Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Στέφανου Κατσάρκα

«Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία η θρησκεία και η ιδεολογική ανοχή δεν υπήρξαν σύμμαχοι. Μισαλλοδοξία στη θέση της ανοχής, ομοιομορφία στη θέση της πολυμορφίας, υποταγή στη δοσμένη γραμμή στη θέση της ανεξαρτησίας γνώμης υπήρξαν πάντοτε τα χαρακτηριστικά στην ιστορία των θρησκειών. Περισσότεροι πόλεμοι έχουν διεξαχθεί, περισσότεροι διωγμοί έχουν εξαπολυθεί και περισσότερες ζωές έχουν χαθεί στο όνομα της θρησκείας απ’ ό,τι ίσως για οποιαδήποτε άλλη αιτία. Η έλλειψη θρησκευτικής ανοχής υπήρξε ακόμη η βασική αιτία για φυλετικές προκαταλήψεις που γέννησαν πολιτικές και κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος όλων εκείνων που δεν ακολουθούσαν ή δε συμμορφώνονταν με την κατεστημένη θρησκευτική πίστη». (Μετάφραση από το «Ευαγγελικό Λεξικό Θεολογίας» του Walter Elwell, έκδοση 1984, λήμμα «ανεξιθρησκία»).

Είναι γνωστό πως η ιστορία έκανε και κάνει αρκετές αδικίες. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως άνθρωποι είναι αυτοί που τη ζουν και τη διαμορφώνουν, όπως κι αυτοί που τη γράφουν. Κι οι άνθρωποι κάνουν συχνά λαθεμένες εκτιμήσεις είτε από άγνοια είτε από έλλειψη φαντασίας, είτε από προκατάληψη και στενή αντίληψη, είτε από χίλιες – δυο άλλες αιτίες. Καμιά φορά οι αδικίες αυτές διορθώνονται στις επόμενες γενιές. Στην εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, για παράδειγμα, στην έκδοση του 1929, ο Αντόνιο Βιβάλντι δεν αναφέρεται ούτε καν σαν όνομα. Κι ωστόσο σήμερα όλοι παραδέχονται πως υπήρξε ένας από τους τρεις – τέσσερις μεγάλους της εποχής του μπαρόκ, δίπλα στο Μπαχ, το Χαίντελ και τον Τέλεμαν. Δεν ξέρουμε αν και πότε η ιστορία θ’ αποκαταστήσει το Σεβαστιανό Καστελιόν στη θέση που του πρέπει, και που του τη στέρησαν οι ίδιοι οι χριστιανοί της εποχής του, οι πνευματικοί αδελφοί του, από προκατάληψη, φανατισμό και κακία. Ακουγόταν βλέπετε τόσο παράφωνα και τόσο παράταιρα το κήρυγμά του της θρησκευτικής ιδεολογικής ανοχής και της ελευθερίας της συνείδησης στο 16ο αιώνα όπου η μισαλλοδοξία και οι θρησκευτικές διαμάχες βρίσκονταν στο φόρτε τους, κυοφορώντας τους θρησκευτικούς πολέμους και την αιματοχυσία που επακολούθησε. Ποιος μπορούσε να τον καταλάβει τότε. Αμφιβάλλω αν ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί από τους χριστιανούς που θα τον καταλάβαιναν. Πώς να μην ξεχαστεί, πώς να μη συκοφαντηθεί, πώς να μην καταβληθεί κάθε προσπάθεια να σβήσει η μνήμη και η φωνή του. Μην ψάξετε να ανακαλύψετε πολλά γι’ αυτόν μέσα στις εκκλησιαστικές ιστορίες και μέσα στις εγκυκλοπαίδειες. Τις περισσότερες φορές δε θα βρείτε ούτε καν καταχωρημένο τ’ όνομά του και στην καλύτερη περίπτωση θα διαβάσετε γι’ αυτόν ελάχιστες βιαστικές γραμμές. Ο Γιώργος Χατζηαντωνίου στο σχετικά σύντομο εγχειρίδιό του «Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου Αιώνα» του αφιερώνει μισή σελίδα με λόγια επαινετικά, και θέλω να πιστεύω ότι σ’ αυτό έχει συμβάλει και μια σχετική συζήτησή μας στη μακρόχρονη αλληλογραφία μας. Ο μόνος που τον έκανε γνωστό εδώ και δεκαετίες στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, είναι ο μεγάλος αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάϊχ στο βιβλίο του «Καστελιόν και Καλβίνος» στα 1936, που το έγραψε ύστερα από παρακίνηση του Jean Schorer, πάστορα του καθεδρικού ναού του Αγ. Πέτρου της Γενεύης, της εκκλησίας όπου υπηρέτησε ο ίδιος ο Καλβίνος*. Σήμερα τα βιβλία που έγραψε ο Καστελιόν και οι βιογραφίες του μπορούν μονάχα ν’ ανακαλυφτούν από ερευνητές και συλλέκτες. Στα 1982 στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι ανακάλυψα τους τίτλους δύο βιβλίων του: «Γιατί δεν Πρέπει να Τιμωρούμε τους Αιρετικούς», και «Η Τέχνη του να Γνωρίζεις και να Αγνοείς, να Πιστεύεις και ν’ Αμφιβάλλεις», (ο Γιώργος Χατζηαντωνίου είχε βρεί μάλιστα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και γοητευτικό αυτόν τον τίτλο, όταν του τον έγραψα).Είχαν εκδοθεί από κάποιον εκδοτικό οίκο της Γενεύης. Θεωρώ ευτυχή τον εαυτό μου που ανήκω στους λίγους που έχουν στη βιβλιοθήκη τους αυτά τα βιβλία. Πρόσφατα, ύστερα από προσπάθειες αρκετών χρόνων, πρόσθεσα κι ένα βιβλίο ακόμη –μια πραγματεία για το έργο και τη ζωή του: «ο Σεβαστιανός Καστελιόν και η Καλβινιστική Μεταρρύθμιση», γραμμένο το 1914 από τον Etienne Giran, που έπεσε θύμα των φιλελεύθερων ιδεών του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ στα 1944. Ένα βιβλίο 550 σελίδων που για να τ’ αποκτήσω έπρεπε να πληρώσω 45.000 δραχμές! Να γιατί πιστεύω πως ό,τι θ’ ακούσετε απόψε δεν ακούγεται καθόλου συχνά, κι ίσως θάναι η πρώτη και τελευταία φορά που θ’ ακούσετε κάτι για το Σεβαστιανό Καστελιόν, το μεγάλο άνθρωπο του Θεού. Εκτός κι αν πέσει στα χέρια σας το βιβλίο του Τσβάϊχ. Ο Τσβάϊχ όμως δεν υπήρξε χριστιανός κι αντικρίζει το θέμα περισσότερο από την ανθρωπιστική και πολιτική του πλευρά και πολύ λιγότερο από την πλευρά της πίστης. Προσωπικά με τούτη την ομιλία θεωρώ πως εκπληρώνω σ’ ελάχιστο έστω ποσοστό ένα χρέος που θάπρεπε όλοι οι χριστιανοί να του οφείλουν. Κι ιδιαίτερα οι χριστιανοί της εποχής του, που αντί γι’ αυτό τον πότισαν με την πίκρα της λησμονιάς. Η ιστορία κάνει λάθη κι αδικίες, το ξαναλέμε. Οι χριστιανοί όμως όφειλαν να είναι πιο δίκαιοι και πιο προσεκτικοί . Κι είναι αυτό μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ίδιας της ιστορίας…

*Σημ.: Πρόσφατα ανακάλυψα ότι για τον Καστελιόν είχε γράψει επαινετικά και ο Άργος Ζωδιάτης, ποιμένας της ευαγγελικής εκκλησίας Κατερίνης, σε μια ομιλία του γύρω στα 1950, κάτι που αγνοούσα όταν έγραφα τις παραπάνω γραμμές. Το γεγονός αυτό, νομίζω, έχει ιδιαίτερη σημασία προπάντων για εκείνη την εποχή.

