Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Στέφανου Κατσάρκα

«Είμαι γιος χωρικού, και ο παππούς μου και ο προπάππος μου ήταν κι αυτοί χωρικοί. Ο πατέρας μου με προόριζε να γίνω δήμαρχος. Εγώ πήρα το δίπλωμα του πανεπιστημίου κι έγινα καθηγητής. Ύστερα ντύθηκα το μοναχικό σχήμα κι αργότερα το πέταξα. Αυτό δυσαρέστησε τον πατέρα μου. Κατόπιν μπήκα στη μύτη του πάπα παίρνοντας για γυναίκα μια μοναχή αποστάτρια. Ποιος θα μπορούσε να τα διαβάσει όλα αυτά στ’ αστέρια;»

Θαρρώ κι ακούω το τρανταχτό, χορταστικό του γέλιο ν’ αντηχεί στους θόλους του πρώην μοναστηριού της Βιτεμβέργης, που του έχει παραχωρήσει ο ηγεμόνας Φρειδερίκος της Σαξονίας για μόνιμη κατοικία, καθώς σκιτσογραφεί στους δικούς του και στους φίλους του με τις λίγες αυτές φράσεις τη ζωή και τη σταδιοδρομία του. Με το γνωστό χιουμοριστικό και σκωπτικό του ύφος, με την καλοσυνάτη διάθεση, ανάμεσα σ’ ένα ωραίο απολαυστικό γεύμα και σ’ ένα ποτήρι γεμάτο μ’ εκλεκτή μπύρα. Γνήσιος, καθαρός γερμανός -ο πιο γερμανός ίσως απ’ όλους τους μεγάλους γερμανούς- άνθρωπος ελεύθερος χωρίς συμπλέγματα και ταμπού που γέμισαν απ’ αυτά την ευαγγελική πίστη οι κατοπινοί του οπαδοί κι οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, κι ωστόσο χριστιανός με τα όλα του, άνθρωπος βαθύτατα ηθικός με τη σωστή κι ολοκληρωμένη σημασία της λέξης, και στη θεωρία, και προπάντων στην πράξη. Μακάρι τούτο το παράδειγμα ν’ ακολουθούσε η ανανεωμένη εκκλησία. Και στην απόλυτη ειλικρίνειά του, και στην ανυποχώρητη εμμονή του στην αλήθεια, και στην αδυσώπητη στάση του μπροστά σε κάθε υποκριτή και σε κάθε κάπηλο της γνήσιας πίστης του Χριστού, και στην ευαίσθητη καρδιά που έκρυβε κάτω από μια κάθε άλλο παρά ασκητική κορμοστασιά, και στο πνεύμα της θυσίας και της έμπρακτης αγάπης προς τους αδελφούς του. Κι ακόμη -γιατί όχι- και στην απόλαυση, χωρίς όμως παρεκτροπή, κάθε νόμιμης χαράς από εκείνες που τόσο άφθονα και σπάταλα χάρισε ο Θεός στους θνητούς. Εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω κανέναν από τους μεγάλους χριστιανούς της ιστορίας, τους τόσο βλοσυρούς κι ασκητικούς τις πιο πολλές φορές, που να συνδύασε όλες αυτές τις αρετές σε τόσο μεγάλο βαθμό. Μια αλλιώτικη σύλληψη, θα μπορούσαμε να πούμε, της παραδοσιακής χριστιανικής ζωής και ηθικής. Που τόσο πολύ πλησιάζει όμως στο παράδειγμα του ίδιου του Χριστού.

Το 1983 ήταν έτος Λούθηρου –500 χρόνια από τη γέννησή του. Μα και έτος Ραφαήλ, και έτος Μαρξ, και έτος Βάγκνερ, και έτος Καβάφη, και άλλων μεγάλων του πνεύματος και της τέχνης. Ο Λούθηρος τους επισκίασε όλους και ιδιαίτερα στην πατρίδα του.
Μονάχα στην Ανατολική Γερμανία όπου βρίσκονται οι περιοχές και οι πόλεις που έδρασε, κι όπου κατά περίεργο τρόπο το επίσημο πρώην αθεϊστικό κράτος προώθησε κι υποστήριξε τις γιορταστικές εκδηλώσεις στη μνήμη του, κυκλοφόρησαν μέσα στο 1983 εκατό διάφορες εκδόσεις (άρθρα, ομιλίες, βιβλία) για τη ζωή και το έργο του. Κάποιο τεύχος που είχε εκδοθεί με τις προγραμματισμένες σ’ ολόκληρη τη Γερμανία εκδηλώσεις για ολόκληρο το χρόνο, κάλυψε 66 σελίδες για την Ανατολική Γερμανία -απλή αναφορά των διαφόρων εκδηλώσεων- και 69 σελίδες για τη Δυτική. Παντού, κι ιδιαίτερα στις εκκλησίες, μπορούσε κανείς ν’ αγοράσει μενταγιόν και πιάτα με τη μορφή του, προτομές του και κάθε άλλου είδους αναμνηστικά. Οι πάντες προσπαθούν να τον οικειοποιηθούν. Η εκκλησία που έχει τ’ όνομα του πρώτη-πρώτη, φυσικά. Οι κάθε λογής επαναστάτες και κομμουνιστές. Κι ασφαλώς, δικαιωματικά, οι γνήσιοι πιστοί, που μέσα από τα σκοτάδια τούς άνοιξε το δρόμο για να ζήσουν προσωπικά το Χριστό και τη διδασκαλία Του, μ’ ένα τρόπο που για αιώνες είχε ξεχαστεί.

Οι χαρακτηρισμοί για το πρόσωπό του ήταν ποικίλοι κι αρκετά διασκεδαστικοί μερικοί απ’ αυτούς. Κάποιο από τα βιβλία που κυκλοφόρησε στη Γερμανία τιτλοφορήθηκε με το παρατσούκλι που του έδωσε ο γνωστός σύγχρονός του γερμανός ποιητής Hans Sachs: «το αηδόνι της Βιτεμβέργης». Το αμερικανικό περιοδικό «Time» δημοσίευσε ολοσέλιδη εικόνα του σ’ εξώφυλλό του τον Οκτώβριο του ’83 μαζί με τον τίτλο του πρωτοσέλιδου άρθρου του: «Λούθηρος: 500 χρόνια νέος», υπονοώντας τη συνεχή επικαιρότητα της διδασκαλίας και της προσωπικότητάς του. Το γερμανικό περιοδικό «Stern», κατακρίνοντας την εκμετάλλευσή του από τους ναζιστές και από άλλες πολιτικές ομάδες, έδωσε σε άρθρο του το χαρακτηρισμό: « Ο κακοποιημένος Λούθηρος». Και η παρισινή εφημερίδα «Monde», σχολιάζοντας προφανώς τη στροφή του επίσημου κράτους της Ανατολικής Γερμανίας, του αφιέρωσε άρθρο με τον τίτλο: «Ζήτω ο σύντροφος Μαρτίνος Λούθηρος!»

Ωστόσο δεν είναι μονάχα η φετινή χρονιά, το 1983, που ο Λούθηρος βρέθηκε στην κορυφή της επικαιρότητας. Το αμερικανικό περιοδικό «National Geographic» μας πληροφόρησε πως για καμιά άλλη προσωπικότητα μέσα στην ιστορία, με εξαίρεση μονάχα τον Ιησού Χριστό, δεν έχουν γραφεί τόσο πολλά άρθρα, πραγματείες και βιβλία, όσα για το Μαρτίνο Λούθηρο. Η επίδρασή του στη σύγχρονη σκέψη είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο φανταζόμαστε, όχι μονάχα στην εκκλησία, κι όχι μονάχα στη Γερμανία. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν σαν τον τελευταίο άνθρωπο του μεσαίωνα και τον πρώτο της αναγέννησης. Ο Ρόλαντ Μπέντον, ο αμερικανός καθηγητής που έγραψε μια από τις πιο πετυχημένες βιογραφίες του που μεταφράστηκε και στα ελληνικά με τον τίτλο «Εδώ Στέκομαι», γράφει πως «το γεγονός ότι κανείς άλλος δεν κατέχει παρόμοια θέση στη θρησκευτική ζωή του λαού του, οφείλεται στο ότι κανείς άλλος δεν έφτασε στο δημιουργικό του παράστημα».Και συνεχίζει ο Μπέντον: «Όταν κανείς κοιτάζει πίσω στους αιώνες αναζητώντας κάποιον αντάξιο να παραβληθεί με το Λούθηρο, δε θα βρει άλλο γερμανό με το ίδιο παράστημα».

Αμέτρητοι καλλιτέχνες έχουν ζωγραφίσει τη μορφή του. Περίτεχνα μνημεία στολίζουν τις πόλεις όπου έδρασε και έζησε. Δίπλα στα πέτρινα και γρανιτένια μνημεία στέκει η ατέλειωτη σειρά από μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και θεατρικά έργα, καθώς και οι διάφορες παραδόσεις και μυθολογικές διηγήσεις με θέμα τη ζωή του και τη δράση του. Μαζί με τα 350 εκατομμύρια κατ’ όνομα ή κατ’ ουσία ευαγγελικούς, που λίγο-πολύ ακολουθούν τη διδασκαλία του ή τουλάχιστον έχουν σαν αφετηρία τις αντιλήψεις του, όλο και περισσότερο οι καθολικοί σ’ όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν το έργο του και την προσωπικότητά του. Η καινούργια αντίληψη για την πίστη που καθιέρωσε, το ξεκαθάρισμα ενός καινούργιου δρόμου για τη θεϊκή χάρη (που ουσιαστικά δεν είναι καινούργια πράγματα μια και βασίζονται στην Αγία Γραφή που είχε ξεχαστεί), το γκρέμισμα των συνόρων ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς, καθώς και η κατάργηση της νεκρής λατινικής γλώσσας κι η αντικατάστασή της στην Αγία Γραφή και στη λειτουργία με τη ζωντανή γλώσσα του λαού -όλα αυτά κι αρκετά άλλα, είναι ανεκτίμητα επιτεύγματα που γοητεύουν όλο και περισσότερο τους ειλικρινείς καθολικούς σήμερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κι ιδιαίτερα στη Γερμανία. Αρκετοί απ’ αυτούς θεωρούν τον Ιερό Αυγουστίνο, το Θωμά Ακινάτη και το Μαρτίνο Λούθηρο τους σπουδαιότερους χριστιανούς του δυτικού κόσμου. Ο ίδιος ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ αναγνωρίζει το βαθύ θρησκευτικό του αίσθημα, όπως λέει, και πολλοί από τους σημερινούς καθολικούς μοναχούς διαβάζουν με πολύ ενδιαφέρον τα βιβλία κάποιου ομοδόξου τους, του Hans Kung, που αποκαλείται σύγχρονος Μαρτίνος Λούθηρος, και που αμφισβητεί το αλάθητο του πάπα, ζητά την κατάργηση της αγαμίας των κληρικών, και υποστηρίζει άλλες προωθημένες αντιλήψεις σύμφωνες με το πνεύμα και τις ανάγκες της σημερινής εποχής. Κάποιος καθολικός κληρικός, αναφέρει το «Time», ειδικός στον προτεσταντισμό, καθηγητής σε πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Πολιτειών, σημειώνει ότι «σήμερα, πολλοί καθολικοί λόγιοι πιστεύουν πως ο Λούθηρος είχε δίκιο και πως οι καθολικοί πολέμιοι του 16ου αιώνα απλούστατα δεν κατάλαβαν το νόημα της διδασκαλίας του. Και οι δύο πλευρές, και οι λουθηρανοί και οι καθολικοί, συμφωνούν πως «τα καλά έργα των χριστιανών πιστών είναι αποτελέσματα της πίστης τους και έργο της θεϊκής χάρης μέσα τους, κι όχι προσωπική τους συνεισφορά για τη σωτηρία τους. Ο Χριστός είναι ο μοναδικός σωτήρας. Κανείς δεν μπορεί να σώσει μόνος τον εαυτό του». Και μια κοινή επιτροπή λουθηρανών και καθολικών που εξετάζει την περίπτωση συνεργασίας και προσέγγισης ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, αναφέρει σε κάποια διακήρυξή της στα 1980: «είναι μονάχα με την χάρη και την πίστη στο σωτήριο έργο του Χριστού και όχι από κάποια προσωπική μας αξία, που γινόμαστε δεκτοί απ’ το Θεό και παίρνουμε το Άγιο Πνεύμα που κάνει καινούργιες τις καρδιές μας, και μας δίνει τα εφόδια και την κλήση για τα καλά έργα». Μ’ άλλα λόγια, υιοθετεί η επιτροπή τον πυρήνα της λουθηρανής διδασκαλίας, που φυσικά βασίζεται ακέραια στα λόγια της Αγίας Γραφής.

Κι ο Έρικ Χόνεκερ, ο αρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος και του κράτους της Ανατολικής Γερμανίας, με την ευκαιρία του έτους Λούθηρου χαρακτηρίζει το μεταρρυθμιστή σαν «τον αρχηγό ενός μεγάλου επαναστατικού κινήματος», και αναγνωρίζει τη γερμανική μετάφρασή του της Βίβλου σαν «ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά επιτεύγματα στην ιστορία του γερμανικού έθνους».
Με δικαιολογημένη λοιπόν περηφάνια, εμείς οι χριστιανοί ευαγγελικοί, που είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε έμμεσα είτε άμεσα, είτε απ’ το αριστερό είτε απ’ το δεξί χέρι, είμαστε επίγονοι και μαθητές του, παρουσιάζουμε το Μαρτίνο Λούθηρο, το μεγάλο αδελφό μας…

Έχουμε τόσο πολλά άλλα ενδιαφέροντα να πούμε, που μόλις θα θίξουμε τα ιστορικά περιστατικά που λίγο-πολύ, ελπίζω, είναι σ’ όλους μας γνωστά. Άλλωστε το θέμα μας είναι ο Μαρτίνος Λούθηρος κι όχι η θρησκευτική μεταρρύθμιση, και ό,τι θα πούμε γι’ αυτήν θάναι μονάχα αυτό που θα μας βοηθήσει για να ολοκληρώσουμε την εικόνα του μεγάλου μεταρρυθμιστή. Ας μην κατηγορηθούμε, λοιπόν, ότι απλώς θίξαμε έξω-έξω ή και αποσιωπήσαμε ορισμένα βασικά ιστορικά περιστατικά που ξεφεύγουν απ’ το θέμα μας.

