Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Στέφανου Κατσάρκα

Κάποια σκοτεινή φθινοπωριάτικη μέρα στις αρχές του αιώνα μας, πολεμικές κραυγές , πυροβολισμοί κι ουρλιαχτά συνταράζουν το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας. Από το ένα μέρος καβαλάρηδες ανεμίζουν τις βαριές τους σπάθες , αστυνομία , πεζοναύτες κι άλλα στρατιωτικά τμήματα υποστηρίζουν την επέλαση του ιππικού με πραγματικά πυρά. Από το άλλο μέρος ένα ετερόκλητο πλήθος από φοιτητές κυρίως , αλλά κι από άλλους φανατισμένους πολίτες , καθώς κι από ύποπτα στοιχεία , όπως συνήθως συμβαίνει ακόμα και σήμερα , απαντά στα πυρά του αντιπάλου με τα τουφέκια της εποχής , τους «γκράδες ». Έτσι λύνονταν οι διαφορές , κυρίως οι πολιτικές και οι θρησκευτικές. Σήμερα προοδεύσαμε. Χρησιμοποιούμε σε παρόμοιες περιπτώσεις μονάχα τα χέρια ή καμιά φορά τα κλομπ και τις πέτρες, χωρίς όπλα. Το πολύ-πολύ και τα κοκτέιλ μολότοφ. Θυμάμαι ένα σκίτσο κάποιου γελοιογράφου που σατίριζε τη θρησκευτική διαμάχη που είχε ξεσπάσει με τους δυο μητροπολίτες της Λάρισας πριν μερικά χρόνια: δυο αντίπαλες ομάδες ορμούσανε μανιασμένα η μια εναντίον της άλλης μπροστά σε μια εκκλησία. Κι ένα πανό από πάνω τους έγραφε : «αγαπάτε αλλήλους». Τραγική ειρωνεία το ότι έστω και συμβολικά η ίδια τούτη φράση είναι η αφορμή και του αδελφοκτόνου σπαραγμού στις αρχές του αιώνα: να πούμε αντί για το «αγαπάτε αλλήλους» «αγαπάτε ο ένας τον άλλον», και αντί για το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» «αγάπα το διπλανό σου σαν τον εαυτό σου»; Αυτό αποτελεί προσβολή των ιερών και των οσίων, αυτό στρέφεται εναντίον των παραδόσεων του έθνους, εναντίον της θρησκείας και του Θείου Λόγου! Κτυπάτε, λοιπόν , αλλήλους! Σκοτώστε στ’ όνομα της πίστης, στ’ όνομα της αγάπης, στ’ όνομα του Χριστού και των ιερών κειμένων! Αλλωστε δε θάναι η πρώτη, κι ούτε ίσως η τελευταία φορά που θα γίνει κάτι τέτοιο.

Πανάρχαια η ιστορία. Όσο και ο άνθρωπος , που στην πολύχρονη πορεία του αποζήτησε κι αποζητά το μυστήριο, το σκοτεινό, το μεγαλόπρεπο κι απομακρυσμένο κι άπιαστο στη λατρεία του και στη θρησκευτική του πίστη. Διαστροφή της λαχτάρας για τη γνήσια αλήθεια και τη γνώση του πραγματικού Θεού, που Εκείνος έβαλε έμφυτη μέσα στην ανθρώπινη καρδιά. Κι είναι αυτή ή έμφυτη τάση για το μυστήριο που καλλιεργήθηκε και έγινε συχνά αντικείμενο εκμετάλλευσης από το θρησκευτικό κατεστημένο κάθε εποχής, που θέλει πάντα να κρατά στην αποκλειστική του κυριαρχία τα κλειδιά για τον άδη και τη ζωή, μη και χάσει τη δύναμή του και την επιβολή του πάνω στην ανύποπτη κι εύπλαστη μάζα , που όσο πιο πρωτόγονη και πιο απαίδευτη, τόσο πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά πέφτει θύμα της δύναμης των κάθε λογής συμβόλων, τύπων και ιερών «ταμπού».

Το έχουμε ζήσει στο παρελθόν και σε πολύ μικρότερο, ευτυχώς, ποσοστό το ζούμε ακόμη και σήμερα . Έννοιες σημαντικές όπως η πατρίδα και το έθνος έγιναν απλά συνθήματα και απογυμνώθηκαν από το σπουδαίο τους περιεχόμενο. Η ελευθερία και η δημοκρατία χρησιμοποιήθηκαν σαν προπέτασμα για τον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία. Κι η θρησκεία, τα ιερά και τα όσια, έμειναν νεκρό γράμμα στις πιο πολλές περιπτώσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, κι αποξενώθηκαν από την ουσία της πίστης και τη λυτρωτική της δύναμη. «Ουαί δε ημίν , γραμματείς και φαρισαίοι, υποκριταί , ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων ? υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε , ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισέλθειν», είχε πει ο Χριστός στο θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του, τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Ποιος αμφιβάλλει πως τούτα τα λόγια ταιριάζουν απαράλλαχτα για όλους τους παρόμοιους κάθε εποχής, και πως το μόνο που αλλάζει κάθε φορά είναι η κλητική προσφώνηση;

