Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Στέφανου Κατσάρκα

Στο μουσείο καλών τεχνών της Λωζάνης της Ελβετίας, ένας απ’ τους πίνακες που εκτίθενται εκεί φιλοτεχνημένος απ’ το γάλλο ζωγράφο του 16ου αιώνα Φραγκίσκο Ντυμπουά (Dubois) συγκεντρώνει την προσοχή και προκαλεί το θαυμασμό για τον ασυνήθιστο για την εποχή του ρεαλισμό, την παραστατικότητα και την ζωντάνια του.
Ένα τμήμα του Παρισιού σε διαρρύθμιση σχηματική και μάλλον φανταστική. Στ’ αριστερά ο ποταμός Σηκουάνας. Στην αριστερή του όχθη ο πύργος του Νελ, η εκκλησία Γκράνζ Ωγκουστέν (Grands Augustins).Στη δεξιά του όχθη το ανάκτορο του Λούβρου. Στο κέντρο το σπίτι του ναυάρχου Γκασπάρ ντε Κολινύ (Gaspar de Coligny), απ’ όπου οι δολοφόνοι είναι έτοιμοι να τον πετάξουν μισοπεθαμένο απ’ το παράθυρο του πρώτου πατώματος. Ολούθε ο τόπος σπαρμένος από πτώματα, ο Σηκουάνας ξεχειλίζει απ’ αυτά, σπαθιά, μαχαίρια και ρόπαλα υψωμένα, γυναίκες, παιδιά, γέροι σφάζονται με μανία. Στα δεξιά δυο κρεμασμένοι, στο κέντρο ένας γέροντας γονατιστός παρακαλεί το δήμιο του για έλεος. Πτώματα σέρνονται απ’ τους δολοφόνους για να ριχτούν στο ποτάμι. Η νύχτα η απαίσια της 24ης Αυγούστου του 1572, γνωστή σα νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, παραμένει εδώ και τετρακόσια χρόνια το αξεθώριστο σύμβολο της εγκληματικής μισαλλοδοξίας, ταυτόσημη με τα πιο πρωτόγονα και πιο κτηνώδη πάθη και μ’ όλες τις δαιμονικές δυνάμεις που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, όταν ο φανατισμός και το τυφλωμένο μίσος την κυριαρχήσει και την καθοδηγήσει.
Ποιος απ’ όλους μας, έχοντας έστω κι επιπόλαια και φευγαλέα προβληματιστεί πάνω στα θρησκευτικά θέματα, κι έχοντας έστω και λίγο στοχαστεί πάνω στα πατροπαράδοτα, δε λαχτάρησε περισσότερη ουσία, περισσότερο πνεύμα και λιγότερο τύπο; Ποιος δεν αγανάκτησε και δεν αγανακτεί μπροστά στην πνευματική ακαμψία στ’ όνομα μιας νεκρής θρησκευτικής παράδοσης, στην αυθαιρεσία και στην απόλυτη εξουσία μιας ομάδας πιο ανελέητης και πιο αμείλικτης από κάθε άλλο ανθρώπινο κατεστημένο, στ’ όνομα δήθεν του Χριστού; Ποιος δε νοστάλγησε να τυλιχτεί στο ευγενικό άρωμα των ευαγγελίων ανόθευτο και να συναντήσει τον Κύριο χωρίς τη μεσολάβηση άχρηστων μεσολαβητών, με μόνο γνώμονα τον λόγο Του και τη φωνή τη θεϊκή μέσα του; Κι ακόμα, ποιος δε θεώρησε αυτονόητη κι απαραίτητη την κατανόηση του Λόγου του Θεού, σε μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει κι ο πιο απλός άνθρωπος, μια και σ’ αυτόν –κι ακόμα περισσότερο σ’ αυτόν- απευθύνθηκε Εκείνος που ήρθε «να ζητήσει και να σώσει το απολωλός»; Φαίνεται πως είναι νόμος απαράβατος της ανθρώπινης φύσης, το δρόμο το σωστό πολλοί να τον γνωρίζουν και λίγοι να τον ακολουθούν. Κι ακόμα πιο λίγοι να’ χουν την παλικαριά να διαλαλήσουν την αλήθεια, που πολλοί την υποψιάζονται μέσα τους, κι ωστόσο από φόβο και προκατάληψη δεν τολμούν να την ομολογήσουν ούτε καν στον εαυτό τους. Κι αν κάποτε κανείς απ’ αυτούς τους τρελούς κι ασυμβίβαστους που αποζητά την καυτερή ουσία της αλήθειας, σηκωθεί και διακηρύξει πως ο Χριστός δε μίλησε έτσι όπως τον παριστάνουν, πως δεν ίδρυσε ιεραρχίες και κοσμικές εξουσίες, πως δε ζήτησε προσκυνήσεις λατρευτικές λειψάνων και εικόνων, παρά μόνο την πίστη σ’ Αυτόν και την ολοκληρωμένη παραχώρηση της καρδιάς, τότε παίρνει το χαρακτηρισμό του «αιρετικού», τότε γίνεται αλλόκοτο πλάσμα, «ευαγγελιστής» ή διαμαρτυρόμενος ή προτεστάντης ή …ουγενότος, καλικαντζαράκι…Κι αν σήμερα μόνο ίσως τον κακολογούν στα κρυφά ή τον στραβοκοιτάζουν, ήταν εποχή που τον έκαιγαν, τον κρεμούσαν και τον βασάνιζαν, μόνο και μόνο επειδή λαχταρούσε την αλήθεια και το φως μεσ’ στα πηχτά σκοτάδια, και την απελευθέρωση του πνεύματος μεσ’ στην πιο στυγνή ιδεολογική σκλαβιά. Κι είναι τούτο το τελευταίο που τον κάνει ακόμα πιο δικό μας, πιο κοντά μας, πιο μοντέρνο, εμάς που αποζητάμε στην εποχή μας πιο πολύ από κάθε άλλη φορά την ελευθερία στο πνεύμα και στη σκέψη, κι όπου ο σπόρος της μεταρρύθμισης θα καρποφορούσε ακόμα περισσότερο, αν η θρησκευτικότητα δεν είχε δώσει τη θέση της – αλίμονο, δικαιολογημένα τις περισσότερες φορές – στη θρησκευτική αδιαφορία και στην άρνηση…

Στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα, με την επίδραση της αναγέννησης που κλονίζει το στέρεο μονολιθικό ιδεολογικό οικοδόμημα του μεσαίωνα, η Ευρώπη ζει μια έντονη περίοδο θρησκευτικής αναταραχής και ανακατάταξης στις μέχρι τότε παραδεκτές αξίες. Το ατράνταχτο μέχρι τότε οικοδόμημα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας κλονίζεται κι αυτό επικίνδυνα. Η απεριόριστη παπική εξουσία που ζητεί να επιβάλει τη θελησή της με τη δύναμη των όπλων, σκανδαλίζει όλο και περισσότερο. Λόγιοι και σοφοί ζητούν όλο και πιο απαιτητικά την επιστροφή στις πηγές της πίστης, στις Άγιες Γραφές, που ζηλότυπα ο φανατικός κλήρος έχει αποκλείσει το λαό από κάθε επαφή μ’ αυτές κρατώντας τες στην αποκλειστική του εξουσία κι απαγορεύοντας αυστηρά κάθε μετάφραση από το λατινικό κείμενο.
Η προσκύνηση της Παρθένου Μαρίας, των αγίων, των λειψάνων, των εικόνων, θεσμός ολοκάθαρα αντίθετος με το πνεύμα της Αγίας Γραφής και προ πάντων ο θεσμός της εξαγοράς των αμαρτιών με τα συγχωροχάρτια, συναντούν όλο και περισσότερη αντίδραση.
Στη Γαλλία, τη χώρα που κατέχει στους νεότερους αιώνες τα σκήπτρα της πνευματικής πρωτοπορίας, οι καινούργιες ιδέες διαδίδονται ευρύτερα ακόμη κι ανάμεσα στον ανώτερο κλήρο, χωρίς ενόχληση κι εμπόδια στην αρχή. Εννιά χρόνια προτού ο Λούθηρος καρφώσει στη Βιτεμβέργη τις περίφημες θέσεις του, δηλ. στα 1508, ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, ο Ιάκωβος Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ, δημοσιεύει μιαν επίκληση για την ανάγνωση των βιβλικών κειμένων: «Τα’ χουν εγκαταλείψει, για τούτο τα μοναστήρια χάλασαν, γι’ αυτό χάθηκε η ευσέβεια και προτιμούν τ’ αγαθά του κόσμου απ’ τα επουράνια αγαθά». Πολύ τολμηρός ο ντ’ Ετάπλ, διδάσκει τη σωτηρία της ψυχής με την πίστη κι όχι με τα έργα, το αποκλειστικό κύρος των Αγίων Γραφών, το συμβολικό χαρακτήρα της λειτουργίας. Κατακρίνει την προσευχή στη λατινική γλώσσα, την αγαμία των ιερέων και τη λατρεία των αγίων. «Έξι χρόνια πριν από το Λούθηρο», γράφει ο μεγάλος ιστορικός Μισελέ, «ο σεβάσμιος Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ διδάσκει το λουθηρανισμό στο Παρίσι». Τέλος στα 1523 εκδίδει την πρώτη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γαλλική γλώσσα. Ωστόσο η ειρηνική τούτη μεταρρύθμιση δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Η έντονη αντίδραση που συναντά στην Γερμανία το κίνημα του Λούθηρου, επηρεάζει και τους καθολικούς δασκάλους της Σορβόννης, που δεν μπορούν πια ν’ ανεχτούν τον ντ’ Ετάπλ και τους μαθητές του, διακηρύττουν πως «μια μετάφραση της Αγίας Γραφής ήταν κάτι απαράδεκτο για ένα τόσο χριστιανικό βασίλειο», καίνε δημόσια την Καινή Διαθήκη του, κι ο ίδιος ο ντ’ Ετάπλ αναγκάζεται μαζί με τους στενότερους φίλους του να ζητήσει καταφύγιο στο Στρασβούργο.
