Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΟ ΣΥΜΒΑΝ

Του ‘Εραστου Φίλου, MSc, MA, PhD

Η ανάσταση του Ιησού Χριστού βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας του Χριστιανισμού. Η σωματική του ανάσταση αποτελεί την κεντρική δοξαστική πεποίθηση της χριστιανικής πίστης αλλά και σημείο απόδειξης της αληθοφάνειας των ισχυρισμών της.

Δεδομένης της σημασίας του Πάσχα για τους χριστιανούς και παρόλη την αμφισβήτηση εκ μέρους των σκεπτικιστών υπάρχουν επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν πως η σωματική ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι τεκμηριωμένο ιστορικό γεγονός.

Η σημασία του άδειου τάφου

Σύμφωνα με τις περιγραφές στα Ευαγγέλια[1], αφού ο Ιησούς υπέκυψε σε θάνατο μέσω σταύρωσης, μερικοί από τους οπαδούς του, ετοιμάζοντας το άψυχο σώμα του για την ταφή, το τοποθέτησαν στον τάφο του Ιωσήφ από την Αριμαθέα. Τρεις μέρες αργότερα ο τάφος βρέθηκε άδειος και το σώμα του Ιησού εξαφανισμένο. Ο άδειος τάφος είναι κρίσιμο στοιχείο στην αφήγηση της ανάστασης, επειδή αν το σώμα του Ιησού είχε βρεθεί, ο Χριστιανισμός θα είχε αμφισβητηθεί πριν καλά-καλά ξεκινήσει. Από την άλλη πλευρά, εφόσον ο Ιησούς πρόβλεψε τόσο το θάνατό του όσο και την ανάστασή του (Μάρκ. 8:31· Λουκ. 9:22), αν δεν είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, θα πρέπει θεωρούταν ψευδοπροφήτης.

Ένας λόγος που οι αναφορές για έναν άδειο τάφο είναι αληθινές, οφείλεται στο γεγονός ότι η αφήγησή τους προκύπτει από διάφορες πηγές ήδη από πολύ νωρίς, και δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ιστορία αυτή. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο τάφος ανήκε σε συγκεκριμένο πρόσωπο αποκλείει το γεγονός οι ακόλουθοι του Ιησού να είχαν πάει σε λάθος τάφο. Οι εβραϊκές και οι ρωμαϊκές αρχές είχαν τη δυνατότητα να ψάξουν διεξοδικά για τον πραγματικό τόπο ταφής αν ο άδειος τάφος ήταν απλώς πρόβλημα λανθασμένης ταυτότητας.

Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι και η πρώτη εναλλακτική φυσιοκρατική εξήγηση για την Ανάσταση προϋπέθετε τον άδειο τάφο. Γι’ αυτό και οι εβραϊκές αρχές επέμεναν πως ο τάφος ήταν άδειος, διαδίδοντας μάλιστα ότι οι ακόλουθοι του Ιησού είχαν έρθει νύχτα να κλέψουν το σώμα (Ματθ. 28:13). Τι είναι όμως αυτό που κάνει πειστική την εκδοχή των οπαδών του Ιησού;

Ο απολογητής Lee Strobel[2] θεωρεί πως είναι τρείς συντελεστές που κάνουν πειστική την μαρτυρία των μαθητών: Ο συντελεστής «Ιερουσαλήμ», που σημαίνει ότι αν οι μαθητές είχαν κάνει συνομωσία κλέβοντας το σώμα για να κηρύξουν αργότερα τον Χριστό αναστημένο, ποιος ο λόγος αυτοί να παρέμεναν στην Ιερουσαλήμ, στον τόπο δηλαδή όπου είχαν διαδραματιστεί όλα τα γεγονότα και υπήρχαν τόσοι πολλοί που ήξεραν. Ο Πέτρος, την ημέρα της Πεντηκοστής διακήρυξε δημόσια στην Ιερουσαλήμ την ανάσταση του Χριστού. Ο δεύτερος συντελεστής είναι το πείσμα των μαρτύρων να διακηρύξουν την ανάσταση, έστω και με κόστος την ασφάλεια της ίδιας τους τη ζωής. Αν είχαν συνωμοτήσει γύρω από ένα ψέμα, άξιζε να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο κατά έναν τέτοιο τρόπο; Ένας τρίτος συντελεστής είναι το γεγονός ότι οι μαρτυρίες περί ανάστασης βασίζονταν σε μαρτυρίες γυναικών, γεγονός που κατά το ιουδαϊκό δίκαιο της εποχής δεν είχε ουδεμία αξία, πράγμα που καταδεικνύει πως οι μαρτυρίες τους δεν ήταν «στημένες», αλλά αυθεντικές.

Επίσης, αν ο Ιησούς είχε απλώς σταυρωθεί, χωρίς να ακολουθήσει η ανάσταση, τότε θα είχε θεωρηθεί από όλους τους Εβραίους ως ψευδοπροφήτης, προφανώς καταραμένος από τον Γιαχβέ, επειδή εκείνοι θα θεωρούσαν καταραμένο έναν νεκρό Μεσσία.

Συνεπώς η ανάσταση του Ιησού ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την επικράτηση του Χριστιανισμού ως αληθινή και ζωντανή πίστη. Η ένδοξη ανάσταση του από τους νεκρούς έδωσε νόημα στον άδοξο θάνατό του. Η ανάσταση που ακολούθησε μετέτρεψε τη σταύρωση του Ιησού σε θεϊκή εξιλέωση.

