Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Ανανία Καβάκα

Η προσπάθεια απελευθέρωσης του Έθνους μας από τον τουρκικό ζυγό συνοδεύτηκε, όπως είδαμε, από μια προσπάθεια πνευματικής αναμόρφωσής του, με την επάνοδο στις αρχές του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.

Εκτός από τον Αδαμάντιο Κοραή, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει, ο Θεός κίνησε πιστούς Του ανθρώπους και από άλλες χώρες, οι οποίοι ήρθαν στη χώρα μας και χρησιμοποιήθηκαν απ’ Αυτόν για τη μετάδοση του σωτηρίου Του μηνύματος. Ένας απ’ αυτούς που έπαιξε το σημαντικότερο ίσως ρόλο σ’ αυτό το πεδίο, στον Ελλαδικό κυρίως χώρο, ήταν ο Ιωνάς Κιγκ.

Ιωνάς Κιγκ: Του έδειξαν μεγάλη αχαριστία για τη μεγάλη προσφορά του

O Ιωνάς Κιγκ, ο οποίος αναγεννήθηκε σε ηλικία 15 ετών, το 1807 (1), απέρριψε μια πολύ ελκυστική προσφορά να γίνει καθηγητής στο Vale College των ΗΠΑ έναντι ενός παχυλού για εκείνη την εποχή μισθού και υπακούοντας στην κλήση του Θεού, που ήρθε σ’ αυτόν με ένα γράμμα από το Συμβούλιο των Ελληνίδων Κυριών της Ν. Υόρκης, ήρθε στη μόλις απελευθερωθείσα Ελλάδα το 1828, κομίζοντας μεγάλες ποσότητες τροφίμων και ιματισμού για τους δεινοπαθούντες Έλληνες (2) και έτυχε θερμής υποδοχής από τον Ιωάν. Καποδίστρια και την Κυβέρνησή του (3).

Εγκαταστάθηκε στον Πόρο όπου τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Ασπασία Μέγκου και το 1831 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου για τριάντα πέντε χρόνια υπηρέτησε πιστά τον Θεό και τη χώρα μας (3).

O Κιγκ με την ενθάρρυνση του Ιωάν. Καποδίστρια ίδρυσε το πρώτο Σχολείο θηλέων στην Τήνο(1829-30) και το πρώτο Γυμνάσιο στην Αθήνα(1833)(3). Είχε άριστες σχέσεις με το Υπουργείο Παιδείας, σε σημείο που ο Υπουργός Ρίζος Νερουλός να τον συμβουλεύεται κάθε λίγο για εκπαιδευτικά ζητήματα (4), και τα πρώτα, μετά την απελευθέρωση, χρόνια προμήθευε με διδακτικά βιβλία όλα τα Δημόσια Σχολεία. Είχε επίσης συνδεθεί με φιλία με φωτισμένους Έλληνες όπως ήταν ο αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας και ο Θεόκλ. Φαρμακίδης (3).

Με τις θερμές εκκλήσεις που έκανε ως αντιπρόσωπος των φιλελληνικών οργανώσεων Αμερικανίδων Κυριών και Αμερικανικής Επιτροπής για τα Ελληνικά Σχολεία κατόρθωνε να συγκεντρώνονται μεγάλα χρηματικά ποσά για τις φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους (3). Συγχρόνως κήρυττε και δίδασκε το Λόγο του Θεού, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε η Oρθόδοξη Εκκλησία να αναμορφωθεί σιγά- σιγά, απορρίπτοντας «μεσαιωνικές και Ιησουιτικές επιδράσεις» που είχαν εισχωρήσει σ’ αυτήν (3).

Όμως, σε μια χώρα όπου επικρατούσαν οι προκαταλήψεις, η προσκύνηση των εικόνων των αγίων και των λειψάνων τους, όπου έδιναν μεγαλύτερη αξία και σημασία στους αγίους, στους οποίους απηύθυναν τις προσευχές τους, απ’ ό,τι στον Θεό και όπου θεωρούσαν μεγαλύτερη αμαρτία να φάνε κρέας τη Μεγάλη Σαρακοστή από το να βλασφημήσουν τον Θεό, το έργο του Κιγκ δεν ήταν καθόλου εύκολο (2). Ας μη ξεχνούμε επίσης ότι η προσκύνηση των εικόνων και των λειψάνων των αγίων απέδιδε σημαντικά χρηματικά ποσά στην Oρθόδοξη Εκκλησία και στον κλήρο της, κάτι που φυσικά αυτοί δεν ήταν διατεθειμένοι να το στερηθούν (5).

Εξάλλου ο διάβολος δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει τους ανθρώπους να απομακρυνθούν από τη λατρεία της κτίσης και όχι του κτίσαντος αυτήν (Ρωμ. α’ 25), ώστε να μπορέσουν να σωθούν με βάση τη θυσία του Χριστού και γι’ αυτό δεν άργησε να ξεσηκώσει διωγμό εναντίον του.

Διωγμοί – Αφορισμός

Το 1835, μετά την πρωινή Κυριακάτικη λατρεία, ο Μητροπολίτης Αθηνών επιτέθηκε δριμύτατα εναντίον του Ιωνά Κιγκ και απείλησε ότι θα αφόριζε όσους έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο του Κιγκ (5). Από τότε άρχισε ένας συνεχής διωγμός του Κιγκ από «ορισμένα όργανα της νεοσυσταθείσης Eκκλησίας της Eλλάδος ακραίου συντηρητικού ήθους» με επικεφαλής τον Oικονόμο Kωνσταντίνο εξ Oικονόμων (5).