Αν στα χρόνια τα ηρωικά, τότε που η χριστιανική πίστη έκανε τα πρώτα της δύσκολα βήματα, σηκωνόταν κάποιος προφήτης και πρόβλεπε πως κι αυτή θα εξελισσόταν σε μια θρησκεία όπως όλες οι άλλες, με άκαμπτο ιερατείο, με τύπους κι ατέλειωτες διατάξεις και τελετές, με παραδόσεις ανάλλαχτες, με γλώσσα ακατανόητη και απρόσιτη στους πιστούς, ασφαλώς κανείς δεν θα τον πίστευε. Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο όταν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά είχε χτυπήσει κι είχε πολεμήσει ο Κύριος σ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας πορείας του; Εκείνος μίλησε τόσο ξεκάθαρα «ελάτε σε μένα όλοι οι κουρασμένοι και οι φορτωμένοι κι εγώ θα σας αναπαύσω», πώς λοιπόν θα μπορούσε να νοθευτεί η σωστή διδασκαλία και να μπερδεύονται οι έννοιες μέσα στην ίδια Του την Εκκλησία; Εκείνος χτύπησε στους φαρισαίους την καταδυνάστευση και την καταπίεση πάνω στον πιστό, την υποκρισία και την εσωτερική ακαθαρσία, πώς θα μπορούσαν λοιπόν να γίνονται όλα αυτά στο ίδιο Του το όνομα; Εκείνος φανέρωσε το λόγο Του σ’ όλους τους ανθρώπους, όποιας φυλής και γλώσσας , όποιας μόρφωσης και όποιας προέλευσης, πώς θα μπορούσε να γίνει ο θεϊκός λόγος κτήμα των ολίγων, που να τον ερμηνεύουν όπως εκείνοι νομίζουν και να κρύβουν ό,τι δεν τους αρέσει να γίνει γνωστό; Δε γίνεται να το νιώσουμε έτσι εύκολα. Σκοτεινή και άπιαστη στα νοήματά της η γλώσσα της Γραφής, έτσι όπως την ακούμε οι περισσότεροι από μικροί. Κι είναι τούτος ο αλλιώτικος απ’ την καθημερινή ζωή γραμματικός τύπος που γεννά μέσα μας μια μαγεία κι ένα δέος και μας κάνει κι αποκλίνουμε απ’ το σκοπό που γράφτηκαν όλα αυτά, και μας κάνει και ξεχνάμε ν’ αποζητήσουμε την ξεκάθαρη έννοια και την απλή τη λέξη, όχι εκείνη που μαγεύει, μα εκείνη που μιλά συγκεκριμένα και καθαρά, που μπορεί να γίνει και ζωή και πράξη και ουσία. Ωστόσο σαν πρωτογράφτηκε η Καινή Διαθήκη, ούτε σκοτεινή ήτανε, ούτε να γεννήσει τη μαγεία και το δέος είχε σα σκοπό, μα ήτανε απλή, κατανοητή, πεντακάθαρη στα νοήματά της, δοσμένα στη λαϊκή γλώσσα της εποχής, τόσο που οι ζηλωτές του αττικισμού -κάτι σαν τους δικούς μας «καθαρευουσιάνους»- να την κατηγορούνε πως είναι γεμάτη με βαρβαρισμούς, πως είναι γραμμένη στη γλώσσα που μεταχειρίζονταν οι αγράμματοι ναυτικοί , και πολλά άλλα παρόμοια. «Στα ελληνικά της Γραφής», γράφει ο γνωστός γλωσσολόγος κι ελληνιστής Αλβέρτος Τουμπ , «έχουμε τη λαϊκή γλώσσα της ελληνιστικής εποχής, που για πρώτη φορά μπαίνει στη λογοτεχνία. Αυτό ήταν για τον αρχαίο κόσμο και τη λογοτεχνία του μια επανάσταση το ίδιο μεγάλη όσο και το περιεχόμενο των νέων ιδεών, που εξαγγελλόταν σε εκείνη τη γλώσσα». Πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς; Οι άνθρωποι που έγραψαν την Καινή Διαθήκη ούτε λόγιοι ήταν, ούτε ακαδημαϊκοί, ούτε έγραφαν για να δημιουργήσουν ύφος και λογοτεχνήματα, άσχετα αν πολλές απ’ τις σελίδες τους στέκονται θαυμάσια και σαν υπόδειγμα λογοτεχνικού ύφους. Αγωνιστές ήταν κι ο Ματθαίος κι ο Ιωάννης κι ο Πέτρος, κι ακόμα περισσότερο ο Παύλος, μ’ όλη την επιμελημένη μόρφωσή του. Κι ο αγώνας κι καυτερή ουσία δύσκολα μπορούν να εκφραστούν με ψυχρά και νεκρά εκφραστικά μέσα, με τις παρωχημένες αττικές διαλέκτους και με τις καθαρεύουσες των «καλαμαράδων» και των «λογιωτάτων». Κι απευθύνθηκαν στον απλό λαό στη γλώσσα του, στη γλώσσα που νιώθανε και οι ίδιοι, απαράλλαχτα όπως έκανε ο Μακρυγιάννης κι ο Κολοκοτρώνης στην εξιστόρηση του αγώνα τους. Κι ήταν η πρώτη φορά που βιβλία ιερά γράφονταν σε μια τέτοια ξεκάθαρη και ζωντανή γλώσσα σπάζοντας ανάμεσα στις άλλες παραδόσεις κι εκείνη του σκοτεινού και άπιαστου, που είχε επιβάλει μέχρι τότε το κάθε μορφής θρησκευτικό κατεστημένο -προσπάθεια ενσυνείδητη των θεόπνευστων συγγραφέων. «Και γαρ εάν άδηλον σάλπιγξ φωνήν δω, τις παρασκευάσεται εις πόλεμον ; ούτω και υμείς δια της γλώσσης εάν μη εύσημον λόγον δώτε , πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον ; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες », γράφει ο απόστολος Παύλος. «Γιατί αν η σάλπιγγα δε δώσει ξεκάθαρο τόνο, ποιος θα ετοιμαστεί για πόλεμο; έτσι κι εσείς, αν δε δώσετε με τη γλώσσα σας λόγο κατανοητό, πώς θα καταλάβουν αυτά που λέτε; Γιατί θάναι τότε σαν να μιλάτε στον αέρα».

Είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς οι αλύγιστοι γλωσσαμύντορες του περασμένου αιώνα τα έβαλαν ακόμα και με τη γλώσσα του ευαγγελικού κειμένου, αποκαλώντας την «βάρβαρον» και «μοχθηράν», χωρίς ωστόσο να κατηγορηθούν για ασέβεια, όπως αργότερα ο Πάλλης , όταν έκανε την «ιερόσυλη» προσπάθεια να ξαναζωντανέψει στη γλώσσα του λαού το ευαγγέλιο. Κι η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές από τότε..

Τούτη η επικοινωνία του λαού με τις βιβλικές αλήθειες με το μέσο της απλής γλώσσας, στοιχείο τόσο σημαντικό και βασικό για την επιβίωση της χριστιανικής πίστης και για τη διατήρηση του δυναμισμού της σε υψηλό επίπεδο, θα έπρεπε να κρατηθεί με προσήλωση και φανατισμό σαν πολύτιμη παράδοση ανάμεσα στους αιώνες. Δεν έγινε ωστόσο έτσι. Γιατί από πολύ νωρίς, από τον 4 ο κιόλας μ.Χ. αιώνα, αρχίζει ο στόμφος, το περίτεχνο ύφος κι ο «λογιωτατισμός», που πάνω τους ήτανε προσκολλημένοι οι καθαρευουσιάνοι της εποχής, οι αττικίζοντες , να παίρνουν τη θέση της απλότητας και της λιτότητας του ευαγγελικού λόγου. Η διάσταση ανάμεσα στην εκκλησιαστική ρητορική και στη γλώσσα του λαού, ανάμεσα στον άμβωνα και στους πιστούς, γίνεται όσο περνούν τα χρόνια όλο και μεγαλύτερη, Κάποια αφήγηση της εποχής του Ιωάννη του Χρυσοστόμου μας διασώζει την πληροφορία πως μια γυναίκα παραπονιέται στο μεγάλο εκκλησιαστικό ρήτορα ότι ούτε η ίδια ούτε κι οι δικοί της τον καταλαβαίνουν «δια το χαλεπόν του λόγου» (γιατί είναι δύσκολο το νόημα των λόγων του ). Καθώς πάλι περνούν οι αιώνες, η γλώσσα του λαού μεταβάλλεται κι απλουστεύεται, και γίνεται πια η γλώσσα της Καινής Διαθήκης όλο και πιο ξένη κι ακατανόητη στον απλό άνθρωπο. Πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία της χριστιανικής πίστης, αν η εκκλησιαστική ηγεσία φρόντιζε να κρατά σ’ αδιάκοπη επαφή τον πιστό με το θεϊκό λόγο . Νάτανε μόνο η αμέλεια, η αδιαφορία κι η καλόπιστη στενοκεφαλιά που την εμπόδισε να το κάνει;

