Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

Του Δημητρίου Μ.Καλοποθάκη

Στη Γενεύη υπήρχε μία ομάδα Γάλλων Ευαγγελικών, που είχαν καταφύγει εκεί λόγω των διωγμών που γίνονταν στην Γαλλία. Εκεί εμφανιζόταν συχνά ένας περιοδεύων ευαγγελιστής που ονομαζόταν Φαρέλ (Farel), που είχε υποστεί πολλούς διωγμούς, αλλά επιτέλους είχε κατορθώσει να ξεσηκώσει το λαό και τους άρχοντες της Γενεύης προς το μέρος της Αναμορφώσεως, στις δε 21 Μαΐου 1536 (πέντε περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του Ζβιγγλίου) το Μέγα Συμβούλιο του καντονίου της Γενεύης εξέδωσε το «Ψήφισμα της Αναμορφώσεως», με το οποίο καταργείτο η Ρωμαιοκαθολική λειτουργία, και οι εικόνες τα άγια λείψανα κτλ εκβλήθηκαν από τους ναούς. Οι πολίτες πήραν όρκο να ζήσουν σύμφωνα προς το καθαρό και αμιγές Ευαγγέλιο. Ο Ρωμαιοκαθολικός κλήρος, οι μοναχοί και οι μοναχές είχαν προηγουμένως αποσυρθεί από το καντόνι στο γαλλικό έδαφος της Σαβοϊας, και ο επίσκοπος της Γενεύης μετέφερε την έδρα του στην γειτονική πόλη Αννεσύ (Annecy). Αυτή ήταν η πρώτη πράξη στην ιστορία της Αναμορφώσεως στην Γενεύη. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε ότι ο λαός δεν ήταν ακόμα ώριμος για την Αναμόρφωση και είχε πολύ συγκεχυμένη αντίληψη των πνευματικών ζητημάτων. Ηθελε να απαλλαγεί από εκκλησιαστική άποψη από τον επίσκοπο και τους διεφθαρμένους και τυρρανικούς ιερείς του, ενώ από πολιτική άποψη από το ζυγό των δουκών της Σαβοϊας. Νόμιζε ότι με το Ευαγγέλιο θα είχε ελευθερία σε όλα, έτσι ώστε η ελευθερία που είχε αποκτηθεί κινδύνευε να εκφυλισθεί σε αναρχία. Ευτυχώς για τη Γενεύη και για την Αναμόρφωση γενικά, αμέσως τότε βρέθηκε ένας άνδρας με ψηλή πνευματική αντίληψη, συνδυασμένη με θετικό νου και σιδηρά θέληση, που ανέλαβε τη διεύθυνση του Αναμορφωτικού έργου στη Γενεύη και άναψε και διατήρησε εκεί ένα λαμπερό φάρο, που μετέδωσε το φως του πνευματικού Χριστιανισμού στα πέρατα του κόσμου. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Ιωάννης Καλβίνος, που έφθασε στην Γενεύη δύο μήνες μετά το ψήφισμα της 21ης Μαϊου 1536.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Ιωάννης Καλβίνος γεννήθηκε το 1509 στη Νουαγιόν (Noyon) της Βόρειας Γαλλίας. Ηταν επομένως κατά 25 χρόνια νεότερος του Λούθηρου και του Ζβιγγλίου. Ο πατέρας του ήταν αποστολικός γραμματέας του επισκόπου της Νουαγιόν και προόριζε τον νεαρό Ιωάννη για το ιερατείο. Για τούτο του έδωσε άρτια και επιμελημένη μόρφωση όχι μόνο στο Παρίσι στις θεολογικές σπουδές, αλλά και στην κοσμική σοφία στα πανεπιστήμια της Ορλεάνης της Μπουρζ και του Παρισιού. Αργότερα ο πατέρας του άλλαξε τη γνώμη του και θέλησε να κάνει τον γιο του νομικό. Ετσι ο Ιωάννης σπούδασε και τα νομικά. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκατέλειψε τις νομικές του σπουδές και επιδόθηκε πάλι στη θεολογία και την κλασσική φιλολογία. Τόσο πολύ αφοσιώθηκε στις σπουδές αυτές ώστε κλονίσθηκε η υγεία του και έζησε την υπόλοιπη ζωή του καχεκτικός και φιλάσθενος.
Το έτος 1531πέθανε ο πατέρας του και ο Καλβίνος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα εκδηλώσει καμία εχθρότητα ή διαφωνία προς τον Παπισμό. Αλλά το επόμενο έτος έλαβε χώρα στην ψυχή του μεγάλη μεταστροφή.

Ο άνεμος της Ευαγγελικής Αναμορφώσεως είχε φτάσει από την Γερμανία και στην Γαλλία. Οταν ο Λούθηρος έδωσε το πρώτο σάλπισμα το 1517, ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος ο Α’ τήρησε απέναντι στο νέο κίνημα ευμενή ουδετερότητα, αλλά η αδελφή του Μαργαρίτα, βασίλισσα της Ναβάρρας, ασπάστηκε φανερά την Αναμόρφωση, ενώ διάφοροι Γάλλοι θεολόγοι άρχισαν να κηρύττουν και να εξηγούν τις Γραφές σύμφωνα προς τις νέες ιδέες. Τούτο όπως ήταν φυσικό ξεσήκωσε την οργή των εκκλησιαστικών κύκλων και αναπτύχθηκε τόσος σάλος, ώστε ο Φραγκίσκος, φοβούμενος πολιτικές ανατροπές, στράφηκε κατά της Αναμορφώσεως, ενώ η νέα θρησκεία άρχισε να καταδιώκεται χωρίς οίκτο στην Γαλλία. Πολλοί θανατώθηκαν και φυλακίστηκαν ή αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Εντούτοις, η Αναμόρφωση εξακολούθησε να κατακτά έδαφος, ούτως ώστε 50 χρόνια αργότερα, μετά την σφαγή της Νύκτας του Αγίου Βαρθολομαίου, οι οπαδοί της Αναμορφώσεως, αν και σφάγηκαν κατά δεκάδες χιλιάδες, πάλι αποτελούσαν ισχυρή μειοψηφία στην Γαλλία και είχαν ως αρχηγό τον βασιλιά της Ναβάρρας Ερρίκο, τον μετέπειτα Ερρίκο τον Δ’ της Γαλλίας.

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ

Πώς συνέβηκε η μεταστροφή του Καλβίνου προς την Αναμόρφωση δεν γνωρίζουμε ακριβώς. Ο ίδιος ελάχιστα λέει για τον εαυτό του στα συγγράμματά του. Μόνο αυτό είπε για το ζήτημα της μεταστροφής του:«Αυτός ο Θεός ενήργησε τη μεταβολή και σε μία στιγμή υπέταξε την καρδιά μου στην υπακοή».

Βεβαίως από την μελέτη της Αγίας Γραφής και των έργων του Λούθηρου είχε ήδη διακρίνει την αλήθεια, αλλά νόμιζε για κάποιο διάστημα ότι μπορούσε να αναπαύσει τη συνείδησή του με τις μεθόδους του Ρωμαιοκαθολικού συστήματος των καλών έργων. Στο τέλος όμως σαν κάποια λάμψη από τον ουρανό του αποκάλυψε την μεγάλη αλήθεια, όπως λέει, ότι «μόνο ένα λιμάνι σωτηρίας υπάρχει για τις ψυχές μας η χάρις του Θεού εν Χριστώ Ιησού. Σωζόμαστε δια της πίστεως, όχι δια των έργων ή της δικής μας αξιομισθίας». Και αμέσως σαν τον Παύλο «δεν συνεβουλεύθη σάρκα και αίμα», ουδ’«εγένετο απειθής εις την ουράνιον οπτασίαν», αλλά πήρε αμέσως την απόφαση να αφοσιωθεί στο κήρυγμα της αληθείας. Οι διωγμοί όμως ήταν τόσο ανελέητοι ώστε για τρία χρόνια (1533-36) πλανιόταν από πόλη σε πόλη, κηρύττοντας κρυφά το Ευαγγέλιο. Τον πρώτο χρόνο μετά την μεταστροφή του έμεινε στην Αγγουλέμμη (Angouleme) προστατευόμενος από την βασίλισσα Μαργαρίτα της Ναβάρρας. Εκεί σε σχετική ησυχία, άρχισε να γράφει το μεγάλο έργο του, τους «Θεσμούς της Χριστιανικής Θρησκείας» (Institutiones Religionis Christianae), συνεργάστηκε δε με τον Ολιβέταν στην Γαλλική μετάφραση της Αγίας Γραφής, που δημοσιεύθηκε στο Νεσατέλ το 1535 με πρόλογο που γράφτηκε από τον Καλβίνο.