Κανένας τάφος δεν τιμήθηκε ποτέ ως τόπος ταφής του Ιησού. Οι τόποι ταφής διάσημων ανθρώπων είναι μαυσωλεία, λατρεμένα από τους αρχαίους χρόνους. Ωστόσο, για τον Ιησού Χριστό – αναμφισβήτητα το πιο διάσημο πρόσωπο σε όλη την ιστορία – δεν ειπώθηκε ποτέ για κανέναν τάφο που να περιείχε μόνιμα το σώμα του. Ο τάφος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ είναι ανοιχτός επειδή είναι αδειανός. Και είναι άδειος επειδή το σώμα του Ιησού είναι αναστημένο. Αυτός ο χριστιανικός ισχυρισμός είναι μοναδικός, επειδή ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, νίκησε τον θάνατο.

Πρόκειται για θρύλο στις εξιστορήσεις για την ανάσταση;

Ίσως το μεγαλύτερο επιχείρημα κατά της ιστορικότητας της ανάστασης σήμερα είναι ότι πρόκειται για μυθικό θρύλο. Μια μελέτη του Βρετανού ιστορικού από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο A. N. Sherwin-White, όμως καταλήγει στο ότι απαιτούνται έως και δύο γενιές για να αναπτυχθούν θρύλοι[3]. Επίσης και ο Γερμανός θεολόγος Julius Müller[4], από το Πανεπιστήμιο του Halle, θεωρεί πως μύθοι δεν μπορεί να υπάρχουν όσο αυτόπτες μάρτυρες βρίσκονται εν ζωή. Είναι αποδεδειγμένο γεγονός ότι πολλά περί Χριστού γραπτά υπήρχαν την εποχή που ζούσαν ακόμη αυτόπτες μάρτυρες – οι οποίοι μπορούσαν να  επιβεβαιώσουν ή να αμφισβητήσουν την ορθότητά τους.

Κάποιοι επικριτές του Χριστιανισμού έχουν υποστηρίξει ότι τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) εμφανίζονται πολύ καιρό μετά από τα γεγονότα της ζωής του Ιησού για να φέρουν αξιόπιστη μαρτυρία[5]. Αλλά είναι γεγονός ότι τα γραπτά της Καινής Διαθήκης, στο ύφος τους, δεν μοιάζουν με γραπτά που περιέχουν μυθοπλασίες. Ο διάσημος ιστορικός F. F. Bruce[6] επιβεβαιώνει πως δεν ήταν εύκολο εκείνα τα πρώτα χρόνια οι συγγραφείς των κειμένων της Καινής Διαθήκης να εφεύρουν λόγια και πράξεις του Ιησού, εφόσον υπήρχαν τόσοι πολλοί από τους μαθητές του, που μπορούσαν να θυμηθούν τι είχε ή δεν είχε συμβεί. Τα τέσσερα Ευαγγέλια βρίσκονται χρονικά πολύ πιο κοντά στη ζωή του Ιησού σε σχέση με άλλες αρχαίες μαρτυρίες όσον αφορά θρησκευτικά πρόσωπα (π.χ. τον Γκαουτάμα Βούδα, τον Κομφούκιο) ή και κοσμικές προσωπικότητες (π.χ. τον Σωκράτη, τον Καίσαρα). Όχι μόνο οι αναφορές του Παύλου στην ανάσταση είναι πρώιμες (δηλαδή προγενέστερες των τεσσάρων αφηγήσεων Ευαγγελίων), αλλά είναι και άφθονες στη φύση τους. Οι επιστολές του Παύλου περιέχουν πολλές αναφορές και περιγραφές για την ανάσταση του Ιησού, π.χ. ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε αναστημένος σε πολλές περιπτώσεις μετά τον θάνατό του, ακόμα και σε πλήθος 500 ανθρώπων, από τους οποίους πολλοί ζούσαν και μπορούσαν να το επιβεβαιώσουν (Α΄Κορ. 15: 3-8).

Επίσης, μερικές από τις δηλώσεις του Παύλου σχετικά με την ανάσταση αντανακλούν πρωτόγονα χριστιανικά δόγματα και ύμνους (βλ. Φιλ. 2 και Κολ. 1) που χρονολογούνται πολύ νωρίτερα ακόμη και από τις πρώτες γραπτές επιστολές του. Για παράδειγμα, οι πρώτες επιστολές του Παύλου γράφτηκαν περίπου 20 χρόνια μετά την ανάσταση του Ιησού. Αλλά τα δόγματα και οι ύμνοι που επέλεξε να αναφέρει στα γραπτά του απαγγέλλονταν και τραγουδιούνταν από Εβραίους χριστιανούς μόλις λίγους μήνες ή λίγα μόνο χρόνια από την ανάσταση του Ιησού.