Στη δύση τα πράγματα στους πρώτους αιώνες είναι ακόμη χειρότερα. Εκεί, η λατινική μετάφραση της Γραφής (που φυσικά ακόμη λιγότεροι την καταλαβαίνουν απ’ όσοι έλληνες το δικό τους το πρωτότυπο, μια κι η γλώσσα τους πολύ μικρότερη ή καμιά συγγένεια δεν έχει με τη λατινική), θεωρείται κείμενο απαραβίαστο κι απαγορεύεται αυστηρά η μετάφρασή του. Βέβαια, ο ?γιος Ιερώνυμος που είχε διαμορφώσει στον 4 ο αιώνα το λατινικό κείμενο το έκανε για να φέρει σε επαφή με το θεϊκό λόγο τους λαούς της δύσης , που τότε ήταν εξοικειωμένοι με τη λατινική γλώσσα, κάτι που έπαψε να ισχύει στους επόμενους αιώνες. Αυτό όμως πολύ λίγο συγκινεί τους κρατούντες στην καθολική εκκλησία, που ακολουθούν κι εκείνοι την ίδια ακριβώς τακτική με την ανατολική εκκλησία, κι ακόμη αυστηρότερη. Γιατί εκεί, στην ανατολή, πότε-πότε θυμούνται πως υπάρχουν και μερικοί άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τ’ αρχαία ελληνικά, κι είναι αυτός ο λόγος που ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος μεταφράζουν στον 9 ο αιώνα την Αγία Γραφή στη σλαβική γλώσσα. Κατάλοιπο άλλωστε απ’ αυτό το «άνοιγμα» προς τους ξένους λαούς και τις γλώσσες τους είναι και το ευαγγέλιο της αναστάσεως που διαβάζεται ακόμη και σήμερα σε πολλές γλώσσες μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Ωστόσο με τον οριστικό τερματισμό του μεσαίωνα, η δύση θα βρεθεί στην πρωτοπορία της διάδοσης του θεϊκού λόγο. Στο 16 ο αιώνα, τότε που ο υπόδουλος ελληνικός λαός δεν έχει πια την ευκαιρία να παρακολουθήσει και να επηρεαστεί από την κοσμογονία της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, λόγιοι, δάσκαλοι κι άλλοι κάθε λογής πνευματικοί άνθρωποι, επηρεασμένοι από το φιλελεύθερο πνεύμα της αναγέννησης, ζητούν όλο και πιο επίμονα την επιστροφή στις πηγές της πίστης, τις ?γιες Γραφές . Το στέρεο μονολιθικό οικοδόμημα της δυτικής εκκλησίας κλονίζεται πια. Γιατί η ελεύθερη επικοινωνία των πολλών με το Λόγο του Θεού θα ρίξει φως άφθονο στους δρόμους που οδηγούσαν μέχρι τότε τους λαούς οι θρησκευτικοί αρχηγοί τους. Και θα δουν πως οι ?γιες Γραφές πολύ λίγη σχέση έχουν με εκείνα που τους προσφέρονται με τα συγχωροχάρτια, το καθαρτήριο πυρ και τη σειρά από λατρευτικές διατάξεις, τύπους και δυσβάστακτα φορτία. Κύριος εκπρόσωπος στην κίνηση αυτή ο Μαρτίνος Λούθηρος, που μεταφράζει την Αγία Γραφή στη γερμανική γλώσσα στα 1534, «αδίκημα» που μέχρι τότε τιμωρούνταν στη Γερμανία με αφορισμό. Όμως 11 χρόνια πριν απ’ το Λούθηρο, στα 1523, ο γάλλος καθηγητής Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ κυκλοφορεί στο Παρίσι τη μετάφρασή του στη γαλλική γλώσσα, που αποτελεί μια από τις πρώτες κι ίσως την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια για μετάφραση της Αγίας Γραφής σε λαϊκή γλώσσα, τουλάχιστον στη δύση. Η αντίδραση του κατεστημένου στην πρωτοποριακή και . «βλάσφημη» τούτη ενέργεια είναι άμεση. Οι καθολικοί δάσκαλοι της Σορβόννης με μια έντονη διακήρυξή τους καταδικάζουν τη μετάφραση του Λεφέβρ και δηλώνουν πως «μια μετάφραση της Αγίας Γραφής είναι κάτι απαράδεκτο για το χριστιανικότατο βασίλειο της Γαλλίας», κι ακόμη, για να δώσουν έμφαση στη διακήρυξή τους, καίνε δημόσια τ’ αντίτυπα της μεταφρασμένης Καινής Διαθήκης. Τετρακόσια χρόνια αργότερα, με την αφορμή των ευαγγελικών επεισοδίων του 1901, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θα διακηρύξει πως «αποκρούει και αποδοκιμάζει και κατακρίνει ως βέβηλον πάσαν δια μεταφράσεως εις απλουστέραν ελληνικήν γλώσσαν αλλοίωσιν ή μεταβολήν του πρωτοτύπου κειμένου του Ιερού Ευαγγελίου, ου μόνον ως περιττήν , αλλά και ως έκθεσμον και συντελούσαν εις σκανδαλισμόν μεν των συνειδήσεων, στρέβλωσιν δε των θείων αυτού εννοιών και διδαγμάτων». Κι οι ζηλώτες θα κάψουν δημόσια ένα από τα αντίτυπα της μεταφρασμένης Καινής Διαθήκης του Αλέξανδρου Πάλλη . Ενέργειες παράλληλες, αυτή του 1901 στην Ελλάδα, κι εκείνη του 1523 στη Γαλλία. Μόνο που η μία έγινε στη χαραυγή του 20 ου αιώνα, ενώ η άλλη στις παρυφές του μεσαίωνα .

Παρήγορο ωστόσο σημείο πως ποτέ δεν έλειψαν ολότελα κι από το χώρο το δικό μας οι απροκατάληπτες φωνές που αποζητούν με ειλικρίνεια την ζωντανή επαφή με τις ?γιες Γραφές και στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς, και στις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση, ακόμα κι ανάμεσα στον κλήρο, άσχετα αν αυτοί οι λίγοι φωτισμένοι κληρικοί δεν είχαν την δύναμη να κάνουν τον πόθο τους πραγματικότητα ή δεν τους άφησαν να προχωρήσουν, όπως έγινε με τον αδικοχαμένο πατριάρχη του 17 ου αιώνα, τον Κύριλλο Λούκαρη . Γράφει σχετικά ο ιστορικός του περασμένου αιώνα Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο περιοδικό «Πανδώρα» στα 1860: «Ιεροκήρυκες . ησπάσαντο μετ ‘ ενθουσιασμού την χυδαίαν γλώσσαν , [εννοεί τη δημοτική γλώσσα] ήτις κατά μίμησην της λοιπής χριστιανοσύνης και συμφώνως προς τας αρχάς της ευαγγελικής φωταγωγήσεως ευθυπόρως απετείνετο προς την πλειονότητα του γένους». Καρπός απ’ την κίνηση τούτη κι η μετάφραση του Μάξιμου Καλλιπολίτη στα 1638, που προλογίζεται απ’ τον Κύριλλο Λούκαρη , που αναθεωρείται απ’ τον Σεραφείμ Μυτιληναίο στα 1703 και μπαίνει σε κυκλοφορία απ’ τη Βρετανική Βιβλική Εταιρία ανάμεσα στα χρόνια 1810-1819. Η μετάφραση αυτή εγκρίνεται κι απ’ το Πατριαρχείο της Πόλης, που επικεφαλής του βρίσκεται στην εποχή της κυκλοφορίας της ο μαρτυρικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄. Στην πρώτη έκδοση του 1638 γράφει στον πρόλογο ανάμεσα στ’ άλλα ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης στο γλωσσικό ιδίωμα της εποχής, για εκείνους που θεωρούσαν απαράδεκτη τη μετάφραση του ευαγγελικού κειμένου: «Οι τοιούτοι άνθρωποι σκοτισμένοι καταπείθουσι τους απλουστέρους να πιστεύουν πως δεν πρέπει να διαβάζωμεν εκείνα όπου το πνεύμα το άγιον έγραψε και παρέδωσε, αμέ είναι φανερόν πως είναι σφάλμα μέγα και σατανική πλάνη έστοντας και να διδασκώμεσθουν απ’ αυτόν τον αληθινό διδάσκαλον τον κύριόν μας να ερευνούμε τις γραφές, ήγουν διαβάζοντας να καταλαμβάνουν τι γράφουσι και τι μας παραγγέλλουσι αί ομιλίαι τας οποίας έκαμεν ο Χριστός και ας έγραψαν οι ευαγγελισταί τας έκαμαν όχι μονάχα εις εκείνους όπου ήξευραν γράμματα, αλλ«και εις τους όχλους μέσα εις τους οποίους ήσαν οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι και γυναίκες και παιδία. Και οι απόστολοι τας επιστολάς τους γράφουσιν όχι μονάχα εις τους διδασκάλους, αλλά και εις όλους τους χριστιανούς ..Ο Θεός ήθελε από των αρχών πάντοτε να αναγιγνώσκουνται τα λόγια του εις απλήν γλώσσαν , και δια τούτο τον εδικόν του νόμον ο Θεός έγραψέ τον εις πλάκας εβραϊκά δια να τον γροικίσει [ να τον καταλάβει] ο λαός όλος, και εις την αυτήν γλώσσαν όπου ήτον γροικιζαμένη [κατανοητή] εις όλους ο Μωϋσής και οι λοιποί προφήται τα άγια και ιερά βιβλία της παλαιάς διαθήκης τα έγραψαν. Και επειδή η ελληνική γλώσσα ήτον κοινή εις τας ημέρας των ιερών αποστόλων ελληνιστί έγραψαν την νέαν διαθήκην , και μετέπειτα και η παλαιά και η νέα διαθήκη μετεγλωττίσθη μέσα εις όλα τα έθνη, καθενός εις την γλώσσαν του, ότι δια τούτο ο Θεός έδωκε το χάρισμα των γλωσσών τοις αποστόλοις και εις άλλους όπου«ήταν ύστερα απ’ αυτούς, να καταλαμβάνη ο καθένας όπου διαβάζει εκείνα τα μεγαλεία του Θεού εις την εδικήν του γλώσσαν μέσα εις την οποίαν εγεννήθη , και έτζι κάθε γλώσσα δοξάζει και υμνεί τον Θεόν τον οποίον γνωρίζει δια της αναγνώσεως της Αγίας Γραφής..»