Και πρώτ’ απ’ όλα δεν μπορούμε να μη σταθούμε με κατάπληξη -και με αηδία- σ’ όλα εκείνα που συμβαίνουν στην καθολική «χριστιανική» εκκλησία της εποχής του Λούθηρου, στις αρχές του 16ου αιώνα. Αυτό το κατασκεύασμα όχι μονάχα χριστιανική εκκλησία δεν είναι, μα συνδυάζει και τα χαρακτηριστικά μιας τέλεια οργανωμένης συμμορίας. Οι πάπες, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον καλοκάγαθο χριστιανό γέροντα που κυβερνά σήμερα την εκκλησία της Ρώμης, έχουν μεγάλη ανάγκη από χρήματα για ν’ αποτελειώσουν το μεγαλόπρεπο ναό του Αγίου Πέτρου, κι ένας μάλιστα απ’ αυτούς, ο Λέων Ι΄, -κι ίσως κι άλλοι μαζί του- έχει και πολλές προσωπικές οικονομικές ανάγκες, όντας ανάμεσα στ’ άλλα προσόντα του και δεινός χαρτοπαίκτης.
Είναι γνωστό -κι ήταν τότε καινούργια επινόηση- πως ένα βασικό έσοδο του κράτους είναι και οι χρηματικές ποινές. Αντί να σε κρατούν μέσα στη φυλακή και να επιβαρύνεις και τον κρατικό προϋπολογισμό, εξαγοράζεις με χρήματα τη φυλάκισή σου, κι έτσι μένεις κι εσύ ευχαριστημένος και το κράτος οικονομικά ωφελημένο. Γιατί να μην κάνει κάτι τέτοιο και η εκκλησία, γιατί να μην ωφεληθούν απ’ το θρησκευτικό αναλφαβητισμό του λαού και οι κοσμικοί ηγεμόνες; Ο Φρειδερίκος ο Σοφός, για παράδειγμα, εκλέκτορας της Σαξονίας και ηγεμόνας του Λούθηρου, κατέχει μια από τις πιο αξιόλογες συλλογές σε ιερά λείψανα: ένα γνήσιο αγκάθι από το στεφάνι του Χριστού, τέσσερις τρίχες από τα μαλλιά της Παρθένου Μαρίας, κομμάτια απ’ το φόρεμα της και τη μαντίλα της, ραντισμένα μάλιστα με το αίμα του Χριστού, ένα δεμάτι σανό απ’ το στάβλο της Βηθλεέμ, ένα κομμάτι απ’ το ψωμί του Μυστικού Δείπνου, 204 κομμάτια απ’ τα κόκαλα κι ένα ολόκληρο σκελετό από τα παιδιά που έσφαξε ο Ηρώδης, ένα κλωνάρι από την καιόμενη βάτο του Μωϋσή και πολλά άλλα. Έρχεσαι στη Βιτεμβέργη, πληρώνεις, φυσικά, ένα σημαντικό ποσό, προσκυνάς τα ιερά αυτά λείψανα (5005 συνολικά κομμάτια) κι αποκτάς απ’ τον πάπα, με βάση ειδική εξουσιοδότησή του, άφεση αμαρτιών ικανή να συντομεύσει τα βασανιστήρια του καθαρτηρίου, τα δικά σου και των συγγενών σου, κατά 1.902.202 χρόνια και 270 μέρες. Με μια μοναδική προϋπόθεση: ότι θάρθεις ανήμερα των Αγίων Πάντων. Τέτοιου είδους «ιερά λείψανα» έχουν κατακλύσει ολόκληρη την Ευρώπη. Και σα να μη φτάνει αυτό, αρχίζουν να κυκλοφορούν και τα περίφημα συγχωροχάρτια, που πουλιούνται στην περιοχή όπου ζει ο Μαρτίνος Λούθηρος από κάποιον που κατέχει σε βάθος όλα τα μυστικά του εμπορίου: το δομινικανό μοναχό Τέτσελ. Το αφεντικό του, ο εικοσιεξάχρονος πρίγκιπας κι επίσκοπος Αλβέρτος του Μαγδεμβούργου, έχει καταχρεωθεί στην προσπάθειά του να κατακτήσει την επίζηλη θέση του αρχιεπισκόπου της Μαγεντίας που θα του εξασφαλίσει το αξίωμα του «πριμάτου» της Γερμανίας. Τα μισά απ’ τα χρήματα που εισπράττει ο Τέτσελ τα στέλνει ο Αλβέρτος στον πάπα. Με τ’ άλλα μισά προσπαθεί να ξεπληρώσει το χρέος του στους Φούγκερ, τους πανίσχυρους τραπεζίτες, που του έχουν δανείσει άφθονα χρήματα για να πετύχει τους σκοπούς του.

Είναι στις 31 Οκτωβρίου του 1517, που από τότε γιορτάζεται σαν η μέρα της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, που ο Μαρτίνος Λούθηρος, αυγουστινιανός μοναχός 34 χρονών, διδάκτορας της θεολογίας και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, και μάλιστα ο πιο δημοφιλής από τους καθηγητές ανάμεσα στους φοιτητές, καρφώνει στην πύλη της εκκλησίας του κάστρου της Βιτεμβέργης τις περίφημες 95 θέσεις του ενάντια στα συγχωροχάρτια κι ενάντια στις υπόλοιπες αυθαιρεσίες και πλανεμένες διδασκαλίες της καθολικής εκκλησίας. Εδώ και μερικά χρόνια έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως ούτε τα συγχωροχάρτια, ούτε οι κάθε είδους αξιομισθίες, ούτε οι επικλήσεις των αγίων, ούτε και τα καλά έργα σώζουν τον άνθρωπο, παρά μονάχα η πίστη στο Χριστό και στο έργο που Αυτός έκανε με τη σταυρική θυσία Του. Κι αυτό μέσα από έναν απερίγραπτο αγώνα γεμάτο μεταπτώσεις, αμφιβολίες, τρόμους και αγωνία, και με εξαντλητική μελέτη της Αγίας Γραφής. «Αν φανταστείτε τη Βίβλο σαν ένα πελώριο δέντρο και κάθε της λέξη σαν ένα μικρό κλαδί, τίναξα ένα-ένα αυτά τα κλαδιά, γιατί ήθελα να ξέρω τι είδους είναι και τι εννοούν», γράφει κάπου.

Το κακό με όλους τους καλόπιστους και ειλικρινείς ανθρώπους είναι πως δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι όλοι γύρω τους έχουν την ίδια καλή πίστη και καλή διάθεση, όπως αυτοί. Ότι μόλις τους υποδείξουν κάτι σωστό, αμέσως θα τ’ αναγνωρίσουν και θα σπεύσουν να συμμορφωθούν. Ο Λούθηρος, που μπροστά στην αλήθεια δε λογαριάζει τίποτε απολύτως, ούτε καν την ίδια του τη ζωή, ούτε κι αν θα βουλιάξει ολόκληρος ο κόσμος, ξεκινά έναν αγώνα που τα επακόλουθα και την κατάληξή του ούτε να τα φανταστεί μπορεί. «Έμοιαζε», γράφει ο Ρόλαντ Μπέντον στο βιβλίο του «Εδώ Στέκομαι», «με άνθρωπο που σκαρφάλωσε την ανεμόσκαλα του καμπαναριού ενός παλιού μητροπολιτικού ναού. Στο σκοτάδι κατόρθωσε να στηριχτεί γερά αρπάζοντας στο χέρι του ένα σκοινί. Κι ένιωσε κατάπληξη, όταν άκουσε την καμπάνα να χτυπάει». Ξεκίνησε απλά απ’ την επιθυμία να μεταρρυθμίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι ούτε που υποπτευόταν όλο εκείνο το αξιοθρήνητο παρασκήνιο που κρυβόταν πίσω από τα λείψανα και τα συγχωροχάρτια. Αποτείνεται στον επίσκοπο Αλβέρτο, ίσα-ίσα σ’ αυτόν που έχει προωθήσει για οικονομικό του όφελος όλη αυτή την ιστορία. Κι αργότερα γράφει στον πάπα, νομίζοντας πως αυτός τουλάχιστον θα συγκινηθεί για θέματα όπως είναι η Αγία Γραφή, η σωτηρία ψυχών, η ουσία της χριστιανικής πίστης και η σωστή διδασκαλία. Απατάται οικτρά. Κι ο ειλικρινής και καλόπιστος άνθρωπος όταν εξαπατηθεί, όπως ξέρουμε, ορμά σαν ταύρος. Προπάντων όταν έχει το ταμπεραμέντο ενός Λούθηρου. Έτσι εξηγείται, πιστεύω, η βιαιότητα που μ’ αυτήν πολέμησε αργότερα τον πάπα, αποκαλώντας τον «αντίχριστο» και με άλλα, λιγότερα ευπρεπή κοσμητικά επίθετα. Ίσως θάχουμε διαβάσει γι’ αυτά. Οι περισσότεροι άλλωστε βιογράφοι και δημοσιογράφοι αρέσκονται στη σκανδαλοθηρία. Και κάνουν αρκετό λόγο και για τη βιαιότητα του μεταρρυθμιστή ενάντια στους ιδεολογικούς του αντιπάλους, και για τις βαριές εκφράσεις που μ’ αυτές χαρακτηρίζει τον πάπα και την καθολική εκκλησία.

Ωστόσο, είτε με καλή πίστη, είτε κακόπιστα, όλοι μας, ποιος λίγο ποιος πολύ, κάνουμε το λάθος να κρίνουμε έναν άνθρωπο μιας άλλης εποχής και να βγάζουμε συμπεράσματα γι’ αυτόν με τα μέτρα της εποχής μας. Για ν’ αποφύγουμε λοιπόν αυτόν τον κίνδυνο νομίζω πως είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τις ειδικές συνθήκες και το κλίμα που μέσα σ’ αυτό μεγάλωσαν, ανατράφηκαν κι έδρασαν οι μεγάλοι μεταρρυθμιστές του 16ου αιώνα.

Είναι σ’ όλους σήμερα γνωστό πως η ανατροφή, η εκπαίδευση και οι υπόλοιπες συνθήκες της παιδικής ηλικίας αποτελούν το βασικότερο παράγοντα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Ο κόσμος που μόλις τότε έχει αρχίσει να βγαίνει απ’ τα σκοτάδια του μεσαίωνα δεν αφήνει καμιά θέση για τις χαρές της παιδικής ηλικίας. Το παιχνίδι είναι σπάνιο -πού άλλωστε καιρός για τέτοιες πολυτέλειες- ο παιδόκοσμος κι οι παιδικές χαρές όπως τα ζούμε σήμερα είναι άγνωστα. Στα παιδιά συμπεριφέρονται σα νάχουν να κάνουν, ας πούμε, με «μικρούς ηλικιωμένους». Τα ρούχα τους είναι όμοια με των μεγάλων. Την εποχή εκείνη το ωράριο εργασίας διαρκεί 14,16 ή ακόμη και 18 ώρες, τις πιο πολλές φορές και τις Κυριακές. Γιατί λοιπόν να γίνει εξαίρεση στα παιδιά; Έτσι, ολόκληρο το χρόνο, χωρίς διακοπές, που είναι ακόμη τελείως άγνωστες, τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να βρίσκονται στο σχολείο από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπου το ένα μάθημα διαδέχεται το άλλο με μικρά ενδιάμεσα διαλείμματα. Το ξύλο είναι η κυριότερη καθημερινή τροφή τους. Με το παραμικρό λάθος στα μαθήματα ο βούρδουλας πέφτει αλύπητα στις πλάτες των μικρών μαθητών. Ο Λούθηρος θυμάται σ’ ολόκληρη τη ζωή του το δικό του ρεκόρ: ένα πρωί τον ξυλοκόπησαν δεκαπέντε φορές χωρίς σχεδόν καμιά αιτία, μόνο και μόνο επειδή δε θυμόταν σωστά τις κλίσεις και τις συζυγίες από κάποιο ρήμα. Και φυσικά το ξύλο του σχολείου το συμπληρώνουν οι γονείς στο σπίτι με μερίδα ανάλογης ποσότητας. Με τον τρόπο αυτό πιστεύουν όλοι, και γονείς και δάσκαλοι, πως το παιδί διαπαιδαγωγείται με την πιο σωστή μέθοδο για την κατοπινή ζωή του. Παρ’ όλα αυτά θεωρείται μεγάλη τύχη να κατορθώσει να φοιτήσει κανείς στο σχολείο. Τα περισσότερα παιδιά μπαίνουν από μικρά στη βιοπάλη και μένουν αναλφάβητα. Κι ακόμη πιο τυχεροί θεωρούνται οι λίγοι νέοι που έχουν τα οικονομικά μέσα, έστω και πενιχρά, όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος, και τις δυνατότητες να παρακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές.

Ο Λούθηρος γεννιέται και μεγαλώνει μέσα σ’ ένα απλοϊκό επαρχιακό περιβάλλον. Οι γονείς του είναι απλοί χωρικοί. Και πάλι μας είναι αδύνατο να καταλάβουμε σήμερα τι σημαίνει αυτό για την εποχή εκείνη, και μάλιστα στην οπισθοδρομική ακόμη κεντρική Ευρώπη. Μαζί με τα λίγα στοιχεία μιας κάποιας χριστιανικής «θρησκείας» ανακατεύονται πλήθος από προλήψεις, ξόρκια, μαγγανείες και πανάρχαιες ειδωλολατρικές συνήθειες κι αντιλήψεις. Κάποιο μικρό αδελφάκι του Λούθηρου πεθαίνει, πράγμα άλλωστε εντελώς συνηθισμένο τότε (και μάλιστα ο Λούθηρος, σχολιάζοντας την παιδική θνησιμότητα, συνήθιζε αργότερα να λέει πως ο ουρανός είναι γεμάτος από παιδιά). Η μητέρα θεωρεί υπεύθυνη για το θάνατο του μικρού γιου της κάποια γειτόνισσα που , όπως πιστεύει, είναι κακιά μάγισσα. Κι αργότερα, όταν ο παπάς της ενορίας κηρύττει ενάντια στις μάγισσες και στις μαγγανείες, κι ύστερα από λίγο καιρό αρρωσταίνει και πεθαίνει κι αυτός, η μητέρα θεωρεί και πάλι ένοχη του εγκλήματος τη γειτόνισσα και περιγράφει στα παιδιά της με κάθε λεπτομέρεια πώς η γειτόνισσα πέτυχε να προκαλέσει την αρρώστια και το θάνατο του εφημέριου. Ο μικρός Μαρτίνος μεγαλώνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη φόβο και τρόμο, γεμάτη με δαιμόνια και κακά πνεύματα που κατοικούν στα δάση, στις στέγες των σπιτιών, στις λίμνες. Είναι, βλέπετε, και το κλίμα και το περιβάλλον στα μέρη εκείνα όλο σκοτεινιά, βροχή και καταιγίδες, κι είναι ο τρόμος μπροστά σε μια τέτοια καταιγίδα που βρίσκει το νεαρό Μαρτίνο κάποια μέρα στην εξοχή – σύμφωνα με μια διήγηση- και τον κάνει μέσα στην αγωνία του να τάξει στην Αγία Άννα πως θ’ αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στο μοναχισμό. Άλλωστε η καθολική εκκλησία φροντίζει με πολύ ζήλο να επαυξάνει με τα δικά της μέσα τον τρόμο μέσα στις ψυχές του λαού. Με την απειλή των αιώνιων μαρτυρίων της κόλασης, με φρικιαστικές περιγραφές βασανιστηρίων, με αποτρόπαιες εικόνες κολασμένων και δαιμόνων, που βασανίζονται μέσα σε πυρακτωμένα κι άσβεστα καμίνια γεμάτα με καπνούς και θειάφι κι άλλα δηλητηριώδη αέρια.