Όμως μια τόσο μεγάλη φωτιά δεν μπορεί να σβύσει τόσο εύκολα. Οι καινούργιες ιδέες έχουν βρεί πρόσφορο έδαφος κυρίως ανάμεσα στους διανοούμενους, στους καθηγητές, στους γιατρούς, στους δικηγόρους, στους ευγενείς, ακόμη και στη βασιλική αυλή, όπου η πριγκίπισσα Μαργαρίτα, αδελφή του βασιλιά Φραγκίσκου Α΄, αποδέχεται την καινούργια πίστη, επηρεάζοντας ως ένα βαθμό και τον ίδιο το βασιλιά. Κι είναι τούτη ακριβώς η αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στη γερμανική και στη γαλλική μεταρρύθμιση. Εκεί, στη Γερμανία, ο Λούθηρος με την ορμητικότητα και το λαϊκό του πνεύμα ξεσηκώνει τον απλό λαό και τους χωρικούς. Εδώ, στη Γαλλία, τη μεταρρύθμιση την ακολουθεί μια πολυάριθμη, εκλεκτή όμως πνευματική μερίδα του γαλλικού λαού: επιστήμονες, ευγενείς, καλλιτέχνες. Ο γάλλος χωρικός έμεινε πιστός στον πατροπαράδοτο καθολικισμό. Να ‘ναι ίσως αυτό η αιτία που η μεταρρύθμιση δε μπόρεσε να στεριώσει τελικά στη χώρα αυτή αντίθετα με πολλές άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης;
Στα μέσα της δεκαετίας του 1530, το κίνημα των μεταρρυθμιστών στη Γαλλία βρίσκει τον ουσιαστικό θεμελιωτή κι οργανωτή του στο πρόσωπο του Ιωάννη Καλβίνου. Ανεξάρτητα απ’ τις αμφισβητήσεις και τα ερωτηματικά που θα μπορούσε να γεννήσει η προσωπικότητα του μεγάλου γάλλου μεταρρυθμιστή, κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την τεράστια επίδρασή του στο γαλλικό ευαγγελικό κίνημα –κι όχι μόνο σ’ αυτό- που από τότε φέρει έντονη τη σφραγίδα της ισχυρής προσωπικότητάς του, καθώς και της διδασκαλίας του όπως διατυπώνεται στο βιβλίο του «Institutio Religionis Christianae» («Διδαχή της Χριστιανικής Θρησκείας») που εκδίδεται στη Γαλλία στα 1536.
Από τότε το κίνημα των μεταρρυθμιστών στη Γαλλία διαποτίζεται από το αυστηρό, σχεδόν ασκητικό πνεύμα του Καλβίνου, σ’ αντίθεση με τον πληθωρικό και χαρούμενο χαρακτήρα του Λούθηρου, που χαρακτηρίζει και τη γερμανική μεταρρύθμιση. Αυστηρός και λιτός σ’ όλες του τις εκδηλώσεις κι ιδέες, ο Καλβίνος απαιτεί από τη μοναδική τέχνη που μόλις αποδέχεται για τη λατρεία του Θεού, τη μουσική, να μην είναι υπερβολικά ωραία και στολισμένη, για να μη προσελκύει την προσοχή των πιστών και τους αποτραβά από το πνεύμα του κειμένου. Κι ενώ στη Γερμανία η μεταρρύθμιση ανοίγει το δρόμο σε μια πλουσιότατη μουσική παραγωγή που κορυφώνεται με το Συτς, τον Πραιτόριους και προπάντων τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, στη Γαλλία οι πιστοί περιορίζονται σε ύμνους λιτούς κι αυστηρούς μ’ απλή αρμονία, τους ψαλμούς. Τους περισσότερους απ’ αυτούς τους επεξεργάζεται ο κορυφαίος από τους συνθέτες της γαλλικής μεταρρύθμισης, ο Κλαύδιος Γκουντιμέλ, που χάθηκε κι αυτός στη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου. Τούτη η λιτή κι αυστηρή μουσική είναι το μοναδικό λειτουργικό στοιχείο στις συναθροίσεις των μεταρρυθμιστών, που στο μεταξύ παίρνουν τ’ όνομα «ουγενότοι». Σύμφωνα με μιαν εκδοχή, το όνομα προέρχεται από κάποιο κακό πνεύμα, τον «Roi Hugon», ένα είδος καλικάντζαρου, που πλανιέται τη νύχτα κατά τη λαϊκή παράδοση. Οι μεταρρυθμιστές συναθροίζονται κρυφά τις νύχτες στα χρόνια των διωγμών. Κι η φαντασία του λαού οργιάζει, δημιουργώντας κάθε είδους φοβερές δαιμονικές τελετές, και βαφτίζει τους πιστούς με τ’ όνομα του «Roi Hugon»: «Huguenots»,δηλ. καλικαντζαράκια.
Όπως και να’ ναι, σύντομα η Γαλλία έχει γεμίσει από τούτα τα «καλικαντζαράκια», προς μεγάλο κακοφανισμό κι ανησυχία των διαφόρων «ζηλωτών» χριστιανών και του φανατικού κλήρου, που φυσικά πολύ λίγο νοιάζεται για τη σωστή πίστη και πολύ περισσότερο φοβάται μη χάσει τα προνόμια και δικαιώματά του. Στα 1547, χρονιά που πεθαίνει ο βασιλιάς Φραγκίσκος ο Α΄, οι ουγενότοι καλύπτουν κιόλας το ένα έκτο του γαλλικού πληθυσμού. Μερικά χρόνια αργότερα ο γάλλος πολιτικός και δικαστικός Μιχαήλ Λ’ Οπιτάλ, γράφοντας στον πάπα, ανεβάζει το ποσοστό των ουγενότων στο ένα τέταρτο του πληθυσμού, και στα 1566, έξι χρόνια πριν από τη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου, ο καρδινάλιος του Αγίου Σταυρού διαπιστώνει μ’ ανησυχία πως το βασίλειο ανήκει τουλάχιστον κατά το ήμισυ στους ουγενότους. Ανεξάρτητα απ’ τις υπερβολές που μπορεί να κρύβουν οι εκτιμήσεις αυτές, γεγονός είναι πως οι μεταρρυθμιστές ξεπερνούν τα τρία εκατομμύρια. Την ίδια χρονιά, δηλ. στα 1566, ο ναύαρχος Κολινύ, ο μεγάλος ήρωας του δράματος του Αγίου Βαρθολομαίου, παρουσιάζει στο βασιλιά ένα κατάλογο από 2150 εκκλησίες. Υπολογίζει τους ποιμένες των εκκλησιών σε τέσσερις μ’ έξι χιλιάδες, κι αναφέρει πως μερικές εκκλησίες αριθμούν μέχρι και 25000 μέλη. Αν σκεφτούμε ότι την εποχή αυτή η Γαλλία έχει μόλις 15 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή μιάμιση φορά περίπου τον πληθυσμό της σημερινής Ελλάδας, εύκολα καταλαβαίνουμε πως η μεταρρύθμιση έχει στεριώσει για καλά στη χώρα, ανεξάρτητα από τους αντίθετους ισχυρισμούς μερικών.
Εκεί που το αληθινό ευαγγέλιο καταδιώκεται, εκεί υπάρχει ο ζήλος, η ευλογία και οι αληθινοί καρποί του Αγίου Πνεύματος. Μέχρι πρόσφατα, με τη δίωξη της θρησκευτικής πίστης στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ζούσαν οι χριστιανοί ξανά τα ηρωϊκά χρόνια των πρώτων χριστιανών της κατακόμβης, απαράλλακτα όπως και τούτοι οι ουγενότοι που τους πιάνουν, τους φυλακίζουν, τους βασανίζουν, τους καίνε, κι αυτοί περισσεύουν σε πείσμα όλων των μέτρων, κι ο ζήλος τους γίνεται όλο και μεγαλύτερος, κι η πίστη τους γιγαντώνεται. Κάθε τόπος χρησιμεύει σαν τόπος συνάθροισης : ένα δωμάτιο, μια αίθουσα πύργου, ένα καλύβι, ένα υπόγειο, μια σιταποθήκη, ένα υπόστεγο, η καρδιά ενός δάσους, η κοίτη ενός χειμάρρου. Εκεί, λευτερωμένοι από τα πνευματικά δεσμά της επίσημης εκκλησίας, ενώνουν τη φωνή τους ψάλλοντας τους όμορφους ύμνους του Γκουντιμέλ, και νιώθουν έντονη την παρουσία του Θεού με την ώρα της προσευχής. Η αυστηρότητα και η συνέπεια στη ζωή τους σύντομα τραβάει την προσοχή, κι αναγνωρίζεται από εχθρούς και φίλους. Το ειρωνικό όνομα «ουγενότος» γίνεται σε λίγο συνώνυμο της τιμιότητας, της αυστηρότητας και του ηρωϊσμού.