Αυτά γράφει ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης στα 1638. Κι ο μεγάλος δάσκαλος του γένους, ο Αδαμάντιος Κοραής, θεωρεί σαν αυτονόητη τη συχνή αναθεώρηση κι αναπροσαρμογή της γλώσσας της Γραφής στο ιδίωμα του λαού: «οι φωτισμένοι λαοί», γράφει στα «?τακτά» του, «αναθεωρούν από καιρού εις καιρόν τας μεταφράσεις των, προσαρμόζοντας αυτάς εις την επικρατούσαν του έθνους γλώσσαν ». Ο ίδιος μεταφράζει τις τρεις ποιμαντορικές επιστολές του Παύλου (τις δύο προς τον Τιμόθεο και την επιστολή προς τον Τίτο), και ομολογεί πως «εσχάτως, χάρις εις των ?γγλων την φιλανθρωπίαν , πολλοί ολίγοι έμειναν, όσοι δεν απέκτησαν δωρεάν εν αντίτυπον του κειμένου της μεταφράσεως.», εννοώντας τις προσπάθειες της βρετανικής βιβλικής εταιρίας, που, όπως είπαμε, είχε κιόλας εκδώσει τη μετάφραση του Μάξιμου Καλλιπολίτη με την αναθεώρηση του Σεραφείμ Μυτιληναίου του 1703. Ωστόσο τούτη η μετάφραση ήταν πια ξεπερασμένη. Τόχε πει κι ο Κοραής που πίστευε απόλυτα στην προσαρμογή του κειμένου της Γραφής στη γλώσσα της κάθε εποχής. Έτσι, στα 1838, μια ομάδα λογίων, μ’ επικεφαλής το δάσκαλο του γένους Νεόφυτο Βάμβα , μεταφράζει την Αγία Γραφή στην καθαρεύουσα της εποχής που εκδίδει η βρετανική βιβλική εταιρεία, και που χρησιμοποιεί ή χρησιμοποιούσε μέχρι πρόσφατα η ευαγγελική εκκλησία της Ελλάδας σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα. Κι έχω τη γνώμη πως η φυσική τούτη πορεία θα συνεχιζόταν ομαλά μεσα στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, και πως το ιερό κείμενο θάπαιρνε τη θέση που του ταιριάζει μέσα στα σπίτια και στις καρδιές του ελληνικού λαού, μεταφρασμένο και προσαρμοσμένο κάθε φορά στα γλωσσικά δεδομένα της κάθε εποχής, αν σειρά από ξαφνικά εμπόδια δεν κόβανε την ομαλή πορεία και δε γυρίζανε τη χώρα πίσω, σε πιο σκοτεινά χρόνια.

Κύρια αιτία η αντίδραση της ορθόδοξης εκκλησίας, που δεν έβλεπε με καλό μάτι οποιοδήποτε νεωτερισμό θα μπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγματα, και μάλιστα όταν αυτός θεωρείται «προτεσταντική προπαγάνδα». Αναρωτιέται βέβαια κανείς τι είδους προπαγάνδα θα μπορούσε νάναι αυτή, που ζητά αποκλειστικά και μόνο τη γνωριμία με το Λόγο του Θεού ανόθευτο, χωρίς προσθήκες κι αλλοιώσεις στο νόημα, όπως κακόπιστα πήγανε να ισχυριστούν οι πολέμιοι της μετάφρασης του Βάμβα , που όχι μόνο προτεστάντης δεν ήταν και δεν πρόσμενε κανένα όφελος απ’ αυτούς, αλλά, όπως είναι γνωστό, ήταν και κληρικός της ορθόδοξης εκκλησίας.

Και κάτι εξίσου σημαντικό, που μεγάλωσε την αντίδραση ενάντια στις βιβλικές μεταφράσεις: η μάταιη επιμονή για την αναβίωση της νεκρής αρχαίας αττικής γλώσσας με το κίνημα της καθαρεύουσας που σημαδεύει και ταλαιπωρεί την πορεία του γένους στον ενάμιση αιώνα της ελεύθερης ζωής του μέχρι πριν λίγα χρόνια. Το θρησκευτικό κι εκπαιδευτικό κατεστημένο, μαζί με σκοτεινά πολιτικά κι ίσως κι οικονομικά συμφέροντα, κόβουν για εξήντα και παραπάνω χρόνια κάθε προσπάθεια για μετάφραση της Αγίας Γραφής μετά απ’ τη μετάφραση του Βάμβα , και της δίνουν τη χαριστική βολή μετά την άτυχη μετάφραση του Πάλλη και τα ευαγγελικά επεισόδια.

Είναι λοιπόν η καθαρεύουσα του Βάμβα πολύ λίγο «καθαρεύουσα», σύμφωνα με τις απόψεις των φανατικών καθαρευουσιάνων του καιρού του, που την αποκαλούν «χυδαίαν», «βλάσφημον » και «κακόβουλον ». Κάποιος μάλιστα απ’ τους επιφανέστερους πολεμίους της, ο γνωστός λόγιος και κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, εκφράζει την εξωπραγματική άποψη πως ο ελληνικός λαός δεν έχει ανάγκη από μεταφράσεις, μια και καταλαβαίνει πολύ καλά τη γλώσσα της Γραφής, που είναι η δική του γλώσσα μ’ ασήμαντες παραλλαγές. Διατυπώνει μάλιστα την απορία: «Πώς; Ο ελληνικός λαός έπαυσεν ομιλών εις την γλώσσαν των ιδίων αυτού προγόνων; Μήπως διαλέγονται γοτθικά ή τουρκικά;» Στην απαράδεκτη τούτη άποψη καταπέλτης έρχεται η απάντηση του Νεόφυτου Βάμβα : «Μη ψεύδου , Οικονόμε, μη σοφίζου , μη θέλε να κολακεύης τον ελληνικόν λαόν ούτω γελοίως , δια να κρατής αυτόν εις την αμάθειαν του θείου λόγου». Και παρακάτω βάζει στο στόμα του λαού την απάντηση που θα έδινε στον Οικονόμου: «Η γλώσσα μας δεν είναι γοτθική ή τουρκική, έξω όμως από ολίγα λόγια σκορπιστά δεν καταλαμβάνομεν ούτε Ευαγγέλιον , ούτε Απόστολον , ούτε προφητείας, ούτε ψαλτήριον , ούτε στιχηρά. Δια τούτο την ώραν της Ακολουθίας ομιλούμε δι’ άλλας υποθέσεις και βαρυνόμενοι να στεκώμεθα χωρίς να καταλαμβάνωμεν , κάμνομεν τον σταυρόν μας και φεύγομεν οι περισσότεροι καθώς τελειώση το Ευαγγέλιον ». Μια παρόμοια δηλαδή κατάσταση με τη σημερινή.

