του Δρος Θεοφάνη Γ. Γραμμένου
Ι. Τα πρώτα χρόνια
Με αυτόν το στίχο του, ενδεχομένως διασημότερου, θρησκευτικού ύμνου από όσους έγραψε ο Λούθηρος, και ο οποίος χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή του, αρχίζουμε το χρονικό μας. Ο Μαρτίνος Λούθηρος γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1483 στη μικρή πόλη Eisleben της Σαξωνίας, ως πρωτότοκος γιός του Hans και της Margaretta. Ένα μόλις χρόνο μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του εγκαταλείπει την αγροτική ζωή και εγκαθίσταται στη γειτονική πόλη Mansfeld, προκειμένου ο πατέρας του να εργασθεί ως μεταλλωρύχος στα τοπικά μεταλλεία σιδήρου και να εξασφαλίσει στο γιό του μια καλή εκπαίδευση.
Σε ηλικία επτά (και κατ’άλλους πέντε, [1]) ετών, ο Μαρτίνος εγγράφεται στο, αυστηρό, λατινικό σχολείο της πόλης όπου φοιτά επί εννέα χρόνια. Στα 1497, ο δεκατετράχρονος πλέον Μαρτίνος συνεχίζει τις σπουδές του στην πόλη Magdeburg, στο ευσεβές και αυστηρό περιβάλλον του σχολείου της θρησκευτικής οργάνωσης των “Αδελφών της Κοινής Ζωής”. Τόσο εκεί, όσο και στην πόλη Eisenach της Θουριγγίας (γενέτειρα του J.S.Bach), όπου θα μετακομίσει τον επόμενο χρόνο για να συνεχίσει τις σπουδές του στην ιερατική σχολή του Αγίου Γεωργίου, ο Μαρτίνος κερδίζει τον επιούσιο ψάλλοντας σε πλανόδιες χορωδίες. Το 1501 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της πόλης Erfurt, το οποίο εκείνην την εποχή φημίζεται ως το καλύτερο της Γερμανίας, και παρακολουθεί μαθήματα Φιλολογίας, Λογικής, Ρητορικής, και (κυρίως Αριστοτελικής) Φιλοσοφίας. Ο Λούθηρος εξελίσσεται σε ενθουσιώδη οπαδό της νομιναλιστικής φιλοσοφίας, όπως αυτή είχε αναπτυχθεί από τον Αγγλο Φραγκισκανό μοναχό και φιλόσοφο Γουλιέλμο του Οκκαμ, και αγωνίζεται κατά των θεωριών Θωμά του Ακινάτη. Πολύ σύντομα γίνεται γνωστός όχι μόνο ως άριστος φοιτητής, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης διαλεκτικής ικανότητας και του μουσικού τάλαντου που διαθέτει. Ετσι το 1502 αποκτά το βασικό πτυχίο στη Φιλολογία (Baccalaureus artium) και το 1505 τον αντίστοιχο μεταπτυχιακό τίτλο (Magister artium).
Προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, ο Μαρτίνος εγγράφεται στη Νομική Σχολή το Μάϊο του 1505, όμως δύο μήνες αργότερα, στις 2 Ιουνίου, και σε ηλικία 22 ετών, εγκαταλείπει όχι μόνο τις σπουδές αυτές αλλά απαρνείται και τον κόσμο αποφασίζοντας να γίνει μοναχός στο Τάγμα των Αυγουστίνων Ερημιτών της πόλης Erfurt. Σχετικά με το κατά πόσον η απόφαση αυτή οφείλεται σε αιφνίδια παρόρμηση λόγω προσωπικών βιωμάτων ή είναι αποτέλεσμα ωρίμου σκέψεως υπάρχουν διάφορες εκδοχές μέχρι σήμερα. Ο Λούθηρος χειροτονείται ιερέας το 1507, ενώ παράλληλα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο της πόλης Wittenberg και το 1509 παίρνει το πτυχίο της Θεολογίας (Baccalaureus biblicus). Στα 1512, ο Λούθηρος, που εν τω μεταξύ έχει ανακηρυχθεί σε διδάκτορα της Θεολογίας, διορίζεται, μετά από εισήγηση του δάσκαλου και εξομολογητή του, Johann von Staupitz, καθηγητής στην έδρα της Βιβλικής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Wittenberg. Παράλληλα, από το 1514, κατέχει τη θέση του ιεροκήρυκα στην εκκλησία της Αγ. Μαρίας, στην ίδια πόλη.