Τούτη η αποπνικτική ατμόσφαιρα του τρόμου και της αγωνίας φαντάζει σαν παράδεισος μπροστά στο περιβάλλον της μοναστικής ζωής. Κι ακόμη χειρότερα, που ο ίδιος ο Μαρτίνος προχωρεί πέρα από τους κανόνες και βασανίζει το σώμα του κάνοντας παραπανίσιες νηστείες κι αγρυπνίες και φορώντας μονάχα ένα πολύ λεπτό φόρεμα με το σκοπό να υποβάλλει το κορμί του και στο μαρτύριο του ψύχους. Κι όλα αυτά, για ν’ αναγκάσει τον οργισμένο Θεό να του χαρίσει τη συγχώρεση και την αιώνια ζωή.

Ο ίδιος αυτός, ο τόσο σκληρά και τόσο αυστηρά αυτοβασανισμένος μοναχός, θ’ ανοίξει αργότερα τις πύλες των μοναστηριών για να πετάξει τα καλογερίστικα ράσα και να ξεχυθεί έξω στον καθαρό αέρα ένα πλήθος από μοναχούς και μοναχές, και θα παρατηρήσει περιπαιχτικά πως όταν οι βοσκοί τη βραδιά της γέννησης του Χριστού πήραν το μήνυμα απ’ τους αγγέλους, θάπρεπε κανονικά να ξυρίσουν τα κεφάλια τους, να νηστέψουν, να πουν τις προσευχές τους και να φορέσουν τον καλογερίστικο σκούφο. Ωστόσο δεν έκαναν τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά επέστρεψαν στα κοπάδια τους ενεργώντας πολύ σωστά, γιατί διαφορετικά τα κοπάδια θα καταντούσαν σ’ αξιοθρήνητη κατάσταση. Για να τονίσει μ’ όλα αυτά την ανάγκη για κάθε χριστιανό να εκτελεί το έργο και τη δουλειά του με ζήλο μέσα στον κόσμο, όπου τον έχει τάξει ο Θεός, αντί ν’ αποχωρήσει απ’ την ανθρώπινη κοινωνία και ν’ αποφύγει τις ευθύνες.

Μέσα λοιπόν σε τέτοιου είδους συνθήκες ανατρέφεται, μεγαλώνει και διαμορφώνεται ο μεγάλος μεταρρυθμιστής. Όσο για την πόλη της Βιτεμβέργης όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σαν καθηγητής στο πανεπιστήμιο και σαν πνευματικός δάσκαλος κι οδηγός, δεν θα πρέπει να τη φανταζόμαστε σαν την όμορφη και νοικοκυρεμένη σημερινή πόλη με τα καλαίσθητα παραδοσιακά και μοντέρνα κτίρια, γιατί η αληθινή της εικόνα πολύ απέχει απ’ όλα αυτά. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι από παχιά λάσπη κι απ’ την κοπριά των ζώων. Οι συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης είναι πανάθλιες. Το σαπούνι και το νερό για την καθαριότητα είναι πράγματα σχεδόν άγνωστα. Ας μου συγχωρηθεί η ρεαλιστική περιγραφή, που ωστόσο είναι απαραίτητη. Η ατμόσφαιρα μυρίζει ανυπόφορα από τις ακαθαρσίες ανθρώπων και ζώων. Τουαλέτες δεν υπάρχουν ούτε στα σπίτια, ούτε δημόσιες. Γυναίκες και άντρες εκπληρώνουν τις φυσικές τους ανάγκες στους τοίχους των σπιτιών και στις άκρες των δρόμων σε κοινή θέα χωρίς να ενοχλούν και χωρίς να ενοχλούνται από κανέναν. Οι πίνακες των μεγάλων ζωγράφων της εποχής παρουσιάζουν αρκετές από τέτοιου είδους παραστάσεις. Στο τραπέζι που δεν είναι σκεπασμένο με τραπεζομάντιλο, τρων όλοι χωρίς δικά τους πιάτα από μια μοναδική γαβάθα τοποθετημένη στη μέση του τραπεζιού. Η συνήθεια αυτή, όχι τελείως άγνωστη και στον τόπο μας, συνεχίζεται στη Βαυαρία μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, και δεν ξέρω αν διατηρείται ακόμη και σήμερα σε κανένα απ’ τα δικά μας χωριά. Τα στόματα κατά τη διάρκεια του φαγητού πλαταγίζουν αδιάκοπα, καθώς κανένας δε μασά με κλειστό το στόμα. Συχνά κάποιος απ’ αυτούς που φλυαρούν αφήνει να του φύγει και κανένα ψίχουλο, που άλλοτε πέφτει πάνω στο φόρεμα κάποιου διπλανού ή αντικρινού, κι άλλοτε πίσω στη γαβάθα, απ’ όπου εξακολουθούν να τρώνε ανενόχλητοι οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες. Συνήθως κουβαλάν μαζί τους όλοι ανεξαίρετα οι άντρες κι αρκετές γυναίκες από ένα μεγάλο μαχαίρι που πολύ εύκολα το βγάζουν και το χρησιμοποιούν και πάνω στους καυγάδες. Στο τραπέζι χουφτώνουν απ’ τη μια του άκρη ένα κομμάτι κρέας με το αριστερό χέρι, κρατούν ανάμεσα στα δόντια τους την άλλη άκρη, βγάζουν το μαχαίρι και κόβουν με το δεξί χέρι κοντά στα δόντια μια μπουκιά απ’ αυτό. Ο πολύς κόσμος, σχεδόν το σύνολο του λαού, ζει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και μ’ αυτές τις συνήθειες. Σε πολύ λίγα σπίτια μορφωμένων ανθρώπων, όπως στου δόκτορα καθηγητή Μαρτίνου Λούθηρου, τα ήθη και οι τρόποι είναι πολύ πιο λεπτοί, και πολύ συχνά τα παιδιά καθοδηγούνται πώς να τρώνε και πώς να συμπεριφέρονται σωστά.

Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα τη γεμάτη δυσωδία και βαρβαρότητα, δεν είναι καθόλου περίεργο που διαμορφώνονται ανάλογα και οι συνήθειες κι οι κουβέντες και των πιο μορφωμένων ανθρώπων. Η επιστράτευση λέξεων απ’ το ζωικό βασίλειο κι απ’ τις ανθρώπινες φυσικές ανάγκες είναι ένα φαινόμενο εντελώς συνηθισμένο και φυσιολογικό και το συναντά κανείς στα γραπτά που μας άφησαν ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς και ήπιοι χαρακτήρες όπως ο Έρασμος από το Ρότερνταμ. Ο Λούθηρος στάθηκε σ’ ολόκληρη τη ζωή του, τόπαμε και πιο πριν, ένας αγνός και ειλικρινής άνθρωπος απέραντα καλής θέλησης. Πίστεψε μ’ όλη του τη δύναμη στην καθολική εκκλησία και στην ηγεσία της. «Ήμουν έτοιμος», γράφει κάπου, «να σκοτώσω όλους εκείνους που θα πρόφεραν έστω και μια συλλαβή ανυπακοής ενάντια στον πάπα». Διαψεύστηκε οικτρά. Καθώς περνούσαν τα χρόνια διαπίστωνε όλο και περισσότερο πως αποκλειστικός σκοπός της επίσημης εκκλησίας ήταν η απόκτηση οικονομικής και πολιτικής δύναμης. Εκείνος μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, για την αξία του σταυρικού θανάτου του Χριστού, για την ελπίδα της αιώνιας ζωής, κι αυτοί προσπαθούσαν να μοιράσουν μεταξύ τους τα βασίλεια του κόσμου. Το ένιωθε σαν επιτακτική ανάγκη να καθοδηγήσει τους συμπατριώτες του, να τους βγάλει απ’ τα σκοτάδια της άγνοιας, να τους ανοίξει το δρόμο προς τον αληθινό Χριστό, να τους γλιτώσει απ’ τα νύχια της ιερής εξέτασης και την απειλή του θανάτου πάνω στην πυρά. Και το πέτυχε με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τα φυλλάδια που τύπωσε σε αμέτρητες ποσότητες. Μέσα σε 4 χρόνια, από το 1521 μέχρι το 1524, τα φυλλάδια που κυκλοφόρησαν στη Γερμανία ξεπέρασαν σε ποσότητα κάθε άλλο αριθμό, οποιασδήποτε τετραετίας στη γερμανική ιστορία μέχρι σήμερα. Οι πιο πολλοί απ’ τους γερμανούς ήταν αναλφάβητοι, το είπαμε και πιο πριν. Μα τούτα τα φυλλάδια είχαν μόνο ελάχιστες λέξεις-συνθήματα, και πολλές εικόνες, δυνατές και παραστατικές, για να μπορεί εύκολα να τις καταλαβαίνει ο πολύς λαός. Εκεί παρουσιαζόταν ο πάπας σαν αντίχριστος και με κοσμητικά επίθετα που βέβαια το κυριότερο χαρακτηριστικό τους δεν ήταν η αβροφροσύνη. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Ρόλαντ Μπέντον, « ο Λούθηρος προτιμούσε τις χοντρές εκφράσεις λιγότερο από κάθε άλλον εγγράμματο της εποχής του. Σε ολόκληρο το συγγραφικό του έργο ο αριθμός αγενών φράσεων είναι ελάχιστος». Παρ’ όλα αυτά οι διάφοροι σκανδαλοθήρες, όπως είπαμε, αρέσκονται πάντοτε να ενδιατρίβουν στις ελάχιστες αυτές φράσεις και ν’ αγνοούν τις χιλιάδες υπόλοιπες σελίδες, προφανώς για να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να φανούν πρωτότυποι. Κακά τα ψέματα. Η ωμή γλώσσα, ιδιαίτερα σ’ εκείνη την εποχή της ελεεινότητας, της ψευτιάς, της καπηλείας και του σκοταδισμού, χρειαζόταν πότε- πότε απέναντι σε τόσο κακόπιστους και πρόστυχους αντιπάλους. Κι όπως γράφει ο μεγάλος γερμανός ποιητής Χάϊνριχ Χάϊνε, «η λεπτότητα του Έρασμου κι ο μαλακός χαρακτήρας του Μελάγχθονα (του πιο στενού φίλου και συνεργάτη του Λούθηρου), δε θα μας είχαν ποτέ προχωρήσει τόσο μπροστά, όσο καμιά φορά η θεία τραχύτητα του αδελφού Μαρτίνου».

Έδωσα παραπάνω μεγάλη έκταση στο να περιγράψω την ατμόσφαιρα, τους τρόπους και τα ήθη που μ’ αυτά μεγάλωσε κι έζησε ο Μαρτίνος Λούθηρος, γιατί πιστεύω πως και ο χριστιανός, όπως κι οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του είναι επόμενο σε κάθε εποχή να επηρεάζεται και να διαμορφώνεται και από τον πολιτιστικό περίγυρο όπου ζει και δραστηριοποιείται. Κι όποιος δεν το παραδέχεται αυτό είναι γιατί δεν έχει ιδέα από ιστορία, δεν παρατηρεί τίποτε απ’ όλα εκείνα που συμβαίνουν στον κόσμο που ζει, ή απλούστατα ξεγελά τον εαυτό του. Με βάση αυτή την παρατήρηση, κι αντίθετα με όσα υπερβολικά και καμιά φορά και κακόπιστα ισχυρίζεται ο Στέφαν Τσβάϊχ στο βιβλίο του «Έρασμος», χωρίς βέβαια να υποστηρίζω ότι η μετριοπάθεια και η ηπιότητα ήταν από τις κυριότερες αρετές του μεγάλου μεταρρυθμιστή, βρίσκω πως παρ’ όλη την ορμητική και συνήθως ασυγκράτητη ιδιοσυγκρασία του, και παίρνοντας υπ’ όψη μας την εποχή του και όλα όσα εκθέσαμε, ο Μαρτίνος Λούθηρος στάθηκε τις πιο πολλές φορές, σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποιεί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», ο «άνθρωπος του μέτρου» και στις πράξεις και στις ενέργειές του, και στο κτίσιμο καινούργιων θεσμών, και στην καθημερινή του ζωή, κι ακόμη και στη διατύπωση των δογμάτων του. Όπως κι ο Καλβίνος, πίστευε κι αυτός μέχρι ένα σημείο στο δόγμα του απόλυτου προορισμού, ωστόσο με κανένα τρόπο δεν έφτασε στις ακραίες υπερβολικές θέσεις του Καλβίνου, που τρόμαξαν ακόμη και τον ίδιο και τον έκαναν να χαρακτηρίσει το δόγμα αυτό «αποτρόπαιο».Ο Λούθηρος τόνιζε περισσότερο το γεγονός ότι ο σταυρικός θάνατος του Χριστού αποτέλεσε το θρίαμβο ενάντια στις δυνάμεις του σατανά, του άδη και του θανάτου, κι άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τούτους τους δυνάστες. Απέναντι σ’ αυτή τη φωτεινή διδασκαλία στέκει και πάλι αντιμέτωπη η δικανική άποψη του Καλβίνου, που ταιριάζει στον αμείλικτο και αδυσώπητο χαρακτήρα του και στη νοοτροπία ενός νομικού όπως αυτός, πως ο σταυρός αποτελεί ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και αποκατάσταση της διαταραγμένης από την αμαρτία θεϊκής τάξης. Κι εμείς όλοι οι κατοπινοί πιστοί διαλέγουμε και κρατάμε από αυτές τις δύο απόψεις, ή, πιο σωστά, από τις δύο διαφορετικές πλευρές του ίδιου θέματος που έχουν και οι δύο γερά στηρίγματα στο Λόγο του Θεού, εκείνη που μας ταιριάζει, μας ικανοποιεί και μας συγκινεί περισσότερο. Σημάδι κι αυτό ανάμεσα σε όλα τ’ αμέτρητα παρόμοια που δείχνουν ολοφάνερα την παγκοσμιότητα και την καθολικότητα του έργου του Χριστού.

