τη ζωή του, πυροβολούν το σπίτι του, εξαπολύουν εναντίον του σκυλιά (ίσως μερικά απ’ αυτά που ονομάζουν « καλβίνους »). Μα εκείνος είναι αποφασισμένος. Θεωρεί πως έχει ιερή υποχρέωση απέναντι στο Θεό να επιβάλει το νόμο Του, απαράλλαχτα όπως έπραξαν οι κριτές του λαού Ισραήλ. Δυο χρόνια μετά τον πρώτο ερχομό του στη Γενεύη εξορίζεται από την πόλη μαζί με το Φαρέλ και καταφεύγει στο Στρασβούργο, όπου αναλαμβάνει τα καθήκοντα ποιμένα της εκκλησίας των ξένων προσφύγων, που αποτελείται κυρίως από γάλλους συμπατριώτες του. Όμως η εξορία του δεν κρατά για πολύ. Τρία χρόνια αργότερα, στα 1541, ύστερα από ταραχές και πολιτική αστάθεια, τον καλούν να ξαναγυρίσει στην πόλη. Παλεύοντας με τον εαυτό του διστάζει και πάλι να το αποφασίσει.«Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο

* Σημ . : Κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές αρχίζουν και αμφισβητούν κατά πόσο ήταν σε θέση ο Καλβίνος να επιβάλλει τη θέλησή του σ’ όλα τα θέματα. Ο διάλογος αυτός βρίσκεται σ’ εξέλιξη. Θα πρέπει μάλιστα να προσθέσουμε ότι ο ίδιος ο Καλβίνος συχνά παραπονιόταν πως κακώς πληροφορημένοι «καλοθελητές» απέδιδαν πράξεις του κρατικού συμβουλίου στον ίδιο προσωπικά.

που να φοβάμαι περισσότερο απ΄ τη Γενεύη», δηλώνει. Συμφωνεί απλά και μόνο να την επισκεφτεί. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1541 γίνεται δεκτός με τόσες τιμές, με τόσες αιτήσεις συγγνώμης και τόσες υποσχέσεις για συνεργασία με το σκοπό ν’ αποκατασταθεί η τάξη και το ευαγγέλιο, ώστε του είναι δύσκολο πια ν’ αρνηθεί. Στις 16 Σεπτεμβρίου γράφει στο Φαρέλ , που εξακολουθεί να μένει εξόριστος: «Η επιθυμία σου ικανοποιείται. Παραμένω οριστικά εδώ. Είθε ο Θεός να δώσει την ευλογία Του»… Και πραγματικά μένει πια οριστικά στη Γενεύη 23 χρόνια, μέχρι το θάνατό του. Και η πόλη για να τον τιμήσει και να τον βοηθήσει στο έργο του, του παραχωρεί ένα όμορφο σπίτι με κήπο που βλέπει προς τη λίμνη και του παρέχει έναν όχι υψηλό, αλλά πάντως ικανοποιητικό μισθό για να επιδοθεί απερίσπαστος στις δραστηριότητές του.

Ανεξάρτητα απ’ τις ακρότητες και τις υπερβολές του, σπάνια στην ανθρώπινη ιστορία αναδείχτηκε άνθρωπος τόσο ηθικά άψογος, με τόση αφιέρωση στο Θεό και με τέτοια αυταπάρνηση και δραστηριότητα για την προαγωγή του έργου Του. «Εκείνοι που τον υπηρετούσαν τον φοβούνταν», γράφει ο Will Durant , «αλλά τον αγαπούσαν περισσότερο εκείνοι που τον γνώριζαν καλύτερα. Από ηθική άποψη η ζωή του δεν παρουσίασε σφάλμα. Ζούσε με απλότητα, έτρωγε ελάχιστα, νήστευε χωρίς επίδειξη, κοιμόταν μόνο έξι ώρες τη μέρα, ουδέποτε πήρε άδεια, πρόσφερε αδίστακτα τον εαυτό του σε ό,τι νόμιζε πως ήταν υπηρεσία του Θεού. Απέρριπτε αιτήσεις για αύξηση μισθών, αλλά μοχθούσε για την εξεύρεση χρημάτων για την ανακούφιση των φτωχών. “Η δύναμη του αιρετικού αυτού”, έλεγε ο Πάπας Πίος ο Δ΄, “βρίσκεται στο ότι το χρήμα δεν έχει κανένα θέλγητρο γι’ αυτόν. Αν είχα τέτοιους υπηρέτες η κυριαρχία μου θ’ απλωνόταν απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη”».

Είναι δύσκολο να περιγραφεί η τρομερή του δραστηριότητα. Τούτο το ασθενικό κορμί που δέχεται τη μια αρρώστια πάνω στην άλλη, τόσο που να γράφει βογκώντας μια μέρα : «η υγεία μου είναι ένας διαρκής θάνατος», έχει μια θαυμαστή ζωτικότητα που μονάχα θεϊκή δύναμη μπορεί να τη χαρίσει μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες. «Η δαιμονική δραστηριότητα του Καλβίνου», γράφει ο Τσβάϊχ που όπως είπαμε δεν τον συμπαθεί καθόλου, «δεν επιτρέπει να του κλέψουν ούτε μια ώρα απ’ τη δουλειά του. Υποφέροντας διαρκώς απ’ τους πόνους, δεν παύει ν’ αποδεικνύει την ανωτερότητα του πνεύματος. Αν ο πυρετός τον εμποδίζει να πάει στην εκκλησία, βάζει να τον κουβαλήσουν πάνω σε μια καρέκλα και κάνει οπωσδήποτε το κήρυγμά του. Αν δεν μπορεί να πάρει μέρος στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, οι σύμβουλοι πηγαίνουν σπίτι του. Αν έχει δυνατό πυρετό κι είναι αναγκασμένος να μείνει στο κρεβάτι, υπαγορεύει συνεχώς στους βοηθούς του. Αν πάει σε κανένα φίλο του στην εξοχή για ν’ αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα, τον ακολουθούν με αμάξι οι γραμματικοί του και μόλις φτάνει, αρχίζει ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα των αγγελιοφόρων ανάμεσα στο κτήμα και στην πόλη. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς το Καλβίνο, το δαίμονα αυτόν της ακρίβειας, που δούλεψε σ’ όλη του τη ζωή χωρίς να σταματήσει καθόλου, να μην κάνει τίποτε. Τα σπίτια κοιμούνται ακόμα, δεν έχει ξημερώσει, μα στο διαμέρισμα της οδού των Κανονικών [εκεί που κατοικεί ο Καλβίνος ] η λάμπα είναι κιόλας αναμμένη πάνω στο γραφείο του. Αργά έπειτα από τα μεσάνυχτα, ενώ όλοι έχουν από ώρα ξαπλώσει, το παράθυρό του είναι ακόμα φωτισμένο. Η δραστηριότητα που ανέπτυξε ήταν τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι δούλευε με τέσσερα η πέντε μυαλά ταυτόχρονα. Γιατί στην πραγματικότητα ο πάντα άρρωστος αυτός άνθρωπος έκανε τέσσερις ή πέντε διαφορετικές δουλειές μαζί.

Το πραγματικό του επάγγελμα, του πάστορα της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου, δεν είναι παρά ένα απ’ τα πολλά του επαγγέλματα που χρησιμοποίησε για ν’ αποκτήσει ισχύ, και μολονότι τα κηρύγματα που έκανε σ’ αυτή την εκκλησία πιάνουν ένα ολόκληρο ράφι μιας βιβλιοθήκης, δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μέρος απ’ το δημιουργικό του έργο. Πρόεδρος του Consistorium , που δεν παίρνει καμιά απόφαση χωρίς αυτόν, συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων, μεταφραστής της Βίβλου, θεμελιωτής του πανεπιστημίου και ιδρυτής του θεολογικού σεμιναρίου, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου (του επίσημου διοικητικού σώματος της πόλης), πολιτικός επίτροπος στα στρατεύματα κατά τη διάρκεια του θρησκευτικού πολέμου, αρχηγός της διπλωματίας και οργανωτής του προτεσταντισμού, ο λειτουργός αυτός του «Ιερού Λόγου» καθοδηγεί και διευθύνει προσωπικά όλα τα υπουργεία του θεοκρατικού του κράτους… Το ξύπνιο αυτό μάτι δεν ξεχνάει τίποτε και τίποτε δεν του διαφεύγει, και θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει αυτή τη δραστηριότητα, αυτή τη θυσία της ζωής του στο βωμό της ιδέας, αν δεν περιέκλειε από άλλη πλευρά ένα τεράστιο κίνδυνο. Γιατί εκείνος που αποκηρύσσει εντελώς τις χαρές της ζωής, θα θελήσει αναγκαστικά αυτή την αποκήρυξη να την κάνει γενικό κανόνα και νόμο για τους άλλους. Θα προσπαθήσει να επιβάλει στους άλλους εκείνο που ίσως ταιριάζει στο χαρακτήρα του, μα είναι αντίθετο με το χαρακτήρα των άλλων. Πάντα –το παράδειγμα του Ροβιεσπέρου μας το δείχνει επίσης- ο ασκητής είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος του δικτάτορα. Αυτός που η ζωή του δεν είναι εντελώς ανθρώπινη, αυτός που δε συγχωρεί τίποτε στον εαυτό του, θα φανεί πάντα αδιάλλακτος απέναντι στους άλλους».