ΟΙ «ΘΕΣΜΟΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ»

Στο τέλος όμως αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε στο Στρασβούργο, πόλη όπου κατέφευγαν τότε οι οπαδοί της Αναμορφώσεως, και από εκεί στην Βασιλεία της Ελβετίας, όπου παρέμεινε συγγράφοντας και ησυχάζοντας για ένα έτος. Εκεί αποπεράτωσε και δημοσίευσε το έργο του, τους «Θεσμούς της Χριστιανικής Θρησκείας», που τον έφερε αμέσως στην πρώτη γραμμή των θεολόγων της εποχής του και κάθε εποχής από τότε.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι αμέσως αντιλήφθηκαν την σπουδαιότητα του έργου, που το ονόμασαν περιπαικτικά «το Κοράνιο και το Ταλμούδ των αιρετικών». Η Σορβόννη του Παρισιού διέταξε να καεί το σύγγραμμα αυτό δημοσίως στο Παρίσι και αλλού.
Ο Ευαγγελικός κόσμος χαιρέτισε το έργο αυτό με ενθουσιασμό, σαν την πιο σαφή, λογική και πειστική έκθεση των Χριστιανικών δογμάτων, που είχε δει το φως από την εποχή των Αποστόλων. Δεν ήταν σύγγραμμα για τον λαό όπως τα συγγράμματα του Λούθηρου, αλλά για τους θεολόγους και τους σπουδαστές κάθε έθνους. Μεταφράστηκε σχεδόν σε όλες τις Ευρωπαϊκές γλώσσες και άσκησε αναμφίβολα μεγαλύτερη επιρροή επάνω τους παρά οποιοδήποτε άλλο έργο των Αναμορφωτών.

ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ

Από τη Βασιλεία το Μάρτιο του 1536, ο Καλβίνος ταξίδεψε στην Ιταλία όπου έμεινε λίγες εβδομάδες, και από εκεί επανήλθε στην Ελβετία και περί τα τέλη του Ιουλίου 1536 έφτασε στη Γενεύη. Εκεί όπως γράφει ο ίδιος σκόπευε να μείνει μόνο μία νύχτα. Η Θεία Πρόνοια όμως αλλιώς κατεύθυνε την περαιτέρω δράση του. Ο Φαρέλ μαθαίνοντας την άφιξη του Καλβίνου, έσπευσε να τον συναντήσει και με φλογερό ενθουσιασμό τον παρότρυνε να μείνει στη Γενεύη, για να σώσει την Αναμόρφωση εκεί.

Μάταια ο Καλβίνος πρόβαλε τη νεαρή του ηλικία (ήταν τότε μόλις 27 ετών) την επισφαλή του υγεία, την απειρία του, την φυσική του συστολή, που τον καθιστούσαν ακατάλληλο για δημόσια σταδιοδρομία. Αλλά ο Φαρέλ επέμεινε και τον απείλησε με την θεία τιμωρία, εάν έδειχνε δειλία ή δισταγμό στο να θυσιάσει τις σπουδές του την υγεία του και τη συστολή του, τη στιγμή που κινδύνευε το έργο του Ευαγγελίου. Ο Καλβίνος κλονίστηκε και κάμφθηκε από την φλογερή αυτή ευγλωττία του Φαρέλ και δέχθηκε την πρόσκληση να γίνει ο ποιμένας και δάσκαλος της Ευαγγελικής εκκλησίας της Γενεύης.
Τα πρώτα βήματα του Καλβίνου στη Γενεύη φάνηκαν μάλλον σαν αποτυχία. Οι Γενευέζοι καθυστέρησαν να τον εκτιμήσουν, ενώ η αυστηρότητά του τον έκανε αρχικά αντιπαθητικό σε ένα λαό εύθυμο και φίλο των διασκεδάσεων, των απολαύσεων και της κάθε είδους αμαρτίας. Κάτω από το Παπικό καθεστώς, ο λαός είχε περιέλθει στην έσχατη θρησκευτική αμάθεια και είχε ανάγκη να διδαχθεί ακόμα και τα στοιχειώδη του αληθινού Χριστιανισμού.

Ο Καλβίνος, βοηθούμενος από τον πρόθυμο Φαρέλ και τον Βιρέ (Viret), γρήγορα συνέταξε μία Κατήχηση και Ομολογία Πίστεως, που, αν και αργότερα υπέστη επεξεργασία και συμπλήρωση, έμεινε όμως ιστορική για την σαφήνειά της, την πρακτικότητά της και την πειστικότητα του περιεχομένου της.

Εκτός από την κατήχηση ο Καλβίνος και οι συνεργάτες του ετοίμασαν και Οργανισμό της εκκλησίας της Γενεύης. Η κυβέρνηση του καντονίου εξέδωσε διάφορα διατάγματα για τον περιορισμό της ανηθικότητας, της χαρτοπαιξίας, της βεβηλώσεως της Κυριακής κλπ και διόρισε διάφορους ευσεβείς πολίτες σαν επόπτες της δημόσιας τάξεως, των δημοσίων ηθών και της θρησκευτικής πειθαρχίας. Οι ιεροκήρυκες και ποιμένες διαρκώς κήρυτταν και επισκέπτονταν όλες τις κοινωνικές τάξεις. Πέντε κηρύγματα κηρύσσονταν την Κυριακή και δύο κάθε εργάσιμη ημέρα, ενώ η φοίτηση σ’αυτά ήταν πολυάριθμη. Συστήθηκαν σχολεία για τον λαό και όλα τα παιδιά υποχρεώθηκαν να φοιτούν σ’αυτά. Απαγορεύθηκε η πολυτέλεια της ενδυμασίας, ιδίως των γυναικών, και η σπατάλη στα γεύματα και στις φιλοξενίες. Η ηθική στάθμη της πόλεως άρχισε βαθμιαία να ανέρχεται, η φήμη του νέου καθεστώτος στη Γενεύη διαδόθηκε ευρύτατα και η πόλη άρχισε να προσελκύει σπουδαστές και πρόσφυγες από τους θρησκευτικούς διωγμούς που γίνονταν αλλού.

Αλλά ο λαός της Γενεύης , γρήγορα κουράστηκε με αυτή την αυστηρότητα, παρά το γεγονός ότι όλοι οι πολίτες είχαν δώσει όρκο πίστεως στη νέα Ομολογία και το νέο καθεστώς, βαθμιαία οι πολιτικές αρχές άρχισαν να συναντούν αντίδραση κατά των νέων νόμων. Θέλησαν λοιπόν να χαλαρώσουν λίγο την αυστηρότητα των νόμων, για να μην εξωθήσουν τα πράγματα σε ρήξη.

Αλλά οι πνευματικοί αρχηγοί στράφηκαν τότε κατά των αρχών κατηγορώντας τις για λιποψυχία, χλιαρότητα και αποστασία. Την Κυριακή του Πάσχα του 1538, ο Καλβίνος στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου και ο Φαρέλ στο ναό του Αγίου Γερβασίου κήρυξαν με δριμύτητα κατά της ασέβειας των πολιτών και της χαλαρότητας των αρχών. Η δριμύτητα των κηρυγμάτων αυτών προκάλεσε σφοδρές οχλαγωγίες στους ναούς και στους δρόμους όλη εκείνη την ημέρα και την επόμενη. Την Τρίτη του Πάσχα συνήλθε το Μέγα Συμβούλιο (η ανώτατη πολιτική αρχή του καντονιού), έπαυσε τον Καλβίνο και τον Φαρέλ από τα αξιώματά τους και τους διέταξε να αναχωρήσουν μέσα σε τρεις μέρες από την Γενεύη.

Οι δύο άνδρες υποτάχθηκαν χωρίς συζήτηση. Ο Καλβίνος μόνο είπε:«Είναι καλύτερο να πειθαρχήσει κανείς στο Θεό παρά στους ανθρώπους». Αναχώρησαν λοιπόν στη Βέρνη και από εκεί στη Ζυρίχη, όπου έγιναν αδελφικά δεκτοί και παρέμειναν για λίγο. Επειτα ο Καλβίνος μετέβη στο Στρασβούργο και άλλες Γερμανικές πόλεις, όπου διέμεινε για τρία χρόνια.