Καθώς κοιτάζουμε πίσω, στα χρόνια εκείνα, χωρίς τις προκαταλήψεις και τους φανατισμούς εκείνης της εποχής, καταλαβαίνουμε όλοι μας σήμερα πια πόσο ανεδαφικοί κι εξωπραγματικοί ήταν οι ισχυρισμοί του Κωνσταντίνου Οικονόμου και των υπόλοιπων λογίων, που ισχυρίζονταν πως τα πάντα μέσα στο πρωτότυπο κείμενο της Νέας Διαθήκης «είναι γνωστότατα και εις τον απλούστατον χωρικόν , φθάνει να ηξεύρη να αναγινώσκη », όπως επί λέξει υποστήριζε κάποιος απ’ αυτούς. Τι θα μπορούσε άραγε να καταλάβει ο απλός χωρικός από φράσεις όπως «ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ, έως όταν ει μετ ‘ αυτού εν τη οδώ , μήποτε σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής τω υπηρέτη και εις φυλακήν βληθήση »; Ούτε ο απλός χωρικός μα ούτε κι ο ιερωμένος ήτανε σε θέση -κι ούτε και σήμερα είναι σε μεγάλο ποσοστό σε θέση- να καταλάβει το ευαγγέλιο στο αρχαίο κείμενο. Γι’ αυτό και στη μετάφραση του 1703 τονίζεται στον πρόλογο: «Εξαιρέτως δια τινας ιερείς και μερικούς αρχιερείς, όπου δεν καταλαμβάνουσιν την ελληνικήν γλώσσαν [τη γλώσσα του κειμένου της Κ. Διαθήκης] δια να να ήθελαν ημπορέσει με την βοήθειαν του Παναγίου Πνεύματος με την ανάγνωσιν της κοινής να καταλάβωσι τίποτες από το πρωτότυπο, δια να το μεταδώκωσιν εις τους απλούς χριστιανούς προς ωφέλειαν και ψυχικήν σωτηρίαν αυτών και δόξαν Θεού».

Πέρα όμως απ’ όλα αυτά υπάρχει και κάτι ακόμη πιο σπουδαίο και βασικό: πως μια γλώσσα που δεν μιλάς καθημερινά δεν μπορεί ούτε αυτή να σου μιλήσει σ’ εκείνο το βαθμό και μ’ εκείνες τις λεπτές αποχρώσεις που μονάχα η δική σου η μητρική γλώσσα μπορεί να το πετύχει. Κι ο λόγος του Θεού πρέπει να μιλά κατευθείαν στην καρδιά, κι είναι η καρδιά ευαίσθητη σ’ ό,τι νιώθει άμεσα, όχι στο ξένο, το άπιαστο, το παρωχημένο, το σκονισμένο. Γι’ αυτό και πιστεύω πως σήμερα που υπάρχει πια η δυνατότητα να επιλέξουμε ανάμεσα από αρκετές μεταφράσεις -και δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί πλεονέκτημα ή μειονέκτημα- πρέπει να προτιμήσουμε εκείνη που συνδυάζει και τα δύο: και την πιστότητα στα νοήματα του αρχαίου κειμένου, και την ομορφιά και τη γλαφυρότητα στη γλώσσα, που πρέπει νάναι όσο το δυνατόν πιο κοντά σ’ αυτήν που μιλάμε καθημερινά. Καλή και χρήσιμη μετάφραση ή μεταγλώττιση δεν είναι εκείνη που απλά αλλάζει το γραμματικό τύπο, μα εκείνη που την απολαμβάνεις, που σου μιλάει άμεσα, που, ας μου επιτραπεί η έκφραση, κολυμπάς μέσα της και τη νιώθεις απόλυτα δική σου. Προσωπικά πιστεύω πως δεν είναι φρόνιμο να καταργηθεί τελείως η μετάφραση του καθηγητή Βάμβα . Γιατί αποτελεί πολύτιμη κληρονομιά μας κι έχει και ομορφιά και γοητεία και χρησιμότητα. Δεν μπορεί όμως σήμερα πια να έχει την αποκλειστικότητα όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα. Όπως και να το κάνουμε, σήμερα η καθαρεύουσα -και μάλιστα η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα του Βάμβα – είναι αδύνατο, μόνη αυτή, να θρέψει πνευματικά τα παιδιά μας και τους νέους μας, ή ακόμα και τους πιο μεγάλους. Στη δική μας τη γενιά η καθαρεύουσα αποτελούσε καθημερινή πραγματικότητα, άσχετα αν δεν την χρησιμοποιούσαμε εμείς οι ίδιοι. Ωστόσο -για να πω ένα μονάχα παράδειγμα μέσα από πολλά- όταν ήμουνα μικρός και άκουγα τη φράση του ψαλμωδού: «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων ητοίμασας αίνεσιν » αναρωτιόμουν τι τάχα. ένεση βγάζει ο Θεός απ’ τα στόματα των νηπίων.Κι είναι εύκολο να φανταστούμε πόσες, πολύ περισσότερες, παρανοήσεις θα συμβαίνουν σήμερα. Και κάτι ακόμη: φοβάμαι ότι η προσκόλληση των πιο πολλών από τις εκκλησίες μας στη μετάφραση του Βάμβα θυμίζει -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- την προσκόλληση της ορθόδοξης εκκλησίας στο πρωτότυπο κείμενο. Είναι πια καιρός να σπάσει τούτη η παράδοση όχι μόνο προς την κατεύθυνση της δημοτικής γλώσσας, αλλά και προς την κατεύθυνση του αρχαίου κειμένου. Θυμάμαι τη μητέρα μου που είχε μεγαλώσει μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία και δήλωνε: «δε μου αρέσει το αρχαίο κείμενο, αυτό είναι των ορθοδόξων». Και ξέρω ότι αρκετοί ευαγγελικοί της γενιάς της -κι όχι μονάχα της δικής της γενιάς- είχαν και έχουν την ίδια αντίληψη. Είναι λάθος μεγάλο να διώχνουμε το πρωτότυπο κείμενο και ν’ αφήνουμε να το χρησιμοποιεί μονάχα η ορθόδοξη εκκλησία. Είναι καιρός όσοι από μας καταλαβαίνουμε την αρχαία γλώσσα, έστω και όχι σε τέλειο βαθμό, να μάθουμε να χρησιμοποιούμε και το πρωτότυπο κείμενο δίπλα στο Βάμβα και στη μετάφραση της δημοτικής. Κι ίσως είναι σκόπιμο ν’ ακούγεται πού και πού το πρωτότυπο κείμενο από τους άμβωνές μας, που στο κάτω-κάτω αποτελεί και τον αυθεντικό, πρωτότυπο λόγο του Θεού. Ας μάθουμε να είμαστε ευέλικτοι, κι ας απαλλαχτούμε από τις αγκυλώσεις και τις αναστολές του παρελθόντος.