Αυτά γράφει ο Τσβάϊχ . Και δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε στις τελευταίες του σκέψεις. Γιατί και το παράδειγμα του Καλβίνου και το παράδειγμα πολλών καλβίνων πολύ μικρότερου βέβαια διαμετρήματος μαρτυρούν την αλήθεια στα λόγια αυτά. Ωστόσο τούτη η αδιαλλαξία κι ο φανατισμός δεν ταιριάζουν καθόλου σ’ εκείνους που θέλουν ν’ ακολουθήσουν τον Ιησού της πραότητας, της ανοχής και της αγάπης. Δεν έχεις το δικαίωμα σα χριστιανός να προσπαθήσεις να κάνεις πιο «πνευματικούς» άλλους πιστούς με αστυνομικά μέτρα, ή με στενή παρακολούθηση κι επιτήρηση να τους αναγκάσεις να παρακολουθούν όλες τις συναθροίσεις, νάναι σεμνοί, να προσέχουν τα λόγια τους, την εμφάνισή τους, την τελευταία λεπτομέρεια της ζωής τους. Αυτά ή έρχονται αυθόρμητα, μέσ’ από μια καρδιά που έχει εξαγνίσει το Πνεύμα του Θεού, ή, όταν είναι αναγκαστικά, οδηγούν στην εθελοθρησκεία και στην υποκρισία. Κι ακόμη λιγότερο σου επιτρέπεται να επιβάλεις με τη βία χριστιανικούς κανόνες ζωής σε ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχέση με την πίστη του Χριστού και το ευαγγέλιο. Ο Λούθηρος και οι υπόλοιποι μεταρρυθμιστές δεν ασχολήθηκαν με κοσμικές εξουσίες και διοικητικές ευθύνες. Ιδιαίτερα ο Λούθηρος πίστευε πως η εκκλησία πρέπει να υπάγεται στον κοσμικό ηγεμόνα που είναι υπεύθυνος στο Θεό για τη σωστή λειτουργία της. Αντίληψη που βέβαια κάθε άλλο παρά σύμφωνους μας βρίσκει σήμερα, που απάλλαξε όμως το Λούθηρο και πολλούς άλλους μαζί του από εμπλοκές και περιπέτειες ξένες προς τα καθαρά πνευματικά τους καθήκοντα. Αντίθετα, ο Καλβίνος πίστευε πως η εκκλησία πρέπει να βρίσκεται πάνω απ’ όλους. Νάναι ανεξάρτητη από την κοσμική εξουσία –και σ’ αυτό συμφωνούμε κι εμείς μαζί του σήμερα- νάχουν βέβαια οι πολίτες την υποχρέωση να υπακούν στην κοσμική εξουσία, η υπακοή όμως αυτή επιβάλλεται και επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον δεν απομακρύνει τους πιστούς από την υπακοή στον Κύριο, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το Λόγο Του, που τον διδάσκει και τον ερμηνεύει με τρόπο ορθόδοξο η εκκλησία. Η αντίληψη αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη διαμόρφωση της σύγχρονης δημοκρατίας, μια και βάζει φραγμό και περιορισμό στην αυθαιρεσία της εξουσίας –κι είναι κι αυτό μια από τις σημαντικές, έμμεσες έστω, προσφορές του Καλβίνου σ’ όλους εμάς τους μεταγενέστερους, -επιπλέον όμως ανεβάζει την εκκλησία πάνω από το κράτος κι ανοίγει το δρόμο προς τη θεοκρατία, την επιβολή δηλ. διοίκησης από μέρους της εκκλησίας σύμφωνα με τον τρόπο που αυτή –η εκκλησία- αντιλαμβάνεται το θεϊκό θέλημα. Το κράτος στην ουσία γίνεται εκτελεστικό όργανο της εκκλησίας, με κύρια καθήκοντα ανάμεσα στ’ άλλα την προστασία της εκκλησίας, την εμπέδωση της ορθής πίστης, τη διαφύλαξη της ατομικής ιδιοκτησίας, την προαγωγή της ηθικής, τη ρύθμιση της ζωής των υπηκόων σύμφωνα με το Λόγο του Θεού ή τον ηθικό νόμο. Δεν ξέρω αν αλλού σε μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες και σε μεγάλες χώρες θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα. Όπως και νάχει , κανένας από τους οπαδούς και τους επιγόνους του Καλβίνου δε το κατόρθωσε. Εδώ όμως, στη Γενεύη, ύστερα από πολλούς αγώνες με την αντιπολίτευση ο Καλβίνος το πετυχαίνει σε απόλυτο σχεδόν βαθμό. Κι είναι οι αγώνες του σκληροί κι επικίνδυνοι. Κάποιος προσφέρει 500 κορώνες σ’ όποιον τον σκοτώσει. Συχνά βρίσκει απειλητικά γράμματα στον άμβωνά του στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου όπου τακτικά κηρύττει. Και κάποια στιγμή, στο αποκορύφωμα μιας βίαιης ταραχής, μπαίνει στην αίθουσα του μεγάλου συμβουλίου της πόλης και κραυγάζει κτυπώντας το στήθος του: «Εάν θέλετε αίμα, υπάρχουν ακόμη εδώ μερικές σταγόνες, κτυπήστε λοιπόν!» Μερικοί τραβούν τα ξίφη τους, κανείς όμως δεν τολμά νάναι ο πρώτος δολοφόνος. Τη μέρα εκείνη ο Καλβίνος απευθύνεται στους συγκεντρωμένους με σπάνια μετριοπάθεια, όπως διηγείται ο Will Durant , και τελικά πείθει όλες τις αντιτιθέμενες ομάδες να συμφωνήσουν ανακωχή. Ωστόσο η εμπιστοσύνη του στο έργο που ανέλαβε έχει κλονιστεί. Την επόμενη μέρα γράφει σε κάποιο φίλο του: «Δεν πιστεύω πως η εκκλησία μπορεί να διατηρηθεί για πολύ καιρό ακόμη ,τουλάχιστο κάτω από τη δική μου ποίμανση . Πίστεψε με, η δύναμή μου έχει συντριβεί, εκτός αν ο Θεός απλώσει το χέρι του». Πραγματικά, η διάσπαση των αντιπάλων του σε πολλές αντιτιθέμενες ομάδες εξασθενεί τη δύναμή τους. Μέχρι που η δίκη και η καταδίκη του αιρετικού Σερβέ έξι χρόνια αργότερα, στα 1553, τους προσφέρει νέα ευκαιρία. Προτού όμως προχωρήσουμε στην εξιστόρηση των σημαντικών αυτών περιστατικών, χρειάζεται να πούμε μερικά ακόμη για να κατανοήσουμε καλύτερα το κλίμα και τη νοοτροπία της εποχής όπου διαδραματίζονται όσα θα εξιστορήσουμε.

Στον τρόπο διοίκησης της εκκλησίας ο Καλβίνος προχωρεί πέρα απ’ το Λούθηρο στον εκδημοκρατισμό της, όσο κι αν αυτό ακούγεται κάπως παράξενα. Η αποστολική αναφορά στους ποιμένες, πρεσβυτέρους, διδασκάλους και διακόνους μπαίνει σ’ εφαρμογή. Ο θεσμός των λαϊκών πρεσβυτέρων στη διοίκηση της εκκλησίας δίπλα στους πάστορες, τους ποιμένες, εμφανίζεται για πρώτη φόρα στη Γενεύη του Καλβίνου, γι’ αυτό και το κίνημά του χαρακτηρίζεται με τον όρο «πρεσβυτεριανισμός» κι εκείνοι που ακολουθούν τη διδασκαλία του « πρεσβυτεριανοί» ή « πρεσβυτερικοί ». Φυσικά, οι σημερινοί πρεσβυτερικοί , στους οποίους ανήκει και η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, δεν ασπάζονται όλοι σήμερα ακριβώς τις θεολογικές απόψεις του Καλβίνου, ιδιαίτερα το δόγμα του προορισμού.

Είπαμε παραπάνω πως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή στη Γενεύη είναι το εκκλησιαστικό συμβούλιο, το consistorium , που αποτελείται από δώδεκα πρεσβυτέρους –λαϊκούς- και πέντε πάστορες, και που ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι η διατήρηση της εκκλησιαστικής τάξης, η επιτήρηση των ηθών και η διαφύλαξη της ηθικής των κατοίκων της Γενεύης. Οι απαγορεύσεις είναι ατέλειωτες κι αδύνατο ν’ αναφερθούν όλες. Θέατρα, διασκεδάσεις, λαϊκές γιορτές, χοροί και παιχνίδια, όλα απαγορεύονται. A παγορεύονται όλες οι πολυτελείς και φανταχτερές φορεσιές, και επιτρέπονται μονάχα οι πολύ σοβαρές, σχεδόν καλογερίστικες. Γι’ αυτό και οι ράφτες υποβάλλουν στο consistorium για έγκριση κάθε καινούργιο τους μοντέλο. Απαγορεύονται τα μακριά μαλλιά στους άντρες και τα περίτεχνα χτενίσματα στις γυναίκες. Απαγορεύονται οι οικογενειακές γιορτές με παραπάνω από 20 άτομα. Τα γλυκά και τα φαγητά που θα προσφερθούν εκεί είναι αυστηρά καθορισμένα σε αριθμό. Απαγορεύονται οι προπόσεις, επιτρέπεται από τα ποτά μόνο το ντόπιο κόκκινο κρασί, φυσικά με μέτρο. Απαγορεύεται στα πανδοχεία να σερβίρονται φαγητά σε ξένους, χωρίς αυτοί προηγουμένως νάχουν κάνει την προσευχή τους. Φυσικά τα βιβλία που εκδίδονται υποβάλλονται σε αυστηρή λογοκρισία. Όλες οι τέχνες ελέγχονται αυστηρά. Οι μεγάλοι γερμανοί χριστιανοί ζωγράφοι Αλμπρεχτ Ντύρερ και Λούκας Κράναχ , που εμπνεύστηκαν και μεγαλούργησαν με την ενθάρρυνση και την επιδοκιμασία του Μαρτίνου Λούθηρου, δε θάχαν καμιά θέση στη Γενεύη του Καλβίνου.