ΙΙ. Η γέννηση της Μεταρρύθμισης
Απόλυτα πιστό μέλος της Εκκλησίας, ο Λούθηρος δοκιμάζει στο έπακρον κάθε μέσον που του παρέχει η θρησκευτική αγωγή του: νηστεύει εξαντλητικά, κακουχεί το σώμα του, εξομολογείται διαρκώς, και επιδίδεται σε κάθε είδους καλές πράξεις, προκειμένου να δώσει απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολεί: Πώς μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία και να αποκτήσει τη βεβαιότητα της σωτηρίας; Ωστόσο, το ερώτημα συνεχίζει, αναπάντητο, να βασανίζει τη συνείδησή του. Το 1511 στέλνεται για ένα μήνα στη Ρώμη προκειμένου να διεκπεραιώσει κάποια υπόθεση του Τάγματός του. Εκεί, το χαμηλό ηθικό επίπεδο και η προσήλωση στους εκκλησιαστικούς τύπους του προκαλούν βαθειά θλίψη και απογοήτευση. Ομως η αποφασιστική καμπή στις μέχρι τότε αντιλήψεις του επέρχεται το χειμώνα του 1512-1513, κατά τη μελέτη της Επιστολής προς Ρωμαίους, και συγκεκριμένα του εδαφίου α’ 17: “ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται”. Η δικαίωση και η σωτηρία οφείλεται μόνο στο έλεος και τη χάρη του Θεού, και αποκτάται μόνο διά πίστεως και όχι με τα έργα. “Αισθάνθηκα”, θα γράψει αργότερα, “ότι ξαναγεννήθηκα.”
Ο Λούθηρος αρχίζει πλέον να διαμαρτύρεται ολοένα και εντονότερα και με κάθε αφορμή για την επικράτηση, στην Εκκλησιαστική ζωή, των ανθρώπινων παραδόσεων και μύθων αντί της διδασκαλίας της Αγ. Γραφής, ενώ κηρύττει από άμβωνος αρκετές φορές την εβδομάδα στη Γερμανική γλώσσα. Η φήμη του έχει πλέον υπερβεί τα σύνορα της Wittenberg, και πλήθη φοιτητών έρχονται από ολόκληρη τη Γερμανία, προκειμένου να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του. Την Άνοιξη του 1517 γράφει σε ένα φίλο του στην Erfurt [2]:
«Η θεολογία μας, και εκείνη του Αγ. Αυγουστίνου, προχωρούν και, με τη βοήθεια του Θεού, θα επικρατήσουν στο Πανεπιστήμιο. Ο Αριστοτέλης βαθμιαία εκθρονίζεται και η τελική πτώση του ίσως είναι θέμα χρόνου. …Κανείς δεν πηγαίνει σε κάποιο μάθημα, εκτός και αν ο καθηγητής διδάσκει τη δική μας θεολογία, δηλαδή τη θεολογία της Βίβλου, του Αγ. Αυγουστίνου, ή κάποιου άλλου θεολόγου εκκλησιαστικής περιωπής. Είμαι αρκετά βέβαιος ότι η Εκκλησία δεν πρόκειται να αναμορφωθεί, παρά μόνον αν αφαιρέσει το νόμο των Κανόνων, τη σχολαστική θεολογία, τη φιλοσοφία και τη λογική, έτσι όπως διδάσκονται σήμερα, και τα αντικαταστήσει με κάτι άλλο.»