Αν κρίνουμε με ανθρώπινα μέτρα το πράγμα, με πεποίθηση θα λέγαμε (εάν ζούσαμε την εποχή εκείνη) ότι η αναμόρφωση στην Ελβετία είχε ανατραπεί με δύο τρόπους, με το θάνατο του Ζβιγγλίου το 1531 και με την εκδίωξη του Καλβίνου από την Γενεύη το 1538.

Η μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων αποδεικνύει πόσο η ανθρώπινη κρίση είναι πεπερασμένη. Ο Θεός επιφύλασσε στον Καλβίνο τεράστιο ακόμα έργο στην Γενεύη, έργο που θα στερέωνε την Αναμόρφωση στην Ελβετία και θα την διέδιδε στα πέρατα της γης. Πραγματικά τρία χρόνια μετά την απέλαση του Καλβίνου, δηλαδή το έτος 1541, ο λαός και η κυβέρνηση της Γενεύης του έστειλαν πρεσβεία στη Γερμανία, για να του ζητήσουν συγχώρηση για το αδίκημα που έγινε εναντίον του και να τον παρακαλέσουν να επανέλθει στην Γενεύη και να συνεχίσει το αναμορφωτικό του έργο.

ΣΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

Πριν όμως επανέλθουμε με τον Καλβίνο στη Γενεύη, είναι ανάγκη να δούμε ποια υπήρξε η δράση του στη Γερμανία (σημερινή Γαλλία) τα τρία εκείνα χρόνια της απομακρύνσεώς του από τη Γενεύη (1538-1541).

Πρώτα πήγε στο Στρασβούργο μετά από θερμή πρόσκληση των σπουδαίων Λουθηρανών κηρύκων και δασκάλων της Αναμορφώσεως Bucer, Capito, Sturm κλπ και διορίστηκε καθηγητής στην εκεί νεοσύστατη Θεολογική σχολή. Συγχρόνως κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα ποιμένος των πολυαρίθμων εκεί Ευαγγελικών προσφύγων από τη Γαλλία, τους οποίους και οργάνωσε σε εκκλησία. Η οργάνωση αυτή αργότερα χρησίμευσε σαν πρότυπο και υπόδειγμα για τις αναμορφωμένες εκκλησίες της Ελβετίας, της Γαλλίας και της Σκωτίας. Το κύριο γνώρισμα του εκκλησιαστικού συστήματος του Καλβίνου ήταν η απλότητα της λατρείας και η αυστηρή τάξη και πειθαρχία. Συνήθιζε να λέει ότι: «εάν σε κάθε σπίτι και κάθε κοινωνία η τάξη και η πειθαρχία είναι απαραίτητη ακόμα πιο απαραίτητη είναι στην εκκλησία του Χριστού.» Κήρυττε τέσσερις φορές την εβδομάδα, δίδασκε κατηχητικές τάξεις (το Κυριακό σχολείο όπως θα λέγαμε σήμερα), κατάρτιζε διακόνους για να τον βοηθούν στην φροντίδα για τους φτωχούς και εκτελούσε με μεγάλη αφοσίωση τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τα πρόβατα του ποιμνίου του. Κατόρθωσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να οργανώσει μια εκκλησία που ήταν ένθερμη και αύξανε, που θαυμαζόταν από την κοινωνία του Στρασβούργου. Οχι μόνο αυτό, αλλά και η πόλη του Στρασβούργου τον εξέλεξε, μαζί με τον Μπούσερ και τον Στούρμ, σαν αντιπρόσωπό της σε διάφορες θεολογικές συνδιασκέψεις ή δημόσιες συνομιλίες τα έτη 1539, 1540 και 1541, που συνεκάλεσε στη Γερμανία ο αυτοκράτορας Κάρολος ο Ε’ ώστε από την συνάντηση Ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών θεολόγων να βρεθεί λύση για τη γεφύρωση του θρησκευτικού χάσματος που είχε δημιουργήσει η Αναμόρφωση. Γιατί ο αυτοκράτορας ήθελε για πολιτικούς λόγους, να συμφιλιώσει τους προτεστάντες ηγεμόνες της Γερμανίας με τον Παπισμό και να επιτύχει την ενωμένη βοήθειά τους στους πολέμους κατά των Τούρκων. Οι συνδιασκέψεις αυτές απέβλεπαν στην επαναφορά της ενότητας της Χριστιανικής εκκλησίας με αμοιβαίες υποχωρήσεις στις εκατέρωθεν δογματικές και εκκλησιαστικές διαφορές. Αλλά όπως πάντοτε συμβαίνει με τους συμβιβασμούς στα ζητήματα συνειδήσεως, οι συνδιασκέψεις αυτές σημείωσαν πλήρη αποτυχία.

Αρχηγός της Ευαγγελικής αντιπροσωπείας στις συνδιασκέψεις αυτές ήταν φυσικά ο Μελάγχθων, ο φίλος και συνεργάτης του Λουθήρου. Ο Καλβίνος, σαν αλλοδαπός και αγνοώντας μάλιστα τη Γερμανική γλώσσα, μόνο δευτερεύον μέρος μπορούσε να πάρει. Εντούτοις βοήθησε πολύ τον Μελάγχθωνα στις κατά των Ρωμαιοκαθολικών θεολογικές συζητήσεις και συνετέλεσε πολύ στην μη υποχώρηση της ευαγγελικής μερίδας απέναντι στην Παπική αδιαλλαξία, παρ’όλες τις πολιτικές πιέσεις του αυτοκράτορα. Για τη σημαντική αυτή συμβολή του ο Καλβίνος ονομάσθηκε από τον Μελάγχθονα και τους Λουθηρανούς αντιπροσώπους «ο κατ’εξοχήν θεολόγος»

Στις συναντήσεις και στις συνεργασίες αυτές γεννήθηκε εγκάρδια και ζωηρή φιλία μεταξύ του Καλβίνου και του Μελάγχθονα , που ήταν ήδη σχεδόν ο αρχηγός του Προτεσταντισμού στη Γερμανία, καθότι ο Λούθηρος ήταν πλέον γέρος και σωματικά καταβεβλημένος, αποβλέποντας μάλλον προς τον θάνατο και την ανάπαυση πέραν του τάφου. Σε όλα σχεδόν τα ζητήματα ο Μελάγχθων συμφωνούσε με τον Καλβίνο, του οποίου θαύμαζε τη σαφήνεια και τον λογικό ειρμό της θεολογικής σκέψεως. Μόνο στο ζήτημα του προορισμού και της ελευθέρας θελήσεως του ανθρώπου ο Μελάγχθων φρονούσε ότι ο Καλβίνος περιέπιπτε σε ακρότητες, που αυτός δεν συμμεριζόταν.

Γενικά ο Μελάγχθων ήταν χαρακτήρας ήπιος και ειρηνικός συμβιβαστικός σε αντίθεση προς τον Καλβίνο, που ήταν εναντίον των συμβιβασμών στα ζητήματα πίστεως και συνειδήσεως. Η φιλία των δύο αυτών φωτεινών ανδρών του προτεσταντισμού διήρκεσε σε όλη τη ζωή τους. Σώζονται αρκετές επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους που αποπνέουν υψηλή Χριστιανική αδελφοσύνη, αγάπη και μέριμνα για ολόκληρη την εκκλησία του Χριστού. Ο Καλβίνος μάλιστα παρά τις ελαφρές διαφωνίες του προς τον Μελάγχθωνα, αργότερα αφιέρωσε σ’αυτόν μία πραγματεία του, εκπόνησε δε (με πρόλογο εγκωμιαστικό) Γαλλική μετάφραση μιας πραγματείας του Μελάγχθωνα που σε αρκετά σημεία είναι αντίθετη με τις ιδέες του Καλβίνου.