Οι μεταθανάτιες εμφανίσεις του Ιησού

Σύμφωνα με τις επιστολές του αποστόλου Παύλου καθώς και τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων και του βιβλίου των Πράξεων, ο Ιησούς εμφανίστηκε ζωντανός μετά τον θάνατό του σε πολλές περιπτώσεις. Αυτές οι εμφανίσεις του Ιησού, όπως αναφέρεται, ήταν φυσικής και σωματικής φύσης, όχι πνευματικής ή ως φάντασμα, επειδή εκείνοι στους οποίους εκείνος εμφανίστηκε τον είδαν, τον άκουσαν και τον άγγιξαν. Οι εμφανίσεις του Αναστημένου ήταν επίσης ποικίλες και διαφορετικές ως προς το γεγονός ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε σε άνδρες και γυναίκες, φίλους και εχθρούς, σε μεμονωμένα άτομα αλλά και σε ομάδες ανθρώπων, σε μερικούς μία, σε άλλους όμως περισσότερες από μία φορές, σε διαφορετικές ώρες, σε εσωτερικούς και σε εξωτερικούς χώρους.

Είναι αυτή η ποικιλομορφία των εμφανίσεών του αναστημένου Ιησού καθιστά εξαιρετικά απίθανη, αν όχι αδύνατη, την εξήγηση τους ως παραισθήσεις. Ίσως να θεωρούν κάποιοι πιθανό το γεγονός ότι οι γυναίκες που συνάντησαν πρώτες τον αναστημένο Ιησού στον τάφο, εξ αιτίας των συναισθηματισμών θλίψης που τις διακατείχαν, να βίωσαν το συμβάν αυτό ως ένα υποκειμενικό, ψευδές όραμα. Αλλά μια τέτοιου είδους ψυχολογική ερμηνεία μάλλον πρέπει να είναι εξαιρετικά απίθανη στην περίπτωση του Ιακώβου, του αδελφού του Ιησού, ο οποίος υπήρξε αρχικά αρκετά καχύποπτος ως προς τους ισχυρισμούς του αδελφού του και πιθανώς να θεωρούσε ότι ο Ιησούς υπέφερε από αυταπάτες μεγαλομανίας. Αλλά και στην περίπτωση του Σαoύλ από την Ταρσό, μια τέτοια θεωρία παραισθησιακής αντίληψης φαίνεται παντελώς παράλογη. Ο Σαoύλ που ήταν εχθρός του πρώιμου Χριστιανισμού και ο οποίος προσπαθούσε με περιφρονητικό και βίαιο τρόπο να φυλακίσει και να οδηγήσει σε εκτέλεση χριστιανούς, μάλλον αποκλείεται να ήταν επιρρεπής σε τέτοιου είδους εμπειρίες ψευδαίσθησης.

Είναι όμως εξίσου σημαντικό να σημειώσουμε πως αν κάποιος απορρίπτει την υπερφυσική εξήγηση των εμφανίσεων του Ιησού, τότε απαιτούνται εναλλακτικά δύο εξηγήσεις φυσιοκρατικού τύπου — μία, να εξηγήσει τον άδειο τάφο, και μια δεύτερη να εξηγήσει τις πολυάριθμες και ποικιλόμορφες εμφανίσεις αυτές. Όσο πιο πολύπλοκες είναι οι εναλλακτικές αυτές εξηγήσεις, τόσο λιγότερο πιθανό φαίνεται πως αυτές είναι αληθινές και βιώσιμες.

O Βρετανός ιστορικός και θεολόγος Ν. Τ. Ράιτ, συγγραφέας του βιβλίου «Η Ανάσταση του Υιού του Θεού», προσφέρει την εξήγηση ενός ιστορικού:

Δεν είναι καλό να υποχωρήσουμε σε μια εξήγηση «επιστημονική», ότι εκείνη [τάχα] διαψεύδει την πιθανότητα της ανάστασης. Οποιοσδήποτε πραγματικός επιστήμονας θα μας πει ότι η επιστήμη παρατηρεί αυτό που συμβαίνει συνήθως. Η χριστιανική περίπτωση είναι ότι ακριβώς αυτό που συνέβη στον Ιησού δεν είναι κάτι που συμβαίνει συνήθως. Από την πλευρά μου, ως ιστορικός, προτιμώ μια κομψή και απλή λύση παρά μια που δεν είναι σε θέση να περιλαμβάνει όλα τα δεδομένα: να πω ότι οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί σωματικά από τους νεκρούς, και να εξηγήσω αυτή την πεποίθηση λέγοντας ότι έλεγαν την αλήθεια[7].

Το σύντομο χρονικό διάστημα ανάμεσα στα γεγονότα και τις αξιώσεις των αυτόπτων μαρτύρων

Μια δυνατή υποστήριξη για την αληθοφάνεια της ανάστασης του Ιησού από τους νεκρούς προέρχεται από μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων που αναφέρθηκαν αμέσως μετά τα γεγονότα. Ο απόστολος Παύλος ισχυρίζεται πως είδε τον αναστημένο Χριστό (Πράξ. 9:1–19, 22:6–16, 26:12–23) και πως και άλλοι υπήρξαν μάρτυρες του αναστημένου Ιησού (Α΄Κορ. 15:5), πριν από τη δική του προσωπική εμπειρία. Ο Παύλος στα γραπτά του επιβεβαιώνει πως έλαβε τη μαρτυρία αυτή από πρώτο χέρι, δηλαδή από τους αποστόλους του Ιησού που ήταν μάρτυρες της ανάστασής του πριν από αυτόν.