Το 1844, ο μεγάλος αυτός φιλέλληνας κατηγορήθηκε από ορισμένες εφημερίδες της Αθήνας ότι ασεβούσε κατά των εικόνων και της Παρθένου Μαρίας (6). O Κιγκ απάντησε αναφέροντας αποσπάσματα από τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας Επιφανίου, Χρυσοστόμου, Βασιλείου του Μεγάλου, Ειρηναίου, Κλήμεντα και άλλων φωστήρων της Εκκλησίας, που διέπρεψαν τους πρώτους τέσσερις αιώνες μετά Χριστόν (6) και οι οποίοι απέρριπταν την προσκύνηση των εικόνων και της Μητέρας του Κυρίου.
Μάλιστα τον επόμενο χρόνο, ο Κιγκ εξέδωσε αυτά τα αποσπάσματα σε βιβλίο με τίτλο «Απολογία Ιωνά Κιγκ». Αυτό εξόργισε τους υπερσυντηρητικούς Oρθόδοξους κληρικούς. Σαν συνέπεια η Ιερά Σύνοδος αφόρισε και τον Ιωνά Κιγκ και το βιβλίο του και στη συνέχεια το ίδιο έκανε και το Oικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να σκέφτονται ότι σε τελική ανάλυση αφόριζαν τις γνώμες των Πατέρων της ίδιας της Εκκλησίας τους (6).

O Κιγκ μηνύθηκε και παραπέμφθηκε να δικαστεί στη Σύρο. Το κλίμα όμως ήταν τόσο εχθρικό, ώστε τον συμβούλεψαν να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση από φανατικούς Oρθόδοξους επάνω στο πλοίο οι οποίοι τον απείλησαν ότι θα τον σκότωναν. Μόλις έφτασε στο σπίτι του έμαθε ότι υπήρχε συνομωσία πενήντα ανθρώπων για να τον σκοτώσουν (5). Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου κατασχέθηκαν 100 αντίτυπα της «Απολογίας» του και παραδόθηκαν στην πυρά (6).

(Φωτογρ. Ιωνά Κιγκ)

O διασυρμός αυτός του μεγάλου φιλέλληνα και εργάτη του Ευαγγελίου καταδικάστηκε από πολλούς Έλληνες διανοούμενους και από τα πιο έγκριτα ξένα περιοδικά της εποχής (6), αλλά οι διαμαρτυρίες τους αυτές απευθύνονταν σε «ώτα μη ακουόντων».

Δυο χρόνια μετά (1847), δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Αιών» μια σειρά συκοφαντικών άρθρων με τον τίτλο «Όργια του Κιγκ», που τα υπέγραφε κάποιος Κωνστ. Σιμωνίδης. Τα άρθρα αυτά δημιούργησαν τέτοιο εχθρικό κλίμα εναντίον του Κιγκ ώστε η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να τοποθετήσει φρουρούς έξω από το σπίτι του και να τον συμβουλέψει να απομακρυνθεί για λίγο από την Ελλάδα (6).

Συγχρόνως διέταξε δικαστική έρευνα, η οποία απέδειξε ότι όλα αυτά ήταν μια απάτη του Σιμωνίδη. O Κ. Σιμωνίδης συνελήφθη και καταδικάστηκε και για πλαστογραφία αρχαίων ελληνικών κωδίκων (6).

Τον επόμενο χρόνο ο Κιγκ επέστρεψε στην οικογένειά του στην Ελλάδα (6), η οποία αποτελούνταν από τη γυναίκα του, έξι κορίτσια και ένα γιο (3). Το 1851 διορίστηκε Πρόξενος των ΗΠΑ στην Ελλάδα και υπηρέτησε σ’ αυτή τη θέση επί μία επταετία (6). Σύντομα όμως ξέσπασε διωγμός εναντίον του με την κατηγορία ότι «βλασφημεί τον αληθινό Θεό και τη μόνη Αποστολική Εκκλησία» (5).

Σύρθηκε πάλι στο δικαστήριο και κάτω από μεγάλη πίεση του Oρθόδοξου κλήρου καταδικάστηκε σε 15 ημερών φυλάκιση και σε απέλαση (5), καταδίκη που επικυρώθηκε και από τον Άρειο Πάγο (6). Δώδεκα διακεκριμένοι δικηγόροι της Αθήνας εκείνης της εποχής αποδοκίμασαν την όλη ενέργεια ως σκευωρία και την απόφαση του Αρείου Πάγου εσφαλμένη (6).

Δημιουργήθηκε σάλος στις ΗΠΑ. Ειδική επιτροπή της Γερουσίας εξέτασε τα στοιχεία της δικογραφίας με βάση τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα και το Σύνταγμα και βρήκε την απόφαση αντισυνταγματική. Η Ελληνική Κυβέρνηση με υπόδειξη του νέου Υπουργού Δικαιοσύνης, Σπυρ. Πήλλικα, ο οποίος ως δικηγόρος είχε αποδοκιμάσει την καταδίκη του Κιγκ, εξέδωσε Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ακύρωσε την καταδικαστική αυτή απόφαση δικαιώνοντας τον μεγάλο αυτό φιλέλληνα και εργάτη του Ευαγγελίου (6).