Η αφορμή για την έναρξη του κινήματος της Μεταρρύθμισης εντοπίζεται στην έκδοση, το Μάρτιο του 1517, από τον Πάπα Λέοντα Ι της σημαντικότερης από τις “αφέσεις” ή συγχωροχάρτια (indulgentiae) του. Ο Λέων Ι χρειαζόταν χρήματα για την αποπεράτωση του ναού του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη. Ετσι εξέδωσε μια Παπική Βούλα, με την οποία παρείχε “ολοκληρωτική άφεση” σε όσους θα συνέβαλλαν οικονομικά στο σκοπό αυτό. Την ίδια περίοδο, ο Albrecht, Αρχιεπίσκοπος της πόλης Magdeburg και τοποτηρητής της Αρχιεπισκοπής της πόλης Halberstadt, διεκδικούσε και την Αρχιεπισκοπή της πόλης Mainz. Αποφάσισε λοιπόν, σε αντάλλαγμα, να πληρώσει αυτός στον Πάπα ένα σεβαστό ποσόν, το οποίο δανείστηκε από τον τραπεζικό οίκο J. Fugger στην πόλη Augsburg. Ο Λέων Ι’ δέχτηκε να διευκολύνει τον Albrecht στην αποπληρωμή του χρέους αυτού, μοιραζόμενος μαζί του τα έσοδα από την “άφεση” που αναφέρθηκε παραπάνω, και ανέθεσε στο Δομηνικανό μοναχό και γνωστό για τις εμπορικές ικανότητές του Johann Tetzel να “προωθήσει” αυτές τις “αφέσεις”. Ο Λούθηρος, ο οποίος είχε προ πολλού εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά του σχετικά με το θέμα των “αφέσεων”, εξοργίσθηκε ακόμη περισσότερο, όταν διάβασε ο ίδιος ένα αντίγραφο από τις οδηγίες του Albrecht προς τον Tetzel. Έτσι, την παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων, στις 31 Οκτωβρίου 1517, θυροκολλά ο ίδιος τις περίφημες 95 Θέσεις του στην είσοδο της εκκλησίας του κάστρου της Wittenberg και ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να τις υποστηρίξει δημόσια. Πάντως, σύμφωνα με τη σύγχρονη ιστορική έρευνα, η θυροκόλληση των Θέσεων αποτελεί μάλλον έναν από τους μύθους σχετικά με το Λούθηρο. Φαίνεται πως η αφήγηση του συγκεκριμένου περιστατικού οφείλεται στο Μελάγχθονα, τον ικανότερο και πιο έμπιστο από τους συνεργάτες του, που ανέφερε αυτό το συμβάν μόνο μετά το θάνατο του Λούθηρου [3], πιθανότατα για να δώσει έμφαση στην αντίδραση του τελευταίου. Το βέβαιον είναι πως ο Λούθηρος απέστειλε αντίγραφο των Θέσεων στον Albrecht (ο οποίος ενημέρωσε αμέσως τον Πάπα) και παράλληλα δημοσιοποίησε τις 95 Θέσεις του, αλλά μάλλον με διαφορετικό τρόπο. Οι Θέσεις ήταν γραμμένες στη Λατινική και καυτηρίαζαν τόσο τις καταχρήσεις στο ζήτημα των αφέσεων, όσο και τις γενικότερα εσφαλμένες δογματικές αρχές στις οποίες στηριζόταν η έκδοσή τους. Η 31 Οκτωβρίου 1517 σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη της Μεταρρύθμισης.
ΙΙΙ. Η ρήξη
Οι Θέσεις μεταφράστηκαν στα Γερμανικά από φίλους του Λούθηρου, όπως φαίνεται, εν αγνοία του, και διαδόθηκαν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Το θέμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις τις οποίες ούτε ο ίδιος ο Πάπας ανέμενε και πολύ περισσότερο δεν επιθυμούσε. Ετσι, τον Οκτώβριο του 1518, ο Λούθηρος καλείται σε απολογία στην πόλη Augsburg και ενώπιον του επιτετραμένου του Πάπα στη Γερμανία, Καρδινάλιου Cajetan, Δομηνικανού και διαπρεπούς Θωμιστή. Ο Cajetan κατηγορεί το Λούθηρο ως αιρετικό και του ζητά να ανακαλέσει τις Θέσεις του, όμως ο τελευταίος αρνείται και, καθώς ο Cajetan αποφασίζει να στείλει το Λούθηρο στη Ρώμη, εκείνος φυγαδεύεται κρυφά από φίλους του κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ομως η Ρώμη συνεχίζει την προσπάθειά της να εξαλείψει θεολογικά το Λούθηρο. Τον Ιανουάριο του 1519 (Στις 12 Ιανουαρίου πεθαίνει ο Αυτοκράτωρ Μαξιμιλιανός Α’), ο Πάπας στέλνει το Γερμανό ευγενή Karl von Miltitz, ο οποίος ανακρίνει το Λούθηρο στην πόλη Altenburg. Ευφυής και έμπειρος διπλωμάτης, ο von Miltitz αντιλαμβάνεται τα αισθήματα που ήδη τρέφουν οι ευρύτερες μάζες για το Λούθηρο, και πείθει το Λούθηρο να γράψει μια επιστολή προς τον Πάπα στις 3 Μαρτίου 1519, η οποία διακρίνεται από υποτακτικό ύφος και αισθήματα σεβασμού προς το πρόσωπο και το θεσμό του Πάπα, αλλά δεν αναιρεί τίποτε από τις θέσεις του Λούθηρου. Ο σπινθήρας της Μεταρρύθμισης δεν έχει ακόμη εξελιχθεί σε πυρ.