Ο Σεβαστιανός Καστελιόν γεννιέται στα 1515 σ’ ένα χωριό στην περιοχή που συνορεύει η Ελβετία με τη Γαλλία, από φτωχούς αγρότες γονείς. Για την παιδική του ηλικία δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε, εκτός απ’ το ότι ανατρέφεται σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον αυστηρής ηθικής ακεραιότητας που δεν ανέχεται ούτε την ψευτιά ούτε την υποκρισία, κάτι που σφραγίζει ολόκληρο το χαρακτήρα του και την κατοπινή ζωή του. Μαθητής ακόμη, στα 15 του χρόνια, εντυπωσιάζεται βαθιά από τα λόγια του Μαρτίνου Λούθηρου στη Δίαιτα -τη συνέλευση των ευγενών – της Βορμς: «Ο καθένας», είχε δηλώσει ο Λούθηρος, «πιστεύει με δική του ευθύνη και δικό του κίνδυνο, και ο καθένας οφείλει να σιγουρευτεί από μόνος του αν η πίστη του είναι καλή… Κανένας δεν μπορεί να με υποχρεώσει να πιστεύω ό,τι δε θέλω να πιστεύω… Πρόσεξε να μη σ’ επηρεάσει τίποτε πάνω στη γη, όσο μεγάλο και νάναι, και να σ’ αποτρέψει αντίθετα απ’ τη μαρτυρία της συνείδησής σου, από μια πίστη που εσύ ο ίδιος την αναγνωρίζεις και την αποτιμάς σα δοσμένη απ’ το Θεό… Η συνείδηση του ανθρώπου αξίζει περισσότερο από χίλιες ξένες μαρτυρίες. Την ημέρα της κρίσης του Θεού, δε θα κριθούμε σύμφωνα με καμιά άλλη μαρτυρία παρά μόνο σύμφωνα με τη μαρτυρία της δικής μας συνείδησης. Αυτή η μαρτυρία βρίσκεται πάνω από εκείνην ολόκληρου του κόσμου. Η συνείδηση δεν πρέπει να υποτάσσεται σε κανέναν». Τούτα τα λόγια θα χαραχτούν βαθιά στη μνήμη του νεαρού Σεβαστιανού και θ’ αποτελέσουν τη βάση για ολόκληρη την κατοπινή του πορεία και συμπεριφορά.
Στα είκοσί του χρόνια τον βρίσκουμε φοιτητή στη Λυών, όπου εκτός από τα γαλλικά και τα ιταλικά μαθαίνει λατινικά, αρχαία ελληνικά, εβραϊκά, κι αργότερα γερμανικά. Είναι τέτοια η επίδοσή του σ’ όλους τους τομείς της επιστήμης, ώστε, όπως αναφέρει ο Τσβάϊχ, «οι ουμανιστές και οι θεολόγοι, χωρίς καμιά εξαίρεση, τον αναγνωρίζουν σαν τον σοφότερο άνθρωπο της εποχής του». Στην αρχή τον τραβάει η ποίηση και η λογοτεχνία και γράφει μια σειρά από ποιήματα κι άλλα έργα στα λατινικά. Σύντομα όμως αρχίζουν και τον απασχολούν τα μεγάλα πνευματικά προβλήματα και η κοσμογονία της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, στις χώρες που επικρατεί η καθολική εκκλησία, οι πυρές καίνε ασταμάτητα εξολοθρεύοντας όσους ακολουθούν τις καινούργιες διδασκαλίες, που ουσιαστικά δεν είναι καθόλου καινούργιες μια και το μόνο αίτημά τους είναι η επιστροφή στην απλότητα της Αγίας Γραφής. Με φρίκη παρακολουθεί στη Λυών τέτοιες εκτελέσεις ο νεαρός ουμανιστής. Συγκλονισμένος από τη θηριωδία του εκκλησιαστικού δικαστηρίου και από τον ηρωισμό που δείχνουν τα θύματα, αποφασίζει ν’ αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στην υπηρεσία του Θεού και της αλήθειας. Φυσικά, δεν μπορεί πια να μείνει για πολύ στην πατρίδα του. Σύντομα καταφεύγει στο Στρασβούργο, όπου έχουν συγκεντρωθεί πολλοί από τους διωγμένους για την ευαγγελική πίστη, κι από κει στη Γενεύη, στην Ελβετία, που ο Ιωάννης Καλβίνος θα τη μετατρέψει σε προπύργιο και κέντρο του προτεσταντισμού.
Αρκετά είναι εκείνα που φαίνεται αρχικά να ενώνουν τον Καλβίνο με τον Καστελιόν. Ο Καλβίνος τον θαυμάζει για τη μόρφωσή του, για την καθαρότητα του χαρακτήρα του, για τη βαθιά του ευσέβεια, κι έχοντας έρθει σ’ επαφή μαζί του ήδη από το Στρασβούργο τον συστήνει στις αρχές της Γενεύης για τη θέση του διευθυντή στο κολέγιο, λίγο πριν εγκατασταθεί οριστικά κι ο ίδιος σαν πνευματικός οδηγός της πόλης. Απ’ το άλλο μέρος κι ο Καστελιόν έχει γνωρίσει αρκετά καλά το μεγάλο μεταρρυθμιστή. Έχει άλλωστε ήδη τυπωθεί και κυκλοφορήσει το τετράτομο έργο του «Christianae Religionis Institutio» -«Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας», όπως αποδόθηκε ο τίτλος στα ελληνικά από τον Αντώνη Κουλούρη,- που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα συγγράμματα που έχουν ποτέ γραφεί στο δυτικό κόσμο γενικά, όχι μονάχα για τη χριστιανική πίστη.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γεννηθεί σε λάθος εποχή και σε λάθος περιβάλλον. Καμιά φορά, ο κόσμος τους θυμάται –και τους εκτιμά- ύστερα από αρκετά χρόνια ή και ύστερα από αρκετούς αιώνες. Τους αποκαλούνε «προοδευτικούς» ή «καινοτόμους». Αρκετοί στην εποχή τους τους λένε «τρελούς» ή και «ενοχλητικούς», μια και ταράζουν τα στάσιμα νερά και την κατεστημένη τάξη, κάτι που ενοχλεί αρκετούς και τους κάνει να νιώθουν κάπως άβολα. Ένας τέτοιος «τρελός» καινοτόμος, ή, αν προτιμάτε, «ενοχλητικός», είναι και ο Σεβαστιανός Καστελιόν. Και δεν αργεί να το δείξει. Στο κολέγιο που διευθύνει στη Γενεύη η διδασκαλία της Αγίας Γραφής γίνεται με τρόπο συστηματικό και σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Ήδη άλλωστε έχει επικρατήσει το θεοκρατικό καθεστώς του Καλβίνου που καθορίζει τα πάντα με αυστηρότατες προδιαγραφές. Ο Καστελιόν προτιμά ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο.
Στην προσπάθειά του να κάνει τους νεαρούς μαθητές να καταλάβουν με ζωντανό και πρακτικό τρόπο τα βιβλικά διδάγματα, κάθεται και γράφει αρκετά από τα επεισόδια της Παλιάς και Καινής Διαθήκης με τη μορφή θεατρικών έργων που ανεβάζονται στο κολέγιο από τους μαθητές. Μέσα απ’ αυτά η διδασκαλία γίνεται απλά και ευχάριστα, και όπως είναι φυσικό προκαλούν τον ενθουσιασμό όχι μόνο των μαθητών του κολεγίου της Γενεύης, καθώς κυκλοφορούν ευρύτερα σε πενήντα περίπου εκδόσεις –αριθμός εκπληκτικός για την εποχή- κυρίως στη Γερμανία από τα 1541 ως τα 1600. Τούτες οι πρώτες συγγραφικές προσπάθειες περιέχουν πολλές από τις αρχές που υποστηρίζει φανατικά ο νεαρός χριστιανός ουμανιστής: την ανάγκη ν’ αντιστέκεται κανείς στους τυράννους, το απαραβίαστο της ψυχής, την πνευματική υπεροχή της συνείδησης, την υποχρέωση ν’ ακολουθούμε την αλήθεια ανεξάρτητα από τη στάση των πιο πολλών.
Δεν ξέρω πόσοι από μας έχουν διαβάσει για τον Ιωάννη Καλβίνο ή αν θυμούνται την ομιλία που είχαμε κάνει γι’ αυτόν στο Συνέδριο Θεσσαλονίκης πριν από αρκετά χρόνια. Όπως και νάναι, θάθελα να κάνω μια δήλωση προτού προχωρήσω. Εκτιμώ απεριόριστα και θαυμάζω τον Ιωάννη Καλβίνο. Και για την πίστη κι αφοσίωσή του στο Θεό και στο έργο Του, και για τη στέρεη θεολογική του σκέψη, και για την ισχυρότατη προσωπικότητά του, και για την τεράστια επίδρασή του στο ευαγγελικό κίνημα και στην πορεία του δυτικού κόσμου γενικότερα. Διαφωνώ όμως μαζί του και σε πολλά σημεία της διδασκαλίας του, και στην προσπάθειά του να επιβάλει ένα θεοκρατικό καθεστώς με τη βία παραβιάζοντας την ελευθερία της βούλησης και της συνείδησης, και σε αρκετές ενέργειες κι αντιλήψεις του που έφεραν το καθεστώς και τις διατάξεις της Παλιάς Διαθήκης στην εποχή της χάρης του Χριστού. Τον Καλβίνο δεν έχουμε δικαίωμα, είμαστε όλοι μας πολύ μικροί για να τον απορρίψουμε και να τον αγνοήσουμε. Δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουμε όλες τις ενέργειές του. Ωστόσο είναι άδικο να τον κρίνουμε με τα μέτρα της σημερινής εποχής, τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία από ανάμεσά μας θα συμφωνούσαν μαζί του αν ζούσανε στην εποχή του. Κι αν κανείς ρωτήσει πώς ο Σεβαστιανός Καστελιόν, παιδί κι αυτός του 16ου αιώνα, μπόρεσε να κρατήσει τελείως διαφορετική στάση και νάχει τελείως διαφορετική σκέψη, θα του θυμίσουμε πως αυτός ήταν από τους λίγους, τους ελάχιστους «τρελούς». Που φυσικά δεν είναι καθόλου τρελοί, αλλά άνθρωποι ιδιαίτερα προικισμένοι απ’ το Θεό να βλέπουν μακριά, ν’ ανοίγουν δρόμους δύσκολους και δύσβατους, να πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα και στην καθεστηκυία τάξη. Ας τάχουμε λοιπόν όλα αυτά υπ’ όψη μας, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε για τα παρακάτω.