Για να λάβουμε μία ιδέα της βαθιάς εγκαρδιότητας, που ένωνε τους δύο αυτούς διαπρεπείς χριστιανούς παρά τις λίγες δογματικές διαφορές τους θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από την τελευταία αλληλογραφία τους. Ο Μελάγχθων το 1543 (2 χρόνια μετά την επιστροφή του Καλβίνου στην Γενεύη) γράφει:

«Πολύ με συγκίνησε η καλοσύνη σου και σε ευχαριστώ, γιατί θέλησες να δείξεις προς όλο τον κόσμο την αγάπη σου για μένα , βάζοντας το όνομά μου στην αρχή του περισπούδαστου έργου σου, όπου θα το δει όλος ο κόσμος. Σε παρακαλώ να μην πάψεις να χρησιμοποιείς τα μεγάλα σου χαρίσματα για την εποικοδόμηση και την ενθάρρυνση της εκκλησίας του Χριστού». Ο δε Καλβίνος στην τελευταία του προς τον Μελάγχθονα επιστολή γράφει:«Χαίρε, ώ άνθρωπε των μεγάλων χαρισμάτων, που θα θυμάμαι και θα τιμώ πάντοτε εν Κυρίω! Ο Κύριος να σε διατηρεί σε ασφάλεια για την δόξα του ονόματός Του και την εποικοδόμηση της εκκλησίας Του! Σε παρακαλώ να προσφέρεις τα σέβη μου στον δόκτορα Μαρτίνο(Λούθηρο). Εχουμε εδώ τον αδελφό Βερναρδίνο από την Ιταλία, του οποίου η αποχώρηση από τον παπισμό έκανε μεγάλο σάλο εκεί κάτω. Με παρακάλεσε να σου διαβιβάσω τους χαιρετισμούς του. Και πάλι χαίρε σύ και η οικογένειά σου και είθε ο Κύριος να σας διαφυλάττει πάντοτε κάτω από την σκέπη Του!»

Η φιλία αυτή των δύο τούτων κορυφαίων αποστόλων της ευαγγελικής αναμορφώσεως μαρτυρεί ότι, όταν υπάρχει πραγματική χριστιανική αγάπη, μία βαθιά πνευματική ενότητα και αρμονία μπορεί να συνυπάρχει ακόμα και με κάποιες θεολογικές διαφορές.
Ενα ακόμα γεγονός πρέπει να αναφέρουμε από την περίοδο αυτή της ζωής του Καλβίνου στην Γερμανία-τον γάμο του. Λόγω της μοναχικής ζωής και της επισφαλούς υγείας του, οι φίλοι του και οι συνεργάτες του πολλές φορές τον παρότρυναν να παντρευτεί, για να έχει σύντροφο και συμπαραστάτη στη ζωή του και στις φροντίδες του. Ο Καλβίνος καταρχήν απέκρουσε τις συμβουλές αυτές, αλλά στο τέλος πείσθηκε και παντρεύτηκε την κυρία De Bure, χήρα μέλους της εκκλησίας του, που είχε πεθάνει, τον οποίο ο Καλβίνος με την διδαχή του είχε επιστρέψει από τον Αναβαπτισμό. Με την εξαιρετική αυτή σύντροφο και πιστή βοηθό στη διακονία μου», όπως την ονομάζει, έζησε ευτυχής εννέα χρόνια, μέχρι το θάνατό της στη Γενεύη το 1549. Από αυτήν απέκτησε ένα γιο, πού πέθανε στην νηπιότητα. Σχετικά με αυτόν γράφει το 1542 στον φίλο του Βιρέ:«Ο Κύριος μας δοκίμασε βαριά, αφαιρώντας τον μικρό μας. Σε αντάλλαγμα μου έδωσε μυριάδες παιδιών σε όλον τον χριστιανικό κόσμο. Ας είναι ευλογημένο το όνομάΤου στους αιώνες!»

Ας επανέλθουμε τώρα στη Γενεύη. Μετά την απέλαση του Καλβίνου και του Φαρέλ, η διακυβέρνηση της πόλεως περιήλθε βαθμιαία σε κατάπτωση ενώ αναβίωσε όλη η ηθική ακολασία, την οποία είχε καταπνίξει η Αναμορφωτική μεταπολίτευση του 1536. Σαν επίμετρο, ο παπισμός που ενθαρρύνθηκε από μία τέτοια κατάρρευση του Αναμορφωτικού έργου, άρχισε να εργάζεται εντατικά για την αναστήλωση της παπικής λατρείας στη πόλη. Μεγάλος αριθμός ιερέων και μοναχών επανήλθε στη Γενεύη, ενώ ο καρδινάλιος Σαδολέτος (Sadolet), κληρικός με μεγάλη μόρφωση και με φιλελεύθερες αντιλήψεις, εξέδωσε μακρά επιστολή προς τους άρχοντες και τον λαό της Γενεύης, τους οποίους ονομάζει «αγαπητούς εν Χριστώ αδελφούς», στην οποία επιστολή με πολλή τέχνη και δικανικότητα παραβάλλει την ησυχία την τάξη και την ειρήνη, που «βασιλεύει μέσα στο χώρο της Μητρός εκκλησίας», με τις «διαιρέσεις και την πνευματική αναρχία» μεταξύ των οπαδών της Αναμορφώσεως, ενώ εκθέτει επιδέξια τα δόγματα του παπισμού με τέτοιο τρόπο, ώστε να παριστάνει ότι καμία ουσιώδης διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των αρχών της Ευαγγελικής Αναμορφώσεως. Στην επιστολή αυτή του Σαδολέτου κανένας δεν βρέθηκε στη Γενεύη ικανός να απαντήσει. Οι εκεί προσκείμενοι στον Καλβίνο έσπευσαν να διαβιβάσουν την επιστολή σε εκείνον στην Γερμανία. Εκείνος αμέσως απάντησε με μακρά επιστολή, καταρρίπτοντας τα επιχειρήματα του Σαδολέτου, εκθέτοντας με ζοφερά χρώματα την πραγματική δογματική και ηθική κατάσταση του παπισμού ενώ υπεραμυνόταν του έργου της Αναμορφώσεως, που όπως είπε στηρίχτηκε στο γραπτό Λόγο του Θεού. Η απάντηση αυτή του Καλβίνου προς τον καρδινάλιο Σαδολέτο χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από όλους τους οπαδούς της Αναμορφώσεως στην Ελβετία και στην Γερμανία. Ο Λούθηρος εκφράστηκε γιαυτήν με θαυμασμό. Στην Γενεύη η κυβέρνηση διέταξε να εκτυπωθεί το λατινικό πρωτότυπο και Γαλλική μετάφρση και να κυκλοφορήσει ευρύτατα, ενώ ο λαός σαν αφυπνίστηκε από τον εφιάλτη της κακοδιοικήσεως και της θρησκευτικής καταπτώσεως άρχισε να αισθάνεται ότι μόνος αυτός ο σθεναρός πρόμαχος του Ευαγγελίου, μπορούσε να τον οδηγήσει στην οδό της πνευματικής και πολιτικής ευημερίας, ευταξίας και ειρήνης.
Για αυτό το σκοπό στάλθηκαν επανειλλημμένα προσκλήσεις στον Καλβίνο, για να επανέλθει στη Γενεύη, εκείνος όμως τις αποποιήθηκε, διστάζοντας ακόμα περισσότερο από το 1536 να ναλάβει αγώνα τον οποίο με προφητική διορατικότητα προέβλεπε τραχύ και σχεδόν υπεράνθρωπο. Αλλά η Γενεύη επέμεινε και το 1541 έστειλε επίσημη πρεσβεία για να τον προσκαλέσει να επανέλθει. Με την σύμπραξη του Φαρέλ, που είχε στο μεταξύ εγκατασταθεί στο Νεσατέλ σαν ποιμένας, και των φίλων του Καλβίνου που βρίσκονταν στην Βέρνη, στη Ζυρίχη και στη Βασιλεία, αυτός πείσθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση. Οπως ο Φαρέλ το 1536 τον απείλησε με την Θεία τιμωρία, έτσι και τώρα ο Bucer του υπενθύμισε το παράδειγμα του Ιωνά του προφήτη, που δεν συμμορφώθηκε στη Θεία κλήση και αποστολή και που τιμωρήθηκε γιαυτό.