Στην πρώτη του επιστολή προς τους Κορινθίους, ο Παύλος χρησιμοποιεί μια δήλωση πίστης σχετικά με την ανάσταση που χρονολογείται από την πρώιμη περίοδο του Χριστιανισμού[8]. Αυτή η δήλωση, όπως πιστεύουν ακόμα και πολλοί επικριτές μελετητές (που αμφιβάλλουν το υπερφυσικό), είναι μέρος της αρχέγονης χριστιανικής διδαχής αντιπροσωπεύοντας το αρχαιότερο κήρυγμα του Χριστιανισμού. Αυτή η πρώιμη δήλωση πίστης που μεταδίδει ο Παύλος στην επιστολή του αναφέρει ονομαστικά δύο από τους οπαδούς του Ιησού που είπαν ότι είχαν δει τον αναστημένο Χριστό: τον Πέτρο (έναν από τους 12 αποστόλους και κύριο εκπρόσωπό του) και τον Ιάκωβο (αδελφό του Ιησού) που ήταν και πρώτος αποστολικός ηγέτης.

Αυτή τη δήλωση πίστης ο απόστολος Παύλος την περιγράφει στην πρώτη του επιστολή στους Κορίνθιους ως εξής (Α΄Κορ. 15:3–7 ΝΜΒΕ):

Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας· ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά [Πέτρο], έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδερφούς συγχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους.

Η δήλωση του Παύλου περιέχει μια τετραπλή φόρμουλα της πρώτης χριστιανικής διακήρυξης, που σχετίζεται δυναμικά με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού:

(1) Ο Χριστός πέθανε.

(2) Ενταφιάστηκε.

(3) Αναστήθηκε.

(4) Εμφανίστηκε.

Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο το χριστιανικό δόγμα υπήρχε ήδη ανεπτυγμένο, καταδεικνύει πως η αρχική αυτή αποστολική διακήρυξη για την ανάσταση του Ιησού ήταν χρονικά πολύ κοντά στο γεγονός του θανάτου και της ανάστασής του. Η ανάγνωση αυτή της επιστολής οδήγησε ακόμη και επικριτικούς μελετητές της Καινής Διαθήκης στο να αναρωτηθούν πώς η πρώιμη αυτή μαρτυρία της εκκλησίας βρίσκεται ήδη σε ένα από τα πρώτα γραπτά του Παύλου[9], κάτι που προϋποθέτει πως το χριστιανικό δόγμα πρέπει να υπήρξε πλήρως αναπτυγμένο ήδη από τις πρώτες μέρες της εκκλησίας και όχι να δημιουργήθηκε αιώνες αργότερα. Γι’ αυτό και ο Βρετανός διακεκριμένος μελετητής της Καινής Διαθήκης, James D. G. Dunn μπορεί και δηλώνει: «Αυτή η παράδοση [της ανάστασης και των εμφανίσεων του Ιησού], για την οποία μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι, διατυπώθηκε ως παράδοση λίγους μόνο μήνες μετά το θάνατο του Ιησού»[10].

Συνεπώς, δεδομένου του ελάχιστου χρονικού διαστήματος μεταξύ των πρώτων δηλώσεων αυτόπτων μαρτύρων σχετικά με την ανάσταση του Ιησού και του ίδιου του γεγονότος (θέμα μηνών), πρέπει αυτές να θεωρηθούν ως ιστορικά αξιόπιστες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν υπήρχε και ο χρόνος ώστε να αναπτυχτούν μύθοι, θρύλοι ή εξωραϊσμοί γύρω από τις αρχικές αναφορές περί ανάστασης.

Οι αφηγήσεις για την ανάσταση του Ιησού προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες και στενούς συνεργάτες αυτόπτων μαρτύρων. Οι αναμνήσεις αυτών των μαρτύρων περιλαμβάνουν περιγραφές πραγματικών γεγονότων. Και η αφήγηση της ανάστασης του Ιησού περιλαμβάνει ένα σώμα φυσικό το οποίο συναναστρέφεται με τους ακολούθους του και μάλιστα εξετάζεται εμπειρικά. Η εμφάνισή του δηλαδή δεν είναι απλώς πνευματική, όπως την χαρακτηρίζουν μεταγενέστερες απόκρυφες ιστορίες περί υποκειμενικών θρησκευτικών οραμάτων. Οι αποστολικές αναφορές για την ανάσταση του Ιησού είναι πρώιμες και άφθονες αλλά πολύ διαφορετικές από άλλες λεγόμενες αφηγήσεις ανάστασης.

Η απρόσμενη μεταμόρφωση των μαθητών

Αυτοί που αμφισβητούν  τη θαυματουργική φύση της ανάστασης του Ιησού συχνά τονίζουν ότι οι υπερφυσικού τύπου αξιώσεις δεν αντιπαρατίθενται ή αμφισβητούνται όπως θα έπρεπε. Σημερινοί σκεπτικιστές επισημαίνουν πως οι θρησκευόμενοι είναι πολύ ευκολόπιστοι ως προς τις αναφορές στα θαύματα.