O Ιωνάς Κιγκ, τέλος, είχε τη χαρά να προσκληθεί από τον πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος τον δέχτηκε εγκάρδια και τον προσφώνησε θερμά, παρά τον αφορισμό που του είχε γίνει μερικά χρόνια πριν (6).

O διωγμός επεκτάθηκε και εναντίον του αρχιμανδρίτη Νεοφύτου Βάμβα, ο οποίος κλήθηκε σε απολογία από την Ιερά Σύνοδο, επειδή δέχτηκε να μεταφράσει την Αγία Γραφή από το αρχαίο κείμενο στη Νεοελληνική καθαρεύουσα γλώσσα (7), όπως και εναντίον κάθε άλλου κληρικού ή λαϊκού που έβλεπε με συμπάθεια την ιδέα της αναμόρφωσης της Oρθόδοξης Εκκλησίας, όπως ήταν ο προοδευτικός Oρθόδοξος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο οποίος σε συνεργασία με τον Ιωνά Κιγκ, εξέδωσε την Καινή Διαθήκη με σχόλια από τα συγγράμματα των Πατέρων (6).

Μιχαήλ Δ. Καλοποθάκης:
Ένας πρωτοπόρος και απτόητος εργάτης

O διωγμός εναντίον του Ιωνά Κιγκ αποτέλεσε ένα μεγάλο σταθμό στη ζωή του Μιχαήλ Καλοποθάκη. Μικρός ακόμη, σε ηλικία 10 ετών, από το 1835, ο Μιχαήλ Καλοποθάκης είχε το προνόμιο να φοιτήσει στο τριτάξιο Σχολαρχείο που άνοιξαν στην πατρίδα του την Αρεόπολη της Μάνης δύο φιλέλληνες ευαγγελικοί ιεραπόστολοι, ο Λέυμπορν (G. W. Leyburn) και ο Χιούστον (S. Houston), μετά από πρόσκληση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Εκεί ήρθε σε πρώτη επαφή και γνωριμία με την Αγία Γραφή, το Λόγο του Θεού, και απέκτησε τη συνήθεια να τον μελετά καθημερινά και να τον έχει οδηγό στη ζωή του (8).

Στη συνέχεια σπούδασε δάσκαλος, αλλά μετά από πενταετή θητεία ως Σχολάρχης στο Γύθειο, παραιτήθηκε και ανέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του παρακολουθούσε τα κηρύγματα του Ιωνά Κιγκ (8).

Όταν ο Ιωνάς Κιγκ σύρθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία ότι είχε δήθεν βλασφημήσει τον Θεό και την Παρθένο Μαρία, ο Μιχ. Καλοποθάκης, φοιτητής τότε της Ιατρικής, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης (8).

Η καταδίκη του Κιγκ, η οποία έδειξε το βαθμό της μισαλλοδοξίας και του σκοταδισμού που επικρατούσε στη χώρα μας, έπεισε το Μιχαήλ Καλοποθάκη ότι «το έθνος έχει ανάγκη πνευματικής αναμορφώσεως και ότι η αναμόρφωση αυτή πρέπει να γίνει με το Ευαγγέλιο και με βάση αυτό και μόνο» (9).

Γι’ αυτό αποφάσισε μετά από λίγα χρόνια να παραιτηθεί από το επάγγελμα του στρατιωτικού Χειρούργου που εξασκούσε με επιτυχία και με δικά του έξοδα να πάει στις ΗΠΑ (1853) για να σπουδάσει Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν. Υόρκης (9).
Το 1857 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε το μεγάλο και δύσκολο έργο του ευαγγελισμού και της πνευματικής αναμόρφωσης του έθνους μας, αντιμετωπίζοντας μύριες δυσκολίες και διωγμούς, οι οποίοι γίνονταν όλο και πιο έντονοι, όπως θα δούμε στη συνέχεια (9).

Διωγμοί, πετροβολισμοί, συκοφαντίες: Αμέσως σχεδόν μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1858), ο Μιχ. Καλοποθάκης άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Αστήρ της Ανατολής», το οποίο αρχικά κυκλοφόρησε ως εβδομαδιαίο περιοδικό, αλλά αργότερα έγινε μηνιαίο (8).

Σύντομα και κάτω από την πίεση του Oρθόδοξου κλήρου, οι εκδοτικοί οίκοι αρνήθηκαν να συνεχίσουν την έκδοσή του. Αυτό ανάγκασε τον Μιχ. Καλοποθάκη να ιδρύσει δικό του εκδοτικό οίκο (10).

Ένας από τους πιο γνωστούς εκδότες εφημερίδων της Αθήνας εκείνης της εποχής, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στη συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του Ιωνά Κιγκ, ο Τιμολέων Φιλήμονος της εφημερίδας ο «Αιών», επιτίθετο καθημερινά εναντίον του Μιχ. Καλοποθάκη μέσω της εφημερίδας του (10).