Αιώνες κακοήθειας και κακοπιστίας από μέρους των αντιπάλων του έχουν φορτώσει στο Μαρτίνο Λούθηρο λόγια κι ενέργειες που στην πραγματικότητα ούτε είπε, ούτε έκανε. Έφτασαν να πούνε πως το γνωστό γερμανικό ρητό ότι τα τρία πιο σπουδαία πράγματα στον κόσμο είναι το κρασί, οι γυναίκες και το τραγούδι («Wein, Weib und Gesang») ξεκίνησε απ’ αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα βγήκε τουλάχιστον 200 χρόνια μετά το θάνατό του, σύμφωνα με το πασίγνωστο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», που όπως μάλιστα είναι γνωστό δε διακρίνεται και τόσο για τα φιλικά του αισθήματα απέναντι στην πίστη του Χριστού και στους χριστιανούς. Σπίλωσαν τη μνήμη του διαδίδοντας πως αυτοκτόνησε, ενώ στην πραγματικότητα πέθανε γαλήνια στο κρεβάτι του με τη συντροφιά αγαπημένων φίλων και συνεργατών. Και κάποιος ανεύθυνος ανόητος πριν από αρκετά χρόνια γύρισε μια τηλεοπτική, αν δεν κάνω λάθος, ταινία, που παίχτηκε και στην ελληνική τηλεόραση, όπου υποστήριζε πως ο μεγάλος μεταρρυθμιστής έπασχε από επιληψία ή κάτι παρόμοιο που τον οδηγούσε σε σοβαρές ψυχικές κρίσεις και φαντασιώσεις. Ωστόσο στην πραγματικότητα κανένας από τους μεγάλους θρησκευτικούς ηγέτες δε στάθηκε πιο ρεαλιστής και πιο συνετός. Σήκωσε τη φωνή του ενάντια στον πάπα για την εκμετάλλευση της αφέλειας κι ευπιστίας του χριστεπώνυμου πλήθους. Όταν όμως οι οπαδοί του ξεπέρασαν το μέτρο καταστρέφοντας τα έργα τέχνης μέσα στους ναούς και καταφεύγοντας σ’ άλλες ακρότητες και βανδαλισμούς, στράφηκε εναντίον τους κι ανάγκασε το συνεργάτη και συνάδελφό του στο πανεπιστήμιο, τον Ανδρέα Κάρλστατ, που πρωτοστατούσε στις τέτοιου είδους εκδηλώσεις, να εγκαταλείψει τη Βιτεμβέργη. Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε να φιλοξενήσει αργότερα τον πρώην φίλο και τώρα αντίπαλό του που ζήτησε άσυλο στο σπίτι του προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του. Κι αυτό έγινε ακριβώς την πρώτη βραδιά του γάμου του. Τον κατηγόρησαν για οινοπότη, ποτέ όμως κανείς δεν μπόρεσε ν’ αναφέρει έστω και μια περίπτωση όπου να ξέφυγε από την κατάσταση της νηφαλιότητας. Ισχυρίστηκαν πως τόσο ήταν το μίσος του Λούθηρου ενάντια στον ελβετό μεταρρυθμιστή Ζβίγγλιο με τον οποίο είχε δογματικές διαφορές, ώστε χάρηκε μαθαίνοντας το θάνατό του. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Ζβίγγλιος σκοτώθηκε σε θρησκευτικό πόλεμο (χωρίς ο ίδιος να κρατά στο χέρι όπλο, εμψυχώνοντας απλώς τους μαχητές). Ο Λούθηρος θεώρησε το θάνατό του τιμωρία από μέρους του Θεού, γιατί μισούσε τη βία και τους πολέμους μ’ αφορμή τις δογματικές διαφορές και τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τον είπαν αντισημίτη, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε ο Χίτλερ κι οι οπαδοί του, για να διακηρύξουν πως ήταν τάχα ένας από τους πρώτους ρατσιστές. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμιά απολύτως φυλετική προκατάληψη. Στα πρώτα χρόνια της μεταρρύθμισης αντιμετώπισε τους εβραίους με συμπάθεια και πίστεψε πως η καινούργια εκκλησία, ελευθερωμένη απ’ τις ακρότητες του παπισμού, θα κατόρθωνε να προσηλυτίσει στην πίστη του Χριστού το λαό των εβραίων. Με τη σειρά τους κάποιοι ραβίνοι προσπάθησαν να τον προσηλυτίσουν στον ιουδαϊσμό. Διαδόθηκε πως οι παπικοί είχαν δωροδοκήσει έναν εβραίο για να τον δολοφονήσει. Ύστερα από μερικά χρόνια μαθεύτηκε πως στη Μοραβία μια μερίδα χριστιανών είχε παρασυρθεί στον ιουδαϊσμό. Τότε ήταν που ο Λούθηρος εξοργισμένος δημοσίευσε ένα φυλλάδιο ενάντια στους εβραίους, ζητώντας την απέλασή τους στην Παλαιστίνη, ή τουλάχιστον να τους απαγορευτεί να ζουν από την τοκογλυφία στην οποία ήταν ριζικά αντίθετος, και να ξαναγυρίσουν στην καλλιέργεια της γης, να καταστραφούν οι συναγωγές τους και να κατασχεθούν τα θρησκευτικά βιβλία τους. Ο Ρόλαντ Μπέντον παρατηρεί στο βιβλίο του «Εδώ Στέκομαι» πως ο καθένας θα ευχόταν νάχε πεθάνει ο Λούθηρος προτού γράψει αυτό το φυλλάδιο. Και φυσικά κανείς δεν το θεωρεί από τις πιο σωστές πράξεις του. Ωστόσο η μεμονωμένη αυτή ενέργεια με κανένα κριτήριο δε φανερώνει φυλετικό μίσος και προκατάληψη. Απλά, ο δάσκαλος δεν ανεχόταν με κανένα τρόπο να καταστραφεί ή να νοθευτεί το οικοδόμημα που με την καθοδήγηση και την έμπνευση του Θεού και με τόσο κόπο και αγώνες είχε κτίσει, την απελευθέρωση δηλ. του πνεύματος από κάθε είδους θρησκευτικά δεσμά και το ξαναγύρισμα στη γνήσια ανόθευτη πίστη του Χριστού. Μήπως άλλωστε δεν ήταν ο φόβος για το ξαναγύρισμα στον ιουδαϊσμό που έκανε τον απόστολο Παύλο να γράψει την οργισμένη επιστολή του στους Γαλάτες;

Ποτέ του δεν υπήρξε πολιτικός επαναστάτης. Στην πραγματικότητα μισούσε τη βία σε κάθε μορφή της, κι αντίθετα από το πνεύμα της εποχής θεωρούσε πως με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θανατώνονται οι αιρετικοί για τις ιδέες τους. Άλλωστε κι ο ίδιος δεν υπήρξε για την καθολική εκκλησία ο μεγάλος αιρετικός; Πίστευε πως σε καμιά περίπτωση δεν είχε δικαίωμα ο χριστιανός να πάρει τα όπλα ενάντια στην πολιτική εξουσία, και ασφαλώς είχε δίκιο, γιατί η ένοπλη βία είναι εντελώς ξένη προς το πνεύμα της γνήσιας πίστης του Χριστού.

Ωστόσο αγωνίζεται και υποστηρίζει με φανατισμό τα δικαιώματα του λαού. Προαισθάνεται πως πολύ σύντομα η φωτιά που έχει ανάψει θα επηρεάσει τη σχεδόν αδιατάραχτη μέχρι τότε κοινωνική ισορροπία. Προειδοποιεί τους ηγεμόνες πως ο λαός δεν πρόκειται ν’ ανεχτεί παραπέρα την αυθαιρεσία και την τυραννία, πράγμα που αποδοκιμάζει κι ο ίδιος ο Θεός, και πως πέρασε πια ο καιρός που οι ηγεμόνες κυνηγούσανε σα θηράματα κι αποδιώχνανε τους υπηκόους τους. Ασφαλώς ο Λούθηρος με τα σημερινά μέτρα δεν ήταν αρκετά «πολιτικοποιημένος», ζώντας σε μια εποχή όπου οι έννοιες της πολιτικής ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ατομικών δικαιωμάτων ήταν ανύπαρκτες. Θάταν ωστόσο ευχής έργο νάχουν αρκετοί από τους σημερινούς χριστιανούς ηγέτες του 20ου αιώνα το ψυχικό σθένος να μιλήσουν στους δικούς τους ηγεμόνες με τη γλώσσα της ειλικρίνειας που μιλούσε κι ο Λούθηρος πριν από πέντε αιώνες με κίνδυνο πάντα να το πληρώσει με τη ζωή του.
Κι όταν αργότερα ξεσπά ο πόλεμος των χωρικών, που παρεξηγώντας το κίνημά του απαιτούν πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα καταφεύγοντας σε ακρότητες και θηριωδίες, αγωνίζεται στην αρχή να συμβιβάσει τα πνεύματα ρίχνοντας το σφάλμα και πάλι στους ηγεμόνες: «Πρώτ’ απ’ όλα σε κανέναν άλλον πάνω στη γη δε φορτώνουμε την ευθύνη για τούτη τη βρωμιά και την αναστάτωση παρά σε σας, ηγεμόνες και άρχοντες. Και ειδικά σε σας, τυφλοί επίσκοποι και ανόητοι παπάδες και καλόγεροι, που ακόμα και σήμερα πεισματάρικα δε σταματάτε να χτυπάτε με μανία το άγιο ευαγγέλιο, παρόλο που σας είναι γνωστό πως μιλά σωστά. Κι ακόμη στην εγκόσμια διοίκηση δεν κάνετε τίποτε άλλο από το να τυραννάτε και να επιβάλλετε ποινές, μέχρι που ο φτωχός κοινός άνθρωπος δεν μπορεί πια να υπομένει την κατάσταση αυτή. Αλλάξτε τακτική και συμμορφωθείτε με το Λόγο του Θεού».