(Ωστόσο καλβινιστές θα είναι οι περισσότεροι από τους σημαντικούς ολλανδούς ζωγράφους τις επόμενες μετά τον Καλβίνο δεκαετίες, με επικεφαλής το μεγάλο Ρέμπραντ. Το αξιοσημείωτο αυτό φαινόμενο θα το αναλύσουμε σε άλλη μελέτη μας). Ο Μπάχ , ο Συτς , ο Πραιτόριους , ο Χάσλερ , όλοι οι μεγάλοι ευαγγελικοί λουθηρανοί συνθέτες που χάρισαν στη χριστιανική υμνολογία όλους αυτούς τους ανεκτίμητους θησαυρούς, θάταν αδύνατο να δημιουργήσουν μέσα στους κόλπους του καλβινιστικού κινήματος. Ο Καλβίνος δεν αρνιέται την αξία της τέχνης. Ένας άνθρωπος με τόσο πλατιά μόρφωση και με τέτοια αγωγή, δεν μπορεί νάναι ολότελα ξένος προς τη μουσική ή τη ζωγραφική. Ιδιαίτερα μάλιστα για τη μουσική πλέκει το εγκώμιό της κι αναγνωρίζει απόλυτα την πνευματική της χρησιμότητα. Όντας όμως τόσο εγκεφαλικός και πειθαρχημένος, την υποτάσσει κι αυτήν στις αυστηρές του προδιαγραφές.. Όχι όργανα μέσα στην εκκλησία –τα μεγάλα εκκλησιαστικά όργανα πουλιούνται σε βιοτέχνες για παλιοσίδερα -όχι περίτεχνη πολυφωνία, όχι κείμενα έξω απ’ αυτά των ψαλμών, όχι με-

– λωδίες ευτράπελες και χορευτικές. Δεν ξέρω πώς τα συνδυάζει όλα αυτά με την τόσο πλούσια και φανταχτερή μουσική παράδοση της Παλιάς Διαθήκης, την οποία μάλιστα επικαλείται τόσο συχνά σε άλλες περιπτώσεις. Ασφαλώς τούτη την αντίληψη περί μουσικής δεν μπορούν να την αντέξουν πολλοί πιστοί με περισσότερες καλλιτεχνικές ευαισθησίες από εκείνες του Καλβίνου. Εγώ τουλάχιστον θα έσπευδα να εξαφανιστώ από τη Γενεύη.

Πρώτος ο χριστιανός ποιητής και στιχουργός Κλεμάν Μαρό που έγραψε τα έμμετρα κείμενα πολλών από τους ψαλμούς του «Ψαλτηρίου της Γενεύης» που εκδόθηκε στα 1539 και στα 1545, και δεύτερος ο συνθέτης υμνογράφος Λουί Μπουρζουά που γράφει πολλές από τις μελωδίες αυτού του υμνολογίου και προσαρμόζει στους υπόλοιπους ψαλμούς παλιότερες γρηγοριανές και γαλλικές μελωδίες, δε μπορούν να μείνουν για πολύ κοντά του. Κι ασφαλώς η καλβινική αυτή – και καλβινιστική – περί μουσικής αντίληψη επηρεάζει το μεγαλύτερο μέρος της ευαγγελικής εκκλησίας, περιορίζοντας για αιώνες την πλούσια έμπνευση και την αξιόλογη χριστιανική μουσική προσφορά μονάχα σε χώρες που δέχονται την επίδραση του Λούθηρου, κι ιδιαίτερα στη Γερμανία. Γεγονός που εξηγεί πολλά από τα φαινόμενα που παρατηρούνται στη μουσική ζωή των εκκλησιών ακόμη και σήμερα.

Όμως η αστυνόμευση και οι απαγορεύσεις δε σταματούν μονάχα ως εδώ.

Δεν είναι μόνο οι κάθε λογής καταδότες που πάντα ξεφυτρώνουν σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Μια φορά τουλάχιστον το χρόνο επισκέπτονται τα σπίτια εκπρόσωποι του εκκλησιαστικού συμβουλίου, του consistorium , ανοίγουν τις ντουλάπες, ψάχνουν στα κελάρια, στις αποθήκες και στις κρεβατοκάμαρες μήπως βρουν κανένα φόρεμα ή κάποιο φαγητό ή κάποιο ποτό αντίθετα προς τους κανονισμούς. Φανταζόμαστε τι κουτσομπολιό πέφτει στα σπίτια των κύριων συμβούλων –ελεγκτών- προπάντων εκείνων που έχουν ιδιαίτερη επίδοση στο είδος.

Τις Κυριακές το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρεις ώρες λατρείας: το πρωί, το μεσημέρι και το απόγευμα. Τις καθημερινές Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Η παρακολούθηση είναι υποχρεωτική, ιδιαίτερα τις Κυριακές. Όποιος απουσιάζει πληρώνει πρόστιμο. Όλοι οφείλουν νάναι ακριβώς στην ώρα τους. Όποιος αργεί του γίνεται πρώτα παρατήρηση. Αν δε συμμορφωθεί πληρώνει κι αυτός πρόστιμο. Αρκετοί από μας θα’ χαμε μείνει απένταροι.

Το πνεύμα της Παλιάς Διαθήκης είναι φανερό παντού. Οι γονείς υποχρεώνονται να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα απ’ αυτήν. Τούτη η συνήθεια συνεχίζεται για αιώνες, ακόμη και σήμερα, κυρίως στους αγγλοσαξονικούς λαούς, όπου συναντάς πολλούς με τ’ όνομα Adam (Αδάμ), Jeremy (Ιερεμίας), Abraham (Αβραάμ), Esther ( Εσθήρ ), Debbora ή Debby ( Δεβόρα ) και πολλά παρόμοια. Οι ποινές για όσους παραβαίνουν τους κανονισμούς και τους νόμους ποικίλλουν από αποκοπή απ’ το σώμα της εκκλησίας κι αντίστοιχη απώλεια διαφόρων δικαιωμάτων μέχρι εξορία, φυλακή και θάνατο. (Φυσικά, η θανατική καταδίκη είναι παντού την εποχή εκείνη στην ημερήσια διάταξη). Τα επίσημα πρακτικά του συμβουλίου της Γενεύης είναι γεμάτα από κάθε είδους κατηγορίες. Μια γυναίκα γονάτισε μπροστά στον τάφο του άντρα της και ανέκραξε : « αναπαυθήτω εν ειρήνη» (πράγμα αντίθετο προς την ευαγγελική πίστη, που δεν δέχεται τις δεήσεις «υπέρ αναπαύσεως»). Άλλοι την είδαν και τη μιμήθηκαν. Μια γυναίκα 62 χρονών παντρεύτηκε έναν άντρα 25 (κι αυτό αδίκημα;). Μια άλλη χόρεψε. Κάποιος κατηγόρησε τη Γενεύη ότι εκτελεί ανθρώπους για τις θρησκευτικές τους ιδέες. Επιβάλλεται τριήμερη φυλάκιση σ’ έναν αστό που χαμογέλασε στη διάρκεια κάποιας τελετής βαπτίσματος. Άλλος καταδικάζεται σε φυλάκιση επειδή κουράστηκε από τη ζέστη κι αποκοιμήθηκε την ώρα της λειτουργίας, και κάποιος άλλος επειδή δε θέλησε να δώσει στο γιο του τ’ όνομα Αβραάμ. Η ποινή για τη μοιχεία και για άλλα ελαφρότερα αδικήματα είναι θάνατος. Πόσοι αιώνες έπρεπε να περάσουν για ν’ αρχίσει να καταλαβαίνει η ανθρώπινη κοινωνία –το πιο προοδευμένο κομμάτι της- την έννοια και τη σημασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων… Για ν’ αρχίσουν να καταλαβαίνουν οι χριστιανοί τον ίδιο τους τον Αρχηγό –όσοι απ’ αυτούς Τον έχουν καταλάβει μέχρι σήμερα…