Ήταν φυσικό κι επακόλουθο το ειδύλλιο του Καλβίνου με τον Καστελιόν να μην κρατήσει για πολύ. Πώς θα μπορούσε να συμβιώσει ο αδυσώπητος θεοκράτης της Παλιάς Διαθήκης με τον ήρεμο, γεμάτο αγάπη και επιείκεια και κατανόηση χριστιανό ανθρωπιστή… Σύντομα θα διαφωνήσουν σε πολλά. Απ’ την αρχή άλλωστε το ελεύθερο πνεύμα και οι καινοτομίες του Καστελιόν στο κολέγιο είναι ασυμβίβαστες με τη βλοσυρή νοοτροπία της Γενεύης.
Το χάσμα θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, όταν ο Καστελιόν θ’ αρχίσει να μεταφράζει την Καινή Διαθήκη στη γαλλική γλώσσα από το ελληνικό πρωτότυπο. Έχουν να λένε ότι η μετάφραση αυτή είναι πολύ πιο μοντέρνα, πιο κομψή και σε ύφος πιο απλό από την αντίστοιχη του Καλβίνου. Ωστόσο ο τελευταίος δε βλέπει με καθόλου καλό μάτι την προσπάθεια του «νεαρού», όπως τον αποκαλεί. Δεν του αρέσει η ελευθερία στην έκφραση που παρουσιάζει, και θεωρεί ότι η δική του μετάφραση πρέπει νάχει την αποκλειστικότητα στη γαλλόφωνη Ελβετία. «Μάθε τώρα», γράφει σε κάποιο φίλο του, «τις ιδιοτροπίες του Σεβαστιανού μας. Θα γελάσεις και θα θυμώσεις μαζί. Πριν από τρεις μέρες ήρθε και μου ζήτησε την άδεια να εκδώσει τη μετάφρασή του της Καινής Διαθήκης». Ο Καλβίνος απαιτεί να του δώσει τα χειρόγραφα για να επιφέρει τις αναγκαίες κατά τη γνώμη του διορθώσεις. Ο Καστελιόν, σοφός επιστήμονας όσο κι ο συζητητής του, αρνείται να συμπεριφερθεί σα μαθητής προς το δάσκαλο. Κι αντιπροτείνει να του τα διαβάσει ο ίδιος όποτε θέλει και ν’ ακούσει ευχαρίστως τις παρατηρήσεις του. «Αρνήθηκα», καταλήγει ο Καλβίνος, «να του δώσω καθορισμένο ραντεβού, και στη συνέχεια να καθόμαστε να συζητάμε ίσως και για δυο ώρες πάνω σε μια μονάχα λέξη. Ύστερα απ’ αυτό έφυγε φανερά στενοχωρημένος».
Λίγο καιρό αργότερα ξεσπά στη Γενεύη μια επιδημία πανούκλας. Το συμβούλιο της πόλης ζητά από τη σύνοδο των ποιμένων να ορίσει κάποιον απ’ αυτούς για ν’ αναλάβει την ανακούφιση και την παρηγοριά των αρρώστων. Κανείς τους δεν τολμά ν’ αποδεχτεί τη δύσκολη κι επικίνδυνη αυτή αποστολή αντικαθιστώντας κάποιον συνάδελφό του που είχε κτυπηθεί κι είχε πεθάνει απ’ τη φοβερή αρρώστια. Ο μόνος που παρουσιάζεται πρόθυμος να υπηρετήσει είναι ο Καστελιόν, που δε γίνεται όμως δεκτός γιατί δεν είναι χειροτονημένος ποιμένας. Ίσως αυτό του δίνει αφορμή να κάνει αίτηση για να χειροτονηθεί. Ίσως είναι και οι οικονομικές του ανάγκες που τον παρακινούν σ’ αυτό, καθώς η οικογένεια που έχει στο μεταξύ δημιουργήσει περιλαμβάνει αρκετά μέλη. Το συμβούλιο της πόλης δέχεται την αίτησή του. Μα ο Καλβίνος έχει αντιρρήσεις. «Υπάρχουν σοβαροί λόγοι», δηλώνει, «που δεν πρέπει να χειροτονηθεί ποιμένας»….Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι σοβαροί λόγοι; Ο καθένας που ακούει αυτή τη δήλωση μπορεί να υποθέσει του κόσμου τα φοβερά πράγματα. Σκάνδαλα, ανήθικες πράξεις, αμαρτωλές συνήθειες… Ο Καστελιόν απαιτεί να δηλωθεί δημόσια ποιοι είναι οι λόγοι που του απαγορεύουν ν’ αναλάβει τα ποιμαντορικά καθήκοντα. Πόσο αλήθεια μοιάζουν καμιά φορά οι εποχές μεταξύ τους… Σε λίγο γίνονται γνωστά τα φοβερά και τρομερά εγκλήματα του Καστελιόν: το πρώτο είναι πως, προβληματισμένος απ’ το περιεχόμενο του βιβλίου της Παλιάς Διαθήκης «Άσμα Ασμάτων», αρνείται ν’ αποδεχτεί την καθιερωμένη εκδοχή ότι αποτελεί αλληγορία της σχέσης του Χριστού με την εκκλησία του, και υποστηρίζει πως είναι ένα κοινό ερωτικό ποίημα που δεν έχει θέση μέσα στο θεόπνευστο κανόνα της Παλιάς Διαθήκης. Κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου περίεργο για την εποχή εκείνη, αν σκεφτούμε πως ο ίδιος ο Λούθηρος, προβληματισμένος κι αυτός απ’ το περιεχόμενο της επιστολής του Ιακώβου που τονίζει τη συμβολή των έργων στη σωτηρία του ανθρώπου, την αποκαλούσε «αχυρένια επιστολή» και δεν την αποδεχόταν σα θεόπνευστο βιβλίο.
Το δεύτερο «έγκλημα» του Καστελιόν είναι πως δίνει μια ερμηνεία στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη που αναφέρει ο Απόστολος Πέτρος στην πρώτη επιστολή του, διαφορετική από την ερμηνεία των θεολόγων της Γενεύης.
Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πως με τις συνθήκες αυτές δεν τον σηκώνει καθόλου το κλίμα. Υποβάλλει την παραίτησή του απ’ το κολέγιο κι εγκαταλείπει τη Γενεύη για να εγκατασταθεί στη Βασιλεία εφοδιασμένος με τα πιο τιμητικά γι’ αυτόν πιστοποιητικά που έχει συντάξει ο ίδιος ο Καλβίνος. Τούτη η πράξη του μεγάλου μεταρρυθμιστή αντισταθμίζει κάπως τ’ αρνητικά συναισθήματα που νιώθουμε γι’ αυτόν από τις υπόλοιπες ενέργειές του.
Είπαμε πιο πριν πως το 16ο αιώνα δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε σήμερα και να τον κρίνουμε με τα σημερινά μέτρα. Ένα πράγμα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε: στο πρόσωπο του Καλβίνου και του Καστελιόν συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Ο Καλβίνος και οι συνεργάτες του είναι οι άνθρωποι του δόγματος και της αυστηρά καθορισμένης γραμμής. Το βιβλίο «Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας» αποτελεί τη μοναδική ερμηνεία της Αγίας Γραφής και εκφράζει το απόλυτο θέλημα του Θεού. Τίποτε άλλο δε χωρά δίπλα ή παράλληλα με τη γραμμή αυτή. Η διαφωνία ακόμη και σε μια μικρή λεπτομέρεια συνιστά αίρεση. Κι αυτό βολεύει και ξεκουράζει τη μεγάλη πλειοψηφία των πιστών που δεν έχει μάθει κι ούτε θέλει να σκέπτεται ελεύθερα. Οι περισσότεροι από τους πιστούς –χαρακτηριστικό όχι μονάχα των πιστών, αλλά των πιο πολλών ανθρώπων- προτιμούν ν’ ακολουθούν μια έτοιμη, δοσμένη γραμμή: αυτό είναι μαύρο και απαγορεύεται, το άλλο είναι άσπρο και επιτρέπεται, δεν υπάρχουν γκρίζες περιοχές όπου κανείς να μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα σύμφωνα με τη συνείδησή του. Αυτή η αντίληψη επικρατεί ακόμη και σήμερα, πόσο περισσότερο την εποχή εκείνη. Χρειάζεται μεγάλη προπαίδεια, κατάλληλη διδασκαλία και να πλατύνουν οι ορίζοντες και τα μυαλά για να υπάρξει μια πιο ελεύθερη αντιμετώπιση των πνευματικών και των ηθικών προβλημάτων, κι ακόμη για να γίνουν αποδεκτές και σεβαστές οι διαφορετικές από την καθιερωμένη απόψεις πάνω στα διάφορα αμφιλεγόμενα δογματικά προβλήματα. Κι είναι και κάτι ακόμη που δικαιολογεί κάπως τη στάση αυτή: την εποχή εκείνη η καινούργια εκκλησία κάνει τα πρώτα της βήματα. Χρειάζεται κάποια καθιερωμένη, παραδεκτή ερμηνεία του θεϊκού λόγου, και αυστηρά καθορισμένα δόγματα. Αν ο καθένας μελετητής αρχίσει να ερμηνεύει την Αγία Γραφή σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, αν αποδέχεται ή απορρίπτει βιβλία της σύμφωνα μ’ αυτά που αισθάνεται, πολύ γρήγορα η εκκλησία θα οδηγηθεί στην αναρχία και στη σύγχυση και κάτι τέτοιο δεν αποτελεί θέλημα του Θεού, κι ούτε φυσικά συμβάλλει στη δόξα Του, που για τον Καλβίνο και τους καλβινιστές αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό της ύπαρξής μας πάνω στη γη.