Δεδομένων των ενστάσεων αυτών, πώς εξηγείται η μεταμόρφωση που φαίνεται να έλαβε χώρα στο χαρακτήρα καθενός από τους οπαδούς του Ιησού μετά την ανάσταση; Η Καινή Διαθήκη περιγράφει μια αξιοσημείωτη και διαρκής φύσης μεταμόρφωση στους 11 μαθητές του Ιησού. Κατά τη σταύρωσή του, οι άνδρες αυτοί έδειχναν φοβισμένοι, δειλοί και ηττημένοι. Αλλά, μετά από λίγες μόνο μέρες, οι ίδιοι εμφανίστηκαν μεταμορφωμένοι και τολμηροί, τόσο που σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, μετά από το δυναμικό κήρυγμά τους υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Υπήρξαν θαρραλέοι, τόσο απέναντι στους εχθρικούς Εβραίους συμπατριώτες τους, όσο και απέναντι στους Ρωμαίους κατακτητές, ειδικά τη στιγμή των κακουχιών και βασανιστηρίων που αναγκάστηκαν να υποστούν. Η εκπληκτική αυτή μεταμόρφωση απαιτεί μια σοβαρή εξήγηση, επειδή ο ανθρώπινος χαρακτήρας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές δεν αλλάζουν εύκολα ή απότομα. Ενώ παρατηρεί κανείς, οι μαθητές να τρέπονται σε φυγή τη στιγμή της σύλληψης του αρχηγού τους, ακόμη και να αρνούνται ότι γνώριζαν τον Ιησού, το μετέπειτα θάρρος τους φαντάζει εκπληκτικό! Οι ίδιοι απέδιδαν τη δύναμη του μεταμορφωμένου χαρακτήρα τους στην άμεση, προσωπική συνάντησή τους με τον αναστημένο Ιησού. Στην ανάσταση του Χριστού λοιπόν, οι απόστολοι έβλεπαν τον σκοπό της ύπαρξής τους, ένα σκοπό που υπερβαίνει ακόμη και τον θάνατο.

Σύμφωνα με τις πρώτες αναφορές στην ανάσταση του Ιησού, τρεις από τους άντρες που αρχικά έδειχναν δύσπιστοι στην αλήθεια της ανάστασης, μάλιστα και κατηγορηματικά αντίθετοι με τους ισχυρισμούς του Ιησού ως Μεσσία, ο Θωμάς, ο Ιάκωβος και ο Παύλος, έδειξαν πως υπήρχε μέσα τους μια προδιάθεση να απορρίψουν την αλήθεια της ανάστασης. Πριν ασχοληθούμε με τη μαρτυρία του Παύλου, ας εξετάσουμε πρώτα την εκπληκτική επίδραση που είχε η ανάσταση του Ιησού επάνω στον Θωμά και στον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιησού.

Οι αμφιβολίες του Θωμά

Ενώ ο Θωμάς ήταν ένας από τους 12 μαθητές, δεν ήταν από τους πρώτους ακόλουθούς του που τον είδαν αναστημένο. Όταν άκουσε την είδηση για τη σωματική ανάσταση του Ιησού από τους συμμαθητές του, αμφέβαλλε για την αλήθεια της. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη μεταφέρει τον σκεπτικισμό του Θωμά ως εξής: «Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω» (Ιωάν. 20:25).

Αν και οπαδός του Ιησού, ο Θωμάς ήταν αρκετά δύσπιστος και απαιτούσε αποδείξεις για τη σωματική ανάσταση του Ιησού για να πειστεί για τον ισχυρισμό των συμμαθητών του. Γι’ αυτό και ζήτησε συγκεκριμένα στοιχεία, εμπειρικής φύσης. Επέδειξε σκληροπυρηνικό χαρακτήρα όταν επρόκειτο για κάτι το θαυματουργικό, ακόμη και όταν η επιβεβαίωση προερχόταν από στενούς φίλους και συνεργάτες του. Ωστόσο, ο Θωμάς σύντομα είχε μια συνάντηση με τον αναστημένο Ιησού η οποία ικανοποίησε τις αμφιβολίες του:

Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε εσύ το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε». Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». –Ιω. 20:26–28.

Εάν η ανάσταση ήταν απλώς μια επινόηση, δηλαδή μια μυθική ιστορία, είναι πολύ απίθανο να περιλάμβανε τον ισχυρισμό ότι ένας από τους μαθητές αμφισβήτησε σοβαρά την ανάσταση του Ιησού.

Ιάκωβος, ο σκεπτικιστής αδελφός του Ιησού

Τα Ευαγγέλια μας μεταφέρουν πως πριν από την ανάσταση, τα αδέλφια του Ιησού είχαν εκφραστεί αρκετά περιφρονητικά στους μεσσιανικούς ισχυρισμούς του (βλ. Μάρκ. 6: 3–4 και Ιωάν. 7:5). Στην πραγματικότητα, η οικογένεια του Ιησού θεωρούσε ότι εκείνος έπασχε από φαντασιώσεις (Μάρκ. 3:21, 31–35). Ωστόσο, μια πρώιμη μαρτυρία του Παύλου ο οποίος, κατά τη μεταστροφή του είχε επικοινωνήσει με τους αποστόλους (και τον Ιάκωβο), αναφέρει πως ο Ιησούς είχε εμφανιστεί ξεχωριστά στον αδελφό του Ιάκωβο (βλ. Α΄Κορ. 15:7). Στη συνέχεια, ο Ιάκωβος έγινε ένας από τους κρίσιμους ηγέτες της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας, έχοντας ακόμη και μοναδική εξουσία στο Συμβούλιο της Ιερουσαλήμ (Πράξ. 15:12–21). Πηγές στην ιστορία της εκκλησίας μεταδίδουν ότι ο Ιάκωβος αργότερα υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του στον Ιησού Χριστό.