Σπάνια στην ανθρώπινη ιστορία έχει κακοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό μια λέξη όσο η λέξη «αιρετικός». Αλήθεια, ποιος είναι ο ορισμός του «αιρετικού»; Για την ορθόδοξη και την καθολική εκκλησία αιρετικός είναι αυτός που δεν δέχεται κάποιο δόγμα έστω και επουσιώδες της επίσημης εκκλησίας. Για μας τους διαμαρτυρομένους -που δεν κάνουμε και τόσο μεγάλη χρήση του όρου όσο οι ορθόδοξοι συμπατριώτες μας κι άλλες ιεραρχικά οργανωμένες εκκλησίες- αιρετικός είναι αυτός που αλλοιώνει ή αφαιρεί κάτι από το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής, γιατί μονάχα και αποκλειστικά αυτή αποτελεί τον αυθεντικό λόγο του Θεού. Γι’ αυτό και δεν δεχόμαστε καμιά προσθήκη που να έρχεται σε ασυμφωνία με την Αγία Γραφή, όπως συχνά συμβαίνει με τη λεγόμενη Ιερά Παράδοση. Ωστόσο η Αγία Γραφή σε αρκετά σημεία της επιδέχεται περισσότερες από μια ερμηνείες, και δε μιλάμε για κακόπιστες ερμηνείες «τραβηγμένες από τα μαλλιά», αλλά για κείνες που βγαίνουν με τρόπο φυσικό και αβίαστο. Όπως λοιπόν αντιλαμβάνεται κάθε λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, η έννοια του αιρετικού είναι εντελώς σχετική. Κι όπως πολύ σωστά παρατηρεί και ο μεγάλος μεταρρυθμιστής Σεβαστιανός Καστελιόν , σύγχρονος του Καλβίνου και πρωτοπόρος της θρησκευτικής ανοχής και της ελευθερίας του πνεύματος, ο ίδιος άνθρωπος στη μια χώρα θεωρείται υγιώς σκεπτόμενος πιστός, και μόλις περάσει τα σύνορα και βρεθεί σε άλλη χώρα μεταβάλλεται σε επικίνδυνο «αιρετικό». Δυστυχώς η χριστιανική εκκλησία –η κάθε εκκλησία- έχει γράψει τις πιο μελανές σελίδες της στο κεφάλαιο της αντιμετώπισης των κάθε είδους «αιρετικών». Δεν έχει τόση σημασία για μας σήμερα το ότι η καθολική εκκλησία βαρύνεται με πλήθος από θανατικές καταδίκες, ή το ότι η ευαγγελική εκκλησία καταδίκασε σε θάνατο μονάχα έναν αιρετικό, το Μιχαήλ Σερβέ , ή ότι η ορθόδοξη εκκλησία καυχιέται πως είναι η μόνη αθώα ενός τέτοιου εγκλήματος –κι είναι αυτή η «αθωότητά» της αρκετά αμφιλεγόμενη κι εντελώς υποκριτική, μια κι ο εξολοθρεμός χιλιάδων αιρετικών από μέρους των βυζαντινών αυτοκρατόρων έχει γίνει είτε με την έγκριση είτε με την υποκίνηση της επίσημης εκκλησίας. Για μας τους σημερινούς ανθρώπους σημασία έχει προπάντων το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από εκείνους που ισχυρίζονται πως είναι πιστοί χριστιανοί, δεν δείχνουν ούτε στο ελάχιστο την ανοχή, τη συγχωρητικότητα και την αγάπη απέναντι στους διαφόρους «αιρετικούς», κάτι που χαρακτήρισε κατεξοχήν τον Ιησού Χριστό στη διάρκεια της επίγειας παραμονής του. Και το περίεργο είναι πως αυτού του είδους οι χριστιανοί σπεύδουν πρώτοι να κατηγορήσουν τον Καλβίνο για την καταδίκη του Σερβέ και για τη μισαλλοδοξία του, ενώ αν εκείνοι βρίσκονταν στην εποχή του και στη θέση του θάκαναν τα ίδια και χειρότερα. Ίσως μάλιστα να μην είναι και τόσο περίεργο το φαινόμενο αυτό, αν αναλογιστούμε πως η στενομυαλιά κι η μισαλλοδοξία κάνει τον άνθρωπο ανάμεσα στ’ άλλα να κρίνει τους πάντες με τα μέτρα της δικής του εποχής –της δικής μας ελεύθερης εποχής, πέντε σχεδόν αιώνες- μετά από την εποχή του Καλβίνου, ύστερα από τόσες επαναστάσεις για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, ύστερα από τόση καλλιέργεια της ελευθερίας του πνεύματος όπου πολλοί φωτισμένοι χριστιανοί έχουν σημαντική μετοχή, κι ύστερα από την εξασθένηση του θρησκευτικού ζήλου των μαζών και την πλήρη αποδέσμευση της θρησκείας από την πολιτική, όπου δυστυχώς η δική μας χώρα δεν παίρνει καθόλου ικανοποιητικό βαθμό.

Ήταν παράξενος άνθρωπος ο Σερβέ . Κάτι ανάμεσα σε μεγαλοφυΐα και τρελό. Κάτι ανάμεσα σ’ επιστήμονα και τσαρλατάνο. Θεολόγος, αστρολόγος, φιλόσοφος και γιατρός, όλα μαζί και τίποτε ολοκληρωμένο απ’ όλα αυτά, με αξιόλογη εργασία πάνω στην κυκλοφορία του αίματος που πρώτος αυτός την ανακάλυψε, προκαλεί συνεχώς καθολικούς και διαμαρτυρομένους με τις απαράδεχτες για όλους θεωρίες του ενάντια στο δόγμα της Αγίας Τριάδας και στη θεϊκή υπόσταση του Χριστού, κατεβάζοντάς τον στο επίπεδο του απλού προφήτη. Σαν άλλος δον Κιχώτης, ισπανός κι αυτός, πολεμώντας μ’ αόρατους εχθρούς και μ’ ανεμόμυλους, θεωρεί τον εαυτό του ταγμένο να διορθώσει τη μεταρρύθμιση, αλωνίζει την Ευρώπη διωγμένος από παντού, πολεμά με πάθος τις θεολογικές απόψεις του Καλβίνου, και κάποια στιγμή καταδικασμένος από την ιερά εξέταση εξαφανίζεται πίσω από κάποιο ψευδώνυμο και παρουσιάζεται σαν αξιοσέβαστος γιατρός του επισκόπου μιας μικρής γαλλικής πόλης. Τον ανακαλύπτουν, δραπετεύει από τη Γαλλία με σκοπό να καταφύγει στη Νεάπολη της Ιταλίας, και κάνει το λάθος περαστικός από τη Γενεύη να μείνει μερικές μέρες εκεί. Κάποια Κυριακή διαπράττει την τεράστια απερισκεψία να εμφανιστεί στην εκκλησία. Τον αναγνωρίζουν και φυσικά τον συλλαμβάνουν. Έπρεπε να το ξέρει πως δεν ήταν δυνατόν ατιμώρητα να παίζει μ’ ένα Καλβίνο. Τα παρακάτω λίγο πολύ είναι γνωστά. Ύστερα από φυλάκιση μερικών μηνών και μετά από μια δίκη με κατήγορο-πολιτική αγωγή, όπως θα λέγαμε σήμερα,- τον ίδιο τον Καλβίνο, καταδικάζεται σαν αιρετικός στον δια πυράς θάνατο στις 25 Οκτωβρίου του 1553 και εκτελείται την επόμενη μέρα. Χαρακτηριστικό είναι πως μια απ’ τις κατηγορίες εναντίον του ήταν πως υποστήριζε –εκτός βέβαια από άλλες, κατά γενική ομολογία αιρετικές απόψεις –πως σύμφωνο με την Αγία Γραφή είναι μονάχα το βάπτισμα των ενηλίκων, κάτι που αποτελεί πεποίθηση ενός μεγάλου μέρους της ευαγγελικής εκκλησίας σήμερα.

Έχουν να πουν, για να υποστηρίξουν τον Καλβίνο, πως στην εκτέλεση του Σερβέ δεν είχε τον πρώτο λόγο, πως δεν έλεγχε το συμβούλιο τόσο πολύ όσο είναι γενικά παραδεκτό (σ’ όλη σχεδόν άλλωστε τη διάρκεια της παραμονής του στη Γενεύη δεν θεωρούταν πολίτης με πλήρη δικαιώματα), και φέρνουν σαν παράδειγμα γι’ αυτό τους τον ισχυρισμό πως δεν μπόρεσε να επιβάλει την άποψή του να γίνεται κάθε Κυριακή στις εκκλησίες το δείπνο του Κυρίου, και πως υποχώρησε στη θέληση του συμβουλίου για τέσσερις φορές το χρόνο. Το μόνο σίγουρο για την υπόθεση Σερβέ είναι πως ο Καλβίνος πρότεινε να του επιβληθεί πιο ήπιος τρόπος εκτέλεσης από εκείνον της πυράς , αλλά δεν εισακούσθηκε. Πέρα όμως απ’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία πως η θανατική καταδίκη σ’ ένα μεγάλο ποσοστό βαρύνει τον ίδιο τον Καλβίνο.

Τόπαμε και πιο πάνω, να το ξαναπούμε. Δεν είναι καθόλου απλό να καταλάβουμε και να «μετρήσουμε» την πράξη αυτή του Καλβίνου κι ολόκληρη την πολιτεία του σήμερα, με τα δεδομένα της εποχής μας. «Είναι δύσκολο να κρίνουμε σήμερα», γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «αν μπορούσε ν’ αποφύγει ο Καλβίνος νάναι για χάρη του χριστιανισμού λιγότερο χριστιανός, λιγότερο μαθητής του πράου κι ανεξίκακου Ιησού –και περισσότερο ένας δεύτερος Μωϋσής ». Και ασφαλώς τη σύγχυσή μας επιτείνει το γεγονός ότι την καταδίκη του Σερβέ επιδοκιμάζει ολόκληρος σχεδόν ο χριστιανικός κόσμος της εποχής του. Ακόμα κι ο πράος και μειλίχιος Μελάγχθων γράφει στον Καλβίνο εκφράζοντας «ευχαριστίες προς το Γιο του Θεού για την τιμωρία αυτού του βλάσφημου ανθρώπου», και χαρακτηρίζει την εκτέλεση «ένα ευλαβές και αξιομνημόνευτο παράδειγμα για τις μελλοντικές γενιές» -για μας δηλαδή. Άλλωστε το επιχείρημα που πρόβαλε ο Καλβίνος μετά την εκτέλεση του Σερβέ για να υποστηρίξει την ενέργειά του, είναι αρκετά πειστικό για τους περισσότερους τότε, και ίσως θα προβλημάτιζε ακόμη και σήμερα μερικούς με τη νοοτροπία της εποχής εκείνης: «Εκτελούμε τους εγκληματίες που σκότωσαν ένα ανθρώπινο σώμα, πόσο περισσότερο επιβάλλεται να εκτελούμε τους αιρετικούς που σκοτώνουν ανθρώπινες ψυχές και τις καταδικάζουν στην αιώνια κόλαση;»