Ξαναγυρίζουμε στη διήγησή μας. Η ουσία είναι πως με τη φοβία του περίφημου προσηλυτισμού και την τροχοπέδη των καθαρευουσιάνων και με τον παραλογισμό για τη δήθεν διατήρηση των εθνικών και χριστιανικών παραδόσεων, το υπόλοιπο του 19 ου αιώνα μετά τη μετάφραση του Βάμβα κυλά χωρίς καμιά προσπάθεια για τη διάδοση και την κατανόηση της Γραφής από τον ελληνικό λαό. Και το χειρότερο είναι, πως ενώ το πατριαρχείο της Πόλης στάθηκε πάντα πιο ανεκτικό απέναντι στη μετάφραση, σε σημείο που να εκδώσει τον περασμένο αιώνα, αν δεν κάνω λάθος, μετάφραση της Γραφής στην τουρκική γλώσσα μ’ ελληνικούς χαρακτήρες για τους τουρκόφωνους έλληνες της Μ. Ασίας, η εκκλησία της Ελλάδας αντιμετώπισε αρνητικά ή αδιάφορα το πρόβλημα αυτό. Χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 17 Οκτωβρίου 1899 διαβάζουμε τούτα τα λόγια για την κατάσταση που επικρατεί την εποχή εκείνη στη χώρα μας: «Όλα τα έθνη, και αυτοί οι άγριοι της Αφρικής έχουσιν εις χείρας του λαού το Ευαγγέλιον μεταφρασμένον εις την ιδίαν αυτών γλώσσαν ή διάλεκτον . Αφού λοιπόν αι τόσον άγριαι και ασχημάτιστοι γλώσσαι της Αφρικής ηδυνήθησαν να μεταδώσουν τας αληθείας του Ευαγγελίου, είναι δυνατόν ν’ αμφισβητή τις την δύναμιν ταύτην εις την πλουσιωτάτην και θαυμασίαν γλώσσαν του ελληνικού λαού; Ο ελληνικός λαός από πολλού διατελεί σχεδόν ξένος προς το Ευαγγέλιον . Αφ’ ότου έπαυσεν εννοών την γλώσσαν , εις ην εγράφη το Ευαγγέλιον , και ιδίως αφ’ ότου εσίγησεν εν τη Εκκλησία ο άμβων , ο ελληνικός λαός κατήντησε να θεωρή το βιβλίον της ζωής, το κατ’ εξοχήν πάσης θρησκευτικής και ηθικής εννοίας διδακτικόν τούτο βιβλίον , ως βιβλίον απλώς ιεροτελεστικόν . Μέγα μέρος του ελληνικού λαού θεωρεί σήμερον το Ευαγγέλιον ως μέρος της ιεροτελεστίας απλώς. Νομίζει ότι το Ευαγγέλιον αναγιγνώσκεται ουχί προς διδασκαλίαν , αλλά προς εκτέλεσιν τύπου ιερού, την δε ζωοποιόν δύναμιν του Ευαγγελίου δεν αποδίδει εις την διδασκαλίαν την εν αυτώ , αλλ’ εις τας λέξεις. Δια τούτο η πηγή της θρησκευτικής και ηθικής ζωής εξηράνθη σχεδόν παρ’ ημίν . Δια τούτο περιήλθομεν εις την σημερινήν ηθικήν και θρησκευτικήν έκλυσιν ».

Είναι στα τέλη του περασμένου αιώνα που το θέμα της μετάφρασης ξαναβγαίνει στη μέση μ’ επικίνδυνες αυτή τη φορά προεκτάσεις και συνέπειες. Στον άτυχο πόλεμο του ’97 η βασίλισσα Όλγα, που βέβαια δεν ήξερε και πολλά απ’ τα προβλήματα του λαού, όπως συνήθως οι βασιλιάδες, διαπιστώνει μ’ έκπληξή της πως, σαν προσπαθεί να παρηγορήσει τραυματίες που γεμίζουν νοσοκομεία διαβάζοντάς τους κομμάτια από το Λόγο του Θεού, τούτοι τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουν σχεδόν ούτε λέξη. «Όλοι απήντων ,» σημειώνει η κ. Καρόλου, η ιδιαιτέρα της βασίλισσας, «όχι, βασιλισσά μου, γιατί αυτά είναι για τους γραμματισμένους, βαθιά ελληνικά. Τ’ άκουσα, μα δεν τα κατάλαβα, γιατί είναι φράγκικα, δείξε μου του Χριστού το γράψιμο να πιστέψω». Πού είσαι Κωνσταντίνε Οικονόμου εξ Οικονόμων που διακήρυττες πως ο ελληνικός λαός δε χάνει ούτε λέξη απ’ το αρχαίο κείμενο!

Ανύποπτη η βασίλισσα για τη θύελλα που θα ξεσηκώσει, ζητά από την ιδιαιτέρα γραμματέα της, την Ιουλία Καρόλου, να μεταφράσει τα τέσσερα ευαγγέλια σε γλώσσα πιο απλή. Κι όταν η μετάφραση ετοιμάζεται -κάτι ανάμεσα σε καθαρεύουσα και σε δημοτική της εποχής- η βασίλισσα Όλγα ζητά την άδεια της ιεράς συνόδου να τη θέσει σε κυκλοφορία. Επικεφαλής της συνόδου βρίσκεται ο μητροπολίτης Αθηνών και πάσης Ελλάδος Προκόπιος, άνθρωπος μάλλον μετριοπαθής, που όμως δεν είναι διατεθειμένος να δημιουργήσει σάλο για ένα τέτοιο θέμα. Έτσι η απάντηση της ιεράς συνόδου είναι αρνητική: «η Ιερά Σύνοδος, αναλογιζομένη το μέγεθος της ευθύνης απέχει του εγκρίναι την υποβληθείσαν αυτή εν χειρογράφω μετάφρασιν του Ιερού Ευαγγελίου εις γλώσσαν δημώδη και τετριμμένην ».

Η βασίλισσα επιμένει. Κι αποφασίζει, παρά την απαγόρευση της ιεράς συνόδου, να τυπώσει δοκιμαστικά χίλια αντίτυπα, για να μοιραστούν από πρόσωπα του περιβάλλοντός της σε περιορισμένο κύκλο. Σηκώνεται θόρυβος. Μα τ’ αντίτυπα είναι λίγα, το πράγμα ξεχνιέται γρήγορα.

Δεύτερη -και πάλι περιορισμένη- πρωτοβουλία παίρνει ο θρησκευτικός σύλλογος «Ανάπλασις », που κυκλοφορεί λίγα αντίτυπα μιας δικής του μετάφρασης, θεωρημένης μάλιστα κι από το Πατριαρχείο. Πάλι γίνεται κάποια αναταραχή, μα σύντομα και τούτη τη φορά τα πράγματα ησυχάζουν. Τ’ αντίτυπα είναι λίγα, δεν πρόκειται να «καταστραφούν» πολλές ψυχές.

Ένα χρόνο αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1901, η εφημερίδα «Ακρόπολις» που διευθύνει ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ένας από τους πιο φωτισμένους, τους πιο προοδευτικούς και τους πιο μαχητικούς δημοσιογράφους σ’ ολόκληρη την ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας, αρχίζει να δημοσιεύει μετάφραση των ευαγγελίων σε δημοτική, γραμμένη από το γνωστό δημοτικιστή λογοτέχνη Αλέξανδρο Πάλλη . Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται ν’ ανεχτούν ούτε οι λόγιοι, που μισούν τον Πάλλη γιατί ανήκει στους «ολετήρας και εθνοκτόνους μαλλιαρούς», ούτε οι καθηγητές της θεολογίας κι η εκκλησιαστική ηγεσία, καθώς κι οι υπόλοιποι εθνοπατέρες, μια και η πράξη τούτη «επιδιώκει να βεβηλώση την θρησκείαν και να διασπάση την εθνικήν ενότητα». Βλέπετε, η εφημερίδα δεν κυκλοφορεί μόνο σε χίλια αντίτυπα, κι είναι εύκολο να διαβαστεί από ένα σημαντικό μέρος του λαού και να «βλάψει» πολλές ψυχές.

Πολλά τέρατα και σημεία έχουν γραφεί και ειπωθεί για τη μετάφραση τούτη του Πάλλη . Κι είναι αυτό αληθινά περίεργο, αφού στα περισσότερα απ’ αυτά θα μπορούσε πολύ εύκολα να καταδειχτεί η υπερβολή κι η συκοφαντία, μια κι η εφημερίδα με τη μετάφραση του Πάλλη ήτανε την εποχή εκείνη προσιτή στον καθένα. Φαίνεται όμως πως οι συκοφαντίες βγήκαν αρκετό καιρό αφού σταμάτησε η δημοσίευση της μετάφρασης, κι ακόμα αναφέρθηκαν περισσότερο σε σημεία που δεν πρόφτασαν να δημοσιευτούν. Ίσως κάποιοι από τους ακροατές μας είναι επηρεασμένοι απ’ αυτή τη μυθολογία.