Στο προσκήνιο εισέρχεται τώρα ο δρ. Johann Eck του Πανεπιστημίου της Ingolstadt, διαπρεπής θεολόγος και πρώην φίλος του Λούθηρου από το 1517. Ο Eck δεν επιτίθεται άμεσα στο Λούθηρο, αλλά προκαλεί το συνάδελφο στο Πανεπιστήμιο της Wittenberg και φίλο του Λούθηρου, Andreas Rudolf Bodenstein von Karlstadt, σε μια δημόσια διαλογική αντιπαράθεση σε επίπεδο θεολογικών θέσεων στη Λειψία το καλοκαίρι του 1519. H αντιπαράθεση αυτή διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα (27 Ιουνίου έως 15 Ιουλίου 1519), διεξήχθη, εν μέρει, ενώπιον του Δούκα της Σαξονίας Γεωργίου, και από ένα σημείο και μετά συμμετείχε σε αυτήν ο ίδιος ο Λούθηρος, καθώς και ο στενός συνεργάτης του Μελάγχθων. Ο Eck εστιάζει έντεχνα την αντιπαράθεση στο ζήτημα του πρωτείου και του αλάθητου του Πάπα. Στη συνέχεια, παγιδεύει το Λούθηρο οδηγώντας το διάλογο στο θέμα του αλάθητου των αποφάσεων των Συνόδων, και κυρίως εκείνης της Κωνσταντίας, στην οποία το 1415 είχε καταδικασθεί (σε θάνατο) ως αιρετικός ο Βοημός επαναστάτης μεταρρυθμιστής Jan Hus. Το Φεβρουάριο του 1520, ο Λούθηρος γράφει: “Είμαστε όλοι Χουσίτες και δεν το γνωρίζουμε, ο Παύλος και ο Αυγουστίνος ήταν Χουσίτες”.
Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Στις 15 Ιουνίου 1520, ο Πάπας Λέων Ι’ εκδίδει τη Βούλα “Exsurge Domine”, με την οποία καταδικάζονται ως αιρετικές 41 από τις Θέσεις του Λούθηρου, ο ίδιος καλείται σε διάστημα 60 ημερών να αποκηρύξει δημόσια τις Θέσεις του και να επανέλθει στους κόλπους της Εκκλησίας, ενώ οι απανταχού πιστοί διατάσσονται να ρίξουν στη φωτιά όλα τα βιβλία του. Διαφορετικά, ο Λούθηρος και οι οπαδοί του θα αφορισθούν, θα συλληφθούν, και θα τιμωρηθούν ως αμετανόητοι αιρετικοί. Σε απάντηση, ο Λούθηρος γράφει το βιβλίο “Adversus execrabilem Antichristi bullam” (Εναντίον της βλάσφημης Βούλας του Αντίχριστου). Η κρίση κλιμακώνεται ραγδαία, όταν ο Λούθηρος πληροφορείται την καύση των βιβλίων του στα Πανεπιστήμια της Loewen, της Κολωνίας, και των Παρισίων. Η αντίδρασή του είναι άμεση, σκληρή, και ριζοσπαστική: Στις 9 το πρωί της 10ης Δεκεμβρίου 1520, συνοδευόμενος από συναδέλφους του και φοιτητές, και μπροστά σε πλήθος πολιτών της Wittenberg, ο Λούθηρος ρίχνει στην πυρά, στις όχθες του ποταμού Ελβα, την Παπική Βούλα, ένα αντίγραφο του Corpus iuris canonica (Κανονικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο), και ορισμένα από τα κείμενα του Eck [4]. Στις 3 Ιανουαρίου 1521, ο Λέων Ι’ εκδίδει δεύτερη Βούλα, την “Decet Romanum Pontificet”, με την οποία αφορίζεται ο Λούθηρος, ενώ παράλληλα καλεί τον, από διετίας διάδοχο του Μαξιμιλιανού, αυτοκράτορα Κάρολο Ε’ να την εφαρμόσει.
Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη Γερμανία περιγράφεται με ζωηρά χρώματα από τον Παπικό επιτετραμένο Ιερώνυμο Aleander σε μια επιστολή του προς τον Πάπα: «Εννέα δέκατα των ανθρώπων κραυγάζουν “Ζήτω ο Λούθηρος” και το υπόλοιπο ένα δέκατο, “Κάτω ο Πάπας”» [5]. Την ίδια περίοδο ο ηλικίας 21 ετών Κάρολος Ε’ αντιμετωπίζει μια πληθώρα προβλημάτων με σοβαρότερο εκείνο της νικηφόρας επεκτατικής πολιτικής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για την εξέταση αυτών των προβλημάτων συγκαλεί Αυτοκρατορική Δίαιτα στην πόλη Worms, και παράλληλα καλεί το Λούθηρο σε απολογία. Πράγματι, στις 18 Απριλίου 1521, ο Λούθηρος εμφανίζεται ενώπιον του Καρόλου Ε’, του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου, των Εκλεκτόρων, αρκετών καρδιναλίων, ευγενών, και αντιπροσώπων από σχεδόν το σύνολο των τότε Ευρωπαϊκών κρατών. Όταν του ζητείται να αποκηρύξει τα γραπτά και τις ιδέες του, ο Λούθηρος απαντά: «Εάν δεν μου αποδείξετε δια της μαρτυρίας των Γραφών ή μέσω λογικών επιχειρημάτων ότι σφάλλω, η συνείδησή μου παραμένει δέσμια του Λόγου του Θεού. Συνεπώς ούτε μπορώ ούτε θέλω να ανακαλέσω τίποτε. Να πράξω κάτι ενάντια στη συνείδησή μου δεν είναι ασφαλές μα ούτε και ορθόν. Ο Θεός ας με βοηθήσει. Αμήν.» (Η περίφημη φράση “Εδώ στέκομαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο”, που αποδίδεται στο Λούθηρο, δεν είναι αυθεντική [6]). Ο Λούθηρος θεώρησε τη Δίαιτα της Worms “χάσιμο χρόνου”. Σε μια επιστολή προς το φίλο του ζωγράφο Lucas Cranach, έγραψε [4]: “Περίμενα ότι η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ θα είχε φέρει πενήντα διδάκτορες της θεολογίας για να αντικρούσουν τα επιχειρήματα του μοναχού. Ομως το μόνο που είπαν ήταν: – Είναι αυτά τα βιβλία δικά σου; -Ναι. -Τα αποκηρύσσεις; -Οχι. -Τότε πέρασε έξω”. Ωστόσο, στις 26 Μαίου 1521, ο Κάρολος Ε’ εκδίδει το Έδικτον της Worms, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ριφθούν στην πυρά, ως αιρετικά, όλα τα γραπτά του Λούθηρου, ενώ οποιοσδήποτε έρχεται σε επαφή με αυτόν θα τιμωρείται αυστηρά. Με εντολή του προστάτη του, Εκλέκτορα της Σαξωνίας, ο Λούθηρος φυγαδεύεται νύχτα από την Worms, και μεταφέρεται στον πύργο Wartburg, κοντά στην Eisenach. Εκεί, θα παραμείνει ασφαλής ως “Ιππότης Γεώργιος” μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1522. Στο διάστημα αυτό, θα γράψει αρκετά κείμενα, μεταξύ των οποίων το Contra Latomum, ίσως το πλέον ενδελεχές γραπτό του αναφορικά με το δόγμα της σωτηρίας του ανθρώπου δια της πίστεως. Όμως, το σημαντικότερο έργο του κατά τη διάρκεια αυτής της ετήσιας απομόνωσης είναι η μετάφραση στα Γερμανικά, της Καινής Διαθήκης, από την ελληνική-λατινική έκδοση του Έρασμου. Η μετάφραση αυτή, την οποία αναθεώρησε και επιμελήθηκε ο Μελάγχθων, εκδόθηκε στα 1534 σε έναν τόμο μαζί με τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από θεολόγους του Πανεπιστημίου της Wittenberg, και αποτελεί μέχρι σήμερα (με ορισμένες γλωσσικές αναθεωρήσεις) την επίσημη Αγ. Γραφή της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.