Οι αρχηγοί όμως του Προτεσταντισμού στο Στρασβούργο, οι γερουσιαστές και οι ποιμένες, αντιτάχθηκαν ζωηρά στην απομάκρυνση από εκεί του Καλβίνου. Ο Ευαγγελικός κόσμος της Γερμανίας και της Ελβετίας πάλευαν μεταξύ τους ποιος θα κρατήσει τον «θεολόγο» κοντά του. Αλλά στο τέλος οι άνθρωποι από το Στρασβούργο υποχώρησαν και συγκατατέθηκαν να επιστρέψει στη Γενεύη «προσωρινά», μετά το τέλος της Συνδιασκέψεως της Ρατισβόννης όπου βρισκόταν σαν αντιπρόσωπός τους.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ

Τέλος κατά το μήνα Ιούνιο του 1541, ξεκίνησε ο Καλβίνος από την Γερμανία για την Γενεύη, επιβαίνοντας με τη σύζυγό του σε μία άμαξα που είχε σταλεί επίτηδες από τη Γενεύη για τη μεταφορά του. Ο Μπούσερ, εξ ονόματος των ποιμένων του Στρασβούργου, έγραψε στο μεγάλο Συμβούλιο της Γενεύης: «Ερχεται επιτέλους σε σας ο Καλβίνος, το εκλεκτό και απαράμιλλο όργανο του Θεού». Η Γερουσία του Στρασβούργου ταυτόχρονα έγραψε προς το Συμβούλιο της Γενεύης, παρακαλώντας να επιτραπεί στον Καλβίνο να επιστρέψει στο Στρασβούργο αμέσως όταν δεν θα είναι πλέον αναγκαία η παρουσία του στην Γενεύη, «για το αγαθό της παγκοσμίου εκκλησίας του Χριστού». Και περνώντας ο Καλβίνος από τη Βασιλεία τη Βέρνη και το Νεσατέλ, έφτασε στη Γενεύη μόλις την 13η Σεπτεμβρίου, γιατί παρέμεινε πολλές ημέρες στο Νεσατέλ, για να επιμείνει να επανορθώσει η εκεί κυβέρνηση το αδίκημά της προς τον Φαρέλ, τον οποίο είχε παύσει από την ποιμαντορία του, επειδή κατήγγειλε κάποιον επιφανή άρχοντα για την σκανδαλώδη διαγωγή του.

Στην Γενεύη, του έγινε πάνδημη υποδοχή, με εκδηλώσεις λαϊκού ενθουσιασμού. Το μεγάλο συμβούλιο του όρισε κατοικία κοντά στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου και ετήσια επιχορήγηση 500 φιορινίων δώδεκα μέτρων σιταριού και δύο βαρελιών κρασιού. Του προσέφερε επίσης μία πλήρη καινούργια ενδυμασία και ένα μανδύα επενδυμένο με γούνα για τον χειμώνα.

Αυθημερόν ο Καλβίνος εμφανίσθηκε μπροστά στο Μέγα Συμβούλιο και στα μέλη της κυβερνήσεως στο Δημοτικό Μέγαρο. Ζήτησε συγνώμη για την αργοπορία της αφίξεώς του. Δεν διατύπωσε κανένα παράπονο για την απέλασή του προ τριετίας, το αντίθετο μάλιστα δήλωσε ότι ρίχνει στη λήθη το παρελθόν. Ζήτησε όμως να διορισθεί αμέσως επιτροπή, για να εκπονήσει γραπτό κανονισμό εκκλησιαστικής διοικήσεως και πειθαρχίας. Η αίτηση αυτή έγινε αμέσως δεκτή και η επιτροπή, αποτελούμενη από έξι επιφανείς λαϊκούς και έξι μέλη του Μεγάλου και του Μικρού Συμβουλίου, συνεργαζόμενη με τους ποιμένες και τους ιεροκήρυκες ανέλαβε το έργο αυτό.
Και έτσι μπήκε ο Καλβίνος σε ηλικία μόλις 32 ετών στο δεύτερο και σπουδαιότερο τμήμα του μεγάλου του έργου, εργάσθηκε δε άοκνα για 23 συναπτά έτη στη Γενεύη μέχρι το θάνατό του.

Τα πρώτα χρόνια της νέας αυτής διακονίας του ήταν γεμάτα με φροντίδες και δοκιμασίες όπως ο ίδιος είχε προβλέψει. Είχε να αναδιοργανώσει την εκκλησία, να καθιερώσει ομολογία πίστεως, διοικητική τάξη, και τάξη δημόσιας λατρείας, να κηρύττει, να διδάσκει, να διακανονίζει διάφορες έριδες, να συνδιαλλάσσει προστριβές, να φροντίζει για την εκπαίδευση της νεολαίας και να δίνει συμβουλές ακόμα και σε κοσμικά ζητήματα. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας αν αισθανόταν συχνά αποθάρρυνση και κούραση. Τον συγκρατούσε όμως και τον υποβάσταζε η πεποίθηση στο Θεό και η αφοσίωση προς το καθήκον.

Συνεργάτες είχε λίγους και δεν ήταν όλοι ικανοί. Ο Βιρέ τον βοήθησε πολύ, αλλά ανακλήθηκε στο ποίμνιό του στη Λωζάννη το 1542. Τα τελευταία χρόνια του είχε ο Καλβίνος πολύτιμο συνεργάτη τον σοφό και ευσεβή Θεόδωρο Μπέζα. Το 1544 η Γενεύη είχε 12 ποιμένες από τους οποίους οι έξι για τις εκκλησίες της υπαίθρου. Ο Καλβίνος βαθμιαία σχημάτισε και διαπαιδαγώγησε σώμα ενθουσιωδών ευαγγελιστών, δηλαδή περιοδευόντων ιεροκηρύκων.

Ενα μήνα περίπου μετά την επιστροφή του Καλβίνου, το Μικρό και το Μεγάλο συμβούλιο του Καντονίου ψήφισαν τον Εκκλησιαστικό κανονισμό, που είχε φτιάξει ο Καλβίνος, τον οποίο έπειτα η Συνέλευση των πολιτών επικύρωσε με μεγάλη πλειοψηφία και έτσι μπήκαν οι βάσεις για το μεγάλο έργο του Καλβίνου.

Δυστυχώς το επόμενο έτος η πανώλης, που πριν είχε ξεσπάσει στη Γερμανία κατά μήκος του Ρήνου, εισχώρησε και στην Ελβετία, έκανε θραύση στην Βέρνη και ση Ζυρίχη και έφθασε μέχρι τη Γενεύη. Στην φοβερή αυτή επιδημία προστέθηκε, όπως συχνά συμβαίνει και το φάσμα της πείνας. Οι αρχές πήραν όσα μέτρα μπορούσαν μεταφέροντας και απομονώνοντας τους αρρώστους σε ένα λοιμοκαθαρτήριο έξω από τις πύλες της Γενεύης. Εκεί ο Καλβίνος και μερικοί συνεργάτες του θέλησαν να μεταβούν για την περίθαλψη και την ενθάρρυνση των ασθενών, αλλά η κυβέρνηση το απαγόρευσε στον Καλβίνο, του οποίου τη ζωή δεν μπορούσε να ριψοκινδυνεύσει. Κατά το 1545 νέα επιδημία επισκέφθηκε τη Γενεύη και αποδεκάτισε τον πληθυσμό. Αυτές οι επιδημίες δυσκόλεψαν πολύ το έργο του Καλβίνου.

Στην Γενεύη ο Καλβίνος ήτο ποιμήν, κήρυκας, δάσκαλος θεολογίας, επιθεωρητής σχολείων και αρχηγός της μεγάλης αναμορφωτικής κινήσεως, όχι μόνο στην Ελβετία αλλά και στις άλλες χώρες. Ηταν χαλκέντερος στην εργασία, κοιμώμενος λίγες μόνο ώρες και επί πολλά χρόνια έτρωγε μόνο μία φορά την ημέρα. Υπέφερε διαρκώς από δυσπεψία πυρετούς και κεφαλαλγίες συχνά αναγκαζόταν να μένει στο κρεβάτι. Αλλά και τότε εξακολουθούσε να εργάζεται, υπαγορεύοντας σε νεαρούς γραμματείς επιστολές, απαντήσεις ερμηνείες της Γραφής και άλλα θεολογικά έργα. Κήρυττε όχι μόνο τις Κυριακές αλλά και τρεις φορές την εβδομάδα. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας το ότι πέθανε στην ηλικία των 55 ετών.