Για να παραμείνει λοιπόν η εκκλησία στην ισορροπία που επιβάλλεται για τη διατήρηση και την αύξηση της δόξας του Θεού, πρέπει να καταπολεμηθεί με κάθε μέσο οποιαδήποτε τάση απειθαρχίας και διάσπασης, ακόμη και με το ξίφος της εξουσίας. «Το βιβλίο των θεσμών του κ. Καλβίνου», αποφαίνεται το Συμβούλιο της Γενεύης που ασκεί την κοσμική εξουσία, «είναι γραμμένο με καλό και άγιο τρόπο, η διδασκαλία του είναι η άγια διδασκαλία του Θεού, και από εδώ και στο μέλλον κανένας ας μην τολμήσει να μιλήσει ενάντια σ’ αυτό το βιβλίο ή στα δόγματα που εκφράζει».
Απέναντι σ’ αυτό το μονολιθικό καθεστώς που, δυστυχώς, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει και αρκετές από τις σημερινές εκκλησίες, ο Σεβαστιανός Καστελιόν, αντιμετωπίζοντας σχεδόν μόνος αυτόν το φοβερό μηχανισμό, εκφράζει το δικό του κόσμο αντιλήψεων και το δικό του πιστεύω. Η Αγία Γραφή, δηλώνει, είναι ένα βιβλίο δύσκολο και δυσερμήνευτο στα δόγματά της. Ο καθένας έχει τη δική του ερμηνεία στα δύσκολα και αμφιλεγόμενα θέματα, κι έχει δικαίωμα να κρατήσει την άποψή του. Αντίθετα, εκείνα που μας χρειάζονται για τη σωτηρία, για τη ζωή της αγιότητας, για τον πνευματικό δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, για την αγάπη και τη φιλευσπλαχνία που πρέπει να δείχνουμε σα χριστιανοί –όλα αυτά είναι ξεκάθαρα μέσα στην Αγία Γραφή και σ’ αυτά συμφωνούμε όλοι. Ωστόσο εμείς χανόμαστε άδικα σε άχρηστες δογματικές συζητήσεις. «Η ζωή μας», σημειώνει στον πρόλογο κάποιου βιβλίου σχετικά με τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, «περνάει μέσα στους καυγάδες, στις φιλονικίες και σε κάθε είδους αμαρτίες. Συζητάμε όχι για το δρόμο απ’ τον οποίο μπορούμε να πάμε στο Χριστό, αλλά για τη θέση και το αξίωμα που κατέχει ο Χριστός, για το πού βρίσκεται τώρα, τι κάνει, πώς κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, πώς είναι ένα με τον Πατέρα. Συζητάμε ακόμη για το δόγμα της Αγίας Τριάδας, για τον απόλυτο προορισμό, για την ελεύθερη βούληση, για το Θεό, για τους αγγέλους, για την κατάσταση που βρίσκονται οι ψυχές μετά απ’ αυτή τη ζωή, και για άλλα παρόμοια που δεν είναι και τόσο απαραίτητο να τα γνωρίζει κανένας για να αποκτήσει τη σωτηρία με την πίστη, και που και αν ακόμη γίνουν κατανοητά, δεν κάνουν σε τίποτε τον άνθρωπο καλύτερο (όπως λέει κι ο Απόστολος Παύλος: «και εάν εξεύρω πάντα τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν»).
Δεν σας φαίνεται ότι αρκετές από τις παραπάνω σκέψεις είναι επίκαιρες ακόμη και σήμερα; Τι άλλο υποστηρίζει εδώ ο Καστελιόν από την αρχή που έγινε σύνθημα ανάμεσα στους υγιώς σκεπτόμενους χριστιανούς αρκετούς αιώνες αργότερα: «στα ουσιώδη συμφωνία• στα επουσιώδη ελευθερία• και σε όλα αγάπη». Δε σταματά όμως μονάχα εδώ. Όλοι οι δογματικοί μιλούν για την υγιαίνουσα διδασκαλία. Κανείς όμως στην πραγματικότητα δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς σε τι συνίσταται αυτή. «Η υγιαίνουσα διδασκαλία,» γράφει σε κάποιο άλλο βιβλίο, «είναι αυτή, σύμφωνα με όσα μας λέει ο Απόστολος Παύλος, που κάνει τους ανθρώπους υγιείς, μ’ άλλα λόγια είναι αυτή που τους δίνει αισθήματα φιλευσπλαχνίας, πίστη, ειλικρίνεια και αγαθή συνείδηση. Η κακή διδασκαλία είναι εκείνη που τους κάνει ζηλόφθονους, φιλόνικους, πεισματάρηδες, ασεβείς, άθρησκους, ανόσιους, εγκληματίες… Ωστόσο όλοι δε συμφωνούν πάνω σ’ αυτό. Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν «υγιαίνοντες» ως προς τη διδασκαλία αυτούς που σκέπτονται όπως σκέπτονται οι ίδιοι στο θέμα του βαπτίσματος, του Δείπνου, του απόλυτου προορισμού κλπ. Από κει και πέρα μπορεί νάναι φιλάργυροι, ζηλιάρηδες, συκοφάντες, υποκριτές, ψεύτες, τοκογλύφοι κι οτιδήποτε άλλο είναι φανερά αντίθετο στην αληθινή ζωή… Αν όμως κανείς έχει διαφορετική γνώμη απ’ αυτούς στο θέμα του βαπτίσματος ή του Δείπνου ή της σωτηρίας, ή της πίστης… αυτός είναι αιρετικός, αυτός είναι υπηρέτης του σατανά, αυτόν πρέπει να τον καταδιώξουμε σε ξηρά και θάλασσα σαν αδιόρθωτο εχθρό της εκκλησίας, σαν ασεβή βεβηλωτή της υγιαίνουσας διδασκαλίας, έστω κι αν έχει μια άμεμπτη ζωή, έστω κι αν είναι φιλεύσπλαχνος, υπομονετικός, φιλάγαθος, ελεήμονας, γενναιόφρονας• έστω κι αν χαρακτηρίζεται από μια ζωντανή πίστη κι από έναν άγιο φόβο Θεού• έστω κι αν, σύμφωνα με τη μαρτυρία όλων, εχθρών και φίλων, χαρακτηρίζεται από μια αναμφισβήτητη ηθική αυστηρότητα… Όλες αυτές οι αρετές, όλη αυτή η καθαρότητα της ζωής, όλα αυτά δεν χρησιμεύουν σε τίποτε γι’ αυτούς, και αν αυτός διαφέρει σ’ ένα μονάχα σημείο από τις δικές τους δοξασίες τον θεωρούν ασεβή και βλάσφημο».