Ίσως ακόμη παίζει σημαντικό ρόλο στη γενική επιδοκιμασία της απαράδεκτης τούτης πράξης η καθολική αποδοχή του Ιωάννη Καλβίνου σαν πνευματικού ηγέτη του ευαγγελικού κινήματος και το τεράστιο κύρος του ανάμεσα στις μεταρρυθμισμένες εκκλησίες* ολόκληρης της Ευρώπης. Παντού η εκκλησία κινδυνεύει από κάθε λογής φανατισμένους αυτόκλητους προφήτες και υπερχριστιανούς –και σε ποια εποχή άλλωστε δε συμβαίνει αυτό…- και από κάθε μορφής πανθεϊστές και άθεους, που τείνουν οι πρώτοι –οι υπερζηλωτές- να υπερχριστιανίσουν τον προτεσταντισμό, και οι δεύτεροι –οι άθεοι- να τον αποχριστιανίσουν . Κι ακόμη ο μανιασμένος διωγμός της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας σε βάρος των πιστών της θρησκευτικής μεταρρύθμισης βρίσκεται μονάχα στη αρχή του. Ο Λούθηρος έχει πεθάνει πριν από επτά χρόνια. Όσο ζούσε άλλωστε, η επίδρασή του στους πιστούς περιοριζόταν μάλλον στις γερμανικές χώρες, και φυσικά δεν διέθετε το οργανωτικό πνεύμα και την κρατική δύναμη του Καλβίνου. Μέσα στη γενική σύγχυση η Γενεύη του Καλβίνου προβάλλει σα μοναδικός φάρος ελπίδας για όλους τους μπερδεμένους και απροσανατόλιστους πιστούς, που βρίσκουν στο πρόσωπο του Καλβίνου έναν πολύτιμο οδηγό, έναν γνήσιο «κεχρισμένο του Κυρίου», που το χέρι Του τον τοποθέτησε στη Γενεύη για να τη μεταβάλει σε μια νέα Ιερουσαλήμ. Χιλιάδες πρόσφυγες διωγμένοι από την πατρίδα τους για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων, από τις Κάτω Χώρες, από την Αγγλία και

τη Σκωτία , από τη Γερμανία κι ουγενότοι από τη Γαλλία, συρρέουν στη μικρή πόλη βρίσκοντας σίγουρο καταφύγιο. Αρκετοί απ’ αυτούς σπουδάζουν στα λαμπρά εκπαιδευτικά ιδρύματα που έχει ιδρύσει ο Καλβίνος στη Γενεύη, ανάμεσά τους κι ο περίφημος μεταρρυθμιστής της εκκλησίας της Σκωτίας Τζων Νοξ . Όλοι αυτοί, όταν αργότερα ξαναγυρίζουν στις πατρίδες τους, θα φέρουν τη στέρεη θεολογική τους κατάρτιση και τις ιδέες του χριστιανικού κινήματος που ονομάζουμε «καλβινισμό» στις πατρίδες τους. Ουσιαστικά ο καλβινισμός θα χρωματίσει έντονα ολόκληρο το ευαγγελικό κίνημα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τάση κι οποιαδήποτε άλλη διδασκαλία κι οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό σύστημα. Ποιος λοιπόν θα τολμήσει ν’ αν τιταχθεί στην πράξη της καταδίκης του Σερβέ , όταν έχει ν’ αντιμετωπίσει μια τέτοια γιγάντια προσωπικότητα; Λίγοι, ελάχιστοι τολμούν να υψώσουν τη φωνή

* Σημ : Με τον όρο «μεταρρυθμισμένες εκκλησίες» ή «αναμορφωμένες» (αγγλ. reformed churches , γερμ. reformierte Κ irchen ), εννοούμε τις εκκλησίες που προέκυψαν από τη μεταρρύθμιση του Καλβίνου, σε αντιδιαστολή με τις «λουθηρανικές εκκλησίες» της αρχικής μεταρρύθμισης του Λούθηρου.

τους για να διαμαρτυρηθούν για την εγκληματική πράξη και για το γενικότερο κλίμα της εποχής, που είναι ολοφάνερα ασυμβίβαστο με το ευαγγέλιο της αγάπης και της ανεκτικότητας του Ιησού Χριστού. Ανάμεσά τους πρώτος ο αρκετά άγνωστος, ακόμα και σήμερα, μεγάλος χριστιανός ουμανιστής Σεβαστιανός Καστελιόν . Τέτοιες φωνές όμως σαν του Καστελιόν σε κάθε εποχή είναι απελπιστικά μοναχικές και ηχούν πολύ παράταιρα και εντελώς παράφωνα απέναντι στο γενικό ρεύμα και στις γενικές αντιλήψεις του συνόλου σχεδόν των υπόλοιπων χριστιανών, που τους αντιμετωπίζουν είτε δυναμικά αναγκάζοντάς τους σύντομα να κλείσουν το στόμα τους, είτε με συγκαταβατικό χαμόγελο και με διάθεση ψευτοεπιείκειας, όπως περίπου θ’ αντιμετώπιζαν οι χωρικοί τον τρελό του χωριού τους. Κι αυτό –ας το ξαναπούμε- σε κάθε τόπο και σε κάθε χρονική περίοδο. Φυσικά κάθε φορά με κάποιες παραλλαγές, ανάλογα με την εποχή. Σήμερα δε μπορούμε πια να καταδικάσουμε ή να επικροτήσουμε την καταδίκη σε θάνατο κάποιου «αιρετικού» ή κάποιου «αμαρτωλού», εξακολουθούμε όμως να διαθέτουμε αρκετά μέσα για να τον διαπομπεύσουμε και να τον εξουθενώσουμε περιφρονώντας τον κι απομονώνοντάς τον από το υπόλοιπο σώμα των πιστών. Εκεί λοιπόν πρέπει ν’ αναζητήσουμε την αιτία του κακού: στο πνεύμα του φανατισμού, της αδιαλλαξίας και της μισαλλοδοξίας. Κι αν ο Ιωάννης Καλβίνος, ο πρώτος σχεδόν διδάξας μέσα στην ευαγγελική εκκλησία, συνδύαζε τούτα τα χαρακτηριστικά μ’ ένα χαρακτήρα ακέραιο, με μια άψογη ηθική ζωή και μια αυταπάρνηση κι αφιέρωση που του αναγνώρισαν ακόμη κι οι εχθροί του, κι αν σ’ όλους τους αιώνες η εκκλησία έχει να επιδείξει πολλούς τέτοιους αυστηρούς ανθρώπους που με το ανυποχώρητο πνεύμα τους κράτησαν την πίστη στο επίπεδο και στην ποιότητα που χρειαζόταν για να επιζήσει και ν’ αυξηθεί, δίπλα σ’ όλους αυτούς υπάρχουν κι αρκετές γελοιογραφίες δήθεν καλβίνων που το μόνο τους προσόν είναι ο φανατισμός κι η αδιαλλαξία, κι όλος-όλος ο χριστιανισμός τους περιορίζεται σε μια σειρά από διατάξεις σαν κι εκείνες των φαρισαίων της εποχής του Χριστού και σε κάθε είδους κομματικές «γραμμές» και σιδηροτροχιές. Κι ασφαλώς είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε την άποψη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όταν γράφει πως οι οπαδοί του Καλβίνου διαστρέφοντας άθελά τους το νόημα των εντολών του, θεώρησαν πως εφ’ όσον πρωταρχική σημασία έχει εκτός από την εσωτερική πίστη μια εξωτερικά ορατή θεοσέβεια, θάπρεπε να προσέχουν λιγότερο τις σχέσεις τους με άλλους, τις κοινωνικές πράξεις τους, τα κίνητρα της κοινωνικής συμπεριφοράς τους ( την ιδιοτέλεια ή τον αλτρουισμό), και πολύ περισσότερο τη θεοσέβεια στο ύφος τους, στον ήχο της φωνής τους, στον τύπο (κι όχι στην ουσία) των πράξεων κι ενεργειών τους. «Μετά τους φαρισαίους», καταλήγει ο Κανελλόπουλος, «σε κανέναν άλλο τύπο ανθρώπου δεν εκδηλώθηκε ο «φαρισαϊσμός» όσο στον τύπο του «πουριτανού» που επήγασε από τον καλβινισμό». Βέβαια, αγνοεί ίσως ο Κανελλόπουλος άλλες πλευρές των πουριτανών τελείως διαφορετικές απ’ όσα εκθέτει. Εξάλλου το φαινόμενο που περιγράφει δεν είναι αποκλειστικό μονοπώλιο του καλβινισμού και της εποχής των πουριτανών. Δυστυχώς, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και δογματικές αποχρώσεις έχουν να επιδείξουν ανάλογα φαινόμενα σε διαφορετικές εκδόσεις…