IV. Κλιμάκωση και καθιέρωση της Μεταρρύθμισης
Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία. Η διδασκαλία του Λούθηρου κηρύσσεται πλέον από άμβωνος σε πολλές περιοχές της Γερμανίας. Πολλοί μοναχοί εγκαταλείπουν τις μονές τους προκειμένου να κηρύξουν τις αρχές της Μεταρρύθμισης. Το φοιτητικό κίνημα αλλά και μεγάλος αριθμός Πανεπιστημιακών στη Γερμανία τάσσεται, σχεδόν στο σύνολό του, υπέρ της Μεταρρύθμισης. Η ριζοσπαστικότητα των νέων ιδεών διαπερνά ολοένα και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα στα χωριά και στις κωμοπόλεις. Έτσι, σύντομα οι εξελίξεις αρχίζουν να αποκτούν δραματικό χαρακτήρα. Στις 4 Δεκεμβρίου 1521, πλήθος από φοιτητές καταστρέφουν την τράπεζα ενός ναού των Φραγκισκανών στην Wittenberg. Στις 25 Δεκεμβρίου 1521, ο von Karlstadt κηρύττει από άμβωνος χωρίς άμφια αλλά με ενδυμασία χωρικού. Στις 31 Δεκεμβρίου, ομάδα πολιτών εισβάλλει βίαια σε μια εκκλησία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και αρχίζει να ψάλλει χλευαστικούς ύμνους σε βάρος της λατρείας. Τις περισσότερες από τις ταραχές αυτές (γνωστές ως “Ταραχές της Wittenberg”) υποκινεί μια ομάδα ριζοσπαστών οπαδών της Μεταρρύθμισης, γνωστοί ως “Προφήτες της Zwickau”, οι οποίοι κηρύττουν μια επίγεια Βασιλεία των Ουρανών, την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, και την κοινοκτημοσύνη [7]. Όταν ο Λούθηρος πληροφορείται τα γεγονότα αυτά εγκαταλείπει, στις 6 Μαρτίου 1522, τον πύργο Wartburg και επιστρέφει στην Wittenberg, όπου εμφανίζεται ντυμένος και πάλι ως μοναχός. Με τη δύναμη της πειθούς του, τα πνεύματα ηρεμούν και η τάξη αποκαθίσταται. Τον Μάρτιο του 1523, ο Λούθηρος εισάγει επίσημα την απλοποιημένη λατρεία στις εκκλησίες, ενώ το 1524 ο von Karlstadt εξαναγκάζεται σε αποχώρηση από την Wittenberg. Αυτή είναι η πρώτη διάσπαση της Μεταρρύθμισης.
Τον Ιούνιο του 1524, εμφανίζεται νέος, μεγαλύτερος, και ο πλέον καταστροφικός κίνδυνος για τη Μεταρρύθμιση: Ο “Πόλεμος των Χωρικών”. Στην πόλη Stuehlingen της νοτιοδυτικής Γερμανίας ξεσπά εξέγερση των χωρικών με κύρια αιτήματα την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την ελάφρυνση των φορολογικά εξοντωτικών μέτρων που ίσχυαν, και γενικά την αποτίναξη του αφόρητου καταδυναστευτικού ζυγού της άρχουσας τάξης των ευγενών αλλά και της Παπικής Εκκλησίας. Το κίνημα των χωρικών εξαπλώνεται ταχύτατα στη νότιο Γερμανία και στη συνέχεια και σε άλλες περιοχές, φθάνοντας μέχρι τη Θουριγγία [7]. Οι ηγέτες του κινήματος, με γνωστότερο τον Thomas Muentzer, εκδίδουν στις αρχές Μαρτίου του 1525 το μανιφέστο “Δώδεκα Αρθρα”, στο οποίο αναφέρουν τα κύρια αιτήματά τους. Το μανιφέστο κάνει 25 εκδόσεις σε διάστημα δύο μηνών και κυκλοφορεί σε ολόκληρη τη Γερμανία σε 25000 αντίτυπα. Η επίδραση της Μεταρρύθμισης σε αυτό είναι καταφανής. Στο μεγαλύτερο μέρος του συνδέει, μέσω αποσπασμάτων από την Αγ. Γραφή, τα αιτήματα των χωρικών με το Ευαγγέλιο και τη Θεοδικία. Ο Λούθηρος απαντά στις 6 Μαΐου του 1525 με την “Προτροπή προς Ειρήνευση”, στην οποία καλεί τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις να διευθετήσουν τις διαφορές τους ειρηνικά, προχωρώντας σε αμοιβαίες υποχωρήσεις. και διαπραγματεύσεις. Επίσης, στο ίδιο κείμενο κατηγορεί την άρχουσα τάξη ως υπεύθυνη για την καταπίεση που ασκούσε στους χωρικούς γράφοντας ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της οργής του Θεού, και συμβουλεύει τους τελευταίους να αποφύγουν τις εκδικητικές πράξεις ([2], τόμ.46). Ωστόσο, η κατάσταση τείνει πλέον στο όριο της απόλυτης αναρχίας. Οι βιαιοπραγίες εκ μέρους των στασιαστών κλιμακώνονται λαμβάνοντας ολοένα και περισσότερο απεχθείς μορφές, καθώς καταστρέφουν και ερημώνουν πύργους, μονές, εκκλησίες, ενώ σφάζουν ανελέητα οποιονδήποτε θεωρούν αντίπαλό τους. Ετσι ο Λούθηρος αναγκάζεται να γράψει ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο με τίτλο “Κατά των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των χωρικών” και απευθύνεται στους ευγενείς καλώντας τους να ασκήσουν τη νόμιμη εξουσία τους και να καταστείλουν πάση θυσία το κίνημα των χωρικών. Μετά από εκτεταμένες σφαγές και από τις δύο πλευρές, οι χωρικοί ηττώνται, ενώ οι ηγέτες τους συλλαμβάνονται και αποκεφαλίζονται στα τέλη Μαΐου του 1525.