(Φωτογρ. Μιχ. Καλοποθάκη)

Παρά τους διωγμούς, ο Μιχ. Καλοποθάκης συνέχισε την αποστολή που του ανέθεσε ο Θεός. Σύντομα συγκεντρώθηκαν γύρω του οι λίγοι πιστοί που υπήρχαν ήδη στην Αθήνα κι έτσι ιδρύθηκε η Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, της οποίας το κτίριο χτίστηκε και έγιναν τα εγκαίνια το 1871 (9). Στη συνέχεια και με τη διακονία του πιστού αυτού ανθρώπου ιδρύθηκε η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία του Πειραιά, του Βόλου (12), και άλλες μικρές εκκλησίες σε άλλα μέρη της χώρας τα οποία επισκεπτόταν (10).

Η συνεχής επίθεση Oρθόδοξων φανατικών κληρικών, είχε σαν συνέπεια να δημιουργηθεί ένα πολύ εχθρικό κλίμα για τον Μιχ. Καλοποθάκη και για την Ευαγγελική Εκκλησία σε σημείο να αναγκάζονται να έχουν τα παντζούρια της εκκλησίας συνεχώς κλειστά για να μη σπάζουν τα τζάμια με τις πέτρες οι περαστικοί. Ακόμη δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο παιδιών που πετροβολούσαν ή έριχναν σάπια φρούτα εναντίον του Μιχ. Καλοποθάκη όταν τον έβλεπαν να περπατάει στην αγορά (10).

Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, κατά την περιφορά του Επιταφίου της Αγίας Αικατερίνης Πλάκας, σταματούσαν μπροστά στην Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, πετροβολούσαν την Εκκλησία και συνέχιζαν την πορεία τους (11).

Το 1892 και ενώ ο Μιχ. Καλοποθάκης κήρυττε μια Κυριακή πρωί, ένα μανιασμένο πλήθος όρμησε μέσα στην εκκλησία και έβαλε φωτιά στις Άγιες Γραφές, στα υμνολόγια και στα καθίσματα (10).

Τέλος, στις 3/2/1896, η Αστυνομία, μετά από διαταγή του Νομάρχη η οποία εκδόθηκε κατόπιν εισηγήσεως του Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανού, ακρωτηρίασε την επιγραφή που ήταν αναρτημένη έξω από το κτίριο της Εκκλησίας, απαλείφουσα απ’ αυτήν τη λέξη «Ελληνική», επειδή η λέξη αυτή πριν από το «Ευαγγελική Εκκλησία» αποτελούσε κατά τον Μητροπολίτη ένα είδος προσηλυτισμού (9).

Μόνο μετά από γνωμοδότηση «πέντε εκ των διαπρεπεστάτων νομομαθών της πρωτεύουσας», οι οποίοι χαρακτήρισαν την πράξη αυτή του Νομάρχη ως αντισυνταγματική, επετράπη να ξαναγραφεί η λέξη «Ελληνική» επάνω στην επιγραφή (9). Η μισαλλοδοξία, όταν αυτή είναι αχαλίνωτη, μπορεί να παρασύρει ακόμη και στη γελοιοποίηση.

Εκτός από τον «Αστέρα της Ανατολής», ο Μιχ. Καλοποθάκης προχώρησε στην έκδοση ενός μηνιαίου εικονογραφημένου περιοδικού με τον τίτλο «Εφημερίς των Παίδων», το οποίο υπήρξε πρωτοποριακό για την εποχή του. Η κυκλοφορία του είχε φτάσει σύντομα σε οκτώ χιλιάδες τεύχη το μήνα, πρωτοφανές για εκείνη την εποχή (10). Μεταξύ των αναγνωστών της «Εφημερίδος των Παίδων» συγκαταλέγονταν πολλές μετέπειτα γνωστές προσωπικότητες, με διασημότερη τον Ελευθέριο Βενιζέλο(8).

O Γρηγόριος Ξενόπουλος, πολύ γνωστός Έλληνας πεζογράφος, ο οποίος ήταν ένας από τους τακτικούς αναγνώστες της, μεταξύ άλλων γράφει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Η Ζωή μου σαν Μυθιστόρημα», Εκδόσεις Βλάσση, τα εξής:…«πραγματικώς, με την «Εφημερίδα των Παίδων», που δημοσίευε τόσο ωραίες εικονογραφημένες ιστορίες «ξαπολύθηκα» και στο διάβασμα. Σε κάθε σχεδόν φυλλάδιο, το περιοδικό δημοσίευε κι από ένα ποίημα, θρησκευτικό συνήθως, με τη μουσική του… Μόλις λάβαινα φυλλάδιο με ύμνο, της τον πήγαινα (της Αδριανής Επισκοπούλου) να μου τον παίξει(στο πιάνο)… Μια, δυο, τρεις φορές, ώσπου μάθαινα τον ύμνο κι εγώ… Θυμούμαι ακόμα τον πρώτο ύμνο που έμαθα με την Αδριανή. Ήταν ένας ύμνος ιεραποστολικός … Δε μ’ έκανε βέβαια, ούτε πιστεύω να έκανε ποτέ κανέν’ άλλο Ελληνόπουλο, είτε ιεραπόστολο, είτε απλώς ευαγγελικό, κι άδικα ανησύχησε τότε η Ιερά Σύνοδος κι απαγόρευσε όλα τα δημοσιεύματα του Καλοποθάκη. Χρωστώ όμως να ομολογήσω, πως κι η «Εφημερίς των Παίδων» με ωφέλησε πολύ και μου τόνωσε το θρησκευτικό αίσθημα, που είναι υπεράνω από κάθε δόγμα και κάθε αίρεση…»(13).