Κάποιος καθολικός συγγραφέας της εποχής, με σκοπό να τους ειρωνευτεί, πλέκει άθελά του το εγκώμιό τους που διαφαίνεται μεσ’ απ’ τις ειρωνικές του εκφράσεις: «Δηλώνουν», γράφει, «πως είναι ενάντια στην πολυτέλεια, στα δημόσια γλέντια και στις ευτράπελες κουβέντες. Στις συγκεντρώσεις και στις γιορτές τους, αντί να χορεύουν με τους ήχους του αυλού, διαβάζουν τη Βίβλο που πάντα βρίσκεται πάνω στο τραπέζι, και ψάλλουν θρησκευτικούς ύμνους, προ πάντων ψαλμούς έμμετρους. Οι γυναίκες, με συμπεριφορά κι εμφάνιση σεμνή, εμφανίζονται δημόσια σαν μετανοούσες Μαγδαληνές, όπως ονόμαζε ο Τερτυλλιανός τις παρόμοιες του καιρού του. Οι άντρες, όλοι σκληραγωγημένοι, μοιάζουν σαν κτυπημένοι από το Άγιο Πνεύμα. Θυμίζουν Άγιους Ιωάννηδες στην έρημο. Μ’ αυτή την υπερβολική σεμνότητα, συνυπάρχει πάντα η ταπεινοφροσύνη. Προσπαθούν να επιβληθούν όχι με τη σκληρότητα, αλλά με την υπομονή. Όχι σκοτώνοντας, αλλά πεθαίνοντας, έτσι ώστε φαίνεται πως ο χριστιανισμός ξαναγύρισε σ’ αυτούς με την πρώτη του αθωότητα, και πως κι αυτή η άγια μεταρρύθμιση θα ξαναφέρει στη γη το χρυσό αιώνα…»
«Προσπαθούν να επιβληθούν όχι σκοτώνοντας, αλλά πεθαίνοντας…» Τούτη τη φράση του γάλλου καθολικού συγγραφέα επαληθεύουν στο ακέραιο οι μαρτυρίες και τα γεγονότα της εποχής. Γιατί μια τέτοια αποδιοργάνωση και φθορά της επίσημης εκκλησίας δεν μπορεί παρά να προκαλέσει την αντίδρασή της. Κι όχι μόνο της εκκλησίας. Μα και του κράτους ολόκληρου. Ο κλήρος, η πανίσχυρη θεολογική σχολή της Σορβόννης, τα κρατικά συμβούλια κι η βασιλική αυλή, όλοι μαζί συνασπισμένοι, κτυπούν με μανία τη μεταρρύθμιση και τους οπαδούς της, που το μόνο έγκλημά τους είναι πως επιθυμούν να λατρέψουν τον Κύριο μ’ ένα κάπως διαφορετικό και πιο γνήσιο τρόπο από εκείνον που μέχρι τότε τους έχει επιβληθεί. Κι όταν διάφορες επιδέξιες πολιτικές ομάδες εκμεταλλεύονται το κίνημα δίνοντάς του μια κάποια πολιτική απόχρωση, ενάντια στις αυθαιρεσίες και στην απόλυτη εξουσία του βασιλιά, τότε πια ο εξολοθρεμός των ουγενότων γίνεται ζήτημα επιβίωσης για το κατεστημένο της εποχής.
Βασιλιάδες που στην αρχή τρέφουν ευνοϊκά αισθήματα προς το μεταρρυθμιστικό κίνημα, όπως ο Φραγκίσκος ο Α΄, που αρχικά βλέπει με καλό μάτι τους ουγενότους κάτω από την επίδραση της μητέρας του και της αδελφής του Μαργαρίτας, μεταβάλλονται σε αδιάλλακτους πολέμιους της νέας πίστης, παρασυρμένοι απ’ τους κακούς τους συμβούλους. Έτσι, μ’ ένα ασήμαντο επεισόδιο, συλλαμβάνει ο Φραγκίσκος 150 μεταρρυθμιστές, κόβει τη γλώσσα από δεκαοχτώ απ’ αυτούς, και μέσα σ’ έξι μήνες καταδικάζει 102 στον δια πυρός θάνατο εκτελώντας ωστόσο μόνο τους 27. Στα 1543 συστήνει τα λαϊκά δικαστήρια για τους αιρετικούς, και στα 1545, άρρωστος κι ετοιμοθάνατος, επιτρέπει τον εξολοθρεμό των βαλδίνων, παλιών μεταρρυθμιστών, που χρόνια συνυπήρχαν ειρηνικά με την επίσημη εκκλησία.
Όλα όμως αυτά είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις αμέτρητες άλλες ομαδικές και ατομικές περιπτώσεις που μαρτυρεί η σκοτεινή εκείνη εποχή. Οι φυλακές γεμίζουν από τους μεταρρυθμιστές. Σε πολλές περιπτώσεις που δεν μένει χώρος γι’ άλλους, απολύουν τους κακοποιούς για να βάλουν στη θέση τους τους αιρετικούς. Εκεί μέσα τους δένουν με αλυσίδες στον τοίχο για να μη δραπετεύσουν. Τους περισσότερους τους κατεβάζουν σε σκοτεινά μπουντρούμια, αληθινούς τάφους, όπου η πείνα και τα σκουλήκια ολοκληρώνουν τον αργό τους θάνατο. Στο Παρίσι υπήρχε ένα υπόγειο κελί στο σχήμα ανεστραμμένου κώνου, όπου κατέβαζαν το φυλακισμένο μ’ ένα σχοινί. Εκεί μέσα δεν μπορούσε να ξαπλώσει, ούτε να μείνει όρθιος, παρά μόνο καθισμένος στις φτέρνες του, με μαζεμένο όλο το σώμα και με τα πόδια και μέρος του κορμού βουτηγμένα στο νερό. Σε μερικές μέρες ο φυλακισμένος έβγαινε από κει μέσα τρελός. Οι μαστιγώσεις κι οι βασανισμοί ήτανε στην ημερήσια διάταξη. Γιατί άλλωστε ν’ απορούμε και να φρίττουμε, όταν τέσσερις αιώνες από τότε παρόμοιες μέθοδοι, πιο τελειοποιημένες όμως επιστημονικά και με σύγχρονα μηχανικά μέσα, εξακολουθούν κι εφαρμόζονται σε πολυάριθμα σημεία του πλανήτη μας, και μάλιστα μερικές φορές και για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων; Οι κρεμάλες κι οι φωτιές δουλεύουν ασταμάτητα.Οι μάρτυρες δοξάζουν το Θεό μεγαλόφωνα κι ακατάπαυστα, καθώς πορεύονται στον τόπο του μαρτυρίου τους. Μερικούς τους κόβουν τη γλώσσα για να πάψουν να μιλούν. Μα τούτοι εξακολουθούν με νοήματα και χειρονομίες και με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό. Η εφευρετικότητα των βασανιστών σε ποικιλία εκτελέσεων με το θάνατο στην πυρά είναι αξιοθαύμαστη. Δε θα θέλαμε να παίξουμε με τα νεύρα των ακροατών μας περιγράφοντάς τες.
Γεμάτες είναι ακόμα οι διηγήσεις της εποχής με τα τελευταία λόγια των μελλοθανάτων. Οι περισσότεροι πεθαίνουν απαγγέλλοντας εδάφια από τη Βίβλο ή με τ’ όνομα του Ιησού Χριστού στα χείλη ή παρακαλώντας το Θεό για τους δικαστές και τους δήμιους που τους υποβάλλουν στο σκληρό τούτο μαρτύριο. Ένας νεαρός ευγενής, μόλις δέκα οκτώ χρονών, ο Θωμάς ντε Σαιν-Πωλ, ρίχνεται μέσα στις φλόγες, ύστερα τον αρπάζουν πίσω με διαταγή κάποιου δασκάλου της Σορβόννης, που του χαρίζει τη ζωή αν αρνηθεί την πίστη του. «Μια και βρίσκομαι στο δρόμο που οδηγεί στο Θεό», απαντά ο νεαρός μάρτυρας, «ρίξτε με και πάλι στις φλόγες κι αφήστε με να πάω κοντά Του». Κάποιος άλλος δηλώνει στους δικαστές του που τον στέλνουν στην πυρά: «καημένοι άνθρωποι, τι νομίζετε πως κάνετε; Θέλετε να με καταδικάσετε σε θάνατο. Κάνετε λάθος, αυτό δεν είναι θάνατος, είναι ζωή». Κάποια γυναίκα ανακράζει: «Θεέ μου, μη μ’ εγκαταλείπεις καθόλου, για να μη μ’ αφήσεις να σ’ εγκαταλείψω». Και κάποιος άλλος που του προσφέρουν το … ευεργέτημα να τον στραγγαλίσουν προτού τον ρίξουν στην πυρά για να μην υποφέρει, φτάνει ν’ αρνηθεί την πίστη του, απαντά λέγοντας στο δήμιο: «Ας φύγουμε λοιπόν για την ουράνια πατρίδα, στην παρουσία του Θεού».
Δε θα’ βλεπα κανένα λόγο να μη πιστέψουμε στις μαρτυρίες τούτες της εποχής, σαν τάχα εξογκωμένες και υπερβολικές. Καμιά σκοπιμότητα δε θα υπαγόρευε κάτι τέτοιο. Ούτε για εξιδανίκευση, ούτε για θεοποίηση. Βλέπετε, οι μάρτυρες τούτοι δεν εμφανίζονται επώνυμα σε κανένα εορτολόγιο αγίων.