Είπαμε στην αρχή πως μια τόσο μεγάλη ιστορική προσωπικότητα, όπως ο Καλβίνος, δεν μπορεί να κριθεί από ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά και περιστατικά όσο χτυπητά και εντυπωσιακά και νάναι αυτά, όπως η θεοκρατία στη Γενεύη και η καταδίκη του Σερβέ , ή η διδασκαλία για τον απόλυτο προορισμό. Γιατί το έργο του Καλβίνου και η ακτινοβολία του πάνε πολύ πιο πέρα απ’ αυτά, κι η επίδρασή του σε πολλούς τομείς ακόμη και της σημερινής ζωής είναι πολύ πιο μεγάλη απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε. Η Γενεύη του Καλβίνου δεν είναι μονάχα η Γενεύη των απαγορεύσεων και της καταδίωξης των αιρετικών. Τούτη πόλη των 13.000 κατοίκων είναι μια πόλη υποδειγματικά οργανωμένη, μ’ εμπόριο και βιοτεχνία υψηλού επιπέδου –η περίφημη βιομηχανία των ελβετικών ρολογιών ξεκινά εκεί από τότε- με σημαντική κοινωνική πρόνοια και φροντίδα για τους αρρώστους και τους φτωχούς, μια πόλη που η ακαδημία της -το σημερινό πανεπιστήμιο- και τα υπόλοιπα εκπαιδευτικά ιδρύματά της που ίδρυσε ο Καλβίνος κι όπου η φοίτηση γινόταν δωρεάν, ακτινοβολούν σ’ ολόκληρο το γνωστό τότε κόσμο, ώστε να παρουσιάζει η Γενεύη ένα ασυνήθιστο για την εποχή ποσοστό ανθρώπων υψηλής μόρφωσης, και νάναι απ΄ τα σημαντικότερα κέντρα θεολογικής εκπαίδευσης για ολόκληρο τον προτεσταντικό κόσμο*. Είναι μια πόλη που έβγαλε χαρακτήρες αδαμάντινους, επιστήμονες αξιόλογους και χριστιανούς

ηθικά ακέραιους, σε σημείο που πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Καλβίνου νάναι τόσο έκδηλη ακόμη η πνευματική παρουσία του εκεί, ώστε να κάνει ένα γερμανό λουθηρανό ιερωμένο, περαστικό απ’ τη Γενεύη, να γράψει τα παρακάτω λόγια: «Όταν ήμουν στη Γενεύη παρατήρησα κάτι σπουδαίο, που θα το θυμάμαι και θα το νοσταλγώ σ’ όλη μου τη ζωή. Υπάρχει σ’ αυτή την πόλη όχι μόνο ο τέλειος θεσμός μιας τέλειας δημοκρατίας, αλλά, σαν ιδιαίτερο στόλισμα, μια ηθική πειθαρχία… Οι βρισιές, οι βλασφημίες, η χαρτοπαιξία, η πολυτέλεια, η φιλονικία, η απάτη κλπ. απαγορεύονται, ενώ σπάνια αναφέρονται μεγαλύτερα αμαρτήματα. Τι ένδοξο κόσμημα της χριστιανικής θρησκείας είναι μια τέτοια αγνότητα στα ήθη! Θα πρέπει να θρηνούμε με δάκρυα γιατί λείπει από μας τους γερμανούς και έχει σχεδόν εντελώς παραμεληθεί. Εάν δεν υπήρχε η θρησκευτική διαφορά, θα γινόμουν μόνιμος κάτοικος της Γενεύης»…

* Σημ .: Είναι η ίδια αυτή παράδοση που γεννά αργότερα, καθώς ο καλβινισμός εξελίσσεται σε διεθνές κίνημα, μια σειρά από λαμπρά εκπαιδευτικά ιδρύματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με κυριότερο το πασίγνωστο ακόμη και σήμερα πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

Ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, τις αντιλήψεις του και την οπτική του γωνία βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Ο Τσβάϊχ παρατηρεί -και έχει δίκιο- πως «μπορεί η Γενεύη να δημιούργησε πολίτες ευσεβείς κι αφοσιωμένους, μπορεί ν’ ανάδειξε πολλούς μελετηρούς θεολόγους και σοβαρούς επιστήμονες, όμως για διακόσια χρόνια μετά τον Καλβίνο δεν εμφανίζει ούτε ένα ζωγράφο, ούτε ένα μουσικό, ούτε ένα συγγραφέα με παγκόσμια φήμη». Και το ίδιο μπορούμε να πούμε πως συμβαίνει και στις χώρες που επηρέασε άμεσα ο καλβινισμός, στα βρετανικά νησιά κι ιδιαίτερα

στη Σκωτία , στη Γαλλία των ουγενότων κι αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες των πρώτων πουριτανών αποίκων. Με κάποιες –πολύ λίγες- εξαιρέσεις, όπως η άνθηση της ζωγραφικής στις καλβινιστικές Κάτω Χώρες που αναφέραμε πιο πριν, και με μεμονωμένα παραδείγματα όπως ο γάλλος ουγενότος συνθέτης Γκουντιμέλ που χάθηκε στη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου, και οι δυο άγγλοι καλβινιστές, ο ποιητής Τζων Μίλτων και ο πεζογράφος Τζων Μπένυαν -Ιωάννης Βουνιάνος – που όμως το πασίγνωστο, ελάχιστα ποιητικό πεζογράφημά του «η Πορεία του Χριστιανού Αποδημητή » (ή «το Μεγάλο Ταξίδι») έχει όλα τα χαρακτηριστικά της καλβινιστικής μονολιθικότητας. Η ιστορία έχει να παρουσιάσει πολλά παράδοξα φαινόμενα που δεν μπορούν να ερμηνευτούν από την πρώτη ματιά. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Καλβίνου σε σχέση με τ’ αποτελέσματα του έργου του και την επιρροή της προσωπικότητάς του στους μεταγενεστέρους. Σήμερα μοναδικό ίσως οργανωμένο χριστιανικό πολιτιστικό κίνημα με ιδιαίτερη έμφαση στις καλές τέχνες μέσα στο χώρο της ευαγγελικής εκκλησίας αποτελούν οι λεγόμενοι « νεοκαλβινιστές », που βασίζουν τις θέσεις τους στη διδασκαλία του Καλβίνου για τη διαρκή παρουσία και δραστηριότητα του χριστιανού σ’ όλους τους τομείς της ζωής «για την αύξηση της δόξας του Θεού», σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του ίδιου του Καλβίνου*.

Τούτο το κεφάλαιο, της επίδρασης του Καλβίνου και του καλβινισμού στις κατοπινές γενιές, που είναι και το τελευταίο στην ομιλία μας απόψε, είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον, το πιο πλούσιο και το πιο ανεξάντλητο απ’ όσα θέματα έχουμε θίξει. Γιατί σχετίζεται όχι μόνο με την ανάπτυξη και την ιστορία του ευαγγελικού κινήματος, μα ακόμη και με την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ιστορία του δυτικού κόσμου. Ο Λούθηρος ήταν ο πρώτος που ξεσηκώθηκε ενάντια στον πνευματικό σκοταδισμό της καθολικής εκκλησίας και κήρυξε την ελευθερία του ανθρώπου μεσ’ από τη σωτηρία του Χριστού. Όμως ο Λούθηρος είναι πνεύμα απείθαρχο και ξένο σε ταξινομήσεις, κωδικοποιήσεις και αυστηρά καθορισμένα θεολογικά συστήματα, είναι, όπως το λέει κι ο ίδιος, «ένας άτακτος πλανήτης». Ο Λούθηρος είναι υπερβολικά «μουσικός» καλλιτέχνης και -ας μου επιτραπεί η έκφραση- γήινος όσο του το επιτρέπει η πνευματική χριστιανική του συγκρότηση. Γι’ αυτό και στέκεται τόσο κοντά

* Σημ . : Τα τελευταία χρόνια αφ’ ότου γράφτηκαν οι παραπάνω γραμμές παρουσιάζεται κάποια μεγαλύτερη κινητικότητα στο χώρο των τεχνών απ’ όσο στο παρελθόν μέσα στην ευαγγελική εκκλησία.

σ’ όλους εκείνους που τους συγκινεί η τέχνη και η ποίηση, που αντιστέκονται στην ομαδοποίηση, την τυποποίηση και τον κονφορμισμό .