Τι εξηγεί την εκπληκτική αλλαγή καρδιάς του Ιακώβου, από το να νιώθει βαθιά αμήχανα με τους ισχυρισμούς του αδελφού του, στο να γίνει διακεκριμένος ηγέτης της πρώτης εκκλησίας και να υποστεί ακόμη και έναν μαρτυρικό θάνατο; Το γεγονός της ανάστασης εξηγεί καλύτερα από κάθε τι άλλο τη ριζική αυτή μεταμόρφωση στη ζωή του Ιακώβου. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε πως είδε τον αδελφό του ζωντανό, μετά τη δημόσια εκτέλεσή του, και το γεγονός αυτό είναι που άλλαξε γι’ αυτόν τα πάντα.

Ο Θωμάς και ο Ιάκωβος μπορεί να αμφισβήτησαν σοβαρά την αλήθεια της ανάστασης του Ιησού, όπως τονίζουν οι σκεπτικιστές, αλλά δεν παρέμειναν στον αρχικό τους σκεπτικισμό.

Η μεγαλύτερη θρησκευτική μεταστροφή που συνέβη ποτέ

Ο απολογητής Κένεθ Σαμπλς περιγράφει τη μοναδική μεταστροφή του Σαούλ, τονίζοντας πως δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που έχουν βιώσει μια τέτοια δραματική θρησκευτική μεταστροφή, αναφέροντας χριστιανούς στοχαστές όπως τον Αγ. Αυγουστίνο, τον Μπλέζ Πασκάλ και τον Κ. Σ. Λούις. Στο ιστολόγιό του «Reflections»[11] ο Σαμπλς αναφέρει τα εξής:

Υπάρχει όμως ένα άτομο, του οποίου η μεταστροφή στη χριστιανική πίστη, άλλαξε τον κόσμο για πάντα. Και το άτομο αυτό παρέπεμπε την πνευματική του αλλαγή στη συνάντησή του με τον αναστημένο Ιησού Χριστό. Ο Σαούλ από την Ταρσό ήταν σεβαστός, Εβραίος μελετητής της Τορά (του ιουδαϊκού Νόμου), μέλος του εβραϊκού κόμματος των Φαρισαίων και Ρωμαίος πολίτης (Πράξ. 21: 37–22: 3). Ένθερμος στην αφοσίωσή του προς τον Θεό και με πρόθεση να προστατεύσει τον αρχαίο Ιουδαϊσμό από αυτό που θεωρούσε ψεύτικη και αιρετική διδασκαλία, έγινε ο κεντρικός αντίπαλος της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Ο Σαούλ εξέφρασε την παθιασμένη εχθρότητά του προς τους χριστιανούς με το να τους διώκει συλλαμβάνοντάς τους και οδηγώντας τους σε εκτέλεση (Πράξ. 7: 54–8: 3, Γαλ. 1: 13–14). Μια μέρα όμως, καθώς βρισκόταν καθοδόν για τη Δαμασκό με στόχο τη δίωξη χριστιανών, ο Σαούλ βίωσε κάτι συγκλονιστικό  που άλλαξε τη ζωή του. Όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα, είδε και μίλησε με τον αναστημένο Ιησού (Πράξ. 9:1–30, 22:5–13). Μετά τη δραματική του μεταστροφή στο κίνημα που ο ίδιος κάποτε μισούσε, απέκτησε το εθνικό του όνομα «Παύλος» και έγινε υπέρμαχος της νεοϊδρυθείσας χριστιανικής πίστης. Πολλοί μάλιστα θεωρούν πως ο απόστολος Παύλος είναι, μετά τον ίδιο τον Ιησού, η πιο σημαντική προσωπικότητα στην ιστορία του Χριστιανισμού. Θεωρήθηκε ως ο μεγαλύτερος ιεραπόστολος, θεολόγος και απολογητής της πίστης του Χριστού, και ήταν εμπνευσμένος συγγραφέας 13 βιβλίων της Καινής Διαθήκης.

Τι είναι όμως αυτό που προκάλεσε τη μεταστροφή του Παύλου, την μεγαλύτερη αυτή θρησκευτική μεταστροφή στην ιστορία; Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθός της, πρέπει να εξετάσει ίσως έναν πιο σύγχρονο βίο της ανθρώπινης ιστορίας, ένα άτομο με μεγάλη επιρροή, όπως τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ. Αν ένας Τσόρτσιλ δήλωνε στο εξής μέλος του ναζιστικού κόμματος, ή αν ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν άρχιζε να ασπάζεται τον σοβιετικό κομμουνισμό, ή ακόμα κι ο Γερμανός Αδόλφος Χίτλερ γινόταν προσήλυτος της Ιουδαϊκής θρησκείας, πόσο θαυμαστή θα θεωρείτο μια τέτοια μεταστροφή! Έτσι πρέπει να θεωρήσουμε και τη μεταστροφή του Ιουδαίου Σαούλ στον Χριστιανισμό: ως ένα απόλυτα εκπληκτικό γεγονός! Σύμφωνα με τον ίδιο τον Παύλο, η απίστευτη μεταμόρφωσή του οφειλόταν στην εμφάνιση του αναστημένου Χριστού. Η μεταστροφή του Σαούλ είναι όντως ανεξήγητη. Μόνο ένα ιστορικά μοναδικό γεγονός όπως αυτό της ανάστασης του Γιού του Θεού είναι σε θέση να την εξηγήσει.