Μ’ όλα τα προηγούμενα γίνεται ολοκάθαρη η διαφορά ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις, που αποτελούν ουσιαστικά δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο διαφορετικά είδη θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων: η πρώτη, η μεταρρύθμιση του Καλβίνου, διαμορφώνει δόγματα σταθερά κι αναλλοίωτα, κι όποιος δεν τα ακολουθεί μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια, αυτός είναι αιρετικός και πρέπει να καταδιώκεται. Δημιουργείται λοιπόν ένα καινούργιο παπικό καθεστώς, ευαγγελικής όμως προέλευσης. Αντίθετα η μεταρρύθμιση του Καστελιόν αφήνει ανοικτό το πεδίο στην ελεύθερη έρευνα και τον ελεύθερο στοχασμό πάνω στα μεγάλα αμφιλεγόμενα δογματικά θέματα, όπου κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Το δόγμα λοιπόν είναι ελεύθερο, κανένας δεν πρέπει να καταδιώκεται για τις δογματικές του πεποιθήσεις, και όλοι οι πιστοί πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στα μεγάλα θέματα της σωτηρίας και του αγιασμού –που στις βασικές τους αρχές όλοι συμφωνούν- και όχι στα αμφιλεγόμενα δόγματα, όπου καθένας μπορεί να κρατήσει τις απόψεις του. Είναι ολοφάνερο ότι η μεταρρύθμιση του Καστελιόν εκφράζει πολύ πιο αυθεντικά το πνεύμα του πρώτου μεταρρυθμιστή, του Μαρτίνου Λούθηρου, που ουσιαστικά είναι το πνεύμα του Χριστού των ευαγγελίων: «Κανένας δεν μπορεί να με υποχρεώνει να πιστεύω ό,τι δε θέλω να πιστεύω… Η συνείδηση δεν πρέπει να υποτάσσεται σε κανέναν», είχε διακηρύξει ο Λούθηρος, όπως είδαμε πιο πριν, παρόλο που κι αυτός -δυστυχώς- δεν ανέχτηκε πάντα όσο θάπρεπε τους ιδεολογικούς του αντιπάλους. Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία του χριστιανού. «Εάν ο Υιός σας ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι θέλετε είσθαι». Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να δημιουργήσει ένα τύπο ανθρώπου με κύρια χαρακτηριστικά την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, κι αν κάτι από τις δογματικές απόψεις δεν ταιριάζει στη δική μου συνείδηση και στη δική μου νοοτροπία δεν είμαι υποχρεωμένος να το πιστεύω, κι ούτε έχουν και οι άλλοι δικαίωμα να μου το επιβάλουν με τη βία.
Είναι φυσικά ευκολονόητο ότι ο δρόμος αυτός προϋποθέτει ανθρώπους ώριμους, πνευματικούς, γνήσιους πιστούς του Χριστού, με σοφία και σύνεση και αίσθηση του μέτρου-ιδιότητες που δυστυχώς δεν είναι πάντα τόσο συχνές. Με την εμπειρία που κατέχουμε σήμερα, ύστερα από τόσους αιώνες σχετικής έστω ελευθερίας σκέψεων και απόψεων μέσα στην ευαγγελική εκκλησία, δίπλα στα πολύ αγαθά και πολύ ευλογημένα αποτελέσματα, παρατηρούμε δυο αρκετά δυσάρεστες πλευρές: πρώτον ότι η ανθρώπινη μωρία και έλλειψη σοβαρότητας έχει οδηγήσει μερικές φορές σε υπερβολές ανεπίτρεπτες που έβλαψαν και δυσφήμησαν το έργο του Θεού γενικά και την ευαγγελική εκκλησία ειδικότερα. Και δεύτερον ότι η ελεύθερη διατύπωση δογμάτων και απόψεων αντί να καλλιεργήσει ένα πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και ένα κλίμα άνεσης και αμοιβαίας αποδοχής, δημιούργησε μικρές κλειστές ιδεολογικά άκαμπτες κοινωνίες κατά το πρότυπο της κοινωνίας του Καλβίνου, χωρίς βέβαια την εξουσία που κατείχε και ασκούσε εκείνος και φυσικά χωρίς τη θεολογική σοφία και το πνευματικό βάθος του Καλβίνου. Μ’ άλλα λόγια, κάθε δογματική άποψη που αρχικά διατυπώθηκε ελεύθερα, εξελίχθηκε στη συνέχεια σε άκαμπτο δόγμα όταν απέκτησε κάποιους οπαδούς που σχημάτισαν την πεποίθηση ότι αυτοί κατέχουν μονάχα ολόκληρη την αλήθεια, κι οι υπόλοιποι, οι αδελφοί τους, που πιστεύουν κάπως διαφορετικά, βρίσκονται στο σκοτάδι και στην πλάνη. Δόξα τω Θεώ για όλους εκείνους τους χριστιανούς με το ανοιχτό μυαλό που έμαθαν ν’ αποδέχονται την αντίθετη άποψη, που έμαθαν να συνεργάζονται με τον αδελφό τους έστω κι αν δεν συμφωνούν μαζί του σε όλα, που έμαθαν ν’ αγαπούν ανεξάρτητα από τις κάποιες δογματικές διαφορές. Κι αυτοί δεν είναι λίγοι στην εποχή μας. Μπορεί να γκρινιάζουμε για πολλά στραβά και να παραπονιόμαστε για τη χαμηλή πνευματικότητα της σημερινής εκκλησίας –και είναι γνωστό ότι η γκρίνια και το παράπονο και η μόνιμη μεμψιμοιρία αποτελεί ένα απ’ τα κύρια χαρακτηριστικά μιας μεγάλης μερίδας πιστών- τούτη όμως η ατμόσφαιρα της άνεσης και της καλής σχέσης ανάμεσα σε πολλούς πιστούς σήμερα αποτελεί ευλογία Θεού.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο Σεβαστιανό Καστελιόν. Είναι στα 1545, στα 30 του χρόνια, που φεύγει από τη Γενεύη και εγκαθίσταται οριστικά στη Βασιλεία. Πάμπτωχος και χωρίς μόνιμη εργασία, ο σοφός αυτός άνθρωπος αναγκάζεται να κάνει του κόσμου τα κατώτερα επαγγέλματα για να ζήσει τη γυναίκα του και τα πολλά παιδιά του: κουβαλάει νερό σα βοηθός κηπουρού, βοηθάει σε τυπογραφείο, καλλιεργεί τη γη, κόβει ξύλα με το πριόνι, ψαρεύει κορμούς που επιπλέουν πάνω στον ποταμό Ρήνο. Με τέτοιες ασχολίες αναγκάζεται να ζήσει ένα από τα πιο έξοχα πνεύματα της εποχής του, διωγμένος για τις ελεύθερες ιδέες του από τους ίδιους τους αδελφούς του στην πίστη. Ο Τσβάιχ σημειώνει: «Η αθλιότητα όμως, ενώ καταστρέφει τη λεπτή υγεία του, δεν κατορθώνει να εξασθενήσει την ηθική του δραστηριότητα και το ελεύθερο πνεύμα του. Ο Καστελιόν δεν ξεχνάει ούτε μια στιγμή το πραγματικό του καθήκον. Με ακούραστη επιμονή συνεχίζει τη μετάφραση της Βίβλου στα λατινικά και στα γαλλικά. Στο μεταξύ δημοσιεύει διάφορα έργα απολογητικά, υπομνήματα και διαλόγους. Δεν περνάει μέρα, δεν περνάει νύχτα που ο Καστελιόν να μη δουλέψει. Ο αιώνιος αυτός δουλευτής δε γνώρισε τη χαρά του ταξιδιού, δε γνώρισε ποτέ ξεκούραση μα ούτε και δόξα και πλούτη. Καλύτερα όμως νάσαι πάντα φτωχός παρά να προδώσεις τη συνείδησή σου. Ο Καστελιόν είναι ένας απ’ τους μεγάλους εκείνους ήρωες του πνεύματος που παραγνωρισμένοι απ’ τον κόσμο, παλεύουν μέσα στην αφάνεια για την πιο ιερή υπόθεση: την ανεξαρτησία της σκέψης, την ελευθερία της συνείδησης».
Οκτώ χρόνια μετά την πρώτη εγκατάστασή του στη Βασιλεία, έρχεται επιτέλους η δικαίωση: ο διορισμός του στην έδρα του καθηγητή των ελληνικών στην ακαδημία της πόλης. Την ίδια χρονιά ο Μιχαήλ Σερβέ, ο περίφημος αιρετικός της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ανεβαίνει στην πυρά καταδικασμένος απ’ το δικτατορικό καθεστώς του Καλβίνου. Είχαμε μιλήσει για την περίπτωση Σερβέ στην ομιλία τη σχετική με τον Ιωάννη Καλβίνο. Δεν πρόκειται τώρα να μπούμε σε λεπτομέρειες, που ούτε προσθέτουν τίποτα, ούτε και αρκετό χρόνο έχουμε γι’ αυτές. Ο Μιχαήλ Σερβέ ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Με αναμφισβήτητη επιστημονική αξία σαν γιατρός, με δικές του θεωρίες πάνω σε διάφορα θεολογικά θέματα –όπως π.χ. το δόγμα της Αγίας Τριάδας –με ορισμένες θέσεις όπου αρκετοί από μας συμφωνούμε μαζί του -όπως π.χ. το βάπτισμα μόνο των ενηλίκων-, με απόψεις που η προοδευτικότητά τους ξαφνιάζουν για την εποχή του -κάπου γράφει πως η θανατική καταδίκη έχει καταργηθεί με τον ερχομό του Κυρίου μας Ιησού- αλλά και με διδασκαλίες που κανένας σωστός χριστιανός δε θα μπορούσε να συμφωνήσει, όμως συγχρόνως και με μια πίστη και αφοσίωση στο πρόσωπο του Χριστού, και με μια λαχτάρα για την αλήθεια που εντυπωσιάζει όλους εκείνους που έχουν μάθει να θεωρούν το Σερβέ σαν έναν απλό ερασιτέχνη θεολόγο τυχοδιώκτη: «Για να γνωρίσω το Χριστό», γράφει σε κάποιο βιβλίο του, «συγκεντρώνω όλες μου τις δυνάμεις, στοχάζομαι μέρα και νύχτα, επικαλούμενος το έλεός Του και την αποκάλυψη της αληθινής γνώσης Του. Δεν μπορούμε να φωτίσουμε την καρδιά μας από μόνοι μας, γιατί όπως το φως του σύμπαντος είναι συγκεντρωμένο μέσα στον ήλιο, κι από εκεί ξεχύνεται για να διαλύσει τα σκοτάδια, κατά τον ίδιο τρόπο αυτό το πρωταρχικό και ουσιαστικό φως του Θεού βρίσκεται μέσα στον Ιησού και μας πλημμυρίζει με τις ακτίνες του… Ω καλέ μου Ιησού, αυτό που με κάνει πάνω απ’ όλα να σου προσφέρω τη λατρεία μου με τόση τρυφερότητα, είναι το ότι για μένα δέχτηκες να πιεις το ποτήρι της πίκρας…»
Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο τον καταδίκασε το καθεστώς της Γενεύης στο θάνατο πάνω στην πυρά.
Δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί ο βαθμός συμμετοχής και ο ρόλος του ίδιου του Καλβίνου σ’ αυτήν την καταδίκη. Το πιο πιθανό είναι ότι ο ίδιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτήν. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια πράξη που αποτέλεσε στίγμα για το μεταρρυθμιστικό κίνημα, έστω κι αν οι αντιλήψεις και τα ήθη της εποχής ήταν τόσο διαφορετικά απ’ τα δικά μας, ώστε ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος επιδοκίμασε την εκτέλεση του αιρετικού, ακόμη και ο μετριοπαθής και ήρεμος Μελάγχθων. Θάπρεπε κανείς να βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, θάπρεπε νάναι ένας «τρελός » για να αντιταχθεί σ’ αυτή την πράξη τη σκοτεινή εκείνη εποχή, και τέτοιος ήταν ο Σεβαστιανός Καστελιόν. Όχι μονάχα πιο μπροστά απ’ την εποχή του, όχι μονάχα ξεχωριστός, όχι μονάχα «τρελός», μα πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ένας χριστιανός που βρισκόταν ολόκληρος μέσα στη χάρη του Χριστού, όχι με το ένα πόδι στην Καινή και με το άλλο στην Παλιά Διαθήκη, όπως οι περισσότεροι. Ποτέ μου δε μπόρεσα να καταλάβω πώς τόσοι πιστοί του Χριστού μπερδεύονται τόσο πολύ πάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο ακόμη και σήμερα. Στο ότι δηλ. υπάρχουν πάμπολλες διατάξεις στην Παλιά Διαθήκη που δεν έχουν καμία ισχύ στην ολοφώτεινη εποχή του Ιησού Χριστού, όπως π.χ. ό,τι έχει σχέση με την αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου, με το ψέμα, με την ηθική καθαρότητα και με πολλά άλλα θέματα. Ο Καλβίνος, όπως ήταν φυσικό, δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα σοβαρό επιχείρημα από την Καινή Διαθήκη για να δικαιολογήσει τούτη την πράξη και γενικά τη στάση του απέναντι σ’ εκείνους που δε συμφωνούσαν με τη διδασκαλία του και που αποκαλούσε αιρετικούς, και άντλησε όλα τα επιχειρήματα του από την Παλιά Διαθήκη. «Δεν κατάλαβε ακόμη ο Καλβίνος ότι ο νόμος του Μωϋσή καταργήθηκε με το Χριστό», παρατηρεί ο Καστελιόν «Ποτέ λοιπόν δε θα βγούμε απ’ τα σκοτάδια του νόμου, ποτέ δε θα φτάσουμε στο φως;». Κι αλλού, στο βιβλίο του «Η Τέχνη του ν’ Αμφιβάλλεις και να Πιστεύεις, του να Αγνοείς και να Γνωρίζεις», προφέρει τούτα τα μελαγχολικά λόγια: «οι μεταγενέστεροι δε θα μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν πώς πέσαμε πάλι σε τέτοια σκοτάδια, αφού γνωρίσαμε το φως». Κι όσο για τη συγκεκριμένη πράξη της καταδίκης και της εκτέλεσης του Μιχαήλ Σερβέ , είναι κατηγορηματικός και μιλά χωρίς περιστροφές: «Όταν σκοτώνει κανείς έναν άνθρωπο, δεν υπερασπίζεται ένα δόγμα. Απλά, σκοτώνει έναν άνθρωπο. Όταν οι κάτοικοι της Γενεύης θανάτωσαν το Σερβέ, δεν υπερασπίστηκαν ένα δόγμα, αλλά απλά θανάτωσαν έναν άνθρωπο. Η βία σκληρύνει την καρδιά που δε μαλακώνει παρά μόνο με τη συγχωρητικότητα. Δε νικάμε το κακό παρά μονάχα με το καλό. Δε διασκορπίζουμε τα σκοτάδια παρά μονάχα με το φως, όχι με το ξίφος».
Λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Σερβέ εκδίδει ο Καστελιόν με άλλο όνομα – είναι τόση η τρομοκρατία που δεν τολμά να χρησιμοποιήσει το δικό του – το περίφημο βιβλίο του «Πραγματεία για τους Αιρετικούς». Θ’ άξιζε να το διαβάσουν και σήμερα πολλοί, κι ανάμεσά τους και αρκετοί στη χώρα μας, που εύκολα και άκριτα χρησιμοποιούν τον όρο «αιρετικός» για να στιγματίσουν εκείνους τους χριστιανούς που πιστεύουν διαφορετικά από αυτούς και που θέλουν να καυχηθούν πως αυτοί οι ίδιοι μονάχα κατέχουν ολόκληρη την αλήθεια. Για τον καθολικό, γράφει, ο καλβινιστής είναι αιρετικός, όπως και ο αναβαπτιστής για τον καλβινιστή. Ο ίδιος άνθρωπος που θεωρείται στη Γαλλία καλός χριστιανός, στη Γενεύη θεωρείται αιρετικός και αντίθετα. Ένας που κάηκε ζωντανός σε μια χώρα σαν εγκληματίας θεωρείται μάρτυρας στη γειτονική χώρα. «Αν», τονίζει παρακάτω, «σ’ αυτή την πόλη ή σ’ αυτή την περιοχή θεωρείσαι καλός χριστιανός, στη διπλανή θα σε θεωρούσαν αιρετικό. Αν θέλει λοιπόν κανείς να ζήσει σήμερα, πρέπει νάχει τόσες πίστεις και τόσες θρησκείες, όσες πόλεις ή όσες αιρέσεις υπάρχουν». Φτάνει λοιπόν στην εξής διαπίστωση: «Αναμφίβολα, αφού έχω ψάξει επανειλημμένα να δώσω έναν ορισμό του τι είναι αιρετικός, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι χαρακτηρίζουμε αιρετικούς όλους εκείνους που δε συμφωνούν με μας, που δε συμφωνούν με τη γνώμη μας».
Μόνος σχεδόν κι ανήμπορος μπροστά στον παραλογισμό της εποχής του υψώνει τη φωνή του σε μια συγκλονιστική επίκληση: «Ω Χριστέ, βασιλιά του κόσμου, τα βλέπεις όλα αυτά; Άλλαξες τόσο πολύ, και έγινες τόσο άγριος κι αντίθετος με τον εαυτό σου; Όταν ήσουν πάνω στη γη, δεν υπήρχε κανείς πιο πράος και πιο γλυκός από σένα, κανείς πιο υπομονετικός στο να υποφέρει τις βρισιές. Σε χτύπησαν, σε κορόιδεψαν, σου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι, όμως δεν άνοιξες το στόμα σου να διαμαρτυρηθείς. Αντίθετα προσευχήθηκες για εκείνους που σε κακοποίησαν …Δίνεις διαταγή να τιμωρούνται, ν’ αποκεφαλίζονται, να καίγονται ζωντανοί και να βασανίζονται με όλων των ειδών τα βασανιστήρια αυτοί που δεν ακολουθούν τη διδασκαλία σου, όπως διατάζουν οι αφέντες;.. Ω Χριστέ, δίνεις εντολή για όλα αυτά και τα εγκρίνεις; Είναι αντιπρόσωποί σου αυτοί που κάνουν όλα αυτά τ’ ανοσιουργήματα; Παρευρίσκεσαι στο άγριο αυτό μακελειό όταν σε επικαλούνται, και τρως ανθρώπινο κρέας; Αν εσύ Χριστέ κάνεις αυτά τα πράγματα ή δίνεις εντολή να γίνουν, τι προόρισες να κάνει ο διάβολος; Κάνεις και εσύ τα ίδια με το σατανά; Ω φριχτές βλασφημίες, ω ελεεινό θράσος των ανθρώπων που τολμούν να αποδώσουν στο Χριστό πράγματα που γίνονται έπειτα από εντολή του σατανά!»