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑ

Θα αρκεστώ στο να εκθέσω με λίγα λόγια το εκκλησιαστικό σύστημα του μεγάλου αναμορφωτή της Γενεύης. Ο Καλβίνος είχε μεγάλη προσκόλληση στην αρχή της καθολικότητας και ενότητας της Χριστιανικής εκκλησίας. Κακώς κατηγορείται αυτός και οι άλλοι αναμορφωτές του 16ου αιώνα ότι διέσπασαν την ενότητα της εκκλησίας.
Αυτοί εξεγέρθηκαν όχι κατά της «μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας», αλλά κατά των καταχρήσεων και ετεροδιδασκαλιών, που διαμέσου των αιώνων είχαν εισχωρήσει στην εκκλησία. Ζήτησαν να επαναφέρουν την όλη εκκλησία στο Αποστολικό καθεστώς. Οπως οι παλαιοί προφήτες του Ισραήλ εξεγέρθηκαν κατά της ειδωλολατρίας και της εξαχρειώσεως του ιερατείου στην παλαιά οικονομία, όπως ο Κύριός μας καυτηρίασε την υποκρισία και τις καταχρήσεις των αρχιερέων και των γραμματέων και των Φαρισαίων της εποχής Του, που κάθονταν στην καθέδρα του Μωυσή, έτσι και οι Αναμορφωτές του 16ου δικαιούνταν να ξεσηκώσουν σταυροφορία κατά των καταχρήσεων και των ετεροδιδασκαλιών του Παπισμού των ημερών τους.

Ο Καλβίνος ακόμα σαφέστερα και από τον Λούθηρο και τον Ζβίγγλιο, διακρίνει την «ορατή» και την «αόρατη» εκκλησία. Η ορατή είναι ο επίγειος ορατός οργανισμός που περιλαμβάνει όλους εκείνους στον κόσμο που φέρουν το όνομα του Ιησού Χριστού. Η αόρατη περιλαμβάνει μόνο τους αληθινούς πιστούς όλων των αιώνων. Δεν είναι δύο εκκλησίες χωριστές μεταξύ τους αλλά η μία συμπεριλαμβάνεται μέσα στην άλλη. Ο Κύριος μας δίδαξε, με την παραβολή των ζιζανίων και την παραβολή του δικτύου (της σαγήνης), ότι στην ορατή επίγεια εκκλησία, μοιραία θα συνυπάρχουν οι αληθινοί και οι μη αληθινοί χριστιανοί και μόνος ο Θεός γνωρίζει ποιοι είναι οι μεν και οι δε, μόνο όμως στην έσχατη ημέρα θα γίνει ο χωρισμός των ζιζανίων από το σιτάρι. Η αόρατη εκκλησία είναι ο πυρήνας μέσα σο φλοιό της ορατής εκκλησίας και περιλαμβάνει όλους εκείνους που από την αρχή του κόσμου ευχαρίστησαν τον Θεό. Και ο Καλβίνος δίδαξε ότι την ορατή εκκλησία οφείλουμε όλοι να τιμούμε και να ανήκουμε σ’αυτήν έστω και αν υπάρχουν σ’αυτήν υποκριτές και ανάξιοι.

Η εκκλησιαστική οργάνωση του Καλβίνου βασίζεται σε ορισμένες κεφαλαιώδεις αρχές Στην οργάνωση αυτή τον συνέδραμαν πολύ και οι νομικές του γνώσεις. Απέδιδε μεγάλη σημασία στην εξωτερική τάξη και οργάνωση υποταγμένη όμως πάντοτε στην υγιή διδασκαλία πάνω στη βάση της Αγίας Γραφής και στην εσωτερική πνευματική ζωή.

Οι κεφαλαιώδεις αρχές τις οποίες πήρε σαν βάσεις ήταν οι εξής:

  1. Η αυτονομία ή αυτοδιοίκηση της εκκλησίας με κεφαλή μόνο τον Χριστό.
  2. Η ισότητα στον κλήρο.
  3. Η συμμετοχή των λαϊκών στη διοίκηση και πειθαρχία της εκκλησίας.
  4. Η σύμπραξη εκκλησίας και πολιτείας που, αμοιβαίως ανεξάρτητες εμφορούνται όμως από το Πνεύμα του Χριστού.

Την ανεξαρτησία της εκκλησίας από την πολιτεία κήρυττε και ο παπισμός και κηρύττει μέχρι σήμερα, αλλά με την αξίωση η εκκλησία, ή μάλλον ο Πάπας, να διευθύνει και να κυβερνά την πολιτεία σαν αλάθητος αντιπρόσωπος του Χριστού. Ο Καλβίνος ήθελε την εκκλησία ανεξάρτητη της πολιτείας στα πνευματικά θέματα όχι όμως επιβαλλόμενη στην πολιτεία στα κοσμικά. Ηθελε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ ».
Αλλά και αρνιόταν ο Καλβίνος την αξίωση πολλών Ευρωπαίων ηγεμόνων της εποχής εκείνης ότι αυτοί είναι ο καθένας κεφαλή της εκκλησίας μέσα στην επικράτειά του. Και έλεγε ότι μία κεφαλή έχει η εκκλησία και αυτή όχι κοσμική, αλλά πνευματική, τον Χριστό.

Ως προς την ισότητα στον κλήρο, ο Καλβίνος επανερχόταν στην Αποστολική οργάνωση της εκκλησίας όπου υπήρχαν μόνον επίσκοποι, που ονομάζονταν και πρεσβύτεροι, και διάκονοι, απέρριπτε δε την ιεραρχία. Δεν καταδίκαζε την ύπαρξη επισκόπων σαν χωριστής βαθμίδας του κλήρου, σε χώρες όπου τούτο ήταν πατροπαράδοτο ή ενδεικνυόταν από τοπικές, ή εθνικές ανάγκες, όπως στην Αγγλία και στην Πολωνία. Αλλά κήρυττε τον Πρεσβυτερισμό, δηλαδή την διοίκηση δια των πρεσβυτέρων σαν την αληθινή Αποστολική οργάνωση.

Ως προς τη συμμετοχή των λαϊκών, του λαού , στη διοίκηση της εκκλησίας, πρώτος διακήρυξε αυτήν την αρχή ο Λούθηρος, αλλά ο Καλβίνος την ανέπτυξε και την συστηματοποίησε, σήμερα δε την έχουν ασπασθεί σχεδόν όλες οι Ευαγγελικές αποχρώσεις ακόμα και οι Αγγλικανοί. Ορισε η πειθαρχική εξουσία στην εκκλησία να ασκείται από κοινού με τους κληρικούς και τους λαϊκούς πρεσβυτέρους, με την συγκατάθεση της ολομέλειας της εκκλησίας.

Οσον αφορά την σύμπραξη Εκκλησίας και πολιτείας ο Καλβίνος θεωρούσε και τις δύο σαν τους δύο βραχίονες του Θεού για την διοίκηση της ανθρωπότητας και την ανοικοδόμηση της Βασιλείας του στην γη. Συχνά κατηγορήθηκε ο Καλβίνος και ενώ ζούσε και μετά το θάνατό του ότι δημιούργησε ένα θεοκρατικό σύστημα, ένα σύστημα δηλαδή στο οποίο η εκκλησία υπερίσχυε της πολιτείας. Και ονομάστηκε από πολλούς και τότε και από τότε «ο Πάπας της Γενεύης». Αυτό είναι παρανόηση της δράσεως και της σκέψεως του Καλβίνου. Ηθελε μεν στενή σχέση και συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά καθεμία από αυτές κυρίαρχη στις αρμοδιότητές της. Αυτός ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε πολιτική εξουσία ενώ απέκλειε τους κληρικούς από την εκλογή τους σε πολιτικά αξιώματα. Ηθελε η πολιτεία και η εκκλησία να έχουν σαν υπέρτατο γνώμονα της δράσεώς τους το αποκαλυμμένο θέλημα του Θεού, την Αγία Γραφή. Ηθελε την εκκλησία να ενισχύει ηθικά την πολιτεία ενώ την πολιτεία να ενισχύει κοσμικά την εκκλησία. Αυτή ήταν η θεοκρατία του Καλβίνου-θεοκρατία στην οποία επικρατούσε η θρησκεία (όχι η εκκλησία). Εάν λάβουμε υπόψη ότι κατά το Καλβινικό σύστημα στην διοίκηση της εκκλησία συμμετέχει και ο λαός η θεοκρατία του αποδεικνύεται λαοκρατική και όχι ιεροκρατική όπως την ήθελε και την θέλει ο παπισμός.