Τούτος ο πόλεμος των χωρικών αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας του μεταρρυθμιστικού κινήματος. Σε κάθε εποχή και σε κάθε θρησκευτικό κίνημα δε λείπουν οι ζηλωτές που υιοθετούν έξαλλα ακραία συνθήματα. Η μεταρρύθμιση του Λούθηρου αποτελεί πρότυπο μετριοπάθειας και σύνεσης κι αξίζει τον κόπο να το τονίζουμε αυτό κάθε τόσο. Ο Λούθηρος στην αρχή δε σκόπευε -τόπαμε και πιο πριν- να ιδρύσει δική του εκκλησία, αποχωρώντας από την καθολική. Απλά ήθελε ν’ αγωνιστεί για την αναμόρφωσή της μένοντας μέσα στους κόλπους της. Δεν είχε, βλέπετε, τη φιλοδοξία μερικών επιγόνων του που μόλις διαφωνήσουν με τους υπόλοιπους πιστούς πάνω σε δύο-τρεις παραγράφους της Αγίας Γραφής ή πάνω σε προσωπικά θέματα, αποχωρούν και μεταμορφώνονται σε ιδρυτές εκκλησιών. Το Λούθηρο τον αφόρισαν, κι αναγκάστηκε από τα πράγματα να οργανώσει την εκκλησία του. Ωστόσο ποτέ δεν κατέφυγε σε ακρότητες, αντίθετα με πολλούς άλλους. Δεν είναι μονάχα ο Κάρλστατ κι οι οπαδοί του που γι’ αυτούς μιλήσαμε. Είναι κι άλλοι έξω από τα όρια της Γερμανίας, επώνυμοι κι ανώνυμοι, και μέσα στη Γερμανία, με κυριότερους τους αναβαπτιστές, που αρκετοί απ’ αυτούς δίπλα σε διδασκαλίες που υιοθετήθηκαν και από αρκετούς άλλους πιστούς στους κατοπινούς αιώνες, όπως το βάπτισμα μονάχα των ενηλίκων και όχι των νηπίων, ή δίπλα σε σωστές προωθημένες απόψεις όπως ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, που δεν κατάφερε ή δε θέλησε ν’ ακολουθήσει ο Λούθηρος, κουβαλάν κι εξωφρενικές και σχιζοφρενικές αντιλήψεις. Άλλοι διακηρύττουν πως χρέος των χριστιανών είναι να σκοτώνουν τους απίστους όπως ο Ηλίας σκότωσε τους ιερείς του Βάαλ, ανακατεύοντας κι αυτοί, όπως κι άλλοι κατοπινοί και σύγχρονοί τους -ακόμη και δικοί μας σύγχρονοι- τις διατάξεις και το πνεύμα της Παλιάς με την εποχή της Νέας Διαθήκης. Άλλοι υποστηρίζουν πως ο Θεός μιλά όχι μονάχα μέσα από τη Γραφή, μα και διαμέσου προφητών που παρουσιάζονται σε κάθε εποχή, και φυσικά αυτοί οι ίδιοι είναι από τους κυριότερους προφήτες. Και το χειρότερο είναι πως όλα αυτά συνοδεύονται από αναταραχή και από ένα σωρό βιαιοπραγίες. Προσθέστε σ’ όλη αυτή τη σύγχυση και τους χωρικούς που ενώνονται μαζί με τους προηγούμενους βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος για τα κοινωνικά της αιτήματα, κι έχετε ολοκληρωμένη την εικόνα της απόλυτης σύγχυσης που επικρατεί στη χώρα λίγα χρόνια μετά την ανάρτηση των 95 θέσεων στην πύλη της εκκλησίας του κάστρου της Βιτεμβέργης απ’ το Λούθηρο. Ο ίδιος ο Λούθηρος βρίσκεται σε δεινή θέση. Οι ηγεμόνες τον κατηγορούν σαν υπαίτιο του ξεσηκώματος του λαού. Οι χωρικοί πάλι κι οι διάφοροι υπερζηλωτές τον κτυπούν γιατί δεν πηγαίνει με το μέρος τους κατηγορώντας τον για προδοσία. Προσπαθεί όσο μπορεί να συμβιβάσει την κατάσταση προτρέποντας τους στασιαστές να καταθέσουν τα όπλα και τους ηγεμόνες να δείξουν επιείκεια και ν’ αλλάξουν τακτική, κυκλοφορώντας φυλλάδια σαν εκείνο που τιτλοφορείται «Παραίνεση για την Ειρήνη», απ’ όπου έχουμε πάρει και το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πριν. Η εξέγερση όμως γενικεύεται. Χάος επικρατεί σε πολλές περιοχές, κι οι στασιαστές καταστρέφουν και πυρπολούν πύργους και παλάτια ηγεμόνων. Η μεταρρύθμιση που κόστισε τόσο πολύ στο Μαρτίνο Λούθηρο κι είχε ανοίξει τόσους καινούργιους δρόμους απειλείται με ολοκληρωτική κατάρρευση. Τότε παίρνει τη μεγάλη, ή, πιο σωστά, την τραγική απόφαση. Στο φυλλάδιο του «Ενάντια στις Φονικές και Ληστρικές Ορδές των Χωρικών», προτρέπει τους ηγεμόνες να πνίξουν την εξέγερση με τη βία. Φυσικά, οι ηγεμόνες θα τόκαναν και χωρίς τη δική του παραίνεση. Ωστόσο τούτη η πράξη τραυματίζει σοβαρά το οικοδόμημα της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Υποθέτω πως δε θα ευχόταν ούτε στον εχθρό του να βρεθεί σε μια τόσο τραγικά δύσκολη θέση. Είναι η αιώνια μοίρα των ανθρώπων που ακολουθούν το μέσο δρόμο, που βρίσκονται ανάμεσα σε δύο ακραία αδιάλλακτα στρατόπεδα. Ή θα πρέπει ν’ αποσυρθούν καταστρέφοντας ίσως ό,τι έχουν δημιουργήσει, ή να πάρουν θέση που τις πιο πολλές φορές αποτελεί συμβιβασμό σε βάρος όλων εκείνων που σ’ όλη τους τη ζωή πιστεύουν και διακηρύττουν. Εγώ τουλάχιστον νομίζω, αντίθετα με όλους τους αντιπάλους του Λούθηρου που καραδοκούν να βρουν ευκαιρία να τον σπιλώσουν, πως περισσότερο πρέπει να μας εντυπωσιάσει το συμβιβαστικό του πνεύμα και η τόλμη της γλώσσας του απέναντι στους κρατούντες, πράγματα τόσο ασυνήθιστα για την εποχή του, και πολύ λιγότερο να μας σκανδαλίσει η τελευταία του απόφαση, που τραγικές συνθήκες την υπαγόρευσαν. Οι περισσότεροι στην εποχή του, ή μάλλον η συντριπτική πλειοψηφία, θα είχαν πρόθυμα μπει στο παιχνίδι της βίας από πολύ νωρίς. Κι αν υπάρχουν μερικοί άνθρωποι ήρεμοι και ανεκτικοί σε αξιοθαύμαστο βαθμό, που αποτελούν παραφωνία για την εποχή τους, όπως ο ασθενικός Έρασμος του Ρότερνταμ, κι ακόμα περισσότερο ο Σεβαστιανός Καστελιόν, αυτοί ποτέ τους δε θα μπορούσαν να γίνουν ηγέτες. Αυτοί πίστευαν ό,τι πίστευαν, και μίλησαν όπως μίλησαν, μονάχα -αλίμονο- για τον εαυτό τους… Πόσοι άλλωστε ακόμη και σήμερα από τους θρησκευτικούς ηγέτες και τους υπεύθυνους εκκλησιών είναι σε θέση να τους καταλάβουν;

Σήμερα στις ευαγγελικές εκκλησίες έχουμε καθορισμένες συνήθειες, θεσμούς και συστήματα, μια παράδοση με την καλή έννοια της λέξης -καμιά φορά όχι και με την τόσο καλή- κι ασφαλώς δεν μπορούμε να φανταστούμε τι σημαίνει για έναν πνευματικό οδηγό με βοηθό μονάχα την Αγία Γραφή και τη συνείδησή του να προσπαθεί ν’ ανοίγει δρόμους που αγκάθια αιώνων τους είχαν σκεπάσει και τους είχαν κάνει άβατους κι άγνωστους. Σήμερα έχουμε τις συμπροσευχές μας, τους ύμνους μας, τα κηρύγματά μας, τις χορωδίες μας, τα συνέδριά μας και τις ευαγγελιστικές εκστρατείες μας, τις συμμελέτες μας, τους ομίλους μας των νέων και τα κυριακά μας σχολεία, όλα με πλούσια βιβλιογραφία, με αμέτρητα πρότυπα και με ζωή αρκετών αιώνων, και μας είναι αδύνατο να καταλάβουμε πόσο άγνωστα ήταν όλα αυτά για έναν άνθρωπο που έβγαινε από ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα και μια εντελώς αλλιώτικη παράδοση. Ακούμε σήμερα για τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και φανταζόμαστε πως μέσα σε μερικές μέρες κτίστηκαν ή τουλάχιστον μπήκαν τα θεμέλια για όλους τους θεσμούς που πάνω τους βασίζεται η εκκλησιαστική και η ατομική πνευματική μας ζωή. Ωστόσο στην πραγματικότητα ο αγώνας ήτανε τιτάνιος κι εξοντωτικός. Στην προσπάθειά του να ενημερώσει και να διαφωτίσει τους πιστούς της καινούργιας εκκλησίας πάνω και στα πιο στοιχειώδη ακόμη, καθώς και στα χίλια-δυο μικροπροβλήματα και λεπτομέρειες που φυσικό ήταν να προκύψουν -και βέβαια χωρίς τα σημερινά άφθονα μέσα μαζικής επικοινωνίας- οργανώνει ο Λούθηρος με τη βοήθεια συνεργατών του μια γιγαντιαία εκστρατεία στην πατρίδα του τη Σαξονία. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε πως πολλές από τις εκκλησίες που επισκέπτεται, και που εντάσσονται στο μεταρρυθμιστικό κίνημα σαν ευαγγελικές, δεν έχουν καταλάβει ακόμα πολλά πράγματα απ’ το καινούργιο πνεύμα κι από τις ξεχασμένες αλήθειες της Αγίας Γραφής. Ακόμη κι εκατό χρόνια μετά το ξεκίνημα της μεταρρύθμισης η μελέτη της Αγίας Γραφής συνηθίζεται μονάχα στις ανώτερες τάξεις, και πολύ δύσκολα το εκκλησίασμα πείθεται να ψάλλει ομαδικά. Σε αρκετά χωριά βρίσκονται εφημέριοι που η ηθική τους ζωή είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο, που συχνάζουν στις ταβέρνες, που δεν είναι σε θέση ν’ απαγγείλουν ούτε τις δέκα εντολές ή το «Πάτερ ημών». Κάποιος μάλιστα απ’ όλους ιερουργεί διαδοχικά σε μια ευαγγελική και σε μια καθολική εκκλησία, όχι βέβαια από υπερβολικό ζήλο, αλλά για να εισπράττει διπλό μισθό. Δημιουργείται λοιπόν η ανάγκη ν’ αντικατασταθούν αρκετοί απ’ αυτούς από γνήσιους πιστούς κατάλληλα εκπαιδευμένους. Η δραστηριότητα του Λούθηρου στην προσπάθεια της οικοδόμησης της καινούργιας εκκλησίας δεν έχει προηγούμενο. Συχνά μέσα στην ίδια Κυριακή κάνει τέσσερις ομιλίες, τη μια πίσω απ’ την άλλη. Ο αριθμός των κηρυγμάτων του που διασώζεται φτάνει τα 2.300. Μόνο μέσα στο 1528 εκφωνεί μέσα σε 145 μέρες 195 κηρύγματα. Κάθε τρεις μήνες παραδίδει βιβλικά μαθήματα επί δύο εβδομάδες από τέσσερις μέρες κάθε εβδομάδα. Τ’ αμέτρητα προβλήματα που αντιμετωπίζει ανάμεσα στους πιστούς κι αρκετές από τις εκδηλώσεις τους τον κάνουν να λυγίζει πότε-πότε: «Και τι δε θάδινα για να ξεφύγω από τις δυστροπίες του εκκλησιάσματος και να κοιτάζω τα φιλικά μάτια των ζώων», αναστενάζει εκδηλώνοντας έτσι την ενδόμυχη λαχτάρα του για την ήσυχη αγροτική ζωή. Το συγγραφικό του έργο είναι ασύλληπτο σε όγκο. Θεωρείται ο πολυγραφότερος από όλες τις θρησκευτικές προσωπικότητες της ιστορίας. Εκτός από τα φυλλάδια που γι’ αυτά μιλήσαμε πιο πριν, τα γραπτά που καλύπτουν 102 χοντρούς τόμους του περίφημου εκδοτικού οίκου της Βαϊμάρης, ανάμεσά τους ένα βιβλίο προσευχών, ένα υμνολόγιο, δυο κατηχήσεις, πολλές ερωτήσεις κι απαντήσεις πάνω στις βασικές αρχές της πίστης. Κι όλα αυτά δίπλα στα τακτικά του καθήκοντα σαν καθηγητή στο πανεπιστήμιο.

Οι εκδοτικοί οίκοι που εκδίδουν τα έργα του θησαυρίζουν από την τεράστια κυκλοφορία τους, ενώ ο ίδιος αρκείται στο μισθό του σαν πανεπιστημιακός καθηγητής –που ευτυχώς ο ηγεμόνας του φροντίζει νάναι αρκετά ικανοποιητικός- κι αρνιέται να εισπράξει έστω και μια δεκάρα από συγγραφικά δικαιώματα. Η παροιμιώδης γενναιοδωρία του, που ξεπερνά πολλές φορές τα λογικά όρια, προκαλεί της διαμαρτυρίες της γυναίκας του που έχει να θρέψει πάνω από εικοσιπέντε συνολικά στόματα. Γιατί δεν είναι μονάχα τα οκτώ μέλη της οικογένειας που ζούνε κάτω από τη στέγη του μοναστηριού της Βιτεμβέργης που έχει παραχωρήσει για μόνιμη κατοικία στην οικογένεια ο ηγεμόνας. Είναι και τέσσερα ορφανά από συγγενικές οικογένειες που μεγαλώνουν κοντά τους, είναι οι οικότροφοι φοιτητές που συμβάλλουν στα έξοδα με το ενοίκιό τους -συνήθως αναγκαία σ’ όλους τους οικογενειάρχες καθηγητές για ν’ αντιμετωπίζουν τα υπέρογκα έξοδά τους- κι είναι κι οι διάφοροι φιλοξενούμενοι περαστικοί και κάθε είδους καταδιωκόμενοι πιστοί που βρίσκουν καταφύγιο κι απολαμβάνουν τη συντροφιά του διάσημου ζευγαριού στο πάντα ανοικτό και φιλόξενο σπίτι τους. Ξεχωριστά απ’ αυτούς, το ευρύχωρο μοναστήρι χρησιμεύει και σα νοσοκομείο για αρρώστους, που περιθάλπονται εκεί μέσα με τη βοήθεια προσωπικού υπό την εποπτεία της κυρίας καθηγητού. Καθώς η οικογένεια με όλους τους φιλοξενουμένους κάθεται γύρω από το τραπέζι, η κουβέντα συνεχίζεται γι αρκετή ώρα μετά το γεύμα. Οι φοιτητές με το μπλοκ και το μολύβι στο χέρι, όπως θα λέγαμε σήμερα, σημειώνουν τα λόγια του δασκάλου, και κάποιος από αυτούς αρκετά χρόνια αργότερα εκδίδει τις περίφημες «Κουβέντες του Τραπεζιού» («Tischreden») απ’ όπου μαθαίνουμε πολλές χρήσιμες πληροφορίες για πολλές από τις αντιλήψεις και τις γνώμες του μεταρρυθμιστή. Ανεκτίμητες είναι οι συμβουλές του γύρω από την οικογενειακή ζωή, και ιδιαίτερα γύρω από τις σχέσεις του ζευγαριού, που θεωρεί ένα από τα πιο όμορφα δώρα του Θεού. «Σαν βλέπω ένα αντρόγυνο να ζει αγαπημένο, αισθάνομαι τόση ευχαρίστηση, σα να βρίσκομαι σ’ ένα κήπο με τριαντάφυλλα. Αυτό είναι σπάνιο πράγμα». Κι αυτός δίνει πρώτος το παράδειγμα μιας τέτοιας αγάπης. «Kothe», λέει στη γυναίκα του, «έχεις έναν άντρα που σ’ αγαπά. Άσε λοιπόν κάποιαν άλλη να γίνει αυτοκράτειρα». Ασφαλώς δε θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει «φεμινιστή». Πράγμα βέβαια άγνωστο στην εποχή του. Ωστόσο εξυψώνει και τιμά τη γυναίκα πολύ περισσότερο από πολλούς επιφανείς συγχρόνους του και συγχρόνους μας. «Οι γυναίκες», λέει, «κάνουν ευχάριστη τη ζωή και κλίνουν προς την κατανόηση και τη γενναιοψυχία». Παντρεύτηκε στα 42 του χρόνια τη Κατερίνα φον Μπόρα, 16 χρόνια νεότερή του, αποσχηματισμένη καλόγρια. «Τη μέρα που παντρεύτηκα οι άγγελοι γελούσαν», έλεγε αργότερα, «κι οι διάβολοι κλαίγανε». Υπήρχε κάποια ψευδοπροφητεία που από χρόνια είχε διαδοθεί ανάμεσα στους καθολικούς της Ευρώπης, πως ο αντίχριστος θα γεννιότανε από ένα πρώην καλόγερο και από μια πρώην καλόγρια. Όλοι λοιπόν οι αντίπαλοί του περίμεναν να γεννηθεί το πρώτο τους παιδί. Η ιστορία δεν αναφέρει αν τελικά ανακουφίστηκαν -ή απογοητεύτηκαν.