Μέσα σ’ ένα κόσμο παράλογο, μέσα σ’ ένα περιβάλλον φορτισμένο με το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, καθώς προαισθάνεται τη θύελλα των θρησκευτικών πολέμων που θα επακολουθήσουν και τις θηριωδίες των επόμενων χρόνων σαν εκείνη της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου, μοναχικός προφήτης, σχεδόν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», γράφει με πόνο και ανησυχία το βιβλίο «Συμβουλές στην Απομονωμένη (η στην Ενωμένη) Γαλλία», όπου κάνει απελπισμένη έκκληση για ελευθερία και ανεξιθρησκία: «Η συμβουλή που σου δίνω, Γαλλία, είναι να σταματήσεις να εξαναγκάζεις συνειδήσεις, να σκοτώνεις, να καταδιώκεις, και να δώσεις το δικαίωμα σ’ αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό και δέχονται την Παλιά και την Καινή Διαθήκη να υπηρετούν το Θεό σύμφωνα με τη δική τους πίστη, κι όχι σύμφωνα με την πίστη των άλλων».
Κι από τον έλεγχό του δεν εξαιρεί ούτε τους καθολικούς ούτε τους διαμαρτυρομένους: «Ονομάζεστε καθολικοί και διακηρύττετε πως διατηρείτε την καθολική πίστη που περιλαμβάνουν οι Άγιες Γραφές , κι ωστόσο θεωρείτε αιρετικούς και καίτε ζωντανούς αυτούς που δεν πιστεύουν τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό που περιέχεται στις Γραφές. Κι εσείς, ευαγγελικοί, είχατε άλλοτε υποφέρει με υπομονή διωγμούς για το ευαγγέλιο. Αγαπούσατε τους εχθρούς σας ανταποδίδοντας το καλό στο κακό και ευεργετώντας αυτούς που σας αναθεμάτισαν …σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Πώς έτσι άλλαξαν τόσο πολύ κάποιοι από σας»;
Ωστόσο ο αγώνας του Καστελιόν δεν περιορίζεται μονάχα στις εκκλήσεις για την ειρήνη, για την ανοχή, για τη μη καταδίωξη των αιρετικών. Το ότι αποφεύγει τις θεολογικές συζητήσεις δε σημαίνει πως δεν κατέχει στο βάθος τα θεολογικά θέματα. Αντίθετα, γνωρίζει πολύ καλά τι διδάσκει το κάθε δόγμα και ποια επιχειρήματα αντλεί μέσα από την Αγία Γραφή για να στηριχτεί. Κι όταν διαπιστώνει ότι κάποιες διδασκαλίες αντιστρατεύονται την ηθική ελευθερία και την ελευθερία της ανθρώπινης συνείδησης, δε διστάζει να τις αντιμετωπίσει με βιβλικά στηρίγματα. Κλασικό παράδειγμα η περίφημη θεωρία του Καλβίνου για τον προορισμό, όπως τη διατύπωσε ο ίδιος ο Καλβίνος στον 3ο τόμο του έργου του «Θεσμοί της Χριστιανής Θρησκείας»:
«Ονομάζουμε απόλυτο προορισμό ( ή προκαθορισμό ) την αιώνια βουλή του Θεού με την οποία αυτός έχει αποφασίσει τι θα γίνει με τον κάθε άνθρωπο γιατί δεν τους έχει δημιουργήσει όλους με τον ίδιο προορισμό, αλλά άλλους τους ορίζει για την αιώνια ζωή, και άλλους για την αιώνια καταδίκη. Έτσι λοιπόν καθώς δημιουργήθηκε κάθε άνθρωπος για τον ένα ή τον άλλο σκοπό, λέμε πως είναι προορισμένος είτε για τη ζωή είτε για το θάνατο».
Ασφαλώς ένα τέτοιου είδους δόγμα κανένας αληθινά ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να το αποδεχτεί. Προϊόν μιας σκοτεινής κι ανελεύθερης εποχής, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πίστης πολλών για αρκετούς αιώνες, κανένα όμως ελεύθερο πνεύμα δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μια τέτοια φρικτή εκδοχή. «Υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω και δεν μπορώ να δεχτώ στη διδασκαλία σας,» γράφει ο Καστελιόν σε κάποιο οπαδό του Καλβίνου: «Ο Θεός προορίζοντας κάποιους ανθρώπους για την απώλεια γίνεται αναγκαστικά ο υπεύθυνος αυτουργός της αμαρτίας. Ωστόσο μέσα στο Λόγο του ο Θεός ζητά από τον άνθρωπο να κάνει το καλό. Επομένως, αν η θεωρία σας ήταν σωστή, θάπρεπε αναγκαστικά να πούμε πως ο Θεός είναι υποκριτής διατάζοντας με το στόμα αυτό που δεν επιθυμεί η καρδιά του…» Κι αλλού τονίζει: «Η πίστη είναι ελεύθερη. Αν ο Θεός δεν είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο ελεύθερο, αν τον είχε δημιουργήσει σκλάβο, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε ποτέ να διαλέξει το κακό από το καλό. Θα τον ανάγκαζε συνεχώς ν’ ακολουθεί το καλό… Φαίνεται καθαρά από τη μελέτη των ιερών βιβλίων πως όταν αμάρτησε ο Αδάμ, δεν το έκανε γιατί ο Θεός τον είχε προορίσει για το κακό, γιατί ο Θεός δε θέλει το κακό, αλλά το έκανε με τη δική του θέληση και το λάθος ήταν δικό του. Κανένας θεϊκός εξαναγκασμός δεν ασκήθηκε πάνω του».
Εκείνο που παρατηρεί και θαυμάζει κανείς στον Καστελιόν είναι το γνήσιο χριστιανικό του ύφος στα γραπτά του και το απόλυτα χριστιανικό ήθος στη συμπεριφορά του. Ο άνθρωπος αυτός κυνηγήθηκε, συκοφαντήθηκε από τους αντιπάλους του κατά το χειρότερο τρόπο, προσπάθησαν να σβήσουν τη φωνή του και τ’ όνομά του, -και όπως διαπιστώνουμε το κατάφεραν με αξιοθαύμαστη επιτυχία- χρησιμοποίησαν εναντίον του τις χειρότερες εκφράσεις που ούτε σκόπιμο ούτε ωφέλιμο είναι να επαναλάβουμε, κι αυτός στάθηκε πάντα πράος, ταπεινός, γεμάτος αγάπη, γνήσιος χριστιανός. Και μόνο αυτό είναι αρκετό επιχείρημα για να φανεί πού οδηγεί η φανατική εμμονή στο δόγμα και πώς εκδηλώνεται η αληθινή ζωή του Χριστού.
«Δεν απευθύνομαι σε σας σαν προφήτης, σταλμένος απ’ το Θεό», δηλώνει, «μα σαν ένας άνθρωπος από το πλήθος, που σιχαίνεται τους καυγάδες κι εύχεται μονάχα να εκδηλώνεται η θρησκεία όχι με διαμάχες, μα με την αγάπη, όχι με εξωτερικές εκδηλώσεις, μα με την καρδιά».

Παρά την διαπίστωση ότι ο Σεβαστιανός Καστελιόν αδικήθηκε από την ιστορία, ωστόσο η ιστορία δεν μπορεί να αλλοιώσει εντελώς την πραγματικότητα. Κι η πραγματικότητα είναι πως ο μεγάλος απόστολος της θρησκευτικής ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της συνείδησης επηρέασε βαθύτατα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους μετά απ’ αυτόν και εκτιμήθηκε από πολλούς συγχρόνους του, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς αποτελούσαν εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και του πνεύματος, και που γοητεύτηκαν από την «υψηλή μόρφωσή του, από την ακτινοβόλα ευσέβειά του, από την ανεξάντλητη ιδεολογική ανοχή του», όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Εtienne Giran. Ακόμη κι ο μεγάλος Φίλιππος Μελάγχθων, ο στενότερος και κυριότερος –και ευγενέστερος- συνεργάτης του Μαρτίνου Λούθηρου του απευθύνει μια θερμότατη φιλική επιστολή στην οποία ανάμεσα στ’ άλλα γράφει και τα εξής: «Μέχρι τώρα δε σας έχω γράψει τίποτε. Γιατί με τις διάφορες υποθέσεις που η βαρβαρότητά τους με καταθλίβει, δεν είχα καιρό για μια τέτοια αλληλογραφία που θα μου έκανε πολύ μεγάλη ευχαρίστηση. Εκείνο που μ’ εμπόδισε επίσης πολλές φορές είναι ότι βλέποντας τις φριχτές παρεξηγήσεις ανάμεσα σ’ εκείνους που παρουσιάζονται σα φίλοι της αρετής και της σοφίας, ένιωσα να με κυριεύει μια απέραντη λύπη. Ωστόσο σας έχω πάντοτε εκτιμήσει από τον τρόπο που γράφετε… Κι ακόμη εξετάζοντας την ομορφιά στο γραπτό σας ύφος, μου είναι αδύνατον να μη σας αγαπώ, έστω κι αν δεν είχαμε ποτέ προσωπικές σχέσεις… Ελπίζω να φύγω σύντομα για την ουράνια εκκλησία, μακριά από τις διαμάχες που συγκλονίζουν τόσο απαίσια την επίγεια εκκλησία. Αν ζήσω, θα έχουμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε για πολλά πράγματα.