Δύο απ’ τα πολλά ψέματα, τα πιο χαρακτηριστικά, θα θέλαμε να αναφέρουμε. Είπανε, πως ο Πάλλης μεταφράζει το «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» με το : «θυμήσου με αφεντικό, όταν έρθεις στα πράματα». Κι είναι τούτο μια πρώτου μεγέθους κακοήθεια. Στην πραγματικότητα ο Πάλλης μεταφράζει «Ιησού (προσφώνηση σύμφωνα με το κριτικό κείμενο), θυμήσου με όταν πας στη βασιλεία σου». Είπανε ακόμη πως ο Πάλλης μετέφρασε το μυστικό δείπνο σε «κρυφό τσιμπούσι». Κι είναι αυτό όχι μόνο καθαρή συκοφαντία, μα και αγραμματοσύνη πρώτης γραμμής. Γιατί είναι γνωστό πως η έκφραση «μυστικός δείπνος» δεν υπάρχει καν μέσα στην Αγία Γραφή. Απλούστατα, ο Πάλλης τη λέξη «ο δείπνος», τη μεταφράζει «το δείπνο», όπως το λέμε κι εμείς σήμερα. Κι είναι εκπληκτικό πώς ο Σπύρος Μαρκεζίνης στην ιστορία του της νεότερης Ελλάδας μεταφέρει τη λαθεμένη τούτη πληροφορία αυτούσια κι ανεξέλεγκτη, χωρίς καν να κάνει τον κόπο ν’ ανοίξει την Αγία Γραφή για να ελέγξει την ακρίβεια της πληροφορίας του.

Ένα και μοναδικό ίσως ήταν το σφάλμα του Πάλλη και του Γαβριηλίδη: πως δημοσίευσαν τη μετάφραση όταν ήταν το κλίμα ακόμα ακατάλληλο για τέτοιες τολμηρές ενέργειες, σε μιαν εποχή όπου στα σχολεία μ’ επιμονή διόρθωναν τους μικρούς μαθητές, αντί να λένε «ο οποίος» που το βρίσκανε υπερβολικά νεωτεριστικό κι αντεθνικό, να λένε «όστις» που ήταν πολύ πιο αρχαιοπρεπές. Όσο για μας που ζούμε σήμερα, όπου η χρήση της δημοτικής μας γλώσσας έχει πια γενικευθεί, δε μας είναι καθόλου δύσκολο να χαρούμε τη γλαφυρότητα και τη δροσιά του ευαγγελικού κειμένου, όπως το απέδωσε αριστοτεχνικά η πένα του εκλεκτού λογοτέχνη μας. Φυσικά, εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε και γλωσσικές ακρότητες -σποραδικά μονάχα- κι ίσως και μερικές νοηματικές αστοχίες. Πώς όμως μπορούσε να γίνει διαφορετικά πριν από εκατό σχεδόν χρόνια, με τη δημοτική μας γλώσσα ακόμα αδιαμόρφωτη και «υπό απαγόρευση»; Τι σημασία άλλωστε έχουν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες μπροστά στο ζωντάνεμα και στη λάμψη που ξαναποκτά το ευαγγελικό κείμενο, όπως τότε που πρωτογράφτηκε σε γλώσσα ζωντανή κι απόλυτα κατανοητή: «Καλότυχοι οι φτωχοί από νου, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. Καλότυχοι οι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν. Καλότυχοι οι ήμεροι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη. Καλότυχοι οι πεινασμένοι και διψασμένοι την αρετή, γιατί αυτοί θα χορτάσουν. Καλότυχοι οι σπλαχνικοί, γιατί αυτοί θα δούνε σπλαχνιά. Καλότυχοι οι με καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δούνε το Θεό. Καλότυχοι όσοι φέρνουν ειρήνη, γιατί αυτούς θα πούνε γιους του Θεού.»

Η συνέχεια απ’ όλη αυτή την ιστορία στηρίζεται σε γνωστό χιλιοπαιγμένο σενάριο. Παρόμοια έχουμε ζήσει κι εμείς αρκετά, ιδιαίτερα οι πιο παλιές γενιές. Ο εθνικισμός στη χειρότερη μορφή του, ο θρησκευτικός φανατισμός και η αιώνια ξενοφοβία δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε στις ταραχές που περιγράψαμε στην αρχή της ομιλίας μας, με πρωταγωνιστές τους φοιτητές κυρίως της θεολογίας κι άλλους φανατικούς. Και τι δεν ακούστηκε: πως η μετάφραση του Πάλλη αποτελεί «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων [των πιο πολύτιμων] του έθνους κειμηλίων», πως πίσω απ’ όλη αυτή την ιστορία κρύβεται «ο ρωσικός δάκτυλος» -ας μην ξεχνάμε πως η βασίλισσα Όλγα ήταν ρωσίδα- ή ακόμα πως κρύβεται η βουλγαρική εξαρχία που σκοπεύει να προσεταιριστεί τους έλληνες της Μακεδονίας, και άλλα παρόμοια. Αποτέλεσμα των ταραχών που κορυφώθηκαν στις 8 Νοεμβρίου του 1901: τρεις φοιτητές και οκτώ πολίτες νεκροί, ογδόντα τραυματίες, παραίτηση του μητροπολίτη Προκόπιου και της κυβέρνησης με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη.

Ασφαλώς μ’ όλη αυτή την ιστορία ο τόπος μας κάθε άλλο παρά κερδισμένος βγαίνει. Η μετάφραση των ευαγγελίων στη χαραυγή του αιώνα, αν είχε αφεθεί ελεύθερη, θάχε σημειώσει μια γενικότερη στροφή προς τη φιλελευθεροποίηση των θρησκευτικών πραγμάτων, με σημαντικό όφελος στην ομαλή πορεία της χώρας. Αντίθετα, τούτη η φοβία της επίσημης εκκλησίας ενάντια στους «προσηλυτισμούς» και την ελεύθερη κυκλοφορία της Αγίας Γραφής, συνδυασμένη με γενικότερες οπισθοδρομικές κι αναχρονιστικές αντιλήψεις, είχε πολύ μεγαλύτερη επίδραση στην πορεία του έθνους από όσο μπορούμε να φανταστούμε, κι εξακολουθεί σε αρκετό ποσοστό να επιδρά ακόμη και σήμερα. Δεν πρόκειται για τις μερικές χιλιάδες «αιρετικούς» που θα κάνουν προπαγάνδα. Η εκκλησία αρνιέται γενικότερα το διάλογο. Κι όταν μέσα στην εκκλησία βασιλεύει η μονοκρατορία, η αυθαιρεσία κι ο σκοταδισμός, δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται ολόκληρη η ζωή του έθνους μια κι η δύναμη της εκκλησίας ακόμα και σήμερα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Πόσο δίκιο είχε ο μεγάλος γερμανός γλωσσολόγος Τουμπ , που αναφέραμε και παραπάνω, όταν γράφει, αμέσως μετά τα «ευαγγελικά» επεισόδια, τούτα τα τσουχτερά λόγια, καθόλου κολακευτικά για τη νοοτροπία μας: «τα θλιβερά γεγονότα ξαναγυρίζουν εμάς τους δυτικούς ευρωπαίους σε χρόνια περασμένα από καιρό, στους μεσαιωνικούς θρησκευτικούς αγώνες, και μας θυμίζουν το φανατισμό κάποιων αιρέσεων στη Ρωσία ή στην Ανατολή. Και βρίσκουμε σε όσα συνέβησαν και νέες μαρτυρίες για κάτι που συχνά παραγνωρίζεται, πως από χρόνια χωρίζει βαθιά αντίθεση τον ευρωπαϊκό κόσμο σ’ ένα πολιτισμό γερμανορωμανικό , καθολικοδιαμαρτυρόμενο και ένα ελληνοσλαβικό , ορθόδοξο. Και καταλαβαίνουμε πόσο τείνει το ελληνοσλαβικό μέρος προς την Ασία, και πόσα ανατολίτικα στοιχεία κοιμούνται στα βάθη της λαϊκής ψυχής. Σ’ αυτή τη γενική βάση πρέπει να κριθεί η αιματηρή στάση των Αθηνών». Φυσικά, μην ξεχνάμε πως τούτα τα λόγια γράφτηκαν πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, που κατακομμάτιασαν το είδωλο και του περίφημου «γερμανορωμανικού » πολιτισμού. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία. Και παρακάτω προσθέτει: «Κηρύχτηκε και διδάχτηκε το ευαγγέλιο μια φορά στους φτωχούς και περιφρονημένους, στη γλώσσα που μπορούσε να καταλάβει και ο απλοϊκός άνθρωπος, σήμερα όμως απειλούν με σκοτωμό και αναθέματα οι αυστηρά ορθόδοξοι Αθηναίοι εκείνους που δεν θέλουν τίποτε άλλο, απ’ ό,τι ήθελαν οι απόστολοι και οι μαθητές τους, και έχουν την πεποίθηση πως και αυτό μπορεί να είναι χριστιανισμός.».