Να και μερικά απ’ τα «εγκλήματα» των μαρτύρων: πως πιάστηκαν να συμμετέχουν στη λατρεία ουγενότων, πως μοίρασαν ή είχαν στην κατοχή τους ένα απ’ τα απαγορευμένα από τη θεολογική σχολή της Σορβόννης βιβλία, όπως π.χ. τη μεταφρασμένη Γραφή ή οποιοδήποτε αιρετικό βιβλίο, πως μίλησαν ενάντια στην καθολική πίστη, πως έμειναν με καλυμμένο το κεφάλι στην ώρα της θείας κοινωνίας, κι ακόμα πως βιβλιοδέτησαν ένα αιρετικό βιβλίο. Το ένα τέταρτο απ’ την περιουσία του θύματος, αργότερα το ένα τρίτο, ανήκει στον καταδότη, το υπόλοιπο το καρπώνεται ο βασιλιάς. Όσο περισσότερα λοιπόν θύματα στην πυρά, τόσο πιο γεμάτα τα βασιλικά ταμεία. « Εν τη κατανάλωσει το κέρδος»…
Μέσα σε τούτη την αφόρητη κατάσταση δεν είναι εκπληκτικό που οι ουγενότοι, που διαθέτουν και σημαντική πολιτική δύναμη, ξεσηκώνονται ενάντια στην αυθαιρεσία και στην τυραννία. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι, μια απ’ τις πιο θλιβερές περιόδους της γαλλικής ιστορίας, θα συνταράξουν και θα ρημάξουν τη χώρα για πάνω από 14 χρόνια, από το 1562 μέχρι το 1576, κι ακόμα η αναταραχή θα συνεχιστεί γι’ άλλα είκοσι δύο χρόνια, μέχρι το διάταγμα της Νάντης του 1598.
Στο θλιβερό τούτο σημείο θα οδηγήσει τη Γαλλία μια οικογένεια ευγενών, που ένας εκπρόσωπός της θα παίξει πρωταρχικό ρόλο στη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου: η οικογένεια των Γκιζ, που πανίσχυρη κατέχει τις κυριότερες θέσεις-κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό και που οδηγεί το κράτος στο έσχατο σημείο της εξαχρείωσης, της διαφθοράς και της συναλλαγής, και προκαλεί την αγανάκτηση όλων των υγιών στοιχείων της χώρας. Τούτοι οι Γκιζ επιδιώκουν να καθαρίσουν οριστικά τη Γαλλία απ’ τους ουγενότους, προκαλώντας έτσι μεγαλύτερη την αντίδραση των τελευταίων.
Οι Γκιζ είναι φανατικοί καθολικοί, αλλά άσχετοι προς την ουσία της χριστιανικής πίστης και προς την Αγία Γραφή. Το Μάρτιο του 1562, ένας απ’ αυτούς, ο δούκας του Γκιζ, περνώντας με τους στρατιώτες του απ’ την πόλη Βασύ, πέφτει πάνω σε μια θρησκευτική συνάθροιση ουγενότων. Στη μάχη που επακολουθεί, σκοτώνονται είκοσι τρεις ουγενότοι και τραυματίζονται εκατόν τριάντα. Κάποιος φέρνει στο δούκα την Αγία Γραφή που χρησιμοποιούν οι μεταρρυθμιστές στη συνάθροισή τους. Μη γνωρίζοντας ο δούκας τι είναι τούτο το βιβλίο, το δίνει στον αδελφό του καρδινάλιο Λουδοβίκο ντε Γκιζ λέγοντας: «διάβασε, αδελφέ μου, τον τίτλο απ’ το βιβλίο τούτο των ουγενότων». Ο καρδινάλιος ανοίγει το βιβλίο, διαβάζει και λέει: «είναι η Αγία Γραφή». «Πώς! Η Αγία Γραφή;», απαντά ο δούκας, «για όνομα του Θεού! Τούτο το βιβλίο δεν αξίζει τίποτε!»
Η ιστορία επαναλαμβάνεται πολλές φορές απαράλλαχτη. Ο Γκιζ ισχυρίζεται πως δεν άρχισε την επίθεση αυτός, μα οι ουγενότοι, κι είναι ολοφάνερο το ψέμα στον ισχυρισμό του, γιατί στις περιπτώσεις αυτές το δίκιο βρίσκεται με το μέρος του καταπιεζομένου, και ξέρουμε πια πολλά παρόμοια τέτοια από τότε. Όπως και να’ ναι, τούτη η σφαγή του Βασύ είναι που δίνει τη φωτιά στο μπαρούτι. Προσωπικά, δεν επικροτώ κανενός είδους βία και πολέμους. Ωστόσο φοβάμαι πως η νηφαλιότητα κι η μετριοπάθεια είναι πάντα τόσο σπάνια σε τούτη τη γη, κι ακόμα πιο σπάνια την εποχή εκείνη, όσο συχνό το μίσος κι η εμπάθεια, έστω και δικαιολογημένα κατά κάποιο τρόπο. Σήμερα που βλέπουμε τα πράγματα ψύχραιμα κι από τόσο μακριά αναρωτιόμαστε μήπως το γνήσιο πνεύμα του Χριστού, ανόθευτο από αμφίβολες ερμηνείες της Βίβλου κι αμφισβητήσιμους τρόπους εφαρμογής της, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ειρηνική λύση. Δεν έλειψαν άλλωστε οι λογικές φωνές και στις δυο παρατάξεις, όπως εκείνη του Λ’ Οπιτάλ, καθολικού, μεγάλου σφραγιδοφύλακα του κράτους. «Η πραότητα θα ωφελήσει περισσότερο από τη βιαιότητα. Ας παρατήσουμε αυτές τις διαβολικές ονομασίες, που αναφέρονται σε κόμματα, σε φατρίες, σ’ αντιλήψεις: λουθηρανοί, ουγενότοι, παπικοί• ας μην αλλάξουμε την ονομασία χριστιανοί.» Δυστυχώς –κι είναι τούτο μοίρα αναπότρεπτη και τραγική της ανθρωπότητας- στις πιο πολλές φορές αυτοί που έχουν τη λογική και τη μετριοπάθεια δεν έχουν τη δύναμη, κι αυτοί που συνήθως προκαλούν, σέρνουν από πίσω τους ένα ολόκληρο λαό που δε φταίει σε τίποτε. Κι ακόμα, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο γνωστός γάλλος ιστορικός και συγγραφέας Αντρέ Μωρουά, «οι λογικοί άνθρωποι έχουν πάντα μια τάση να πιστεύουν πως η ανθρωπότητα τούς μοιάζει, πράγμα που δεν είναι λογικό. Η ζωή αναλαμβάνει να τους βγάλει από την πλάνη». Η ιστορία, το ξαναλέμε, επαναλαμβάνεται πολλές φορές απαράλλαχτη. Ποιος όμως από τους μεγάλους και τους δυνατούς διδάσκεται απ’ αυτήν;…

Κείνη τη χρονιά του 1572 κορυφώνεται η τραγωδία. Το σκηνικό πια έχει αλλάξει. Ύστερα από τρεις αιματηρούς πολέμους ακολουθεί μια μικρή περίοδος ταραγμένης κι αβέβαιης ειρήνης. Ο πόλεμος έχει εξαγριώσει τα ήθη, και έχει καταστρέψει πνευματικά κι εκείνους που παίρνουν μέρος σ’ αυτόν. Τι πίστη και πνεύμα χριστιανικό να σου μείνει, όταν βυθίζεις το μαχαίρι σου στα πλευρά του οποιουδήποτε «εχθρού»; Οι καθολικοί απόκαμαν να σταυρώνουν, ν’ ανασκολοπίζουν, ν’ απαγχονίζουν στ’ όνομα του νόμου και της τάξης. Οι διαμαρτυρόμενοι μεταρρυθμιστές κουράστηκαν να καταστρέφουν αγάλματα κι άλλα έργα τέχνης παρά τις αυστηρές διαταγές των αρχηγών τους, να λιώνουν δισκοπότηρα κι άλλα ιερά σκεύη, κι είναι τούτη μια από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της μεταρρύθμισης.
Στο θρόνο της Γαλλίας βρίσκεται ο βασιλιάς Κάρολος ο 9ος, άβουλος, αρρωστημένα σκληρός, όσο από την άλλη μεριά ευαίσθητος και καλλιτέχνης. Νεαρός ακόμη, είκοσι δύο χρονών, άγεται και φέρεται από τη μητέρα του, την περίφημη Αικατερίνη των Μεδίκων, γυναίκα φιλόδοξη, πανέξυπνη, ραδιούργα και σκληρή. Οι δύο τούτοι άρχοντες θα συνδέσουν τ’ όνομα τους μ’ ένα απ’ τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας. Δίπλα σ’ αυτούς, ο νεαρός δούκας Ερρίκος απ’ την οικογένεια των Γκιζ, σκληρός και φιλόδοξος όπως όλοι της ίδιας οικογένειας. Και τέλος η εξοχότερη, η ευγενικότερη και τραγικότερη μορφή της τραγωδίας του Αγίου Βαρθολομαίου: ο ναύαρχος Γκασπάρ ντε Κολινύ, αρχηγός των ουγενότων. Ο άνθρωπος αυτός ο τόσο αυστηρός και λιγόλογος, όσο συνετός και μετρημένος, είναι ένας απ’ τους εθνικούς ήρωες της Γαλλίας. Έχοντας σώσει στα 1557 την πατρίδα του απ’ την ισπανική εισβολή, κι έχοντας ασπασθεί την ευαγγελική πίστη όχι από πολιτικό υπολογισμό αλλά με καρδιά καθαρή και με ειλικρίνεια, κι ακόμα κρατώντας την πίστη του μακριά από πολιτικούς υπολογισμούς όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο απεσταλμένος του πάπα, διστάζει πολύ να μπλεχτεί στους εμφύλιους θρησκευτικούς πολέμους. Κι είναι μόνο η σφοδρή επιθυμία του να βοηθήσει τους αδελφούς του στην πίστη που τον αναγκάζει να το κάνει. Μα τώρα, στην εύθραυστη τούτη ειρήνη, δίνει το χέρι στους παλιούς του εχθρούς. Ο βασιλιάς Κάρολος τον αγκαλιάζει, τον αποκαλεί πατέρα του, η Αικατερίνη των Μεδίκων τον δέχεται μ’ αγάπη κι εκτίμηση, όλα φαίνεται να’ χουν ξεχαστεί, ο Κολινύ παίρνει τιμητική θέση ανάμεσα στο υπουργικό συμβούλιο, κάτι σαν πρωθυπουργός, και μόνο ο δούκας του Γκιζ με το άσβεστο μίσος και την εμπάθεια στους ουγενότους δε μπορεί να τ’ ανεχτεί όλα αυτά .Ο ναύαρχος ζει με δυο μεγάλα ιδανικά:την πίστη του στον Κύριο και την αγάπη του προς την πατρίδα. Κανείς απ’ τους μεγάλους της εποχής και τους κατοπινούς πνευματικούς ανθρώπους δεν του το αρνιέται. Βλέπετε, οι «αιρετικές» του δοξασίες δεν εμποδίζουν τους Γάλλους να τον θεωρούν πατριώτη, κι ούτε κανένας ταυτίζει τον καθολικισμό με την πατρίδα. «Έτερον – εκάτερον»… Ο Κολινύ πιστεύει πως βοηθά την πατρίδα του συμμαχώντας με τις προτεσταντικές Κάτω Χώρες ενάντια στον καθολικό βασιλιά της Ισπανίας. Και πείθει το βασιλιά για την ορθότητα του σχεδίου του. Η Αικατερίνη των Μεδίκων κι ο δούκας του Γκιζ δε συμφωνούν. Κι αποφασίζουν να βγάλουν από τη μέση το ναύαρχο. Ξέρουν όμως πως αυτό σημαίνει καινούργια εξέγερση των ουγενότων, που υπεραγαπούν τον αρχηγό τους. Κι αποφασίζουν πως μαζί πρέπει ν’ απορφανιστεί ολόκληρο το κίνημα απ’ τους επιφανέστερους εκπροσώπους του.