Η στενή όμως αυτή σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας είχε και κινδύνους γιατί συνεπαγόταν την οικονομική εξάρτησή της Εκκλησίας από την πολιτεία. Η κοσμική εξουσία της Γενεύης όριζε και πλήρωνε τους μισθούς των ποιμένων και αξίωνε να εγκρίνει ή όχι την μετάκληση ή την μετάθεσή τους από την μία ενορία στην άλλη. Η Αναμορφωμένη λοιπόν εκκλησία της Γενεύης ήταν εκκλησία του κράτους και οι αναμορφωμένες εκκλησίες στην Σκωτία, στην Γαλλία, στην Ολλανδία και στην Ελβετία, έλαβαν και αυτές τον ίδιο χαρακτήρα, δεχόμενες μαζί με την κρατική επιχορήγηση και την κρατική επέμβαση στην εσωτερική τους διοίκηση. Με την πάροδο όμως των αιώνων οι εκκλησίες αυτές αισθάνθηκαν το επιζήμιο αυτής της εξαρτήσεως από την πολιτεία και σε όλες τις χώρες έγιναν κινήματα για την απόσειση του πολιτικού αυτού ζυγού. Τρανό παράδειγμα υπήρξε η επικρατούσα εκκλησία της Σκωτίας, που σχίστηκε σε δύο εκκλησίες για το ζήτημα αυτό.

Ο Καλβίνος ήταν πολύ αυστηρός με το θέμα της εκκλησιαστικής πειθαρχίας πράγμα στο οποίο συνεπικουρούσε και η κοσμική εξουσία που με την έμπνευση του εξέδιδε και εφάρμοζε αυστηρότατες διατάξεις σχετικές με τα ήθη και την κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών. Οχι μόνον απαγορεύονταν και τιμωρούνταν αυστηρά οι παρεκτροπές όπως η μέθη, η χαρτοπαιξία, η βλασφημία, και η ακολασία, αλλά ακόμα και η πολυτέλεια της ενδυμασίας, η σπατάλη σε γιορτές και γεύματα, οι χοροί και τα λαϊκά τραγούδια.

Οι νόμοι όριζαν ακόμα και πόσα φαγητά επιτρεπόταν να παρατεθούν στα ιδιωτικά γεύματα, ενώ η ανάγνωση κοινών βιβλίων και μυθιστορημάτων απαγορευόταν. Στους γονείς συνιστούσαν να μην δίνουν στα παιδιά τους ονόματα Ρωμαιοκαθολικών αγίων, αλλά να προτιμούν τα κύρια ονόματα από τη Βίβλο. Οριζόταν η ποινή του θανάτου για τους μοιχούς τους αιρετικούς, τους ειδωλολάτρες και τους βλάσφημους. Η φοίτηση στην εκκλησία ήταν υποχρεωτική, ενώ η αστυνομία ήταν επιφορτισμένη στον να επιβλέπει για την αυστηρή εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας όφειλαν μία φορά τουλάχιστον το χρόνο να ελέγχουν την πίστη και τα ήθη κάθε οικογένειας.

Αυτές ήταν αναμφίβολα υπερβολές όχι σοφές, που έτειναν μάλλον στην δημιουργία λαϊκής αντιπάθειας προς την θρησκεία. Δεν άργησαν να δημιουργηθούν σοβαρά ζητήματα και ταραχές ακόμα και στη Γενεύη, όπου υπήρχε πάντοτε μία όχι ευκαταφρόνητη μειοψηφία εχθρικά διακείμενη προς την αυστηρότητα των ηθών και την αναμόρφωση γενικά. Ο Καλβίνος είχε αγώνα μακρύ και δύσκολο εναντίον διαφόρων κομμάτων και ομάδων τέτοιων εχθρών. Οι κυριότεροι ήταν οι λεγόμενοι Λιβερτίνοι ή Ελευθεριάζοντες, που κήρυτταν μεν την πνευματική ελευθερία αλλά ζούσαν σαν τέλειοι υλιστές. Αυτοί ζητούσαν με κάθε τρόπο να διώξουν τον Καλβίνο και να ανατρέψουν το ισχύον θρησκευτικό και πολιτικό καθεστώς της Γενεύης. Αυτούς τους αντιμετώπισε η πολιτεία και η εκκλησία με μεγάλη αυστηρότητα και μερικοί από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο για έσχατη προδοσία, σε ένα δε από αυτούς τον Γκρουέ, εκτελέστηκε η ποινή δια αποκεφαλισμού, ενώ οι υπόλοιποι καταδικασμένοι απελάθηκαν ή δραπέτευσαν. Για δέκα χρόνια διάρκεσε αυτός ο οξύς αγώνας, έως ότου γύρω στο έτος 1555 καταβλήθηκαν ή εξαφανίστηκαν οι Λιβερτίνοι και οι λοιποί συνωμότες ενώ η Γενεύη βγήκε από αυτήν την διαμάχη φημισμένη σαν η πνευματικότερη και ηθικότερη πόλη της Ευρώπης. Απολάμβανε μεγάλη οικονομική ευημερία και έγινε η πόλη καταφυγής για όλους τους καταδυναστευόμενους και διωκόμενος για λόγους συνειδήσεως από ολόκληρη την Ευρώπη. Εγινε επίσης σπουδαίο κέντρο εκδόσεως θρησκευτικών και φιλολογικών συγγραμμάτων, που η παπική λογοκρισία αλλού τα απαγόρευε.
Μετά το 1555 οι μόνοι αγώνες του Καλβίνου ήταν κατά των αιρετικών ή σκεπτικιστών. Αυτοί ήταν μεταξύ άλλων ο Σωκίνος (Socinus), που απέρριπτε την Τριαδικότητα του Θεού, την θεότητα του Χριστού και την ανάσταση από τους νεκρούς, και ο Ιταλός καλόγερος Οκίνο (Ochino), που αφού απέρριψε το μοναχικό σχήμα άρχισε να κηρύττει τον Χριστό, βαθμιαία όμως περιέπεσε σε διάφορες αιρέσεις και ετεροδιδασκαλίες. Σε όλους αυτούς αντιστάθηκε με δύναμη με κηρύγματα, επιστολές και πραγματείες ο Καλβίνος.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΙΧΑΗΛ ΣΕΡΒΕΤΟΥ

Ερχόμαστε τώρα σε ένα μελανό και αξιοθρήνητο συμβάν της ζωής του Καλβίνου- την θανάτωση του Μιχαήλ Σερβέτου. Αυτός ήταν Ισπανός, άνθρωπος ευρείας μορφώσεως, ιατρός, αλλά και μύστης διαφόρων άλλων επιστημών-νομικής, θεολογίας, φιλοσοφίας, γεωγραφίας και αστρολογίας ακόμη. Νέος ακόμα σπουδαστής, είχε αρχίσει κρυφά την μελέτη της Αγίας Γραφής και γρήγορα πείστηκε ότι ο παπισμός ήταν γεμάτος από ετεροδιδασκαλίες. Αντί όμως να θελήσει να διορθώσει τα κακώς έχοντα στην εκκλησία, προχώρησε στο να αρνηθεί πολλές από τις θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού, και για αυτό το λόγο χαρακτηρίστηκε από τους αναμορφωτές σαν βλάσφημος και «αντίχριστος». Εγραψε στον Καλβίνο εκθέτοντάς του τις ιδέες του και αυτός τον έλεγξε αυστηρά και τον προειδοποίησε να μην πατήσει στη Γενεύη, γιατί θα τον τιμωρούσε απηνώς. Πήγε τότε στη Γερμανία και στην Ζυρίχη, από όπου τον έδιωξαν για τις βλασφημίες του κατά του Χριστού και της Αγίας Τριάδας, που απέρριπτε και χλεύαζε προφορικώς και γραπτώς.