Σας χαιρετώ, Φίλιππος Μελάγχθων, 1η Νοεμβρίου 1557»

Σε πολλά μέρη της Ευρώπης, στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αγγλία, στην Πολωνία, οι ιδέες του διαδίδονται ενάντια στη δογματική ακαμψία και το φανατισμό και σ’ όφελος της πίστης στην ανθρώπινη ηθική ελευθερία. Εκεί όμως που η επίδρασή του είναι καθοριστική για ολόκληρο το ευαγγελικό κίνημα είναι οι Κάτω Χώρες, όπου πενήντα χρόνια μετά τον Καστελιόν ο Ιάκωβος Αρμίνιους, εμπνευσμένος από τη διδασκαλία του μεγάλου ανθρώπου του Θεού, δημιουργεί ολόκληρη θεολογική σχολή μέσα στην ευαγγελική εκκλησία, με βασική αρχή την πίστη στην απόλυτη ηθική ελευθερία του ανθρώπου, κάτι που εναρμονίζεται εντελώς με την «κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού» ανθρώπινη υπόσταση, αντίθετα με τη θεωρία του προορισμού που και τον άνθρωπο υποβιβάζει και στη δόξα του Θεού δε συμβάλλει και δε στηρίζεται και τόσο πολύ στην Αγία Γραφή όσο υποστηρίζει η καλβινιστική πτέρυγα του μεταρρυθμιστικού κινήματος. Την ίδια διδασκαλία του Ιάκωβου Αρμίνιους, που έχει τις ρίζες της – το ξανάλεμε – στις ιδέες του Σεβαστιανού Καστελιόν, ακολουθεί αργότερα και ο μεγάλος Τζών Γουέσλεϋ με τους μεθοδιστές του και τα μετά απ’ αυτόν αναζωπυρωτικά κινήματα.
Έχει ακόμη λεχθεί ότι αν οι ιδέες του είχαν επικρατήσει σε ευρύτερη κλίμακα στη Γαλλία, θα είχε ίσως αποφύγει η χώρα την αιματηρή περιπέτεια της γαλλικής επανάστασης, και πως ήταν κυρίως η επίδραση των ιδεών του που οδήγησαν στην Πράξη της Ανεξιθρησκίας στην Αγγλία, που δημοσιεύτηκε περισσότερο από ένα αιώνα αργότερα.
Ο Σεβαστιανός Καστελιόν πεθαίνει στις 29 Δεκεμβρίου του 1563, σε ηλικία σαράντα οκτώ χρονών, εξαντλημένος από την αδιάκοπη εργασία, τις σωματικές κακουχίες και τους συνεχείς αγώνες. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», διηγείται ο Τσβάιχ, «σέρνεται ως το πανεπιστήμιο και ως το τραπέζι που εργάζεται, ο θάνατος όμως νικάει τη θέλησή του να ζήσει και να γράψει». Ο δόκτωρ Τσβίγκερ, προσωπικός γιατρός του, σημειώνει: «Στο σωτήριο έτος 1563, έφυγε για να συναντήσει το Θεό ο Σεβαστιανός Καστελιόν, γεννημένος στη Σαβοΐα, άνθρωπος διάσημος για την επιστημονική του κατάρτιση στις γλώσσες, και για τις θαυμάσιες μεταφράσεις του της Βίβλου, πολύτιμο κόσμημα του πανεπιστημίου της Βασιλείας, το οποίο τίμησε με τη πολυμάθεια του και την αγιότητα της ζωής του».
Κάποιοι ευσεβείς πλούσιοι φίλοι του αναλαμβάνουν τα λίγα χρέη που είχε κάνει σε δύσκολες στιγμές, πληρώνουν τα έξοδα της κηδείας και υποστηρίζουν οικονομικά τα οκτώ παιδιά του. Οι καθηγητές του πανεπιστημίου ακολουθούν όλοι μαζί την κηδεία του και οι φοιτητές μεταφέρουν το φέρετρό του πάνω στους ώμους τους. Στο μάρμαρο του τάφου του, στον κήπο του καθεδρικού ναού της Βασιλείας, τρεις πολωνοί φοιτητές του χαράζουν τα ακόλουθα λόγια: «Στο διάσημο καθηγητή, που αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους επιστήμονες και τους πιστούς για τη μεγάλη του σοφία και για την καθαρότητα της ζωής του».

Θέλω να ελπίζω πως αρκετοί από μας διαπίστωσαν κατά τη διάρκεια της ομιλίας πόσο επίκαιρα είναι ακόμη και σήμερα τα θέματα που απασχολούσαν τους χριστιανούς πριν από τεσσερισήμισυ αιώνες. Όταν πριν από αρκετά χρόνια είχα μιλήσει για τον Ιωάννη Καλβίνο, στο τέλος της ομιλίας με πλησίασε κάποιος από τους πνευματικούς οδηγούς της εκκλησίας εκφράζοντας αμφιβολία κατά πόσο ο Καλβίνος ήταν αληθινός χριστιανός, μια και καταδίκασε στον δια πυράς θάνατο το Μιχαήλ Σερβέ. Δε θέλησα να τον στενοχωρήσω λέγοντάς του ότι και ο ίδιος και πολλοί άλλοι ακόμη θα επιδοκίμαζαν την εκτέλεση κι ίσως και θα ψήφιζαν σα δικαστές την καταδίκη του, αν ζούσαν την εποχή εκείνη. Βλέπετε, ο τρόπος εκτέλεσης σε διάφορες εποχές δεν έχει πάντα την ίδια μορφή. Σήμερα έχει μπει στη θέση της η διαπόμπευση ή η περιφρόνηση ή η αποκοπή ή η απομόνωση όλων εκείνων που πιστεύουν κάπως διαφορετικά από μας.
Εδώ άλλωστε, στο δικό μας τόπο, καλλιεργείται ακόμη και σήμερα από την επίσημη εκκλησία και αρκετούς από τους απλούς πιστούς της μια πλούσια φιλολογία σχετικά με τις «αιρέσεις» και τους «αιρετικούς», κι ενώ ο υπόλοιπος πολιτισμένος κόσμος έχει κάνει μεγάλες προόδους στον τομέα της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας της συνείδησης, εδώ δε φαίνεται νάχουμε προχωρήσει και πολύ μπροστά, παρόλο που μας είναι αδύνατο πια να καταδικάζουμε τους «αιρετικούς» στον δια πυράς θάνατο.
Εξάλλου ακόμη και σήμερα πολύ μας απασχολούν τα διάφορα θεολογικά θέματα, όπως το λεγόμενο «χριστολογικό» κι ο απόλυτος προορισμός, το αν χάνεται ή όχι η σωτηρία, ο ρόλος και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος , κι ελάχιστη προσοχή δίνουμε στους καρπούς του Πνεύματος, στο χριστιανικό ήθος, στην αγάπη που είναι μεγαλύτερη κι από την πίστη. Και τέλος αρκετοί από τους πιστούς πάσχουν ακόμη και σήμερα από μυωπία βαριάς μορφής, μη διακρίνοντας τους διαφορετικούς ρόλους και το διαφορετικό χαρακτήρα της Παλιάς και της Καινής Διαθήκης.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι κάτι τέτοιες ομιλίες σαν την αποψινή έχουν σκοπό εκτός από την ενημέρωση, που κι αυτή είναι χρήσιμη και απαραίτητη, να μας διδάξουν και να μας προβληματίσουν και σαν άτομα και σαν εκκλησία. Είναι απαράδεκτο σήμερα, στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας, να βασανιζόμαστε ακόμη από τα προβλήματα και τις παιδικές ασθένειες που ταλαιπωρούσαν το νεαρό ευαγγελικό κίνημα πριν από πέντε αιώνες. Ο Σεβαστιανός Καστελιόν υπήρξε ένας μεγάλος άνθρωπος κι ένας μεγάλος πιστός. Και μεγάλοι είναι αυτοί που μπορούν και βλέπουν πολύ μακριά, αυτοί που βρίσκονται πολύ πιο μπροστά από την εποχή τους. Φυσικά, μεγάλοι δεν μπορούμε νάμαστε όλοι. Μπορούμε όμως αρκετοί από μας ν’ ανοίξουμε το μυαλό μας και την καρδιά μας και να παρακολουθήσουμε τους μεγάλους. Κι αν δεν μπορούμε να χαράξουμε καινούργιους δρόμους, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον ν’ απαλλαχτούμε από ξεπερασμένες αντιλήψεις και συνήθειες που μονάχα την εκκλησία του Χριστού δεν ωφελούν. Ίσως μια τέτοια προσπάθεια νάναι το μεγαλύτερο κέρδος από την αποψινή ομιλία. Για νάχει αυτός που σας μιλά την ηθική ικανοποίηση πως δεν κοπίασε και δεν ξενύχτησε άδικα.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.