Η ευκαιρία παρουσιάζεται. Στις 18 Αυγούστου παντρεύεται ο Ερρίκος της Ναβάρας, ο κατοπινός Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας, με την αδελφή του γάλλου βασιλιά Μαργαρίτα του Βαλουά. Καθώς οι δυο πρίγκηπες έχουν ασπασθεί την ευαγγελική πίστη, μαζεύονται απ’ όλη την επαρχία στο Παρίσι οι εξοχότεροι απ’ τους αρχηγούς των ουγενότων. Το σχέδιο μπαίνει σ’ εφαρμογή: την Παρασκευή το πρωί γύρω στις ένδεκα, καθώς ο Κολινύ επιστρέφει σπίτι του μετά από μια συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, δέχεται δυο αλλεπάλληλες σφαίρες που τον τραυματίζουν στο δάχτυλο και στον αγκώνα. Ο δολοφόνος, κάποιος Μωρεβέλ, είναι γνωστός στους ιστορικούς της εποχής σαν «ο τακτικός δολοφόνος στην υπηρεσία του βασιλιά». Η πρωτοβουλία ανήκει στο δούκα του Γκιζ, με την έγκριση όμως της βασίλισσας-μητέρας και του δούκα του Ανζού, αδελφού του βασιλιά κι αργότερα βασιλιά Ερρίκου Γ΄.
Ο πληγωμένος μεταφέρεται στο σπίτι του. Στους φίλους του που σπεύδουν να περιτριγυρίζουν το κρεβάτι του δηλώνει: «Φίλοι μου, γιατί κλαίτε; Προσωπικά θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο για τα κτυπήματα τούτα που υπέμεινα στ’ όνομα του Θεού. Προσευχηθείτε Εκείνος να μου δώσει δύναμη». Ο πάστορας Μερλέν προσεύχεται θερμά στον Κύριο για τον πληγωμένο. Το απόγευμα τον επισκέπτεται ο βασιλιάς με τη μητέρα του, που προσποιείται τη θλιμμένη, και με μερικούς ευγενείς : «Εσείς έχετε την πληγή, κι εγώ τον πόνο», του λέει. «Αλλά εγώ θα εκδικηθώ για την απόπειρα εναντίον σας με τέτοιο τρόπο, που η εκδίκηση τούτη δε θα σβηστεί από τη μνήμη των ανθρώπων». Ο καημένος ο βασιλιάς….Πού να ξέρει, ανύποπτος καθώς είναι ακόμη, πως μιλά προφητικά, και πως πραγματικά το έγκλημα που θα επακολουθήσει δεν πρόκειται να σβηστεί από τη μνήμη των ανθρώπων.
Την επομένη το απόγευμα, Σάββατο 23 Αυγούστου 1572, η βασίλισσα μητέρα μαζί με άλλους φίλους της επισκέπτεται το βασιλιά και του ανακοινώνει το σχέδιο του εξολοθρεμού του ναυάρχου και των υπόλοιπων αρχηγών των ουγενότων. Ο βασιλιάς αρνιέται, οι συνωμότες επιμένουν, τον προειδοποιούν μάλιστα πως δήθεν οι μεταρρυθμιστές είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν εναντίον του, και πως ο εξολοθρεμός τους αποτελεί πράξη σύνεσης κι αυτοπροστασίας. Η νύχτα πέφτει σιγά – σιγά. Τελικά ο Κάρολος υποκύπτει στις πιέσεις των συμβούλων του. Φεύγοντας και κτυπώντας την πόρτα πίσω του κραυγάζει έξω φρενών: «αφού λοιπόν το βρίσκετε καλό να σκοτώσετε το ναύαρχο, είστε ελεύθεροι να το κάνετε, αλλά μαζί θα σκοτώσετε κι όλους τους ουγενότους, για να μη μείνει ούτε ένας τους ζωντανός να με κατηγορήσει αργότερα. Δώστε λοιπόν τη διαταγή το ταχύτερο». Ο δούκας του Γκιζ επιφορτίζεται με την εκτέλεση του σχεδίου. Συμφωνούν η σφαγή να γίνει την αυγή, όχι πιο πριν, για να μη τους ξεφύγουν τα θύματα μεσ’ στο σκοτάδι.

Η οργάνωση είναι άρτια. Καθένας απ’ τους δολοφόνους θα φορά ένα λευκό περιβραχιόνιο κι ένα λευκό σταυρό στο καπέλο για να ξεχωρίζει. Στις τρεις η ώρα το πρωί, ξημερώματα της γιορτής του Αγίου Βαρθολομαίου, η βασίλισσα-μητέρα Αικατερίνη δίνει το σύνθημα. Βιάζεται να τελειώσει, γιατί φοβάται μήπως ο γιος της αλλάξει στο μεταξύ γνώμη. Η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Γερμανού, απέναντι απ’ το ανάκτορο του Λούβρου, αντηχεί άγρια μεσ’ στη νύχτα. Ο Γκιζ σπεύδει με τους ανθρώπους του στου Κολινύ. Κάποιος τσέχος, Κάρολος Ντιάνοβιτς, ορίζεται για να κτυπήσει το ναύαρχο. Οι δολοφόνοι εισβάλλουν στο σπίτι. Ο γαμπρός του Κολινύ, η κόρη του κι άλλοι φίλοι τους σηκώνονται, ορμούν κι αμπαρώνουν τις πόρτες. Ο ναύαρχος σηκώνεται κι αυτός, φορά ήρεμα τη ρόμπα του και δηλώνει: «αυτή τη φορά είναι ο θάνατος μου. Δε φοβούμαι, γιατί ξέρω πως πεθαίνω για το Θεό Εδώ και πολύ καιρό είμαι προετοιμασμένος για το θάνατο. Φίλοι μου, κοιτάξτε να σωθείτε κι αφήστε με εμένα. Εμπιστεύομαι την ψυχή μου στο έλεος του Θεού». Και με τα λόγια τούτα κάθεται στην πολυθρόνα του και προσεύχεται. Οι δολοφόνοι σπάζουν την πόρτα. Για λίγο στέκονται διστακτικοί μπροστά στην ήρεμη αξιοπρέπεια του ασπρομάλλη αρρώστου. Έπειτα ο τσέχος, για να πάρει κουράγιο, ουρλιάζει: «Εσύ δεν είσαι ο ναύαρχος;» . «Ναι, εγώ είμαι». Νεαρέ μου, θάπρεπε τουλάχιστον να σεβαστείς την ηλικία μου και την ασθένειά μου». Κι ύστερα, με μια έκφραση αηδίας: «Να πέθαινα τουλάχιστον απ’ το χέρι κανενός άντρα, κι όχι αυτού του γελοίου!» Ο τσέχος κι οι συνεργάτες του τον κτυπούν με τα σπαθιά τους στο στήθος και στο κεφάλι.
Ο δούκας του Γκιζ με τους συντρόφους του ανυπομονεί από κάτω. Ο τσέχος τού φωνάζει από πάνω πως τελείωσε με το ναύαρχο. Ο δούκας ζητά να του πετάξουν το σώμα απ’ το παράθυρο για να πειστεί. Ο γερο-ναύαρχος ζωντανός ακόμα, πέφτει πάνω στο λιθόστρωτο. Ο δούκας κι οι σύντροφοί του ξεπεζεύουν και πλησιάζουν τον ετοιμοθάνατο. Ο δούκας σκουπίζει μ’ ένα μαντήλι το αίμα απ’ το πρόσωπό του και βεβαιώνει: «ναι, αυτός είναι, τον ξέρω.» Και γεμάτος λύσσα κλωτσά με τις μπότες του το σεβάσμιο κεφάλι. Η κρίση του Θεού πολλές φορές εκδηλώνεται με άμεσο τρόπο από τούτη κιόλας τη ζωή. Ύστερα από μερικά χρόνια, ο συνένοχός του της νύχτας εκείνης, ο αδελφός του βασιλιά δούκας του Ανζού, σαν βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ πια, θα κλωτσήσει το δολοφονημένο πτώμα του δούκα με αηδία στο κεφάλι, απαράλλαχτα όπως έκανε κι αυτός τούτη τη νύχτα της σφαγής με το πτώμα του σεβάσμιου ναυάρχου.