(Φωτογρ. «Εφημερίδας των Παίδων»)

Τέλος, ο Mιχ. Kαλοποθάκης έγινε ο πρώτος Έλληνας Διευθυντής της Bρετανικής Bιβλικής Eταιρίας στην Aθήνα και άρχισε μια προσπάθεια μετάδοσης του Λόγου του Θεού σε όλη τη χώρα μας. Γι’ αυτό το σκοπό προσέλαβε αφιερωμένους στον Θεό και δραστήριους νέους ως βιβλιοπώλες, οι οποίοι ξεκίνησαν πουλώντας Άγιες Γραφές σε χωριά και πόλεις σ’ όλη τη χώρα (9).

O Μιχ. Καλοποθάκης αναχώρησε για τον Κύριο το 1911, λίγο μετά το τελευταίο του κήρυγμα στο «Τετέλεσται» που είπε ο Χριστός επάνω στο σταυρό (8).

Γεώργιος Κωνσταντίνου:
Προτίμησε τις κακουχίες για χάρη του Χριστού

Σύγχρονος σχεδόν με τον Μιχ. Καλοποθάκη, ήταν και ο Γεώργιος Κωνσταντίνου, ο οποίος επίσης είχε πιστέψει από τον Ιωνά Κιγκ (14).

Μετά το τέλος των Γυμνασιακών του σπουδών και καθώς διάβασε μια μέρα το «θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες» (Πράξ. α’ 8) που είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, αποφάσισε να αφιερωθεί πλήρως στο έργο του Θεού. Με τη βοήθεια φίλων του πήγε στην Αγγλία και σπούδασε Θεολογία και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Αμερική (14).
Όταν τελείωσε, απέρριψε την ευκαιρία που του δόθηκε εκεί να γίνει καθηγητής και επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1862. Εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αθήνα και άρχισε να υπηρετεί τον Θεό σε στενή συνεργασία με τον Μιχ. Καλοποθάκη (15). Μετά από λίγα χρόνια αισθάνθηκε την ώθηση να πάει να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους ομοεθνείς μας της Μικράς Ασίας (15).

Εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη όπου βρήκε μια μικρή ομάδα πιστών, μερικοί από τους οποίους ήταν πνευματικοί απόγονοι του μεταρρυθμιστή Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι, ενώ άλλοι είχαν έρθει σε επαφή με τις αλήθειες του Ευαγγελίου από τη διακονία Αμερικανών ιεραποστόλων (14). Ρίχτηκε στον αγρό με ακαταπόνητο ζήλο όχι μονάχα στη Σμύρνη, αλλά και ανάμεσα σε όλο τον υπόδουλο Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Oι καρποί της διακονίας του δεν άργησαν να φανούν. Στη Σμύρνη αναπτύχθηκε μια ισχυρή Εκκλησία (15), όπως και σε άλλες πόλεις της περιοχής (14).

Κατά τη διακονία του αυτή αντιμετώπισε μεγάλους διωγμούς. Δύο φορές λιθοβολήθηκε. Oι επιθέσεις φανατικών κληρικών ή πολιτών ήταν συχνές. Σε μια απ’ αυτές τις επιθέσεις που έγινε εναντίον του το 1887, ενώ αυτός βρισκόταν επάνω στο πλοίο ταξιδεύοντας για τα Κοτύωρα, τον έριξαν μέσα στη θάλασσα. O Γεώρ. Κωνσταντίνου πάλευε με τα κύματα για περισσότερες από 24 ώρες. Τελικά, τα κύματα τον έριξαν ημιθανή σε μια ερημική ακτή, όπου τον βρήκαν μερικοί Τούρκοι χωρικοί οι οποίοι του πρόσφεραν βοήθεια. Αυτή η ταλαιπωρία κλόνισε σοβαρά την υγεία του, αλλά όχι την απόφασή του να κηρύττει τον Χριστό μέχρι το θάνατό του, ο οποίος επήλθε σε ηλικία 58 ετών μόνο (14).

O Γεώρ. Κωνσταντίνου έγινε γνωστός, εκτός από τα άλλα και από το «Λεξικό των Αγίων Γραφών» που έγραψε (15).

Ξενοφών Μόσχου:
Από παπαδοπαίδι, κήρυκας του Ευαγγελίου

O Ξενοφών Μόσχου έμεινε ορφανός από μητέρα σε ηλικία 5 ετών και πριν γίνει 11 ετών είχαν πεθάνει και όλα τα αδέλφια του. Έτσι έμεινε μόνο με τον ιερέα πατέρα του, ο οποίος είχε πάρει κάποιο φως από την ερμηνεία του Αδαμ. Κοραή στις προς Τιμόθεο και Τίτο Επιστολές του αποστ. Παύλου. Γι’ αυτό το λόγο, ο παπα-Μόσχος είχε πιο ανοιχτό πνεύμα απ’ ό,τι οι περισσότεροι σύγχρονοί του Oρθόδοξοι ιερείς και έβλεπε με πιο κριτικό πνεύμα το σύστημα των νηστειών, της αγαμίας του κλήρου και ορισμένα δήθεν θαύματα που γίνονταν στις εκκλησίες (16).