Κατόπι εξαφανίστηκε και εγκαταστάθηκε και έζησε με άλλο όνομα για αρκετά χρόνια στην Βίεννα της Νότιας Γαλλίας σαν γιατρός, αλλά εξακολούθησε συγγράφοντας και εξέδωσε ανώνυμα το κύριό του έργο «Η αποκατάσταση του Χριστιανισμού», έργο γεμάτο από τόσες ασέβειες και αντιχριστιανικές ιδέες, ώστε κατασχέθηκε και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, παπικές και αναμορφωμένες. Οταν ανακαλύφθηκε η ταυτότητα του συγγραφέα και το παρελθόν του, συνελήφθηκε από την παπική Ιερά Εξέταση στην Βίεννα της Γαλλίας και καταδικάστηκε στον θάνατο επί της πυράς σαν βλάσφημος και αιρετικός. Αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει από εκεί και να πάει στη Γενεύη, σκοπεύοντας, όπως έλεγε να περάσει απλώς από εκεί πηγαίνοντας στη Ζυρίχη. Δυστυχώς γι’αυτόν, αναγνωρίστηκε εκεί από κάποιον φίλο του Καλβίνου, συνελήφθηκε και δικάστηκε μπροστά στο Μικρό Συμβούλιο πρώτα, και μετά στο Μεγάλο Συμβούλιο, και καταδικάστηκε σε θάνατο στην πυρά. Στις 27 Οκτωβρίου 1553 εκτελέστηκε η ποινή αυτή σε κάποιο προάστιο της Γενεύης. Ο Καλβίνος δεν ήταν μεν μεταξύ των δικαστών του αλλά αναφανδόν επιδοκίμασε την καταδίκη του, χωρίς να κινηθεί για να μετατραπεί η ποινή του θανάτου σε δεσμά ή απέλαση. Τουναντίον αργότερα δημοσίευσε πραγματεία για τον Σερβέτο, στην οποία λέει ότι δίκαια και νόμιμα θανατώθηκε, αφού η βλασφημία κατά τους νόμους της Γενεύης τιμωρείτο με θάνατο.

Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους του Καλβίνου, μεταξύ των οποίων ο Μελάγχθων ο Μπουσέρ και οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, επιδοκίμασαν και αυτοί την θανάτωση του Σερβέτου. Το πνεύμα της εποχής εκείνης ήταν πνεύμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας, ενώ οι θηριωδίες της παπικής Ιεράς εξετάσεως είχαν συνηθίσει τους ανθρώπους με την ιδέα της αμείλικτης τιμωρίας των αιρετικών ενώ έπρεπε να τους διδάξουν το αντίθετο. Οι νεότεροι όμως Ευαγγελικοί συγγραφείς, ιστορικοί και θεολόγοι καταδίκασαν την θανάτωση του Σερβέτου και κατέκριναν την στάση του Καλβίνου σ’αυτό το θέμα. Η αλήθεια είναι ότι η ανεξιθρησκία είναι αρχή, που μόλις τον 18ο και 19ο αιώνα επικράτησε στον Χριστιανικό κόσμο. Προηγουμένως όλες οι χριστιανικές αποχρώσεις Ορθοδοξία, Παπισμός και Προτεσταντισμός, υπήρξαν ένοχοι μισαλλοδοξίας και διωγμών εναντίον εκείνων που σκέφτονταν διαφορετικά. Ακόμα και οι άγγλοι πουριτανοί, που εκπατρίστηκαν και πήγαν στις άγριες εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, για να βρουν την ελευθερία εκείνη της συνειδήσεως που δεν έβρισκαν στην Αγγλία, όταν βαθμιαία αναπτύχθηκαν σε οργανωμένη πολιτεία, έσυραν και αυτοί ανθρώπους χριστιανούς στην πυρά ή τους υπέβαλλαν σε δεινούς διωγμούς γιατί διαφωνούσαν θρησκευτικά με αυτούς. Πόσο δύσκολο είναι στην ανθρώπινη φύση να αποβάλλει νοοτροπία ασυμβίβαστη με τον αληθινό Χριστιανισμό!

Είναι τουλάχιστον παρήγορο ότι η επικράτηση της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στις ευαγγελικές προσπάθειες. Οι Ευαγγελικές χώρες σήμερα δίνουν το παράδειγμα της πλήρους και απόλυτης θρησκευτικής ελευθερίας. Πρώτοι οι ευαγγελικοί κάθε αποχρώσεως και μάλιστα οι Πρεσβυτερικοί που είναι οπαδοί του Καλβινικού συστήματος εκφράζουν την θλίψη τους για την στάση του μεγάλου αναμορφωτή απέναντι στον Σερβέτο. Εκεί στη Γενεύη στο μέρος ακριβώς που το 1553 κάηκε ο Σερβέτος ορθώνεται σήμερα μεγάλη μαρμάρινη πλάκα πάνω στην οποία είναι χαραγμένη η εξής επιγραφή: « Στην μνήμη του Μιχαήλ Σερβέτου , που κάηκε εδώ στην πυρά για τις δοξασίες του, οι απόγονοι των φονέων του, σεβόμενοι την ελευθερία της συνειδήσεως, ανήγειραν το μνημείο τούτο σαν επανόρθωση και εξιλασμό της πράξεως εκείνης των προγόνων τους.» Μνημείο μοναδικό αλήθεια που τιμά την Ευαγγελική πίστη, που γνωρίζει να ομολογεί τα λάθη των οπαδών της και που έδωσε ένα πολιτισμό στον κόσμο με ακρογωνιαίο λίθο την ελευθερία της συνειδήσεως.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ

Τα τελευταία χρόνια του Καλβίνου, υπήρξαν γόνιμα σε εργασία αναμορφωτική. Προς την Γενεύη άρχισαν να στρέφονται τα βλέμματα όλων εκείνων, που σε άλλες χώρες ζητούσαν πνευματικό φως και ενίσχυση στον αναμορφωτικό αγώνα. Στην Γενεύη κατέφευγαν όλοι οι καταδιωγμένοι για την αναμορφωμένη πίστη. Εκεί πήγαιναν όσοι ήθελαν να καθήσουν παρά τους πόδας του σοφού και εμπνευσμένου Αναμορφωτή. Μεταξύ αυτών ήλθε και ο Ιωάννης Νόξ, που διδάχθηκε και μορφώθηκε από τον Καλβίνο, επέστρεψε αργότερα στην πατρίδα του στην Σκωτία και υπήρξε εκεί ο αρχηγός της αναμορφώσεως και ιδρυτής της μεγάλης Πρεσβυτερικής εκκλησίας της Σκωτίας. Από την Γενεύη έφυγαν οι ακτίνες μίας συστηματοποιημένης Αναμορφώσεως που παρήγαγε τις αναμορφωμένες εκκλησίες της Αγγλίας, της Ολλανδίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Βοημίας και εν μέρει της Γερμανίας, αναζωογόνησαν και ενθάρρυναν τους Βαλδένσιους της Ιταλίας και τους Ουγενότους της Γαλλίας, ενώ αργότερα μετέδωσε τα φώτα της αναμορφώσεως στη Βόρεια Αμερική.

Ο Καλβίνος πέθανε στην Γενεύη στις 27 Μαίου 1564 μετά από μακρά ασθένεια, διατηρώντας όμως μέχρι τέλους όλη τη διαύγεια του θαυμάσιου πνεύματός του. Στις 6 Φεβρουαρίου είχε κηρύξει τον τελευταίο του λόγο. Την 2η Απριλίου (Κυριακή του Πάσχα) διέταξε να τον φέρουν με φορείο στον ναό του Αγίου Πέτρου και μετέλαβε με τους άλλους πιστούς της τράπεζας του Κυρίου, ιεροπρακτούντος του Μπέζα. Την 26η Απριλίου συνέταξε τη διαθήκη του, γεμάτη από πνεύμα ταπεινόφρονος πίστεως στην κατά χάρη σωτηρία δια του Ιησού Χριστού και εξομολογήσεως για την δική του αναξιότητα. Στις 27 Απριλίου κάλεσε γύρω από την κλίνη του τα μέλη της κυβερνήσεως και του Μικρού Συμβουλίου, ζήτησε συγχώρηση από όλους που είχε τυχόν αδικήσει ή ψυχράνει, και τους αποχαιρέτισε, αναθέτοντάς και αυτούς και την αγαπητή Γενεύη στην προστασία του Θεού. Την επομένη κάλεσε και αποχαιρέτισε παρομοίως όλους τους ποιμένες των εκκλησιών. Ο ογδοντάχρονος φίλος του Φαρέλ, ήλθε από το Νεσατέλ για να τον δει για τελευταία φορά και στις αγκάλες του και του πιστού Μπέζα, ο Καλβίνος παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα. Τάφηκε με όλη την απλότητα που ο ίδιος είχε καθιερώσει στην εκκλησία. Πάνω στον τάφο του σύμφωνα με ρητή παραγγελία του δεν στήθηκε κανένα μνημείο. Το όνομά του όμως παραμένει λαμπρό σαν αστέρι στο στερέωμα της Χριστιανικής εκκλησίας.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.