Κάποιος ιταλός υπηρέτης του δούκα του Νεβέρ κόβει το κεφάλι του Κολινύ για να το στείλει στη Ρώμη. Το φρικτό αυτό δώρο δείχνει καλύτερα από κάθε άλλο ιστορικό γεγονός τα αισθήματα μίσους που τρέφουν ο πάπας κι ο φανατικός κλήρος της εποχής απέναντι στους μεταρρυθμιστές.

Η σφαγή γενικεύεται. Οι μεταρρυθμιστές ευγενείς, που φιλοξενούνται στην ίδια συνοικία, σκοτώνονται στα κρεβάτια τους. Άλλους τους στέλνουν στο Λούβρο και τους σκοτώνουν μπροστά στα μάτια του βασιλιά. Ο λαός του Παρισιού ξεσηκωμένος απ’ τις κωδωνοκρουσίες κι έτοιμος από καιρό ψυχολογικά για τον εξολοθρεμό των αιρετικών ενώνεται με τα βασιλικά στρατεύματα. Τα μέλη της μεταρρυθμισμένης εκκλησίας του Παρισιού σκοτώνονται μεσ’ τα σπίτια τους. Τα πτώματα ρίχνονται στο Σηκουάνα, που κοκκινίζει από το αίμα των θυμάτων και ξεβράζει την άλλη μέρα τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες απ’ αυτά στις όχθες του. Η μανία του όχλου δε γνωρίζει έλεος ούτε για τα παιδιά, ούτε για τις γυναίκες, ούτε για τους γέρους. Κατά τις επτά το πρωί, μερικοί μεταρρυθμιστές ευγενείς που κατοικούν στην απέναντι όχθη του Σηκουάνα, ξυπνούν απ’ την τρομερή οχλοβοή και πιστεύοντας πως κινδυνεύει ο βασιλιάς, σπεύδουν με βάρκες για να του προσφέρουν βοήθεια. Ο βασιλιάς που παρακολουθεί τη σφαγή από ένα παράθυρο του Λούβρου, νομίζει πως προσπαθούν να δραπετεύσουν κι αδειάζει τ’ όπλο του επανειλημμένα πάνω τους. Η σφαγή κρατά τέσσερις ολόκληρες μέρες. Η κακοποίηση των προσώπων ακολουθείται απ’ την κακοποίηση της αλήθειας, όπως συνήθως γίνεται. Την επόμενη Τρίτη, ο βασιλιάς Κάρολος δηλώνει στο κοινοβούλιο, ότι όλα προετοιμάστηκαν κατά διαταγή του για να προληφθεί μια συνωμοσία των μεταρρυθμιστών εναντίον του. Πετυχαίνει ακόμα να προκαλέσει μια δικαστική απόφαση που σπιλώνει τη μνήμη του Κολινύ και καταδικάζει το ακέφαλο πτώμα του σε τριήμερη διαπόμπευση μέσα στους δρόμους της πόλης. Σύμφωνα με κρυφές διαταγές καταστρέφεται το προσωπικό αρχείο του ναυάρχου, γιατί ήταν σίγουρο πως απ’ αυτό θα φαινόταν ολοκάθαρα η αθωότητά του. Τις επόμενες μέρες αγγελιοφόροι σπεύδουν προς όλες τις μεγάλες πόλεις της Γαλλίας για ν’ αναγγείλουν τη δήθεν συνομωσία των ουγενότων και να ζητήσουν από τους τοπικούς διοικητές την τιμωρία των αιρετικών. Οι σφαγές γενικεύονται σ’ ολόκληρη τη Γαλλία. Ανάμεσα στα θύματα της Λυών πέφτει κι ο μεγάλος συνθέτης Κλαύδιος Γκουντιμέλ.
Δύσκολο να εκτιμηθεί ο συνολικός αριθμός των θυμάτων. Πάντως σίγουρο είναι πως ξεπερνούν τις 30.000 σ’ ολόκληρη τη χώρα, αριθμός φρικιαστικά μεγάλος, αν σκεφτούμε πως όλοι τούτοι πέσαν ένας-ένας κι όχι με μαζικά μέσα ανθρωποκτονίας όπως σήμερα. Κι ακόμα, πως με τα δεκαπέντε εκατομμύρια του πληθυσμού της Γαλλίας την εποχή εκείνη, θ’ αντιστοιχούσαν σήμερα 100.000 θύματα στο σημερινό γαλλικό πληθυσμό των πενήντα εκατομμυρίων.
Στη Ρώμη η χαρά για την είδηση είναι ανάλογη με το μέγεθος του εγκλήματος. Κανονιοβολισμοί αντηχούν απ’ τον πύργο του Αγίου Αγγέλου. Οι γιορταστικές φωτιές φωτίζουν ολόκληρη τη νύχτα την πόλη. Ο καρδινάλιος της Λωραίνης που βρίσκεται στη Ρώμη για την εκλογή του καινούργιου πάπα, προσφέρει χίλια χρυσά νομίσματα στον αγγελιοφόρο που του φέρνει την είδηση και γράφει πως αυτό που έγινε «ξεπέρασε όλες τις ελπίδες του». Με τη σειρά του ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ απευθύνει Te Deum –δοξολογίες- στις εκκλησίες, και κόβει αναμνηστικό μετάλλιο με τις λέξεις «Strages Hugonotorum» (σφαγή των ουγενότων). Σύγχρονα γράφει στο βασιλιά για να τον συγχαρεί για το κατόρθωμά του και τον καλεί «να μη διακόψει ένα έργο που προέρχεται απ’ το Θεό, και να παραμείνει ο εμπνευστής όλων εκείνων, που με τη θεία δύναμη απάλλαξαν τον κόσμο απ’ αυτούς τους θλιβερούς αιρετικούς».
Αν όμως η γενοκτονία τούτη προκαλεί τέτοια αισθήματα ευφορίας ανάμεσα σε μερίδα του κλήρου και στους κρατούντες, πολλοί είναι εκείνοι ακόμη κι
ανάμεσα στους καθολικούς, που ντρέπονται για λογαριασμό των συμπατριωτών τους. Κι ο καλός και δίκαιος Λ’ Οπιτάλ, που αναφέραμε παραπάνω, που αγωνίστηκε ν’ αποφευχθεί το έγκλημα, και που οι συνωμότες επωφελήθηκαν απ’ την απουσία του να εκτελέσουν τ’ άνομα σχέδια τους, αναφωνεί με αποτροπιασμό: «μακάρι αυτή η μέρα να σβηστεί απ’ τη μνήμη των ανθρώπων…»
Χαρακτηρίσαμε στον τίτλο της αποψινής μας διάλεξης τη νύχτα τούτη του Αγίου Βαρθολομαίου σαν «κορύφωση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας». Ίσως θα ήταν σωστότερο να τη λέγαμε «κορύφωση της πολιτικής μηχανορραφίας» από μέρους των κρατούντων, της πολιτείας και του κλήρου, που τεχνητά δημιούργησαν τη μισαλλοδοξία ανάμεσα στα πλήθη. Ο γάλλος ακαδημαϊκός Αντρέ Σαμσόν σ’ ένα του άρθρο το καλοκαίρι του 1972, με τη συμπλήρωση 400 ακριβώς χρόνων απ’ τη σφαγή των ουγενότων, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά πάνω στο θέμα αυτό: «Η σύγχρονη ιστορική κριτική φαίνεται να ‘χει εισχωρήσει μ’ επιτυχία μεσ’ το μυστήριο εκείνης της τερατώδους νύχτας και των ημερών εκείνων της παραφροσύνης, χωρίς όμως πάντοτε να τις τοποθετεί μέσα στο φως της απόλυτης αλήθειας. Συνέπεια της αποτυχημένης απόπειρας ενάντια στον Γκασπάρ ντε Κολινύ, προετοιμασμένης από τη βασίλισσα –μητέρα, η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου υπήρξε χωρίς αμφιβολία ένας αυτοσχεδιασμός ομαδικού παραληρήματος, αιφνίδια εκτέλεση σχεδίων θεμελιωμένων από πολύ καιρό πριν. Χαιρετίζουμε τη μορφή αυτού του μεγάλου άρχοντα -του Κολινύ- που ήταν σύγχρονα κι ο αρχηγός της μερίδας των μεταρρυθμιστών, και που άξιζε τη θέση τούτη. Η μανία των εχθρών του εναντίον του αποτελεί μια τρανή απόδειξη γι’ αυτό. Η σφαγή υπήρξε ένας αυτοσχεδιασμός, αλλά η επιτυχία της ήταν εξασφαλισμένη από πολλά χρόνια πριν. Χρόνια και χρόνια πιο πριν, κήρυκες στο άγιο βήμα, δόκτορες στη Σορβόννη και ρήτορες στα σταυροδρόμια, δίδασκαν στα πιο ανύποπτα πλήθη το μίσος ενάντια σ’ αυτούς που ήθελαν να διαβάσουν τη Βίβλο στη γλώσσα τους, που ήθελαν να κανονίσουν τη ζωή τους σύμφωνα με το ευαγγέλιο, και που μιλούσαν στον ενικό προς το Θεό.* Οι πυρές, αναμμένες

*Σημ.:οι γάλλοι καθολικοί χρησιμοποιούν τον πληθυντικό στις προσευχές τους από τις πιο μακρινές μέρες του μεσαίωνα, και πολλαπλασιασμένες από τα πρώτα χρόνια του αιώνα, διακήρυτταν πως οι αιρετικοί ήταν άξιοι για κάθε βασανιστήριο, και πως δεν θάπρεπε να ανήκουν στην κοινωνία των ανθρώπων». Και συνεχίζει ο γάλλος ακαδημαϊκός : «οι μεγάλοι δεν είχαν ανάγκη από τέτοιου είδους δικαιολογίες. Ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν για τα επίγεια συμφέροντά τους. Έτσι λοιπόν, από τους πιο επιφανείς μεσ’ στο βασίλειο μέχρι τους τελευταίους αλήτες, κι όλοι οι έντιμοι άνθρωποι, όλοι τους ήταν εξοικειωμένοι με την ιδέα της γενοκτονίας των ουγενότων, πριν ακόμη από την πραγματοποίησή της. Περισσότερο από τις μηχανορραφίες της Αικατερίνης των Μεδίκων και το φαρμάκι της καρδιάς της, περισσότερο απ’ την απόφαση του βασιλιά, αυτή η διαμόρφωση της κοινής γνώμης εξηγεί τη σφαγή, και την κάνει αναπόφευκτη, μέσα σ’ όλη της τη φρίκη κι αγριότητα. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το έγκλημα με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Ήταν αυτή η μακρόχρονη προετοιμασία που έκανε δυνατή και πραγματοποιήσιμη τη σφαγή των ανυπεράσπιστων γερόντων και των μικρών παιδιών, που μέχρι την ώρα του θανάτου τους έπαιζαν μεσ’ την αγκαλιά των δολοφόνων τους και τους αγκάλιαζαν τη γενειάδα. Ήταν αυτή που έκανε φονικά μαχαίρια να βυθιστούν στα στήθη εγκύων γυναικών, και που μεταμόρφωσε σε φονιάδες τα χαμίνια των δέκα και δώδεκα ετών».