Ο Καλβίνος είναι εντελώς το αντίθετο. Τον Καλβίνο τον έστειλε ο Θεός για να διαμορφώσει την Εκκλησία του. Να της δώσει συγκεκριμένη συστηματική πνευματική τροφή, να της πει «αυτό είναι σωστό, το άλλο είναι λάθος, αποφεύγετε το γκρίζο, υπάρχει μονάχα το άσπρο και το μαύρο», και μέσα σ’ αυτήν την υπερβολή και σε τούτες τις αυστηρές προδιαγραφές μονάχα βρίσκουν οι μεγάλες μάζες τον πνευματικό εαυτό τους, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε αυτό ενοχλεί μερικούς από μας, κι είτε αυτό είχε και έχει αρκετές δυσάρεστες παρενέργειες. Διαφορετικά παραδέρνουν οι πολλοί «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Κι αυτός είναι ο λόγος που όλες οι ευαγγελικές εκκλησίες, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι επηρεασμένες απ’ τον Καλβίνο. Γιατί χωρίς ίσως να το ξέρουμε, χρησιμοποιούμε τις σκέψεις του, τη γλώσσα του, την ορολογία του, αυτούσιες φράσεις του. Προσωπικά, διαφωνώ με τον Καλβίνο σε πάρα πολλά. Και στις δογματικές απόλυτες θέσεις του, και στη νοοτροπία του, και στις ενέργειές του, και στις αντιλήψεις του για την τέχνη, για τη μουσική ιδιαίτερα μέσα στην εκκλησία, την ομορφιά και τη χαρά της ζωής. Νιώθω όμως έναν απέραντο θαυμασμό και σεβασμό για το μεγάλο άνθρωπο του Θεού, και πιστεύω ακράδαντα πως αν ο Θεός δεν τον είχε τοποθετήσει στη Γενεύη για να σώσει και ν’ αυξήσει την εκκλησία Του, σήμερα το ευαγγελικό κίνημα θα είχε εκφυλιστεί σ’ ένα άχρωμο δόγμα με φαινόμενα σαν κι αυτά που βλέπουμε σε μεγάλες κατεστημένες εκκλησίες που δεν ξέρουν πια πώς να δικαιολογήσουν την ανία της ύπαρξής τους. Γιατί στην ουσία από τον Καλβίνο ξεπήδησαν αργότερα όλα τα μεγάλα πνευματικά κινήματα, και προπάντων εκείνο των πουριτανών που σ’ αυτούς ανήκει και ο μεγάλος Όλιβερ Κρόμγουελ , που παρ’ όλα τα μειονεκτήματα και τις αδύνατες πλευρές τους στάθηκαν βράχοι στην πίστη τους και την εμπιστοσύνη τους στο Θεό και στην ηθική τους ακεραιότητα, και νιώθοντας πως σαν εκλεκτοί του Θεού είναι ταγμένοι να ελέγχουν πρίγκιπες και βασιλιάδες όταν αυτοί ξεφεύγουν από τις κατευθύνσεις του Λόγου του Θεού, αγωνίστηκαν ηρωικά ενάντια στην τυραννία ανοίγοντας το δρόμο για τις σύγχρονες αρχές της δημοκρατίας στην Αγγλία και στην Ολλανδία, κι αργότερα δημιουργώντας τη Νέα Αγγλία, απ’ όπου γεννήθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με τη διακήρυξή τους της ανεξαρτησίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με προσωπικότητες σαν τον Τζωρτζ Ουάσιγκτον, το Βενιαμίν Φραγκλίνο, τον Αβραάμ Λίνκολν και πολλούς άλλους, που όλοι τους είναι πνευματικά παιδιά του Καλβίνου, τόσο που ο Καλβίνος να χαρακτηρίζεται σαν ο ουσιαστικός ιδρυτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, άσχετα αν υπήρξαν και αρκετοί που μουντζούρωσαν την ωραία εικόνα της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου -αλλά πού δεν αναφέρει η ιστορία και τέτοιου είδους αντίθετες θλιβερές περιπτώσεις; Γι’ αυτό κι ο Χάρυ Έμερσον Φόσντικ , σημαντικός αμερικανός θεολόγος και στοχαστής, γράφει ζώντας στη Νέα Υόρκη : «Το καθεστώς του Καλβίνου στη Γενεύη εικονίζει ακριβώς το αντίθετο της πολιτικής ελευθερίας, και όμως ο καλβινισμός κατέληξε να’ ναι από τους μεγαλύτερους παράγοντες της πολιτικής ελευθερίας που χαίρονται οι μοντέρνοι άνθρωποι». Δεν προσφέρεται ο χώρος μας για πολιτικές αναλύσεις. Θα πρέπει ωστόσο να πούμε με πολύ απλά λόγια, πως όταν ο λαός μάθει να εκλέγει τους πνευματικούς του ποιμένες όπως γινόταν στη Γενεύη του Καλβίνου, σύντομα θ’ απαιτήσει ν’ αποκτήσει το δικαίωμα να εκλέγει και τους κοσμικούς κυβερνήτες του. Με όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει μια τέτοια εξέλιξη, και που οδηγεί σε ρήξη με όλους τους απαρχαιωμένους θεσμούς, συνήθειες και πρακτικές που κρατούσαν αιχμάλωτη την κοινωνία στην κληρονομιά του φεουδαρχικού παρελθόντος της. Είναι αυτό ακριβώς το φαινόμενο που κάνει τον Βαν Λουν να γράψει: « προσωπικά χαίρομαι που δεν έτυχε να ζω στη Γενεύη του δέκατου έκτου αιώνα. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι βαθύτατη ευγνωμοσύνη, γιατί υπήρξε Γενεύη κατά το δέκατο έκτο αιώνα. Χωρίς αυτήν, ο κόσμος του εικοστού αιώνα θα ήταν πολύ άβολος, κι εγώ πιθανότατα να βρισκόμουν σε κανένα μπουντρούμι». Κι ο ελβετός ιστορικός Πάουλ Βέρνλε σημειώνει: «Χωρίς αμφιβολία, είμαστε όλοι ευτυχείς που δε ζήσαμε κάτω απ’ το ραβδί του Καλβίνου. Αλλά ποιος ξέρει τι θάμασταν όλοι, αν δεν τον είχε κυριέψει αυτή η θεϊκή φλόγα;» Και κάποιος άλλος εκκλησιαστικός ιστορικός δηλώνει: «Πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί, πως το να βγάλουμε τον Καλβίνο από την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, είναι σα να διαβάζουμε ιστορία με το ένα μάτι μας κλειστό».

Κι ακόμα ήταν το ίδιο αυτό πνεύμα του Καλβίνου που γέννησε ατρόμητους ιεραποστόλους σαν τον Γουίλιαμ Κάρεϋ και το Δαβίδ Λίβινγκσον , ή μεγάλους πνευματικούς οδηγούς και ιεροκήρυκες σαν τον Τζόναθαν Έντουαρντς και τον Τζωρτζ Γουάϊτφιλντ , αλλά και λαμπρούς φυσικούς επιστήμονες που επηρεάστηκαν κι ενθαρρύνθηκαν από τη διδασκαλία του Καλβίνου πως καθώς η φύση αποτελεί δημιούργημα του Θεού και προβάλει τη δόξα Του, είναι καθήκον των χριστιανών να εμβαθύνουν σ’ όλες τις λεπτομέρειες και τις άγνωστες πτυχές της.

Έχει ακόμη πολύ σωστά ειπωθεί πως χάρη στην ενεργητική κοινωνική παρουσία και δράση πολλών χριστιανών στην Αγγλία πολλοί από τους οποίους υπήρξαν καλβινιστές, οδηγήθηκε η χώρα σε μια πιο ομαλή πορεία προς τις πολιτικές ελευθερίες και την κοινωνική δικαιοσύνη, αποφεύγοντας αιματηρές περιπέτειες παρόμοιες μ’ εκείνες της γαλλικής επανάστασης. Ίσως μάλιστα το ίδιο θα ‘χε συμβεί και στην ίδια τη Γαλλία, αν η από κάθε άποψη θετική επίδραση των ουγενότων καλβινιστών δεν είχε ανακοπεί από τη σφαγή τους τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου στα 1572.

Και τέλος, ήταν το καλβινιστικό πνεύμα και οι ιδέες του Καλβίνου κι ιδιαίτερα η διδασκαλία του πως η οργανωμένη και συστηματική εργασία στην υπηρεσία και μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού συνόλου προάγει τη δόξα του Θεού κι επομένως αποτελεί θέλημά Του, που προώθησε στις αγγλοσαξονικές χώρες το πνεύμα του υγιούς καπιταλισμού με την έννοια του λογικού οργανωμένου επιχειρηματικού πνεύματος, που άνοιξε το δρόμο στη βιομηχανική επανάσταση και στη σημερινή οικονομική πρόοδο. Κι αυτό το υποστηρίζουν πολλοί σοβαροί κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι του 20 ου αιώνα, κι ανάμεσά τους ο περίφημος γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ στο κλασικό σύγγραμμά του «η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού», όπου ακόμη και σήμερα ανατρέχουν πολλοί συγγραφείς και στοχαστές καθώς και δημοσιογράφοι. Κι εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως αντίθετα με το στυγνό πρόσωπο του καπιταλισμού που έχουμε σε πολλές περιπτώσεις, τούτος ο καπιταλισμός στηρίζεται πάνω σε στέρεες ηθικές βάσεις. Ο Κρίστοφερ Χιλ στο βιβλίο του «ο Προτεσταντισμός και η Ανάπτυξη του Καπιταλισμού» συνοψίζει με τα παρακάτω λόγια τη διαφορά ανάμεσα στην προτεσταντική και στην καθολική αντίληψη για τον καπιταλισμό: « οι πετυχημένοι επιχειρηματίες του μεσαίωνα πέθαιναν με αισθήματα ενοχής και άφηναν χρήματα στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθούν για αντιπαραγωγικούς σκοπούς. Οι πετυχημένοι διαμαρτυρόμενοι επιχειρηματίες δεν ντρέπονταν για τις παραγωγικές τους δραστηριότητες όσο ζούσαν, κι όταν πέθαιναν άφηναν χρήματα για να βοηθήσουν άλλους να τους μιμηθούν». Κι είναι γνωστό ότι οι καλβινιστές «καπιταλιστές» δεν διακρίνονταν ούτε για την επιδεικτική τους πολυτέλεια, ούτε για την αδιαφορία τους απέναντι στους φτωχούς, όπως γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα. Αυτά πρέπει να τα ‘χουμε υπ’ όψη μας, γιατί στα δημοσιεύματα που διαβάζουμε κάθε τόσο γίνεται σύγχυση -και άδικη σύνδεση- ανάμεσα στον ανελέητο χαρακτήρα του σημερινού καπιταλισμού και την προτεσταντική καλβινιστική ηθική. Που έχει αφήσει ακόμη και σήμερα κάποια αγαθά στοιχεία στις χώρες που την ακολούθησαν, μια ηθική στις συναλλαγές άγνωστη σε άλλες χώρες κι ανάμεσα σ’ αυτές και στη δική μας τη χώρα. Πήγαμε όμως πολύ μακριά, κι αξίζει τον κόπο να επανέλθουμε κάποτε με μια ειδική μελέτη για τον πολύπλευρο χαρακτήρα του καλβινισμού, γιατί πολλά ανεύθυνα και πολλές ανακρίβειες λέγονται κι ακούγονται στις μέρες μας.