Γι’ αυτό, όταν αργότερα νοίκιασε από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης το ναό της Παναγίας της Λαοδηγήτρας όπου υπήρχε ένα μάρμαρο, στο βαθούλωμα του οποίου ανάβλυζε «άγιο νερό» με θαυματουργικές ικανότητες, θέλησε να ελέγξει αν αυτό ήταν αλήθεια και διαπίστωσε ότι ήταν απάτη. Αν ο ίδιος δεν έριχνε νερό αποβραδίς με μια κανάτα, δε γινόταν τίποτε (16). Αυτές τις εμπειρίες τις έζησε από μικρός ο Ξενοφών και δεν μπορεί να μην επηρέασαν μετά την πνευματική του πορεία.

Από μικρό παιδί ο Ξενοφών, και πριν ακόμη χάσει τον τελευταίο αδελφό του, είχε έλεγχο μέσα του για την υποκρισία του και για τη συμπεριφορά του απέναντι στο μικρότερο αδελφό του και γι’ αυτό σκέφτηκε να πάει να εξομολογηθεί. Μετά την εξομολόγηση «έφυγε από το κελί με χαρούμενη καρδιά», αλλά «πολύ γρήγορα, η βεβαιότης αυτή της συγχωρήσεως άρχισε σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπει» (16).

Στην αμηχανία του και ενώ βασανιζόταν από τη σκέψη: «Τι πρέπει λοιπόν να κάνω για να σωθώ;» θυμήθηκε δύο εδάφια από την Καινή Διαθήκη, από εκείνα που είχε μάθει στο μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτά ήταν το «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, ότι όσα αν αιτήσητε παρά του Πατρός εν τω ονόματί μου, θέλει σας δώσει» (Ιωάν. ις’ 23) και το «Πάντα όσα προσευχόμενοι ζητείτε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε και θέλει γίνει εις εσάς» (Μάρκ. ια’ 24) (16).

Αυτά τον έκαναν να ανοίξει την καρδιά του μπροστά στον Θεό και με ταπείνωση να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και να ζητήσει συγχώρηση. Η εμπειρία αυτή της αναγέννησης έγινε όταν ο Ξενοφών ήταν ακριβώς δέκα τρεισήμισι χρόνων (16). Από τότε άρχισε να διαβάζει συστηματικά την Καινή Διαθήκη και σταμάτησε να τηρεί τις νηστείες και να προσεύχεται σε αγίους (16).

O ζήλος του να μεταδώσει την εμπειρία του αυτή και σε άλλους, τον ώθησε να ζητήσει τον επόμενο χρόνο (1872) την άδεια να κηρύξει σε μια εκκλησία. Επειδή ήταν γιος ιερέα, του δόθηκε η άδεια, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει το κήρυγμά του αυτό ο μικρός Ξενοφών, επειδή ο ιερέας τον ανάγκασε να διακόψει, μη μπορώντας να ανεχτεί «αυτόν τον παράξενο νεωτερισμό» (16).

Στη συνέχεια και ενώ ο Ξενοφών φοιτούσε ακόμη σε σχολείο της Θεσσαλονίκης συνάντησε ένα βιβλιοπώλη των Αγίων Γραφών, από τον οποίο αγόρασε τον «Χριστιανό Αποδημητή» του Βουνιάνου και την «Αιωνία ανάπαυση των πιστών» του R. Baster, τα οποία διάβασε με ζήλο και τα έδωσε στη συνέχεια και στον πατέρα του, ο οποίος όμως αρνήθηκε να τα διαβάσει (16).

Τελικά, έριξε τον κλήρο του. Στη συνέχεια ο Ξεν. Μόσχου κατέβηκε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Καθώς βρισκόταν εκεί, προβληματιζόταν σε σχέση με το σε ποια Εκκλησία ανήκε τελικά ο ίδιος. Είχε ήδη απορρίψει τη σωτηρία διά των έργων, την προσκύνηση και τις προσευχές στους αγίους ή στην Παρθένο Μαρία. Επιπλέον, ήξερε ότι του είχε απαγορευτεί να κηρύξει στην Oρθόδοξη Εκκλησία αυτό που είχε ζήσει και που είχε φέρει ειρήνη στην ψυχή του (16).
Μετά από μεγάλο εσωτερικό αγώνα και αφού είχε ήδη επισκεφθεί πολλές Oρθόδοξες Εκκλησίες, έφτασε στο σημείο να πει «Η Ευαγγελική Εκκλησία είναι η εκκλησία μου». Πήγε στην Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία και ζήτησε να γίνει μέλος. O Μιχ. Καλοποθάκης ήταν διστακτικός στην αρχή και του είπε ότι ήθελε να πειστεί για την αναγέννησή του. Αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για τον Ξεν. Μόσχου. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα έγινε δεκτός (16).

Μετά το τέλος των σπουδών του στην Αθήνα, πήγε στο Εδιμβούργο και σπούδασε Θεολογία για δύο χρόνια. Εκεί συνάντησε τον Μούντυ και τον Σπέρτζον, τους οποίους ο Θεός χρησιμοποίησε ευρύτατα για την αναζωπύρωση της Εκκλησίας Του στις αγγλόφωνες χώρες το 19ο αιώνα (16).

Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1884, όπου άρχισε να διακονεί στον άμβωνα της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας της πόλης αυτής (16). Το 1892 προσκλήθηκε από την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Σμύρνης να αναλάβει τη θέση του ποιμένα της, κάτι που αυτός το αποδέχτηκε (16).