Αυτά γράφει ο Αντρέ Σαμσόν. Κι έχω τη γνώμη πως πιο πετυχημένα δε μπορούσε να περιγραφεί το ψυχολογικό υπόβαθρο και τα βαθύτερα αίτια της φονικής νύχτας. Κι είναι απερίγραπτα τραγικό, το να σκέφτεται κανένας πως η ανθρωπότητα σε παρόμοιες καταστάσεις δεν έχει κάνει μπροστά από τότε μέχρι σήμερα ούτε ένα βήμα. Γιατί δεν άκουσε τη φωνή του Γιου του Θεού, ή και πολλοί απ’ αυτούς που την άκουσαν δεν είχαν δύναμη ή ξεχώρισαν την πίστη τους απ’ τη σκοπιμότητα για να μπορέσουν να επιβιώσουν σα δυνατοί. Κι είναι τούτο το μεγάλο πρόβλημα κι η τραγωδία της ανθρωπότητας…

Σύντομα αποδείχνεται, πως η σφαγή τόσων και τόσων διαμαρτυρομένων δεν ωφέλησε τους ρωμαιοκαθολικούς. Ποτέ άλλωστε ο εξολοθρεμός και η σφαγή ωφέλησαν εκείνον που τα έκανε; Οι ουγενότοι, αν και αποδεκατισμένοι, συνασπίζονται, οχυρώνουν τα φρούριά τους κι οι πόλεμοι ξαναρχίζουν. Ο βασιλιάς Κάρολος από τη μέρα της σφαγής αδυνατίζει όλο και περισσότερο, και μέσα σε δυο χρόνια πεθαίνει, προφανώς από τύψεις. Είκοσι έξι χρόνια μετά από τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, στα 1598,ο συνετός κι έξυπνος βασιλιάς Ερρίκος ο Δ΄, πρώην Ερρίκος της Ναβάρας, παλιός ουγενότος που αναγκάστηκε σ’ εξωμοσία για να γλιτώσει, εκδίδει το περίφημο «διάταγμα της Νάντης», βάζοντας τέλος στους θρησκευτικούς πολέμους, κι αναγνωρίζοντας ισοτιμία δικαιωμάτων ανάμεσα σε καθολικούς και διαμαρτυρομένους. Κι η σημερινή Γαλλία, τιμώντας τη μνήμη του μεγάλου τέκνου της, έκοψε με την ευκαιρία των τετρακοσίων χρόνων απ’ τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου ειδικό αναμνηστικό μετάλλιο. Στη μια πλευρά εικονίζεται ο ναύαρχος με τα λόγια : «Gaspar de Coligny-Ναύαρχος της Γαλλίας, 1519-1572». Και στην άλλη πλευρά, κάτω από μια ανοιχτή Βίβλο, είναι γραμμένα τα λόγια του μεγάλου χριστιανού: «ο θάνατος είναι για μένα είναι ένα σίγουρο βήμα για να μπω στη ζωή». Κι από κάτω η υπογραφή :Cοligny. Η λογική σ’ αυτόν τον κόσμο είναι τόσο απλή, όσο και σπάνια. Κι η έλλειψη τούτη της λογικής, συνδυασμένη με τα πάθη τ’ αβυσσαλέα της χαλασμένης εσωτερικά ανθρώπινης καρδιάς, είναι που δημιουργεί νύχτες σαν κι εκείνη του Αγίου Βαρθολομαίου. Και θα εξακολουθήσει να το κάνει…
Αν όμως η γενοκτονία των ουγενότων δεν ωφέλησε τους καθολικούς, σίγουρα έβλαψε τη Γαλλία κι ολόκληρη την ανθρωπότητα. Γιατί έκοψε τη φυσική πορεία της χώρας προς την απελευθέρωση απ’ τα μεσαιωνικά δεσμά πάνω στην ανθρώπινη πνευματική ελευθερία κι αξιοπρέπεια. Η μερίδα των ουγενότων –το είπαμε- είχε στους κόλπους της ό,τι εξοχότερο είχε να επιδείξει η Γαλλία σε πνευματική αριστοκρατία, όπως ομολογεί κι ο σύγχρονός μας γάλλος ιστορικός και συγγραφέας Αντρέ Μωρουά. Ο αγώνας των διαμαρτυρομένων ενάντια στο σκοταδισμό είναι μαζί κι ο αγώνας για την ελευθερία της συνείδησης και την ανεξαρτησία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, αξίες που εκπροσωπούν την εποχή εκείνη την ελευθερία του πνεύματος στο σύνολό της. Με τη σφαγή των ουγενότων όχι μόνο χάνονται οι επιφανέστεροι απ’ αυτούς, μα μαζί ό,τι καλό έχει απομείνει προτιμά να εγκαταλείψει την πατρίδα και να ζητήσει καταφύγιο σε χώρες που έχουν ασπαστεί την διαμαρτύρηση, όπως η Αγγλία, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες, τα σκανδιναβικά κράτη. Άλλοι πάλι εξαναγκάζονται σ’ εξωμοσία. Στο Παρίσι μόνο, 5000 ξαναγυρίζουν με τη βία στο δόγμα των πατέρων τους. Ο «νόμος» και η «τάξη» έχουν επιβληθεί και πάλι οριστικά στη χώρα…
Δεν ξέρω πόσοι απ’ τους παρόντες που έχουν μια στοιχειώδη γνώση της νεότερης ιστορίας, θα δεχτούν σα σωστό τον παρακάτω ισχυρισμό μου. Δεν επιμένω να τον επιβάλω. Μα έχω δικαίωμα να τον εκφράσω. Δυο αιώνες αργότερα θα σαρώσει τη Γαλλία ένα ανατρεπτικό και αθεϊστικό κίνημα, προετοιμασμένο από πολλές δεκαετίες από ανθρώπους του πνεύματος, που δεν έχουν πια καμιά σχέση με την πίστη, ίσως από εντονότερη αντίδραση προς το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Τ’ αναμφισβήτητα αγαθά της γαλλικής επανάστασης θα μπορούσαν ίσως να γίνουν κτήμα του λαού με την επικράτηση της μεταρρύθμισης με τρόπο πιο ομαλό και χωρίς τις ακρότητες και τις σκοτεινές πλευρές, και θα μπορούσαν να συνυπάρξουν με την πίστη. Το δείχνουν χώρες όπως η Αγγλία, οι Κάτω Χώρες, τα σκανδιναβικά κράτη, η Γερμανία έξω από τις περιόδους της παραφροσύνης της, όπου η πορεία στάθηκε πολύ πιο ομαλή κι η εξέλιξη πολύ λιγότερο επώδυνη. Κι είναι ακόμη ένα ερώτημα, που θα τ’ αφήσω αναπάντητο. Ο καθένας μας μπορεί να φιλοσοφήσει πάνω σ’ αυτό. Μήπως άραγε μ’ ανάλογους συλλογισμούς εξηγείται το φαινόμενο, ότι σε χώρες που αποδέσμευσαν το πνεύμα κι ακολούθησαν τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και πορεύτηκαν κατά το δυνατόν ομαλά και χωρίς κλυδωνισμούς, δε μπόρεσε να στεριώσει στα νεότερα χρόνια η κομουνιστική ιδεολογία στην κακοήθη καρκινωματώδη μορφή της;

Αγαπητοί μου αδελφοί, αγαπητοί μου φίλοι, η αποψινή μας διάλεξη δεν είχε απλώς σα σκοπό να ξαναζωντανέψει μια φρικιαστική σελίδα της ιστορίας, μόνο και μόνο επειδή έχει κάποια σχέση με την ευαγγελική εκκλησία όπου ανήκει αυτός που γράφει τις γραμμές τούτες. Και φυσικά ούτε ν’ αναμοχλεύσει τα θρησκευτικά πάθη ενημερώνοντας τον ακροατή ή ξαναθυμίζοντάς του ένα έγκλημα, που προπάντων σήμερα για την αδιάφορη θρησκευτικά Γαλλία μόνο ιστορική σημασία έχει, και που στο κάτω-κάτω μετά από τα ομαδικά εγκλήματα του εικοστού αιώνα που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ θηριωδίας, έχει πάψει πια από καιρό να εντυπωσιάζει το σύγχρονο αναγνώστη. Ούτε είχαμε μόνο σα σκοπό να κάνουμε μερικές κρίσεις ιστορικού χαρακτήρα, έστω και με προεκτάσεις στο παρόν. Κι ακόμα λιγότερο σκοπεύσαμε να καταδείξουμε την υπεροχή κάποιας εκκλησίας σε βάρος άλλης, μια και όλες τους λιγότερο ή περισσότερο έχουν να επιδείξουν μαύρες σελίδες από μέρους κακών εκπροσώπων τους. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε πως τη σωτηρία δεν την προσφέρει ούτε η εκκλησία, ούτε το δόγμα, παρά μόνο η πίστη στο Χριστό και στη απολυτρωτική Του δύναμη.