Κι ο δικός μας λόγιος και γιατρός Φώτης Φωτιάδης, γράφει κάπου για το ίδιο θέμα: «Τι μεγάλα μαθήματα μας έδωσαν αυτές οι ταραχές. Ήταν να γίνει τέτοιο άνω-κάτω γιατί ο Πάλλης μετάφρασε το ευαγγέλιο; Το εξευτέλισε, λένε, μεταφράζοντάς το στη γλώσσα του λαού. Κι εξευτελίζεται έτσι το ?γιο Βιβλίο; Εξευτελίστηκε τάχα ο Χριστός μας με το να συναναστρέφεται ολημερίς με ανθρώπους του λαού και να τους μιλά στη γλώσσα του; Τι προφάσεις εν αμαρτίαις!»

Τούτα όμως τα συνετά λόγια και πολλά άλλα παρόμοια πολύ λίγο συγκινούν τους εθνοκάπηλους και τους γλωσσαμύντορες της εποχής εκείνης, μια και αυτό που ήθελαν έχει γίνει, και μάλιστα με τον πιο τέλειο τρόπο. Ποιος θα τολμήσει πια για χρόνια πολλά να διανοηθεί μετάφραση του ευαγγελίου;

Μόλις στα 1945, μισό σχεδόν αιώνα μετά τα «ευαγγελιακά», κάποιος Γιώργος Βουγιουκλάκης τολμά να ξανακυκλοφορήσει «λογοτεχνική μετάφραση» του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου σε δημοτική πιο συγχρονισμένη από εκείνη του Πάλλη , χωρίς ακρότητες κι υπερβολές. Το ευαγγέλιο αυτό κατάσχεται, και ύστερα από έγγραφο του υπουργείου παιδείας παραπέμπεται ο μεταφραστής στο τριμελές πλημμελειοδικείο με την κατηγορία ότι. «προς τον σκοπόν εμπορίας, διανομής, δημοσία εκθέσεως παρεσκεύασε και πωλήσας έθεσεν εις κυκλοφορίαν άσεμνον (!)σύγγραμμα. το οποίον εκ της μεταφράσεως συμφώνως προς το κοινόν αίσθημα προσβάλλει την δημοσίαν αιδώ». Ευτυχώς που τουλάχιστον ο άνθρωπος αθωώθηκε στο δικαστήριο για το. άσεμνο βιβλίο του.

Σήμερα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει εντελώς. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί πριν από μερικά χρόνια πως στις μέρες μας θα κυκλοφορούσε μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική γλώσσα με έγκριση και επαινετικά σχόλια της ιεράς συνόδου και όλων των πατριαρχείων. Τούτη η κοσμογονική αλλαγή ελπίζουμε ότι αργά ή γρήγορα θ’ αποδώσει αγαθούς καρπούς. Έχω ωστόσο την υποψία ότι αν αυτό γινόταν μερικά χρόνια νωρίτερα, τότε που το βιβλίο διαβαζόταν περισσότερο στον τόπο μας και δεν είχε ακόμη αρχίσει η παντοκρατορία της τηλεόρασης, τ’ αποτελέσματα θα ήταν πολύ πιο γρήγορα, πολύ πιο φανερά και πολύ πιο εντυπωσιακά. Χάσαμε πολλά χρόνια χάρη στο μεσαιωνικό τρόπο αντιμετώπισης πολλών θεμάτων από μέρους πολλών, και προπάντων των θεμάτων που σχετίζονται με την πίστη του Χριστού. Θ’ αρχίσει ν’ αντιλαμβάνεται άραγε ο πολύς λαός τη διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνα που ορίζει η Αγία Γραφή και σ’ εκείνα που γίνονται μέσα στην εκκλησία σε πολλούς τομείς; Το ευχόμαστε. Όταν ένα «ταμπού», κάτι απαραβίαστο και ιερό, όπως ήταν το αρχέτυπο κείμενο της Γραφής, παύει να είναι «ταμπού» και γίνεται κτήμα των πολλών, τότε πολλά μπορούν να συμβούν, ευχάριστα τα περισσότερα με κάποιες δυσάρεστες υπερβολές, όπως έγινε με τις ακρότητες στην ερμηνεία κι εφαρμογή της Βίβλου μέσα σ’ ένα τμήμα του προτεσταντικού κόσμου. Την εποχή που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα που περιγράψαμε παραπάνω, μια απλή γυναίκα του λαού εξέφρασε ακριβώς το γενικό αίσθημα με τούτα τα λόγια: «μετάφραση ιερού κειμένου για να το καταλαβαίνω; Μα αν αρχίσω να το καταλαβαίνω, τότε τι σεβασμό θα του έχω;» Ίσως με την ελεύθερη κυκλοφορία της μετάφρασης της Αγίας Γραφής να εξαφανιστούν και τα τελευταία κατάλοιπα από αυτές τις σκοταδιστικές αντιλήψεις. Κι αυτό μπορεί να ανοίξει δρόμους που είναι αδύνατον να τους φανταστούμε. Το Πνεύμα του Θεού πολλά μπορεί να κάνει που εμείς τα θεωρούμε δύσκολα ή και αδύνατα. Όσο για μας, τους ευαγγελικούς -διαμαρτυρόμενους χριστιανούς, με τη μετάφραση και την ελεύθερη κυκλοφορία της Αγίας Γραφής έλειψε επιτέλους ένα σημαντικό σημείο τριβής ανάμεσα σ’ εμάς και στην ορθόδοξη εκκλησία. Το πρόβλημά μας -κι η πρόκληση- είναι πώς θα χειριστούμε σωστά την κατάσταση που έχει προκύψει από την πληθώρα των μεταφράσεων: μετάφραση με «δυναμική αντιστοιχία», κατά λέξη μετάφραση στη δημοτική γλώσσα, -παραπάνω από μία- μεταγλώττιση του Βάμβα , μετάφραση σε απλή καθαρεύουσα. Μήπως πάμε να δημιουργήσουμε με όλες αυτές τις μεταφράσεις ένα άλλο κεφάλαιο ασυνεννοησίας μεταξύ μας, μια «μίνι» Βαβέλ; Ή μήπως αυτό δε βλάπτει καθόλου, όπως δεν βλάπτουν οι πολλές μεταφράσεις του ίδιου αρχαίου κειμένου στους κλασικούς συγγραφείς; Το μέλλον θα το δείξει. Κι ίσως μόνο καλό μπορεί να προκύψει, αν μάθουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους θέματα με μετριοπάθεια, με σωφροσύνη, με αληθινά πνευματικό τρόπο και χωρίς στείρους δογματισμούς.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.