Το μόνο που θα ήταν σε θέση να αλλάξει την απίστευτα αρνητική γνώμη του Σαούλ για τον πρώιμο χριστιανισμό ήταν η συνάντηση με τον ίδιο τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, αναστημένο από τους νεκρούς!

Η ιστορική εξέλιξη της χριστιανικής Εκκλησίας

Αν κάθε ιστορικό κίνημα προκύπτει από μια συγκεκριμένη αιτία, τότε τι είναι αυτό που οδήγησε στην ίδρυση της χριστιανικής θρησκείας; Τι είναι αυτό που έκανε να ξεκινήσει το θρησκευτικό κίνημα που μέσα σε 300 χρόνια κατάφερε να κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κατά τη διάρκεια δύο χιλιετιών επικράτησε σε ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό; Σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ο χριστιανισμός ανέπτυξε μια ξεχωριστή πολιτιστική και θεολογική ταυτότητα που τον έκανε να ξεχωρίζει από τον παραδοσιακό Ιουδαϊσμό. Η μοναδικότητα αυτή του Χριστιανισμού εξηγείται μόνο από το ιστορικό γεγονός της ανάστασης του Ιησού Χριστού.

Η εξαιρετική αυτή ιστορική ανάδυση της χριστιανικής εκκλησίας χρειάζεται επαρκή εξήγηση. Στο βιβλίο του «Η Άνοδος του Χριστιανισμού: Πώς το αφανές, οριακό κίνημα του Ιησού έγινε η δεσπόζουσα θρησκευτική δύναμη στον δυτικό κόσμο μέσα σε λίγους αιώνες»[12] ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Rodney Stark εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο έλαβε χώρα η ταχεία ανάπτυξη του Χριστιανισμού μέσα σε λίγους μόνο αιώνες. Γράφει πως οι κοινωνικές επιστήμες δίνουν τέλος σε κάποιους μύθους που επιχειρούν να εξηγήσουν την ταχεία ανάπτυξη του Χριστιανισμού, όπως π.χ. η αλλαγή θρησκεύματος που θέσπισε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος το 380 μΧ. Η ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επικρατούσα θρησκεία σ’ ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πρέπει κατά τον Stark να θεωρηθεί «μάλλον ως απάντηση στο μαζικό κύμα της εποχής, που βρισκόταν σε εξέλιξη και όχι ως η αιτία του». Οι μαθητές του Ιησού ανέτρεψαν τον κόσμο με την αλήθεια της ανάστασης και με τον τρόπο αυτό αναδύθηκε η ιστορική εκκλησία. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί αποκαλούν την ιστορική χριστιανική εκκλησία «κοινότητα της ανάστασης».

Αν δεν είναι η ανάσταση του Χριστού ως ιστορική πραγματικότητα αυτό που προκάλεσε την εμφάνιση του Χριστιανισμού, τότε τι την προκάλεσε; Δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη επαρκής λογική εξήγηση. Η καρδιά του ιστορικού Χριστιανισμού βρίσκεται στα αξιόλογα δρώμενα της Κυριακής του Πάσχα.

Ένα άλλο στοιχείο είναι επίσης σημαντικό. Ο εβραϊκός λαός λάτρευε τον Θεό την ημέρα του Σαββάτου, που είναι η έβδομη ημέρα της εβδομάδας. Ωστόσο, η παλαιοχριστιανική εκκλησία (η οποία θεωρήθηκε αρχικά ως αίρεση του Ιουδαϊσμού) άλλαξε σταδιακά την ημέρα της λατρείας της από την έβδομη στην πρώτη ημέρα της εβδομάδας (βλέπε Πράξ. 20: 7, Α΄Κορινθίους 16: 2, «Ημέρα του Κυρίου», Αποκάλυψη 1: 10). Η παλαιοχριστιανική εκκλησία, με την ανάδειξη της Κυριακής ως ημέρα λατρείας του Θεού τίμησε κατά μοναδικό τρόπο την ανάσταση του Ιησού από τους νεκρούς.

Ο διαρκής προβληματισμός για την ανάσταση του Χριστού σε μια ζωή αθανασίας μεταμόρφωσε τη χριστιανική λατρεία, επηρεάζοντας με μοναδικό τρόπο και τη διατύπωση τελετουργιών της πρώτης εκκλησίας (το Βάπτισμα και το Δείπνο), και έτσι έκανε τη χριστιανική πίστη να διακρίνεται τόσο θεολογικά όσο και πρακτικά από τον παραδοσιακό Ιουδαϊσμό. Εκτός από την Ανάσταση, δεν υπήρχε λόγος για τους πρώτους χριστιανούς να θεωρούν την Κυριακή με την θεολογική και τελετουργική σημασία που εκείνοι της είχαν αποδώσει. Ως εκ τούτου, η ανάσταση του Ιησού είναι το ορόσημο διαχωρισμού μεταξύ του ιστορικού Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού της εποχής. Έτσι, η αλήθεια της «αναστημένης ζωής» κάνει τη χριστιανική πίστη να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες θρησκείες σε όλους τους αιώνες.