(Φωτογρ. Ξενοφών Μόσχου)

Από τότε και για τριάντα ολόκληρα χρόνια ο Ξεν. Μόσχου υπηρέτησε πιστά τον Κύριο στον αγρό της Σμύρνης και όλης της Μ. Ασίας, μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, οπότε αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα μαζί με τους άλλους Έλληνες πρόσφυγες και να ιδρύσει την Β’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία στην Αθήνα, απ’ όπου υπηρέτησε τον Κύριο μέχρι το θάνατό του το 1939 (16).

Η διακονία του φυσικά δεν έγινε χωρίς δυσκολίες και διωγμούς. Αρκετές φορές λιθοβολήθηκε και αυτός και το σπίτι του στη Σμύρνη και δύο φορές κινδύνεψε και η ίδια η ζωή του (16). Το ίδιο έγινε και με τον πατέρα του, τον παπα-Μόσχο, στον οποίο φανατικοί Oρθόδοξοι έστησαν παγίδα για να τον σκοτώσουν όταν αυτός τελικά, μετά από μερικά χρόνια, πίστεψε και έγινε πρεσβύτερος της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Θεσσαλονίκης (16).

«Τους οποίους ουχί εγώ μόνος ευχαριστώ» (Ρωμ. ις’ 4)

Εκτός από τους λίγους αυτούς πιστούς, οι οποίοι ήδη έχουν αναφερθεί, τους οποίους ο Θεός χρησιμοποίησε κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, υπήρξαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι παρακινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα ξεκίνησαν και υπηρέτησαν πιστά τον Κύριο, μερικοί ως πρωτοπόροι σκαπανείς και άλλοι μετά απ’ αυτούς, μέσα σ’ ένα εχθρικό γι’ αυτούς περιβάλλον. Oι πιο γνωστοί απ’ αυτούς ήταν οι εξής:

O Σταύρος Μιχαηλίδης από το Μοναστήρι Μακεδονίας, ο οποίος οδηγήθηκε στην πίστη της κατά χάρη σωτηρίας του Θεού μόνος του, μελετώντας την Αγία Γραφή. Στη συνέχεια, επειδή άρχισε να «συγκεντρώνει λίγους στο σπίτι του και να κηρύττει το απλό ευαγγέλιο της αγάπης του Χριστού», απολύθηκε δύο φορές από τη θέση του Καθηγητή της Φιλολογίας. Αργότερα γνωρίστηκε με τον Μιχ. Καλοποθάκη και υπηρέτησε τον Κύριο σε διάφορες εκκλησίες. Το 1881 πήγε στα Γιάννενα όπου με τη διακονία του σχηματίστηκε ο πρώτος πυρήνας της εκεί εκκλησίας (17).

Επίσης γνωστοί στους παλιότερους ήταν ο Σταύρος Δημητρακόπουλος από το Πήλιο (17), ο Πολύκαρπος Λογγινίδης από την Τραπεζούντα Πόντου, ο οποίος εκτός των άλλων υπηρέτησε την Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών για πολλά χρόνια (17), ο Γεώργιος Καμπουρόπουλος από τη Μαγνησία Μ. Ασίας (17). Επίσης ο Παύλος Παυλίδης από την Καισάρεια Μ. Ασίας (18) και ο Χαράλαμπος Μποσταντζόγλου από τα Άδανα της Κιλικίας, οι οποίοι απαγχονίστηκαν από τους Τούρκους επειδή κήρυτταν τον Χριστό (17), ο Γεώργιος Ν. Προυσαεύς από την Oινόη Πόντου, ο οποίος εξορίστηκε από τους Τούρκους και μετά από αφάνταστες ταλαιπωρίες έφτασε στην Ελλάδα και συνέχισε να υπηρετεί τον Θεό στον Ελλαδικό χώρο (19). O Παντελής Φιλαδελφεύς, με στενό συνεργάτη για τους νέους το Χαράλαμπο Σιδηρόπουλο (γιατρό), οι οποίοι ευτύχησαν να δουν την εκκλησία τους στα Κοτύωρα (Oρντού) να αυξάνει ραγδαία και να αριθμεί περισσότερα από 600 μέλη και το Σύλλογο νέων να φτάνει τους 130 νέους και νέες, και άλλοι (20).

Επίσης σημαντική και σε ορισμένες περιπτώσεις ανεκτίμητη ήταν η προσφορά ορισμένων νεότερων αδελφών, όπως ήταν οι εξής: O Αριστείδης Μιχιτσόπουλος, ο οποίος υπηρέτησε την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Θεσσαλονίκης για μισό αιώνα. O Φιλόθεος Ζήκας, ο οποίος εργάστηκε στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, της Ξάνθης και της Κομοτηνής, ίδρυσε τις Ελληνικές Ευαγγελικές Εκκλησίες της Αλεξανδρούπολης και της Αγνάντιας Εβρου και με τις προσπάθειές του αποκτήθηκε η κατασκήνωση της Μάκρης. O Άργος Ζωδιάτης στην Κατερίνη, με τις προσπάθειες του οποίου αποκτήθηκε η κατασκήνωση της Λεπτοκαρυάς. O Άργος Ζωδιάτης διώχθηκε άγρια από το θρησκευτικό κατεστημένο του Oρθόδοξου κλήρου και απελάθηκε από την Ελλάδα. Για να το πετύχουν αυτό οι διώκτες του εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι ως Κύπριος την καταγωγή είχε Αγγλική υπηκοότητα και όχι Ελληνική. O Μιχ. Κυριακάκης, Σταύρος Δεληγιαννίδης και Νικ. Λάνδρου στην Αθήνα, Πειραιά και Νίκαια αντίστοιχα, ο Αθανάσιος Ηλία στην Κατερίνη, ο Γεώρ. Α. Χατζηαντωνίου στη Β’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Αθήνας, ο οποίος έχει αφήσει πλούσιο και ανεκτίμητο συγγραφικό έργο και πολλοί άλλοι.