Τούτες οι ώρες της συζήτησης στο τραπέζι, που γι’ αυτές μιλήσαμε πιο πριν φαίνεται πως είναι στιγμές ξεκούρασης για τον παραφορτωμένο καθηγητή. Είναι εκπληκτικό να σκέφτεται κανείς πως μετά από τόσους αγώνες και τόσες ταλαιπωρίες, και μετά από ένα σωρό ασθένειες που τόσο πολύ τον βασάνιζαν διαρκώς, διατήρησε σχεδόν μέχρι το τέλος του αμείωτη την εκπληκτική του ζωτικότητα, κι ακόμα πιο περίεργο είναι πως παρ’ όλα αυτά στάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ένας χαρούμενος και καλοδιάθετος άνθρωπος στις καθημερινές του σχέσεις, με τα πειράγματα και τ’ αστεία του για όλους και για όλα. Αρκετοί από τους σοβαρομανείς και κουμπωμένους χριστιανούς θα ένιωθαν αμηχανία ακούγοντάς τον να λέει: «Αν στον Κύριό μας ήταν άγνωστο το χιούμορ, δε θα μου ήταν ευχάριστο να πάω στον ουρανό». Παρόλο το βλοσυρό και σκοτεινό περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας και το ασκητικό παρελθόν του που γι’ αυτά μιλήσαμε πιο πριν, είναι ο λιγότερο ασκητής απ’ όλους τους μεταρρυθμιστές, κι ασφαλώς μαζί του οι πουριτανοί των κατοπινών αιώνων κι όλοι οι παρόμοιοί τους θα αισθάνονταν πολύ άβολα: «Αφού ο Κύριός μας φροντίζει να γεννιούνται και να μεγαλώνουν τόσο ωραία μεγάλα ψάρια στα ποτάμια μας και να βγαίνει τόσο έξοχο κρασί από τ’ αμπέλια του Ρήνου, έχω κι εγώ το δικαίωμα και τα ψάρια να τρώω, και το κρασί να πίνω!»

«Αγαπητή Kothe , αξιότιμη κυρία Von Zulsdorf και όπως αλλιώς ονομάζεται η χάρη σας», γράφει με κέφι στη γυναίκα του σ’ ένα ταξίδι του, «πληροφορώ τη χάρη σας ευπειθέστατα, ότι είμαι πολύ καλά στην υγεία μου, καλοτρώω σα βοημός και καλοπίνω σα γερμανός. Η ευχαριστία ανήκει στο Θεό. Αμήν!» Ωστόσο και πάλι θα θυμίσουμε πως ακόμη κι οι χειρότεροι εχθροί του δεν τον κατηγόρησαν ποτέ για κατάχρηση στο πιοτό.
Κάποια Κυριακή πρωί παρακολουθεί στην εκκλησία το παρθενικό κήρυγμα ενός νεαρού ιεροκήρυκα, που όπως είναι φυσικό, βρίσκεται σε μεγάλη ταραχή κι έξαψη έχοντας στο ακροατήριό του το διάσημο δάσκαλο. Στο τέλος του κηρύγματος, που όπως φαίνεται έχει τραβήξει αρκετά παραπάνω απ’ την κανονική ώρα, το ράσο του πιάνεται σ’ ένα καρφί του άμβωνα, και καθώς γυρίζει να φύγει το σκίσιμο του ρούχου γίνεται αντιληπτό απ’ όλους. Τότε μέσα στην ησυχία της εκκλησίας ακούγεται η φωνή του Λούθηρου: «καλά το είχα καταλάβει πως είχε καρφωθεί στον άμβωνα. Γι’ αυτό δεν έλεγε να τελειώσει»…

Εδώ κι αρκετή ώρα έχουμε ξεφύγει απ’ τη σκοτεινή ατμόσφαιρα των δογματικών αντεγκλήσεων, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Πιστεύω πως όλα αυτά δεν είναι ο πραγματικός Λούθηρος. Ο πραγματικός Λούθηρος βρίσκεται μέσα στις εκδηλώσεις της νηφαλιότητας, του μέτρου, της εσωτερικότητας. Ποιητής, μουσικός κι εκλεκτός συγγραφέας και δάσκαλος, δε μπορούσε παρά νάναι και τρυφερός πατέρας. Όπως κι αρκετοί σήμερα καλοί σύζυγοι και πατέρες, βοηθά κι αυτός τη γυναίκα του απλώνοντας πότε πότε τις πάνες των μωρών ενώ οι γείτονες διασκεδάζουν με το θέαμα. «Αυτοί ας γελούν», παρατηρεί ο Λούθηρος. «Στον ουρανό οι άγγελοι χαμογελούν»…
Στάθηκε αδύνατο ν’ αντισταθώ στον πειρασμό, παρά τον περιορισμένο μου χρόνο, να σας παραθέσω ολόκληρο ένα γράμμα που έγραψε από κάπου μακριά στο γιο του Χανς, όταν αυτός ήταν τεσσάρων χρονών παιδάκι:

«Αγαπημένο μου παιδί,
Μ’ ευχαριστεί που μαθαίνω πως προχωράς στα γράμματα κι ότι προσεύχεσαι με ζήλο. Μη σταματήσεις, παιδί μου, και σαν έρθω στο σπίτι θα σου φέρω πολλά και διάφορα δώρα.
Ξέρω έναν κήπο όπου πολλά παιδιά με χρυσοκέντητα φορέματα μαζεύουν κάτω απ’ τα δέντρα κόκκινα μήλα, αχλάδια, κεράσια και δαμάσκηνα. Τραγουδούν, χοροπηδούν, και φωνάζουν χαρούμενα. Κι έχουν πέντε αλογάκια με χρυσά χαλινάρια και σέλλες ασημένιες. Ρώτησα τον κηπουρό ποια ήταν τα παιδάκια κι αυτός μου είπε: «Είναι τα παιδάκια που τους αρέσει να προσεύχονται, να μελετούν και νάναι φρόνιμα». Κι εγώ είπα, «καλέ μου άνθρωπε, κι εγώ έχω ένα γιο, το Χανς Λούτερ. Θα μπορούσε άραγε νάρθει κι αυτός στον κήπο, να φάει από τα κόκκινα μήλα και τ’ αχλάδια, να καβαλικέψει σ’ ένα αλογάκι και να παίξει μαζί με τ’ άλλα παιδάκια;» Κι ο κηπουρός μού απάντησε «αν του αρέσει στ’ αλήθεια να προσεύχεται, να μελετά και νάναι φρόνιμος, τότε μπορεί νάρθει στον κήπο, καθώς κι ο Lippus κι ο Jost [τα παιδιά δύο στενών φίλων και συνεργατών του]. Και σαν έρθουν όλα μαζί, θα τους δώσουν χρυσές σφυρίχτρες και τύμπανα» Μα ήταν νωρίς και τα παιδάκια δεν είχαν πάρει ακόμα το πρόγραμμά τους, γι’ αυτό δεν μπόρεσα να περιμένω για τη γιορτή. Είπα στον άνθρωπο: «πηγαίνω να γράψω αμέσως όλη την ιστορία στον αγαπητό γιο μου Χανς, για να εργάζεται με ζήλο, να προσεύχεται πολύ και νάναι φρόνιμος ώστε νάρθει κι αυτός στον κήπο. Έχει όμως και τη θεία Λένα που θα πρέπει να τη φέρει μαζί του». «Να τη φέρει» μου είπε, «πήγαινε γράψε του». Έτσι λοιπόν, χρυσό μου παιδάκι, να μελετάς, να προσεύχεσαι με ζήλο και πες στο Lippus και στο Jost να κάνουν το ίδιο, για να έρθετε στον κήπο όλοι μαζί. Εύχομαι ο αγαπητός μας Θεός να σε σκεπάζει Φίλησέ μου τη θεία Λένα»…


Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως αυτό το τόσο σύγχρονο γράμμα γράφτηκε εδώ και 450 χρόνια;

Όταν η κόρη του Μαγδαληνή που υπεραγαπούσε ήταν 14 χρονών, βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της ετοιμοθάνατη. Ο Λούθηρος προσευχήθηκε: «Ω Κύριε, την αγαπώ τόσο πολύ, αλλά ας γίνει το θέλημά Σου». Ύστερα γύρισε τα μάτια του στο πρόσωπο της. Magdalenchen, -(που θα πει : Μαγδαληνούλα)- μικρή μου κορούλα, θα ήθελες να μείνεις με τον πατέρα εδώ; Θα ήσουν ευχαριστημένη αν πήγαινες στον ουράνιο Πατέρα σου;» Κι αυτή του αποκρίθηκε: «Ναι, αγαπημένε μου πατέρα, όπως το θέλει ο Θεός». Κι όταν ξεψύχησε στην αγκαλιά του, άφησε τον πόνο του να ξεχυθεί: «Du liebes Lenchen (αγαπημένη μου Μαγδαληνούλα) θ’ αναστηθείς και θα λάμπεις σαν τ’ άστρα και τον ήλιο. Αλήθεια, τι παράξενο… Να γνωρίζεις ότι βρίσκεται σε ειρήνη και όλα είναι ευχάριστα, κι όμως να σε κυριαρχεί τόσο βαθιά θλίψη!» Λίγο προτού πεθάνει, παρακάλεσε τον πατέρα της να της τραγουδήσει το χριστουγεννιάτικο ύμνο του «Από τους ουρανούς ψηλά» (Vom Himmel hoch). Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα…

Άφησα τελευταία τα δύο μεγαλύτερα επιτεύγματά του που τον ανέδειξαν έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ιστορίας, πέρα από τα όρια της εκκλησίας του: τη διαμόρφωση της μουσικής στην ευαγγελική εκκλησία και τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γερμανική γλώσσα. Όπως σε όλα, έτσι και στο θέμα της εκκλησιαστικής παράδοσης, ο Λούθηρος ακολούθησε το μέσο δρόμο. Οι ευαγγελικοί ηγέτες μετά απ’ αυτόν αποφάνθηκαν πως «όσα στοιχεία από την εκκλησιαστική παράδοση είναι αντίθετα με την Αγία Γραφή είναι επικίνδυνα. Όσα συμφωνούν μαζί της, είναι περιττά». Κι έτσι την κατάργησαν τελείως. Και μαζί αρνήθηκαν να βάλουν την τέχνη στην υπηρεσία του έργου του Θεού, καταργώντας τελείως τις εικαστικές τέχνες και περιορίζοντας τη μουσική σε μερικούς μονάχα απλούς ύμνους. Ο Λούθηρος συμφώνησε μαζί τους στο πρώτο σκέλος της φράσης: αφαίρεσε και κατάργησε κι αυτός όλα εκείνα που δε συμφωνούσαν με τη Γραφή, όπως η λατρεία των λειψάνων, των εικόνων και των αγαλμάτων, η προσκύνηση των αγίων και της Παρθένου Μαρίας, η επιβολή πνευματικής δικτατορίας στις συνειδήσεις των πιστών από μέρους του ιερατείου, και διακήρυξε πως απέναντι στο Θεό δεν υπάρχουν ιερείς με αυξημένα προνόμια σχετικά με τους υπόλοιπους πιστούς, τους «λαϊκούς», και πως το ιερατείο αποτελείται απ’ όλους τους πιστούς της εκκλησίας, σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία. Σεβάστηκε ωστόσο την παράδοση, εκεί που δεν αντιστρατευόταν στο πνεύμα της Αγίας Γραφής. Οι καλβινιστές κι οι υπόλοιποι πουριτανίζοντες και πουριτανοί μεταρρυθμιστές, που έδρασαν και δίδαξαν παράλληλα κι έξω απ’ το λουθηρανικό κίνημα, κατάργησαν π.χ. τα κείμενα της καθολικής λειτουργίας και τους υπόλοιπους πανάρχαιους ύμνους με όλη εκείνη την υπέροχη ποίηση που συγκινεί ασφαλώς κάθε ευαίσθητη καρδιά. Το ίδιο άλλωστε δεν κάνουμε κι εμείς οι έλληνες ευαγγελικοί, που αγνοούμε ολόκληρη -ή σχεδόν ολόκληρη- την υμνολογία της βυζαντινής εκκλησίας, έστω κι αν το περιεχόμενο αρκετών από τους ύμνους μάς βρίσκει απόλυτα σύμφωνους;

Αντίθετα λοιπόν με τους υπόλοιπους μεταρρυθμιστές, ο Λούθηρος διατηρεί το κείμενο της λειτουργίας και άλλων λειτουργικών ύμνων μεταφράζοντάς τα όμως παράλληλα και στη γερμανική γλώσσα, για να τα καταλαβαίνει ο απλός αγράμματος πιστός. Πιστεύει ακόμη στη χρησιμότητα της τέχνης σα μέσο για το πλησίασμα στο Θεό. «Δεν είμαι της γνώμης», γράφει κάπου, «πως με τη διάδοση του ευαγγελίου θα πρέπει να εξαφανιστούν απ’ το πρόσωπο της γης όλες οι καλές τέχνες, όπως υποστηρίζουν μερικοί φανατικοί. Αντίθετα, πιστεύω πως όλες τους, και ιδιαίτερα η μουσική, μπορούν και πρέπει να μπουν στην υπηρεσία Εκείνου που τις δημιούργησε και μας τις χάρισε». Δεν αρνιέται λοιπόν καμιά από τις τέχνες ο Λούθηρος. Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν πως αν την εποχή της ακμής της μεταρρύθμισης ήτανε κάπως νεότερος ο μεγάλος γερμανός ζωγράφος Αλμπρεχτ Ντύρερ που ακολούθησε με θέρμη την ξανανιωμένη πίστη, όχι μονάχα η μουσική μα κι η ζωγραφική θα μπορούσε να επιζήσει στην ευαγγελική εκκλησία -φυσικά όχι για λατρευτικούς σκοπούς.

Εκεί όμως που δίνει ο Λούθηρος πρωταρχική σημασία είναι η μουσική. Κανείς άλλος πνευματικός οδηγός δεν την αγάπησε με τόσο πάθος και δεν πίστεψε τόσο πολύ στη χρησιμότητά της. Είχε σχεδόν επαγγελματική μουσική κατάρτιση, έπαιζε πολύ όμορφα το λαούτο και είχε και ωραία φωνή τενόρου. Ο Γιόχαν Βάλτερ, μουσικός συνεργάτης του, θαύμαζε τις μουσικές του ικανότητες. Μας έχει αφήσει μάλιστα μερικούς δικούς του ύμνους, όπου όχι μονάχα η μελωδία, αλλά και η εναρμόνιση είναι δική του. «Ύστερα από τη θεολογία», γράφει, «τη μεγαλύτερη θέση και τιμή αποδίδω στη μουσική. Δε θ’ άλλαζα τις μικρές μου μουσικές γνώσεις με οτιδήποτε άλλο μεγαλύτερο. Η πείρα αποδεικνύει ότι μετά από το Λόγο του Θεού μονάχα η μουσική αξίζει να επαινεθεί σαν βασίλισσα των συναισθημάτων του ανθρώπου. Η καρδιά μου σκιρτά και ξεχειλίζει όταν ακούω μουσική, που τόσο πολλές φορές με αναζωογόνησε και μ’ απελευθέρωσε από τρομερές πληγές».