Στις 13 Ιουνίου 1525 ο Λούθηρος νυμφεύεται σε ηλικία 42 ετών την, κατά 16 χρόνια μικρότερή του, πρώην μοναχή Katharina von Bora με την οποία αποκτά δύο παιδιά. Το χειμώνα του ιδίου έτους, ο Λούθηρος γράφει το βιβλίο De servo arbitrio (Περί δούλης ελευθερίας) ως απάντηση στο έργο του Ερασμου Περί ελευθέρας βουλήσεως, ο οποίος ανήκε στους οπαδούς της Μεταρρύθμισης στα πρώτα στάδιά της, αλλά είχε πλέον διαφωνήσει ανοικτά με τη διδασκαλία του Λούθηρου.
Το καλοκαίρι του 1526, συγκαλείται στην πόλη Speyer αυτοκρατορική Δίαιτα προεδρεύοντος του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου. Συγκυριακά, στη Δίαιτα αυτή, οι οπαδοί της Μεταρρύθμισης έχουν την πλειοψηφία, και έτσι οι προσπάθειες αναθέρμανσης του Έδικτου της Worms πέφτουν στο κενό. Σύμφωνα με το νέο Έδικτο, και μέχρι τη Γενική Σύνοδο της Εκκλησίας, κάθε γερμανικό κρατίδιο οφείλει να νομοθετεί με βαθειά συναίσθηση ότι είναι υπόλογο μόνο στο Θεό και στον αυτοκράτορα [8]. Την άνοιξη του 1529, πραγματοποιείται η δεύτερη Δίαιτα της Speyer, και αυτήν τη φορά οι Παπικοί έχουν την πλειοψηφία (Από το 1523, Πάπας είναι ο Κλήμης Ζ’). Ανακαλούν το προηγούμενο Εδικτο και εκδίδουν νέο, με το οποίο ενεργοποιείται το Έδικτο της Worms, ενώ απαγορεύονται αυστηρά οι συνάξεις των οπαδών της Μεταρρύθμισης σε καθολικές περιοχές. Η μειοψηφία των οπαδών της Μεταρρύθμισης συντάσσει έγγραφο διαμαρτυρίας για την απόφαση αυτή και η Καθολική πλειοψηφία τους αποκαλεί «Διαμαρτυρόμενους» ή «Προτεστάντες». Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η Βιέννη πολιορκείται από τα στρατεύματα του Σουλτάνου Σουλεϊμάν. Στις 20 Ιουνίου 1530, ο Κάρολος Ε’ συγκαλεί νέα Δίαιτα στην πόλη Augsburg ζητώντας από τις δύο πλευρές να καταθέσουν εκθέσεις με την Ομολογία Πίστεώς τους, ενώ ο Λούθηρος, παραμένει στο κάστρο της πόλης Coburg, αφού η συμμετοχή του είναι απαγορευμένη λόγω της ισχύος του Εδίκτου της Worms. Οι εκπρόσωποι του Πάπα καταθέτουν έναν κατάλογο που περιλαμβάνει 404 πλάνες της Μεταρρύθμισης, όπως ισχυρίζονται, ενώ η αντίπαλη πλευρά καταθέτει, λόγω της διάστασης που στο μεταξύ έχουν προσλάβει οι διαφωνίες κυρίως μεταξύ του Ελβετού ηγέτη της Μεταρρύθμισης Ούλριχ Ζβίγγλιου και του Λούθηρου αναφορικά με τον απλώς συμβολικό ή όχι χαρακτήρα του οίνου και του άρτου στο Δείπνο του Κυρίου, συνολικά τρείς Ομολογίες Πίστεως: μια ο Ζβίγγλιος, μια η άτυπη ομοσπονδία των γερμανικών πόλεων Στρασβούργο, Κωνσταντία, Lindau, και Memmingen, και μια ο Μελάγχθων (γνωστή ως Αυγουστιαία Ομολογία, Confessio Augustana) που εκπροσωπεί το Λούθηρο. Ο διάλογος που ακολουθεί, δείχνει ότι δεν είναι δυνατός κανένας συμβιβασμός ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές. Έτσι, η Δίαιτα εκδίδει τελικά νέο Έδικτο, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ άλλων, ακυρώνονται όλα τα προηγούμενα Έδικτα, απαγορεύεται η με κάθε τρόπο διάδοση των ιδεών της Μεταρρύθμισης, επιβάλλονται ποινές σε όσους κληρικούς έχουν εν τω μεταξύ παντρευτεί, και διατάσσεται η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας της Εκκλησίας. Επιπλέον, δίνεται προθεσμία στους οπαδούς της Μεταρρύθμισης μέχρι τις 15 Απριλίου 1531, ώστε να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις αυτές.