Η ευαγγελική εκκλησία, το ξαναλέμε , είναι διαποτισμένη ολόκληρη από το πνεύμα του Ιωάννη Καλβίνου, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Έχει κληρονομήσει αρκετές από τις αρετές του, αλλά κι αρκετές από τις αδύνατες πλευρές και τα μειονεκτήματά του. Ευχής έργο θα ήταν, όπως τόχουμε γράψει κι άλλοτε, να κληρονομούσε όλες τις πιο ωραίες αρχές και τα πιο πνευματικά χαρακτηριστικά απ’ όλους τους μεταρρυθμιστές, που όλα τους θεμελιώνονται πάνω στο Λόγο του Θεού: από το Λούθηρο να πάρει την ειλικρίνεια και το δυναμισμό, τις μουσικές και γενικότερα τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες κι αντιλήψεις, το προοδευτικό του πνεύμα και -γιατί όχι- την άνεση του χαρακτήρα του και το χιούμορ του. Απ’ το Μελάγχθονα τον ήρεμο και συμβιβαστικό του χαρακτήρα, τη γλυκύτητά του και το βάθος της σκέψης του. Απ’ τον Καλβίνο την αυταπάρνηση και τη θυσία του, το πνεύμα της κοινωνικής του δράσης, τη μεθοδικότητα και τη συστηματικότητά του, καθώς και τη βαθιά συναίσθηση και την υψηλή του αντίληψη για την αγιότητα και τη δικαιοσύνη του Θεού, χωρίς όμως τις υπερβολές και την ακαμψία του. Από το Ζβίγγλιο να πάρει το φιλελεύθερο πνεύμα στη διοίκηση της εκκλησίας, πολλές άλλες από τις φιλελεύθερες ιδέες του, τον ουμανισμό του και την αποστροφή του για τους τύπους σε όφελος του πνεύματος. Κι από τον άλλο μεγάλο ξεχασμένο της μεταρρύθμισης, το Σεβαστιανό Καστελιόν , να πάρει το πνεύμα της αγάπης και της ανοχής ενάντια σε καθένα που σκέπτεται και πιστεύει κάπως διαφορετικά, την απόρριψη κάθε δοσμένης «γραμμής» και προδιαγραφής, την άρνηση στις τυποποιημένες προκαθορισμένες κι ευθυγραμμισμένες για όλους ανεξαίρετα θεολογικές κι όποιας άλλης μορφής «σιδηροτροχιές». Εκδηλώσεις και ιδιότητες που, όπως νομίζω, αποτελούν συνδυασμό όλων εκείνων που δίδαξε κι έζησε ο Γιος του Θεού στη διάρκεια της επίγειας παραμονής Του. Κι όπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω, τότε θάτανε το ευαγγέλιό μας ολόπλευρο, και τότε θα νιώθανε όλοι οι καλής πίστης άνθρωποι -και μονάχα αυτοί- μέσα στις εκκλησίες μας «σα στο σπίτι τους»… Θα ‘ταν ευχής έργο… Αλλά, βλέπετε, η ιστορία δε λειτουργεί όπως θέλουμε εμείς να λειτουργήσει. Το μόνο που μπορούμε εμείς να κάνουμε είναι να πιστεύουμε, ν’ αγωνιζόμαστε, και να προσευχόμαστε…

Ο Ιωάννης Καλβίνος πέθανε στις 27 Μαΐου του 1564 από φυματίωση, σε ηλικία 55 χρονών, αφού πια το υλικό σώμα του είχε κυριολεκτικά κατασπαραχτεί από κάθε μορφής ασθένειες και παθήσεις, κι ωστόσο μέχρι την τελευταία του στιγμή δούλευε ασταμάτητα. «Θέλετε να με βρει ο Κύριος να κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτε;» έλεγε στους φίλους που του ζητούσαν να ξεκουραστεί για λίγο επιτέλους. Λίγο προτού πεθάνει εξομολογήθηκε στους συνεργάτες του: «Νιώθω πως δεν είμαι τίποτε, ωστόσο γνωρίζω πως έχω εμποδίσει πολλές ταραχές που διαφορετικά θάχαν συμβεί στη Γενεύη… Ο Θεός μου έδωσε τη δύναμη να γράφω… Δεν έγραψα τίποτε με μίσος εναντίον οποιουδήποτε, αλλά πάντα έβαζα μπροστά μου με πίστη εκείνο που νόμιζα πως θάναι για τη δόξα του Θεού». Τους τελευταίους τρεις μήνες της ζωής του αρνήθηκε να εισπράξει το μισθό του επειδή, όπως δήλωσε, «όντας άρρωστος δεν μπόρεσε να κερδίσει αυτά τα χρήματα με την εργασία του». Προτού πεθάνει ζήτησε να μην τοποθετηθεί κανένα σημάδι πάνω στον τάφο του, ίσως γιατί δεν ήθελε να τιμηθεί υπερβολικά ή και να αγιοποιηθεί μετά θάνατον.

Σήμερα στη Γενεύη βρίσκεται ένα μεγαλόπρεπο μνημείο της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, όπου δεσπόζει η μορφή του Καλβίνου μαζί με άλλους μεγάλους μεταρρυθμιστές, τον Γκιγιώμ Φαρέλ , τον Τεοντόρ ντε Μπεζ και τον Τζον Νοξ . Τον Καλβίνο στη θέση του μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο στενός φίλος και συνεργάτης του επίσης γάλλος, καθηγητής της ελληνικής στο πανεπιστήμιο της Λωζάννης , Τεοντόρ ντε Μπεζ.

Στον Ιωάννη Καλβίνο οφείλουμε πολλά, πάρα πολλά. Και οι ευαγγελικοί, και οι χριστιανοί γενικότερα, και ο δυτικός κόσμος, και κατ’ επέκταση κι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Όλοι μας θα ευχόμασταν τούτη η φωτεινή προσφορά να μην είχε σκοτεινιάσει από άστοχες ενέργειες κι ανθρώπινες αδυναμίες, κι ακόμη από λαθεμένες ερμηνείες του θεϊκού θελήματος. Θ’ αποτελούσε όμως αδικία κατάφωρη απέναντι στο μεγάλο άνθρωπο του Θεού, αν αυτές οι σκοτεινές πλευρές μάς έκαναν να υποτιμούμε ή να παραγνωρίζουμε ένα έργο τεράστιο σε σημασία και πνευματική αξία.

Όταν κάποτε όλοι μας θα βρεθούμε μπροστά στην παρουσία του Θεού, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ένα απ’ τα πιο μεγάλα στεφάνια κι ένα απ’ τα πιο μεγάλα βραβεία θ’ ανήκουν στον Ιωάννη Καλβίνο. Σίγουρα όμως μαζί με τα στεφάνια και τα βραβεία θα δεχτεί και μια γερή δημόσια επίπληξη για τα σφάλματά του, αυτό που στην καθημερινή γλώσσα το λέμε «τράβηγμα τ’ αυτιού». Για τους πιο πολλούς από μας, τους συνηθισμένους μέσους χριστιανούς, υποθέτω πως μας επιφυλάσσεται μονάχα αυτό το τελευταίο. Μακάριοι εκείνοι που μερίδα τους θάναι το στεφάνι και το βραβείο, χωρίς την επίπληξη. Μόνο που δεν ξέρω, με τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, αν θα υπάρξουν καθόλου απ’ αυτούς, ανάμεσα ακόμη και στους πιο μεγάλους και επιφανείς χριστιανούς. Κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε, αν θέλουμε να τοποθετήσουμε στη σωστή θέση τον Ιωάννη Καλβίνο, και να μην πέσουμε στα σφάλματα που κι εκείνος έκανε, κρίνοντας τους συνανθρώπους του με μια κρίση τόσο αυστηρή και μ’ ένα πνεύμα τόσο αδιάλλακτο. Αυτό προσπάθησα να μην ξεχάσω κι εγώ, έστω κι αν ίσως δεν το πέτυχα απόλυτα, και παρόλο που στη θεοκρατική Γενεύη του Καλβίνου, ύστερα απ’ όσα είπα απόψε για τον πνευματικό νομοθέτη της, ασφαλώς καθόλου δε θα είχα καλοπεράσει.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

  1. S . M . Houghton : « Sketches from Church History » ( Banner of Truth )
  2. Eerdman’s Handbook to the History of Christianity
  3. H.J.Grimm: «The Reformation Era» (1500-1650) – Mc Millican
  4. P. Chaunn : Le Temps des Reformes – Fayard, 1975
  5. St . Zweig  :   «   Καστελιόν και Καλβίνος» Εκδόσεις Γκοβόστη  
  6. J.W.C.Wand: «A History of the Modern Church »- Methuen and Co.Ltd.
  7. Owen Chadwick: «The Reformation» Penguin Books
  8. Hendrik van Loon : «Η Πορεία του Ανθρωπισμού»- Διογένης, Αθήνα 1975
  9. Ν.Ματσούκα : «ο Προτεσταντισμός», – Θεσ/νίκη 1978
  10. W . Durant : «Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού» – Τόμος Στ΄
  11. Π. Κανελλόπουλου:« Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»- Τόμος Β1
  12. Unesco : « Ιστορία της Ανθρωπότητας» – Τόμος Δ΄
  13. Max Weber : « Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» – Gutenberg , Αθήνα 1978
  14. Ι. Καλβίνου: «Θεσμοί Χριστιανικής Θρησκείας» – Αθήνα 1983
  15. Περιοδικό « Moody Monthly » – Νοέμβριος 1977
  16. Περιοδικό « Christian History » – Τόμος 5 ος , τεύχος 4
  17. Alister E. Mc Grath: «A Life of John Calvin» – Blackwell, Oxford UK and Cambridge USA
  18. Alister E. Mc Grath: «Reformation Thought» – Blackwell
  19. Abraham Kuyper : «Lectures on Calvinism» – Grand Rapids : Wm . B Eerdmans

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.