Πιστεύει ακόμη πως θα πρέπει όλες οι εκκλησίες να διατηρούν μια χορωδιακή σχολή («Kantorei»). Απαιτεί από τους υποψήφιους πάστορες να καταλαβαίνουν από μουσική -πράγμα πολύ χρήσιμο κι ευχής έργο ακόμη και σήμερα- και διακηρύττει πως «διπλά προσεύχεται, εκείνος που ψάλλει» (Bis orat, qui cantat). Θαυμάζει την πολυφωνική μουσική της καθολικής εκκλησίας, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στη μεγάλη άνθησή της. «Οι πατέρες της εκκλησίας», λέει, « επιθύμησαν να παραμείνει η μουσική στην εκκλησία. Γι’ αυτό και υπάρχουν τόσοι ύμνοι και ψαλμοί. Το πολύτιμο αυτό δώρο δόθηκε στους ανθρώπους για να τους θυμίζει ότι έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να δοξάζουν και να μεγαλύνουν τον Κύριο. Όταν όμως η μουσική καλλωπίζεται κι εξευγενίζεται από την τέχνη, τότε μπορεί κανείς να διακρίνει με θαυμασμό τη μεγάλη και τέλεια σοφία του Θεού σ’ αυτό το εκλεκτό έργο της μουσικής, όπου γύρω στη μια βασική φωνή περιστρέφονται τρεις, τέσσερις ή και πέντε άλλες φωνές πλουτίζοντας την αρμονία, πηδώντας ολόγυρα, προσδίδοντας χάρη στην απλή φωνή με γοητευτικούς τόνους, σαν ένας λαϊκός χορός στους ουρανούς, όπου οι χορευτές κάνουν φιλικές υποκλίσεις, αγκαλιάζονται, κι ύστερα παίρνουν πρόσχαρες στροφές. Όποιος δεν βρίσκει σε τούτο ένα ανέκφραστο θαύμα του Κυρίου, αυτός είναι στ’ αλήθεια κούτσουρο κι ανάξιος να θεωρείται άνθρωπος».

Έχοντας λοιπόν η ευαγγελική λουθηρανική εκκλησία ένα τέτοιο λάτρη της μουσικής για πνευματικό καθοδηγητή, φυσικό είναι να γνωρίσει στους κατοπινούς αιώνες μια πρωτοφανή μουσική άνθηση, με ονόματα πολλά και μεγάλα όπως του Χάϊνριχ Σϋτς, του Μίκαελ Πραιτόριους, του Ντήτριχ Μπούξτεχουντε και πολλών άλλων, και προπάντων του πιο μεγάλου, του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ, που αν και γεννήθηκε διακόσια χρόνια μετά το Λούθηρο, του έμοιαζε και στην καρδιά και στη νοοτροπία.

Δεν ήταν όμως μονάχα το χορωδιακό τραγούδι που υποστήριξε και προώθησε ο Λούθηρος. Συνεπής προς τη διακήρυξή του πως το ιερατείο αποτελείται απ’ όλους τους πιστούς, και δίνοντας το βάρος στην άμεση προσωπική σχέση του πιστού με το Χριστό, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων, καθιερώνει την ψαλμωδία όλων των πιστών μέσα στην εκκλησία, που είχε εγκαταλειφθεί για πολλούς αιώνες. Το χορικό, το Choral, που αποτελεί δικό του δημιούργημα, είναι ένα θρησκευτικό τραγούδι με πολλές στροφές, και καθώς την εποχή εκείνη ο λαός τραγουδά πάρα πολύ, στα εργαστήρια, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στα σπίτια, ίσως πολύ περισσότερο από σήμερα, οι πιστοί της καινούργιας εκκλησίας έχουν ένα μέσο να επικοινωνήσουν με το Θεό και να διακηρύξουν την πίστη τους με απλό και δυνατό τρόπο, μια και το χορικό αποτελεί ένα εύκολο κι ευχάριστο μουσικό είδος και στηρίζεται σε παλιότερους εκκλησιαστικούς ύμνους, ή πολλές φορές και σε γνωστές λαϊκές μελωδίες. «Ο διάβολος δεν έχει το δικαίωμα να κρατά όλες τις καλές μελωδίες για τον εαυτό του», είχε διακηρύξει ο Λούθηρος, κι η φράση αυτή αποτέλεσε το σλόγκαν των σημερινών μοντέρνων χριστιανικών συγκροτημάτων. Στη σύνθεση του κειμένου των χορικών ο Λούθηρος αποδείχνεται εμπνευσμένος ποιητής. Το πασίγνωστο χορικό του «Θεός το Φρούριον Ημών» που καθιερώθηκε σαν ύμνος της μεταρρύθμισης, αποδόθηκε στα ελληνικά πολύ φτωχά κι ούτε κατά διάνοια δεν πλησιάζει τη δύναμη του πρωτότυπου. Μόλις πριν μερικά χρόνια ο Σώτης Αλεξανδρής επιχείρησε με αρκετή επιτυχία να πλησιάσει το αρχικό κείμενο:

1. Κάστρο γερό είν’ ο Θεός
Οχύρωμα κι ασπίδα
Βοήθεια και λευτεριά
Σ’ ανάγκη και παγίδα.
Τον τρέμει ο εχθρός
Κι ας είναι δυνατός
Στην πανουργία του
Και στην κακία του
Στη γη δεν έχει ταίρι.


2. Δύναμη εμείς δεν είχαμε
Κι ήταν κοντά ο χαμός μας
Για μας πάλεψε ο Δίκαιος
Που όρισ’ ο Θεός μας.
Ποιος είν’ ρωτάς, Αυτός;
Είν’ του Θεού ο Γιος
Ο Ιησούς Χριστός,
Ο μόνος Κύριος.
Αυτός έχει νικήσει.


3. Τον κόσμο εναντίον μας
Κι αν ο εχθρός κινήσει
Δε θα τρομάξουμε πολύ
Μη μας καταβροχθίσει.
Του κόσμου ο αρχηγός
Κι ας φαίνεται σκληρός
Δεν έχει δύναμη
Μπροστά του σα σταθεί
Ο Υπερασπιστής μας.


4. Δεν απορούμε άλλο πια
Τη νίκη ποιος θα πάρει
Είν’ στον αγώνα πλάι μας
Το Πνεύμα Του κι η Χάρη.
Δεν ζούμε άλλο πια
Για γήιν’ αγαθά.
Τιμές και ηδονές
Δεν είναι πιο τρανές
Απ’ τη ζωή μαζί Του.

Πολλά απ’ αυτά τα χορικά θα υποστούν χορωδιακή επεξεργασία από μεγάλους συνθέτες στους επόμενους αιώνες και προπάντων από τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, που τα χρησιμοποιεί στις καντάτες του και στα μεγάλα χορωδιακά του έργα αξιοποιώντας τα κατά τον καλύτερο τρόπο.

Προοδευτικός και καινοτόμος ο Λούθηρος πειραματίζεται συνεχώς με καινούργιες μεθόδους. Κι αφήνει πλατιά όρια πρωτοβουλίας στις τοπικές εκκλησίες. Κι ασφαλώς αν ζούσε σήμερα, τα μοντέρνα χριστιανικά συγκροτήματα κι η σύγχρονη χριστιανική μουσική θα εύρισκαν στο πρόσωπό του έναν ένθερμο οπαδό, που θα διαφωνούσε μαζί τους μονάχα σε κάποιες ίσως ακραίες εκδηλώσεις. «Προπάντων ό,τι κάνουμε το κάνουμε για τον απλό λαό και για τους νέους. Γι’ αυτούς πρέπει κανείς να διαβάζει, να ψάλλει, να κηρύττει, να γράφει, να συνθέτει ποιήματα, κι όπου αυτό θα βοηθούσε στην προαγωγή του σκοπού μας, θα ζητούσα να κτυπήσουν όλες οι καμπάνες κι όλα τα εκκλησιαστικά όργανα να βροντήσουν, και να ηχήσει ό,τι άλλο μπορεί να βγάλει ήχο»…
Ωστόσο το προοδευτικό του πνεύμα δε σταματά μονάχα ως εκεί. Υπάρχει μια σχετική ιστορία που θ’ άξιζε ν’ αναφερθεί, που μαρτυρεί και τις δύο τάσεις του: και την προοδευτικότητά του, και το σεβασμό στο πνεύμα αλλά και την αδιαφορία του στο γράμμα της παράδοσης. Κάποιος πάστορας από το Βερολίνο τού γράφει κάποτε και τον ρωτά αν στην ώρα της λατρείας θα μπορούσαν οι κληρικοί να εξακολουθούν να φορούν τα καθολικά άμφια, κι αν την Κυριακή του Πάσχα και σ’ άλλες Κυριακές θα μπορούσαν να βγαίνουν στο προαύλιο της εκκλησίας για την καθιερωμένη πομπή όπως γινότανε μέχρι τότε, κι όπως ο ηγεμόνας τους επέμενε να συνεχίσει να γίνεται. Ο Λούθηρος του απαντά με το συνηθισμένο του χιούμορ: «Πηγαίνετε λοιπόν σ’ αυτές τις ακολουθίες στ’ όνομα του Θεού και φορέστε ασημένιο ή χρυσό σταυρό και χιτώνα ή άμφιο από βελούδο, από μετάξι ή από λινό. Κι αν ο ηγεμόνας νομίζει πως δεν είναι αρκετό ένα μονάχα φόρεμα, τότε φορέστε τρία μαζί, το ένα πάνω στ’ άλλο, όπως έκανε ο Ααρών ο αρχιερέας που φόρεσε τρεις τόσο ωραίους και τόσο λαμπρούς χιτώνες (Λευιτικό η΄ 7). Κι αν δεν είναι αρκετή για την ηγεμονική του χάρη μια λιτανεία ή μια μονάχα πομπή, τότε κάντε το γύρο του προαυλίου εφτά φορές, όπως ο Ιησούς του Ναυή με τους γιους Ισραήλ γύρισε εφτά φορές γύρω απ’ την Ιεριχώ. Κι αν ακόμη ο κύριός σας, ο κόμης, του αρέσει να κάνει κάτι τέτοιο, τότε η ηγεμονική του χάρη ας αρχίσει να πηδά και να χορεύει με άρπες, με τύμπανα, με κύμβαλα και κρουστά, όπως έκανε ο Δαβίδ ενώπιον του Κυρίου… Κι εγώ θάμαι πολύ ευχαριστημένος μ’ όλα αυτά, γιατί κάτι τέτοια ούτε αφαιρούν ούτε προσθέτουν τίποτε στο ευαγγέλιο, με την προϋπόθεση πως δε γίνεται κακή χρήση τους». Πόσοι άραγε από τους σημερινούς πνευματικούς ηγέτες έχουν σε τέτοιο βαθμό το χάρισμα της διάκρισης ανάμεσα στο ουσιαστικό και στο ασήμαντο, ανάμεσα στον τύπο και στο πνεύμα;

Ο Λούθηρος μεταχειρίστηκε τα φυλλάδια και τη μουσική για να εμψυχώσει και να καθοδηγήσει τους συμπατριώτες του στην πίστη του Χριστού. Και το πέτυχε απόλυτα. Κάποιος ιησουΐτης παρατήρησε πως «οι ύμνοι του Λούθηρου… κατέστρεψαν περισσότερες ψυχές απ’ όσες τα κηρύγματά του». Κι ήταν κι ένα άλλο τρίτο, το πιο δυνατό όπλο για την «καταστροφή» των ψυχών. Πρώτη και κύρια φροντίδα του μεγάλου μεταρρυθμιστή κι επιτακτική ανάγκη για την ξαναγεννημένη εκκλησία, ήταν νάρθει σ’ επαφή ο απλός λαός με τη μοναδική πηγή της θεϊκής αλήθειας, την Αγία Γραφή, που αιώνες κι αιώνες την κρατούσαν οι παπάδες κι οι καρδινάλιοι μακριά απ’ τον απλό λαό στην ακατάληπτη γι’ αυτόν λατινική γλώσσα. Μέσα στον πύργο του Βάρτμπουργκ όπου τον έχει κρύψει ο προστάτης του ηγεμόνας Φρειδερίκος για να του σώσει τη ζωή που απειλείται, μεταμφιεσμένος σε ιππότη, μεταφράζει την Καινή Διαθήκη από το ελληνικό πρωτότυπο στην απλή γερμανική γλώσσα του λαού του, κι αργότερα την Παλιά Διαθήκη από την εβραϊκή γλώσσα με τη βοήθεια των συνεργατών του. Στο έργο αυτό ο Λούθηρος αναδείχνεται πρωτομάστορας της γερμανικής γλώσσας, που ουσιαστικά πλάθεται και διαμορφώνεται απ’ αυτόν για πρώτη φορά σα γραπτή γλώσσα της λογοτεχνίας, σαν όργανο που χρησιμοποιεί αργότερα ο Γκαίτε, ο Σίλερ, ο Καντ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, ο Τόμας Μαν. «Στην εποχή του», γράφει ο Ντόναλντ Άρενς, ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονούς μας βιογράφους του, «δεν υπήρξε βιβλίο με μεγαλύτερη διάδοση από τη μετάφρασή του της Βίβλου. Για αιώνες έμεινε το μοναδικό οικογενειακό βιβλίο στη γερμανική γλώσσα». Και στάθηκε η Βίβλος του Λούθηρου ένα αληθινά λαϊκό βιβλίο, που τόνιωθε ο γερμανικός λαός γνήσια δικό του, καθαρά γερμανικό. Κι είναι αυτό ακριβώς το μεγάλο κατόρθωμα του δασκάλου: να δώσει τις δύσκολες και ακατάληπτες έννοιες με λόγια καθημερινά και προσιτά σε όλους, και τους τόπους και τις περιγραφές των γεγονότων, σα να είχαν εξελιχτεί μέσα στην ίδια τη Γερμανία. «Προσπάθησα», είπε, «να κάνω το Μωϋση τόσο γερμανό, ώστε κανένας να μην υποψιάζεται πως ήταν ιουδαίος».