Η αντίδραση είναι σχεδόν άμεση. Το Φεβρουάριο του 1531, συναντώνται στην πόλη Schmalkalden, νοτιοδυτικά της Erfurt, οι πρίγκηπες και οι εκπρόσωποι των Ελεύθερων Πόλεων, οι οποίοι ανήκαν όλοι στις γραμμές της Μεταρρύθμισης, και συγκροτούν τη λεγόμενη Σμαλκαλδική Λίγκα υπό την ηγεσία των Εκλεκτόρων της Σαξωνίας και της Εσσης, ζητώντας παράλληλα τη βοήθεια του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η’, ο οποίος έχει ήδη διαρρήξει τις σχέσεις του με τη Ρώμη. Στην Ελβετία έχουν ήδη αρχίσει οι συρράξεις μεταξύ Μεταρρυθμιστών και Καθολικών, και στις 11 Οκτωβρίου 1531, στη μάχη του Kappel, σκοτώνεται ο Ζβίγγλιος. Η Σμαλκαλδική Λίγκα αρχίζει στο μεταξύ να διευρύνεται, καθώς προσχωρούν σε αυτήν η Πομμερανία και αρκετές πόλεις της βόρειας Γερμανίας όπως το Αννόβερο και το Αμβούργο, ενώ ο (Καθολικός) βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Α’ συνάπτει μαζί της διπλωματικές σχέσεις, με την προφανή πρόθεση να εκμεταλλευτεί τη διάσπαση στο εσωτερικό της Γερμανικής αυτοκρατορίας [9]. Το 1538, ο βασιλιάς Δανίας και Νορβηγίας, Χριστιανός Γ, προσχωρεί στη Σμαλκαλδική Λίγκα. Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας έχει πλέον αποφασίσει να συντρίψει το κίνημα της Μεταρρύθμισης, και το 1546 κηρύσσει κατά της Λίγκας πόλεμο, που έγινε γνωστός ως Σμαλκαλδικός Πόλεμος. Ομως ο Λούθηρος δεν θα προλάβει το τέλος αυτού του πολέμου. Στις 17 Ιανουαρίου 1546 κηρύττει για τελευταία φορά από τον άμβωνα της εκκλησίας του κάστρου της Wittenberg, και πεθαίνει στις 22 Φεβρουαρίου 1546, σε ηλικία 63 ετών. Στις 24 Απριλίου 1547, οι δυνάμεις της Λίγκας υφίστανται συντριπτική ήττα από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στη μάχη της Muehlberg, και στις 19 Μαΐου συνθηκολογούν οριστικά. Το 1555, υπογράφεται στη Δίαιτα της Augsburg η ομώνυμη συνθήκη, σύμφωνα με την οποία καθιερώνεται η αρχή “ejus regio, cujus religio”, δηλαδή σε κάθε γερμανικό κράτος, η θρησκεία του ηγεμόνα είναι και το θρήσκευμα των πολιτών, ενώ όσοι αποτελούν θρησκευτική μειονότητα, έχουν το δικαίωμα να μεταναστεύσουν σε άλλο κράτος. Ωστόσο, η συνθήκη της Augsburg αφορά μόνο τους Χριστιανούς της Λουθηρανικής Ομολογίας. Οι υπόλοιποι Προτεστάντες, όπως, π.χ., της Ζβιγγλιανής Ομολογίας, ή της Αναμορφωμένης (Καλβινιστικής) Ομολογίας, δεν καλύπτονται από τη συνθήκη. Η δική τους θρησκευτική ελευθερία θα περιμένει μέχρι τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου, στα 1648.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.