Οι φυσιοκρατικές εξηγήσεις των αρνητών μάλλον δεν είναι επαρκείς

Εάν τα γεγονότα γύρω από την ανάσταση του Ιησού δεν περιλαμβάνουν τον υπερφυσικό παράγοντα όπως υποστηρίζουν οι χριστιανοί, τότε πρέπει να υπάρχει επικρατέστερη φυσιοκρατική εξήγηση των δεδομένων. Όμως καμία από τις πολλές φυσιοκρατικές εναλλακτικές θεωρήσεις δεν δείχνει να στέκει αναμφισβήτητα[13]. Σε μια προσεκτική επιθεώρηση, όλες τους αποδεικνύονται ψευδείς ή ανεπαρκείς και το γεγονός ότι οι φυσιοκρατικές εξηγήσεις αποτυγχάνουν χρησιμεύει ως μια ακόμη ένδειξη της υπερφυσικής ανάστασης του Ιησού[14]. Γι’ αυτό και ο ιστορικός Michael R. Licona, σε δημόσια συζήτηση με τον Bart Ehrman το 2018 μπορεί να το επιβεβαιώσει αυτό ως εξής:

Το θαύμα δεν είναι παραβίαση ή αναστολή των νόμων της φύσης. Μάλλον, πρέπει να θεωρηθεί ως το χέρι του Θεού που εισχωρεί στον κόσμο μας και αλλάζει την κανονική πορεία των γεγονότων. Όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι νόμοι της φύσης μας πληροφορούν ότι ένα πτώμα δεν επιστρέφει στη ζωή όταν αφεθεί στην κανονική πορεία των γεγονότων. Αλλά αν η ανάσταση του Ιησού συνέβη, τότε είναι ο Θεός, ο συγγραφέας της ζωής, που άλλαξε την κανονική πορεία των γεγονότων και ανέστησε τον Ιησού. Το πτώμα του δεν αφέθηκε μόνο του.

Αν ο Ιησούς Χριστός πράγματι αναστήθηκε από τους νεκρούς – και υπάρχουν πολλές καλές αποδείξεις ότι το έκανε – τότε όλοι οι ακόλουθοί του που τον αναγνωρίζουν ως Κύριο και Σωτήρα θα αναστηθούν κι εκείνοι για την αιώνια ζωή την τελευταία ημέρα. Και εάν ο Ιησούς νίκησε τον θάνατο, τότε δεν υπάρχουν νέα που να είναι πιο σημαντικά για όλους τους ανθρώπους!


[1]      Τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης και πολλές Επιστολές της μεταφέρουν μια ιστορική χριστιανική αφήγηση σχετικά με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού: Ματθ. 26: 47–28: 20, Μάρκ. 14: 43–16: 8, Λουκ. 22: 47 – 24: 53· Ιω. 18: 1 – 21: 25· Πράξ. 9: 1–19· Α’ Κορ. 15: 1–58.

[2]      Lee Strobel, The Case for The Resurrection. A First-Century Reporter Investigates the Story of the Cross, Grand Rapids: Zondervan, 2009, σ. 46-48.

[3]      A.N. Sherman-White, Roman Society and Roman Law in the New Testament. The Sarum Lectures 1960-1961, Οξφόρδη: Oxford University Press, 1963.

[4]      Julius Müller, παραπομπή στο William Lane Craig, Reasonable Faith. Christian Truth and Apologetics, Wheaton: Crossway,1994, σ. 284–85.

[5]      Βλ. Michael Camp, « Όχι, ο Ιησούς και οι πρώτοι ακόλουθοί του δεν πίστευαν στο αλάθητο της Βίβλου», ιστολόγιο xroistianoi.gr – Προοδευτικός Χριστιανισμός και Βίβλος στη Σύγχρονη Εποχή, 1 Σεπτεμβρίου 2023, https://xristianoi.gr/οχι-ο-ιησουσ-και-οι-πρωτοι-ακολουθοι-του-δεν-πιστευαν-στο-αλ (ανάκτηση 11/3/2024).

[6]      F. F. Bruce, Τα κείμενα τους Καινής Διαθήκης. Είναι άραγε αξιόπιστα; Αθήνα: Πέργαμος, 2000.

[7]      Marcus Borg και N.T. Wright, The Meaning of Jesus: Two Visions, San Francisco:        Harper, 1999), σ. 124-125.

[8]      Για περισσότερα σχετικά με αυτά τα πρωτόγονα εβραιοχριστιανικά δόγματα, βλέπε Ralph P. Martin, New Testament Foundations: A Guide for Christian Students, τομ. 2, Eugene: Wipf & Stock, 1999, σ. 268.

[9]      δηλαδή γραμμένη από την Έφεσο, λίγο μετά την πρώτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο, το 53-54 μ.Χ. που δεν απέχει παρά μόνο 20 χρόνια από τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού.

 

Ο Έραστος Φίλος είναι φυσικός (MSc και PhD) με πολύχρονη εμπειρία στη βιομηχανική έρευνα στη Γερμανία και ως στέλεχος στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης στις Βρυξέλλες. Μετά την επιτυχή συμμετοχή του στο θεολογικό πρόγραμμα Χριστιανικής Απολογητικής (MA) στο Talbot School of Theology, Biola University, Λος Άντζελες, ΗΠΑ, ζει στην Αθήνα και ασχολείται με θέματα Απολογητικής.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 14/03/2024 στο ιστολόγιο www.areopagusbriefs.org