Δε θάτανε λοιπόν ολοκληρωμένη η μελέτη μας, αν δε σκόπευε να οδηγήσει σε ορισμένες διαπιστώσεις χρήσιμες για τον καθένα μας. Λέμε πως ο δογματισμός δεν ωφελεί μα νοθεύει το πνεύμα και σκοτώνει τη γνήσια πίστη, δημιουργώντας στείρο φανατισμό και μισαλλοδοξία. Κι ακόμα πως η αληθινή πίστη στον Κύριο χαρίζει το πνεύμα της αγάπης και της ανοχής απέναντι σ’ όλους, ακόμα και στους εχθρούς, όπως επανειλημμένα Εκείνος διακήρυξε. Ο δογματικός λοιπόν φανατισμός, και το μίσος απέναντι στους αλλόδοξους κι «αιρετικούς» περνά πολύ μακριά απ’ το δρόμο του Σταυρού• ας μην εξαπατάμε τον εαυτό μας. Κι ακόμα, η μισαλλοδοξία δημιουργείται κι υποθάλπεται έντεχνα από ανθρώπους με ανομολόγητα και κάθε άλλο παρά χριστιανικά συμφέροντα, όπως το μαρτυρεί και η ιστορία της νύχτας της τραγικής του Αγίου Βαρθολομαίου.
Κι είναι πολλά ακόμα τα κατάλοιπα της μισαλλοδοξίας στη χώρα μας, έστω και λιγότερα απ’ το παρελθόν, όπου η απόπειρα για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής κόντεψε να διχάσει ολόκληρο το έθνος μας στις αρχές του αιώνα. Μόλις πριν λίγους μήνες ήρθε στο φως της δημοσιότητας κάποιο έγγραφο της γνωστής σε όλους μας ΕΥΠ –Ειδικής Υπηρεσίας Πληροφοριών- που πρότεινε να παρακολουθούνται στενά όσοι από τους πολίτες της χώρας μας δεν ανήκουν στο ορθόδοξο δόγμα, με τον ισχυρισμό ότι αντίθετα με τους ορθοδόξους, αυτοί, οι «αιρετικοί», δεν είναι ακέραιοι έλληνες και επομένως δεν μπορούν ν’ απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τους «ακέραιους» ορθοδόξους. Με την ίδια άλλωστε νοοτροπία απορρίφτηκε απ’ όλα σχεδόν τα κόμματα στη βουλή –σπάνια περίπτωση εθνικής συναίνεσης και ομοψυχίας- η πρόταση να μην αναγράφεται υποχρεωτικά το θρήσκευμα στις καινούργιες ταυτότητες. Εξάλλου πολύ συχνά ακούγονται διάφορες ειδήσεις που δείχνουν πως δεν έχει ξεχαστεί καθόλου το κακό μισαλλόδοξο παρελθόν της χώρας μας, όπως π.χ ότι δεν διορίζονται στον εκπαιδευτικό κλάδο παρά μονάχα όσοι ανήκουν στο ορθόδοξο δόγμα, ή κάποιες δίκες για «προσηλυτισμό» με βάση τους απαράδεκτους μεσαιωνικούς νόμους του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά που με τίποτε δεν μπορούν να καταργηθούν απ’ τη νομοθεσία μας, όσες δημοκρατικές η σοσιαλιστικές κυβερνήσεις κι αν περάσουν από την εξουσία. Δυστυχώς η θρησκευτική και ιδεολογική ανοχή ούτε και σήμερα αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, σ’ όποιο επίπεδο και σ’ όποια κοινωνική ομάδα. Δεν είναι μονάχα οι μοναχοί του Αγίου Όρους που προτίμησαν πριν από ένα-δυο χρόνια να γίνουν τα μοναστήρια ολοκαύτωμα απ’ τη μεγάλη πυρκαγιά παρά να τους βοηθήσουν τα «προτεσταντικά» γερμανικά αεροπλάνα. Είναι και κάποιοι άλλοι ανώνυμοι πολίτες που ενθουσιασμένοι από την επικείμενη καταστροφή της κατασκήνωσης της ευαγγελικής εκκλησίας στο Σούνιο το περασμένο καλοκαίρι, πρότρεπαν τους πυροσβέστες ν’ αφήσουν τους «αιρετικούς» να καούν αβοήθητοι…Κι είναι και κάποιοι απ’ το δήμο εδώ, της Θεσσαλονίκης, που ενοχλήθηκαν από τη συμμετοχή της χορωδίας μας στις «λατρευτικές εβδομάδες» του Πάσχα που διοργάνωνε –κι ίσως διοργανώνει ακόμη- ο δήμος, και μας «καταργήσανε» με το αιτιολογικό πως πήραν τη σχετική «γραμμή» από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Κι όσο για τη λυσσασμένη αντίδραση από μέρους πολλών στην προσπάθεια της ευαγγελικής εκκλησίας για την ανακούφιση των λεγόμενων ρωσοπόντιων προσφύγων στη Θράκη, ας μη μιλήσουμε καλύτερα γι’ αυτήν. Σ’ αυτόν τον τόπο είναι αδύνατον να διαπιστώσεις αν και πού κυβερνά η πολιτική εξουσία ή η θρησκευτική ιεραρχία. Κι αυτό δεν πρόκειται ποτέ ν’ αλλάξει όσο η εκκλησία δεν περιορίζεται στα θρησκευτικά πνευματικά καθήκοντα της κι εννοεί ν’ ασκεί εξουσία πάνω από κυβερνήσεις κι από κυβερνήτες. Είναι αυτό ακριβώς το φαινόμενο για το οποίο μιλά ο διάσημος έλληνας στοχαστής Κορνήλιος Καστοριάδης στη σημερινή «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». «Οι πολιτικοί αρχηγοί», λέει, «υποχωρούν μπροστά στους εκβιασμούς της εκκλησίας επαναφέροντας η διατηρώντας μεσαιωνικές και αντιδημοκρατικές διατάξεις, όπως είναι η εξίσωση του θρησκευτικού με τον πολιτικό γάμο και η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες». Κι από το άλλο μέρος –δυστυχώς- το κύμα της βίας και της διαφθοράς που έχει κατακλύσει τη ζωή μας και τις τηλεοπτικές μας οθόνες, αυτό δε μοιάζει να ενοχλεί καθόλου τους σεπτούς μας ιεράρχες.

Τον τελευταίο καιρό με τον πόλεμο στη γειτονική μας χώρα, σε συνδυασμό και με άλλα παράλληλα φαινόμενα, το σύνθημα «πας μη ορθόδοξος μη ακέραιος έλλην» κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Μ’ άλλα λόγια το πνεύμα του Αγίου Βαρθολομαίου έχει στοιχειώσει για καλά και πάλι στη χώρα μας. Κι αυτό είναι επικίνδυνο όχι μονάχα για μας τους ετεροδόξους μα για όλους χωρίς εξαίρεση. Πολύ σωστά ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ευαγγελικού Συνδέσμου σχολιάζοντας το έγγραφο της ΕΥΠ που αναφέραμε παραπάνω, σε μια επιστολή του στις εφημερίδες μετέφερε μια φράση του γερμανού λουθηρανού επισκόπου Martin Niemoller (1892-1984) που αγωνίστηκε ενάντια στο Χίτλερ: «Όταν άρχισαν να μαζεύουν τους κομουνιστές, δε φώναξα γιατί δεν ήμουν κομουνιστής. Όταν άρχισαν να μαζεύουν τους εβραίους, δε φώναξα γιατί δεν ήμουν εβραίος. Όταν ήρθαν να πάρουν κι εμένα, δε φώναξε κανένας, γιατί δεν υπήρχαν πια κάποιοι να φωνάξουν»….
Το φαινόμενο της μισαλλοδοξίας είναι υπόθεση όλων μας, και οφείλουμε όλοι μας να το πολεμήσουμε. Γιατί –ας μην το ξεχνάμε- τις νύχτες του Αγίου Βαρθολομαίου τις διαδέχονται συνήθως οι ακόμα πιο αφώτιστες νύχτες των ιακωβίνων και των ροβεσπιέρων. Και τότε κανείς μας πια δε μπορεί να κάνει τίποτε. Μακάρι η αποψινή ομιλία να βοηθήσει, έστω και σε μικρό βαθμό, να συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη αυτή αλήθεια και ν’ αντιδράσουμε ανάλογα απ’ όποια θέση κι αν βρισκόμαστε και μ’ όποιο τρόπο, πριν είναι πολύ αργά.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.