Τα πνευματικά αποτελέσματα τούτης της μεγάλης προσπάθειας γρήγορα γίνονται ολοφάνερα. Κάποιος φυλλαδιογράφος απαντά στους επικριτές του Λούθηρου, που τον κατηγορούν γιατί καταφεύγει στο λαό: «Βρε σεις οι κουτοπόνηροι, μάθετε πως υπάρχουν σήμερα στη Νυρεμβέργη, στο Άουγκσμπουργκ, στην Ουλμ, στην Ελβετία και στη Σαξονία, νοικοκυρές, υπηρέτριες, υπηρέτες, φοιτητές, εργάτες, ράφτες, τσαγκάρηδες, φουρνάρηδες, ιππότες, ευπατρίδες και ηγεμόνες, όπως λόγου χάρη ο εκλέκτορας της Σαξονίας, που γνωρίζουν τη Βίβλο περισσότερο από τις θεολογικές σχολές του Παρισιού και της Κολωνίας, καθώς κι απ’ όλους τους παπικούς του κόσμου».

Και να σκεφτεί κανείς πως εμείς που στην απλή γλώσσα του λαού μας είχε γραφτεί το ευαγγέλιο στ’ αρχαία χρόνια, μόλις στα 1983, 450 χρόνια μετά το Λούθηρο, ετοιμαζόμαστε να εκδώσουμε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική μας γλώσσα, κι ακόμη δεν καταφέραμε -και δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε ποτέ- νάχουμε μια τέτοια μετάφραση αποδεκτή απ’ όλες τις εκκλησίες μας που να διαβάζεται στην ώρα της λατρείας μας. Για να παύσουν επιτέλους τουλάχιστον τα παιδιά μας να ταλαιπωρούνται με τις δοτικές, τις μετοχές και τ’ απαρέμφατα της αρχαΐζουσας μετάφρασης του Βάμβα. Όσο για την επίσημη ορθόδοξη εκκλησία, αυτή βέβαια βρίσκεται και σ’ αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, αρκετούς αιώνες πίσω από το Μαρτίνο Λούθηρο και την εποχή του. Μόλις τα τελευταία χρόνια ελάχιστοι ιεράρχες τολμούν ν’ αγοράσουν και να μοιράσουν τη μετάφραση του Βάμβα που αποτελεί κτήμα της ευαγγελικής εκκλησίας εδώ και πάνω από ένα αιώνα*. Και δεν πρόκειται μονάχα για τη γλώσσα της Αγίας Γραφής. Μα και για τη μουσική, όπου δεν τολμούν να χρησιμοποιήσουν ούτε καν τα έργα των σύγχρονων ελλήνων συνθετών που έχουν γραφτεί με βάση τη βυζαντινή παράδοση. Και για τον περίφημο από αιώνες χρεοκοπημένο κι επικίνδυνο θεσμό της αγαμίας του ανώτερου κλήρου, που κανείς δεν μπορεί να μας εξηγήσει πού βασίζεται και ποιο σκοπό εξυπηρετεί. Και για την καταδυνάστευση και την ιεροεξεταστική μεταχείριση του κατώτερου κλήρου από τον ανώτερο. Και για τον τύπο που σ’ όλους τους τομείς και σ’ όλες τις λεπτομέρειες έχει πνίξει την ουσία της χριστιανικής πίστης. Και για την εκμετάλλευση του λαού με τις θαυματουργές εικόνες και τα ιερά λείψανα, και την αποκλειστική ενασχόληση μερικών «φωτισμένων» αρχικληρικών, όπως ο Άγιος Φλωρίνης, με την αστυνόμευση των ηθών και τις ιδιωτικής ζωής του ποιμνίου τους. Λένε πολλοί πως ο ελληνικός λαός χρειάζεται έναν καινούργιο Λούθηρο για να ξυπνήσει πνευματικά. Και τι θα βγει αν σηκωθεί κανένας τέτοιος καμιά φορά; Το πολύ-πολύ να κατηγορηθεί για «προτεστάντης» και ν’ αναγκαστεί με τη βία να κλείσει το στόμα του. Άλλωστε ποιος από τους επίσημους νοιάζεται για την αληθινή πίστη του Χριστού. Ακόμη και η βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση έχει ενταχθεί στο λαϊκό παραδοσιακό -κι επομένως διατηρητέο- πολιτισμό. Ο Θεός να προστατεύει τουλάχιστον τις λίγες ειλικρινείς και γνήσιες φωνές, και ανάμεσα στο λαό, και ανάμεσα στον κλήρο, που αγωνίζεται για την αληθινή πίστη Του…

Ο Λούθηρος πέθανε στα 1546, σε ηλικία 63 χρονών. Ο τάφος του βρίσκεται στην ίδια την εκκλησία του πύργου της Βιτεμβέργης που πάνω στην κεντρική της είσοδο είχε καρφώσει τις 95 θέσεις του. Προτού πεθάνει πρόβλεψε τα δεινά που θα ταλαιπωρούσαν την πατρίδα του με τους θρησκευτικούς πολέμους. Δεν μπορούσε φυσικά να προβλέψει την τύχη και την εξέλιξη της καινούργιας εκκλησίας. Σήμερα, 500 χρόνια από τη γέννησή του και 437 χρόνια από το θάνατό του, το κομμάτι εκείνο της ευαγγελικής εκκλησίας που έχει τ’ όνομά του, η λεγόμενη λουθηρανική ευαγγελική εκκλησία, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό απέχει πολύ από τη διδασκαλία του κι από την πίστη του. Αρκετοί από τους ονομαζόμενους λουθηρανούς ευαγγελικούς, ευτυχώς όχι όλοι, προτιμούν ν’ ασχολούνται με το ειρηνιστικό κίνημα και τη μόλυνση του περιβάλλοντος, παρά με τη λύτρωση και την απελευθέρωση που βρίσκουν όλοι εκείνοι που καταφεύγουν στο Χριστό. Ίσως για τη σημερινή κατάσταση της λουθηρανικής εκκλησίας στάθηκε κι ο ίδιος ο Λούθηρος λίγο υπεύθυνος, γιατί δε φρόντισε να οργανώσει εκκλησίες με αποκλειστικά πιστούς ανθρώπους όπως έκανε ο Καλβίνος κι οι υπόλοιποι μεταρρυθμιστές, πιστεύοντας πως ολόκληρος ο πληθυσμός μιας περιοχής -και πιστοί και αδιάφοροι προς την πίστη- πρέπει να εντάσσονται και να παραμένουν στους κόλπους της εκκλησίας. Πράγμα που ίσως οδήγησε στη σημερινή κατάσταση της πνευματικής αδιαφορίας, σε συνδυασμό όμως με σωστή πνευματική δράση -όπως στην εποχή του Λούθηρου- θα μπορούσε να δώσει πολλά και ποικίλα πνευματικά οφέλη.

Κι είναι ίσως και κάποιος άλλος λόγος που γρήγορα αλλοιώθηκε στα κατοπινά χρόνια η λουθηρανική διδασκαλία και πίστη: όντας ο Λούθηρος ελεύθερο κι ανεξάρτητο πνεύμα, ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί κι ο ίδιος σε προκαθορισμένα καλούπια και να εντάξει και τους άλλους μέσα σ’ αυτά. «Προσπαθούν να με κάνουν οι μαθητές μου απλανή αστέρα», συνήθιζε να λέει γελώντας. «Εγώ όμως είμαι άτακτος πλανήτης». Πόσοι από τους μέσους ανθρώπους -και τους μέσους πιστούς- που πάντα αποζητούν την ασφάλεια της τυποποίησης και το αποκούμπι της προκαθορισμένης παράδοσης, είναι σε θέση ν’ ακολουθήσουν το ελεύθερο πνεύμα και την ανεξάρτητη νοοτροπία ενός «άτακτου πλανήτη»; Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που δεν ακολούθησαν τα βήματά του και δεν υιοθέτησαν το πνεύμα του ούτε και οι υπόλοιπες, οι δικές μας ευαγγελικές εκκλησίες, που διατήρησαν και διατηρούν η καθεμιά τους, ανάλογα με την απόχρωση (denomination)όπου ανήκαν, αυστηρά προκαθορισμένες θεολογικές γραμμές και μεθόδους διαμορφωμένες από τους διαφόρους πνευματικούς ηγέτες, είτε στο πρόσφατο, είτε στο απώτερο παρελθόν, καθιερώνοντας έτσι μια δύσκαμπτη κι ανελεύθερη «προτεσταντική νεοορθοδοξία». Άλλοι κλεισμένοι στη δική τους αποκλειστικά απόχρωση ή τοπική εκκλησία, άλλοι κολλημένοι σε κάποια παλιότερη ευαγγελική παράδοση και σε πρότυπα ξένα κι αναχρονιστικά, κι όλοι μαζί μη τολμώντας ν’ αλλάξουν τίποτε απ’ τα καθιερωμένα, επιχειρώντας πού και πού -αν και όπου γίνει κάτι τέτοιο- μικρά δειλά βήματα σε αρκετές δεκαετίες, πολύ μικρότερα από εκείνα που θάκανε ο Λούθηρος μέσα σε μερικά εικοσιτετράωρα ή μέσα σε λίγους μήνες, κι αντιδρώντας έντονα απέναντι σ’ όποιον θα τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την ελευθερία στο πνεύμα τους ή την ανεξαρτησία στη σκέψη τους. Πολύ φοβάμαι πως παρόλο που όλοι μας, ποιος λίγο ποιος πολύ, οφείλουμε σ’ εκείνον την υπόστασή μας σαν εκκλησία και σα πιστοί, το πνεύμα του Μαρτίνου Λούθηρου είναι σχεδόν άγνωστο μέσα στις εκκλησίες μας. Σήμερα πολύ σπάνια συναντάς έναν πιστό που να του ταιριάζει, με την πλήρη σημασία της λέξης ο χαρακτηρισμός που κάποτε δόθηκε στο Λούθηρο: magnanimus – μεγαλόκαρδος…

Ωστόσο όλες εκείνες οι αξίες που εκείνος κήρυξε με τα λόγια του και το παράδειγμά του εξακολουθούν νάναι πιο αναγκαίες και πιο επίκαιρες από οποτεδήποτε άλλοτε. Σε κάποια από τις ατέλειωτες συνεδριάσεις και ανακρίσεις που σ’ αυτές υπέβαλαν το Μαρτίνο Λούθηρο οι αντίπαλοί του, κάποιος από τους παρισταμένους τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη: «Μonchlein, Monchlein, du hast einen schweren Weg…(«Καλογεράκι, καλογεράκι, έχεις δύσκολο δρόμο μπροστά σου…») Εκείνος το δύσκολο αυτό δρόμο τον έτρεξε μ’ επιτυχία με τη βοήθεια του Κυρίου του, και σήμερα βρίσκεται στην παρουσία Του. Κι όπως παρατηρεί ο σύγχρονός μας βιογράφος του Χέλμουτ Ντιβαλντ, « όταν κατηγορήθηκε απ’ τον πάπα σαν «γιος του σατανά» ήταν φανερό πως τίποτε δεν μπορούσε να τον σώσει απ’ τον εξαναγκασμό. Αλλά ο κατηγορούμενος [κι εμείς προσθέτουμε: με τη βοήθεια του Θεού] μεταμορφώθηκε σε κατήγορο, ο αφορισμένος και ξορκισμένος και καταδικασμένος σε σιωπή ακούστηκε ξαφνικά σ’ ολόκληρο τον κόσμο -κι ακούγεται και σήμερα και τον καταλαβαίνουμε ακόμη και σήμερα. Ή, όπως έγραψε ο Μελάγχθονας πάνω σ’ ένα πορτραίτο του « Et mortuus vivit» -αν και νεκρός ζει.

Αυτός ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος. Ασφαλώς όλοι μας, κι ορθόδοξοι κι ευαγγελικοί, πολλά χρήσιμα συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε απ’ τη ζωή του και το παράδειγμά του, από την ειλικρίνεια και αγνότητά του, από την πίστη κι από την ανυποχώρητη στάση του μπροστά στην αλήθεια τη γνήσια του Χριστού, και πολύ να σκεφτούμε πάνω σε πολλά πράγματα: πάνω στο προοδευτικό του πνεύμα, την ευελιξία του, τη λαχτάρα για την ουσία και την περιφρόνησή του για το νεκρό γράμμα. Κι όποιος μέσα στις παρωπίδες του δεν είναι σε θέση ή δε θέλει να σκεφτεί και δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να βγάλει συμπεράσματα για λογαριασμό του, αυτός, όπως θάλεγε κι ο ίδιος ο Μαρτίνος Λούθηρος με τη γνωστή τολμηρή γλώσσα του, «είναι στ’ αλήθεια κούτσουρο κι ανάξιος να θεωρείται άνθρωπος!»

Σημ.: Ας μην ξεχνάμε πως οι παραπάνω σκέψεις γράφτηκαν στα 1983 κι από τότε κάποια πράγματα που αφορούν στο θέμα της μετάφρασης έχουν αλλάξει -προς το καλύτερο.


ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

  1. R. Bainton: The Penguin History of Christianity (Penguin Books).
  2. The Reformation – Basic Interpretations (D.C Heath and Company).
  3. Owen Chadwick: The Reformation -Penguin Bookw
  4. R. Bainton: «Εδώ Στέκομαι – Μαρτίνος Λούθηρος» (Εκδόσεις «ο Λόγος»)
  5. D.Ahrens: Die Wittenbergisch Nactigall (Bastei Lubbe).
  6. G. Barr: Καλόγερος στ Άρματα (Εκδόσεις «ο Λόγος»).
  7. K. Blaschke: Luthers Leben, Werk und Wirkung – Evangelischer Verlagsanstalt Berlin.
  8. Luther: 500 years young -άρθρο του περιοδικού Time- 17/10/83
  9. Martin Luther: Auswahl aus seinen Schriften – C.A. Koch s Verlag- Darmstadt.
  10. F. Schaeffer How Should we Then Live? -Fleming H. Revell Company
  11. Π. Κανελλόπουλου: «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» -Τόμος Β2.
  12. J.W.C. Wand: A History of the Modern Church Methuen and Co. Ltd.
  13. L. Zenetti : Heisse Weisen Verlag J. Pfeiffer.
  14. W. Durant: «Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού» -Τόμος Στ΄
  15. Unesco Ιστορία της Ανθρωπότητος –Τόμος Δ΄

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.