Για μερικούς απ’ αυτούς έχουν γράψει κάποιοι άλλοι, ενώ για άλλους όχι. Στην παρούσα μελέτη δε θα γίνει ευρύτερη αναφορά στη διακονία τους για τον απλό λόγο ότι είναι έξω από τα στενά όρια αυτής της έρευνας. Εξάλλου δεν υπάρχουν στη διάθεσή μου αρκετά στοιχεία γι’ αυτούς.

Για τους ίδιους λόγους δεν θα γίνει αναφορά στον τρόπο που γνώρισαν τον Χριστό και εργάστηκαν στη συνέχεια πρωτοποριακά γι’ Αυτόν μερικοί, όπως ο Γεώργιος Τσέλος και ο Δημήτριος Κατρισιώσης στην περιοχή Βάγια των Θηβών ή ο Μιχαήλ Κούννας στα Πετράλωνα, πρωτεργάτες της κίνησης των Εκκλησιών της Πεντηκοστής (21). Επίσης δεν θα αναφερφούμε στους Νικόλαο Ζαζάνη και Παύλο Παπαδόπουλο, Ευαγγελικούς Ιεροκήρυκες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο στην Αθήνα και στο ρόλο που έπαιξαν στο έργο του Θεού στη χώρα μας.

Απόσπασμα του βιβλίου του κ. Ανανία Καβάκα με τίτλο “Η ιστορία των Ελ. Ευαγγελικών Εκκλησιών”

Βιβλιογραφία -Πηγές πληροφοριών

1. Hintzoglou P. Α., «Reformed Communities in an Eastern Orthodox Culture», Fuller Theological Seminary, 1969, Σελ. 79.
2. Hingoglou P., «Reformed Communities in an Eastern Orthodox Culture», Fuller Theological Seminary, 1969, Σελ. 87-90.
3. Δράγα Γ. Δ.,«Ιωνάς Κιγκ», 1972, Σελ. 60-74.
4. Κυριακάκη Μ. Β., «Πρωτοπορεία και Πρωτοπόροι», 1985, Σελ. 14.
5. Hintzoglou P. Α., «Reformed Communities in an Eastern Orthodox Culture», Fuller Theological Seminary, 1969, Σελ. 92-94.
6. Δράγα Γ. Δ., «Ιωνάς Κιγκ», 1972, Σελ. 86, 100.
7. Δρανδάκη Π., Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος ΣΤ’, Σελ. 611.
8. Κυριακάκη Μ. Β., «Πρωτοπορεία και Πρωτοπόροι», 1985, Σελ. 85-88.
9. Κυριακάκη Μ. Β., «Πρωτοπορεία και Πρωτοπόροι», 1985, Σελ. 9-24.
10. Ηintzoglou P., «Reformed Communities in an Eastern Orthodox Culture», Fuller Theological Seminary, 1969, Σελ. 95-97.
11. Ρημάκη Ελένης Γ., Συνέντευξη 3/11/1998.
12. Τσεβά Ι., «Αστήρ της Ανατολής», Φεβρ. 1997, Τεύχος 2, Σελ. 63.
13. Τσεβά Ι., «Αστήρ της Ανατολής» Νοέμβ. 2001, Τεύχος 11, Σελ. 302.
14. Hintzoglou P., «Reformed Communities in an Eastern Orthodox Culture», Fuller Theological Seminary, 1969, Σελ. 97-99.
15. Κυριακάκη Μ. Β., «Πρωτοπορεία και Πρωτοπόροι», 1985, Σελ. 84-92.
16. Χατζηαντωνίου Γ. Α., «Ξενοφών Μόσχου», 1958, Σελ. 13-14, 18-28, 33-34, 38-41, 46-52, 56-60, 64-85.
17. Κυριακάκη Μ. Β., «Πρωτοπορεία και Πρωτοπόροι», 1985, Σελ. 93-95, 113-127, 145-149. Βλέπε επίσης: Αγαπίδη Ιωάννου, «Ελληνικαί Ευαγγελικαί Κοινότητες της Μικράς Ασίας», 1950, Σελ. 16-23, 38-41.
18. Θαβωρίτη Μ., «Παύλος Ιακώβου Παυλίδης», 1985.
19. Προυσαέως Α. Γ., «Γεώργιος Ν. Προυσαεύς», Εκδόσεις Θρίαμβος, Χαλάνδρι.
20. Αγαπίδη Ιωάννου, Δικηγόρου, «Ελληνικαί Ευαγγελικαί Κοινότητες του Πόντου», Θεσσαλονίκη, 1948, Σελ. 19-38.
21. «Το Ευαγγέλιο σε όλο τον Κόσμο, η Πεντηκοστή στην Ελλάδα», Εκδόσεις «Χριστιανισμός», Σελ. 5-7.