Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του Στέφανου Κατσάρκα

Οι ορισμοί από τον καιρό που καθόμουνα στα θρανία δεν κατόρθωσαν ποτέ να μου γίνουν ιδιαίτερα συμπαθείς. Υποθέτω πως το ίδιο θα συμβαίνει και μ’ εσάς. Φαντάζομαι μάλιστα πως είναι ακόμα πιο αντιπαθείς στους νέους, που είναι υποχρεωμένοι στη διάρκεια των σπουδών τους να μαθαίνουν ένα σωρό από αυτούς. Ας αποφύγουμε λοιπόν τον επιστημονικό ορισμό του πολιτισμού, κι ας προσπαθήσουμε με απλά λόγια να δώσουμε το περιεχόμενό του. Πολιτισμό στην ουσία ονομάζουμε ολόκληρη τη ζωή μας. Το πώς σκεφτόμαστε, το πώς συμπεριφερόμαστε, το πώς συμβιώνουμε με τους συνανθρώπους μας, ποιες είναι οι επιδιώξεις μας κι οι αντιλήψεις μας, το πώς εκφράζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, το τι πιστεύουμε. Σ’ όλα αυτά έχουμε δώσει εμείς οι άνθρωποι ειδικές ονομασίες: φιλοσοφία, πολιτική, ηθική, οικονομία, εμπόριο, ήθη, τέχνη, επιστήμη, λογοτεχνία, αθλητισμός. Και, φυσικά, μέσα στον πολιτισμό περιλαμβάνεται μέχρι ένα ποσοστό και η πίστη μας με τη θρησκευτική έννοια, οι θρησκευτικές μας αντιλήψεις, η θεολογία μας, ο τρόπος και οι συνήθειες της λατρείας μας. Τούτη η πίστη και οι θρησκευτικές μας αντιλήψεις επηρεάζουν κι ολόκληρο τον υπόλοιπο πολιτισμό μας. Κι αυτό και σε ατομικό, και σε εθνικό επίπεδο. Δε χρειάζεται να επιμείνουμε πάνω σ’ αυτό. Είναι σε όλους γνωστό -για ν’ αναφέρουμε ένα μονάχα, το πιο κοντινό σ’ εμάς παράδειγμα- πόσο η εθνική μας υπόσταση κι ο εθνικός μας χαρακτήρας, και φυσικά και ο πολιτισμός μας, έχουν συνδεθεί με την ορθόδοξη πίστη. Σε σημείο μάλιστα ώστε αρκετοί να συνδέουν αναπόσπαστα την ορθοδοξία με τον ελληνισμό, βγάζοντας όλους εμάς τους υπόλοιπους απ’ έξω. Αντίληψη άδικη κι αδικαιολόγητη. Δεν είναι του παρόντος να τη συζητήσουμε. Είναι ακόμη γνωστό ότι η Αγία Γραφή, ο γραπτός λόγος του Θεού, Παλιά και Καινή Διαθήκη, αποτελεί πηγή της χριστιανικής θρησκείας και πίστης -τη μοναδική πηγή για μας τους ευαγγελικούς χριστιανούς, τη σημαντικότερη ή μία από τις πιο σημαντικές, θεωρητικά τουλάχιστον, για τους υπόλοιπους χριστιανούς, ορθόδοξους και καθολικούς. Τούτη η διαφορά απόψεων μεταξύ μας σχετικά με την Αγία Γραφή είναι που επηρέασε καθοριστικά κι εξακολουθεί να επηρεάζει τον πολιτισμό και αποτελεί σημαντικό παράγοντα των πολιτιστικών διαφορών ανάμεσα στις χώρες του δυτικού κόσμου.

Είναι ακόμη γενικά παραδεκτό σε όσους τη γνωρίζουν και τη μελετούν, πως η Αγία Γραφή δεν είναι ούτε απλά κοινωνικό, ούτε απλά πολιτιστικό βιβλίο. Όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο -και δυστυχώς δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί- παρανοούν πλήρως το νόημα και την αποστολή της. Η Γραφή απευθύνεται στον άνθρωπο ατομικά και του δείχνει το δρόμο για το ξανανέβασμα στο Θεό από εκεί που βρίσκεται μετά την πτώση του. Αυτή είναι η κύρια αποστολή της. Ωστόσο οι σπουδαίες έννοιες και οι αλήθειες που διακηρύττει και αναλύει είναι αυτές ακριβώς που διαμορφώνουν και μια σωστή ανθρώπινη κοινωνία και ορίζουν τις προϋποθέσεις για την ολόπλευρη ανάπτυξή της, αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό» με την πιο ολοκληρωμένη και την πιο ουσιαστική έννοια του όρου. Είναι λοιπόν η Αγία Γραφή βιβλίο βαθιά συντηρητικό από το ένα μέρος, με την έννοια ότι περιέχει όλες εκείνες τις αναλλοίωτες ηθικές αρχές που διαμορφώνουν μια τέλεια με τα ανθρώπινα μέτρα ηθική προσωπικότητα, σε οποιαδήποτε εποχή και σ’ οποιοδήποτε τόπο. Κι από το άλλο μέρος είναι βιβλίο βαθιά προοδευτικό, γιατί πάνω σ’ αυτές ακριβώς τις αναλλοίωτες αρχές της, και μόνο πάνω σ’ αυτές, κτίζεται μια κοινωνία ελεύθερη και δημοκρατική –με τη σωστή έννοια των όρων αυτών που έχουν κακοποιηθεί όσο τίποτε άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο- μια κοινωνία δίκαιη, δημιουργική χωρίς εμπόδια, μια κοινωνία προοδευτική με όλες τις προϋποθέσεις για την παραπέρα ανάπτυξή της, μια κοινωνία, επομένως, με πολιτισμό που ανθεί και αναπτύσσεται συνεχώς. Θα δείξουμε παρακάτω, έστω με συντομία, πως όλα αυτά δεν είναι λόγια άδεια χωρίς περιεχόμενο, παρά πως έχουν αποδειχτεί περίτρανα από την μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία. Δεν μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. Εκείνος όρισε να συμβιώνουν οι άνθρωποι σε κοινωνίες. Κι ασφαλώς Εκείνος μόνο ξέρει και καθορίζει και διδάσκει στους ανθρώπους τις προϋποθέσεις για την αρμονική ανάπτυξη των κοινωνιών και την πρόοδό τους. Πάρτε για παράδειγμα -ένα μονάχα, πρόχειρο παράδειγμα- τις διατάξεις της Παλιάς Διαθήκης που καθορίζουν το καθεστώς της ιδιοκτησίας ή τις σχέσεις ανάμεσα σε αφέντες και δούλους. Ασφαλώς η δημοκρατική μας αρχαία Αθήνα πολλά θάχε να ζηλέψει σ’ αυτόν τον τομέα από τους ημιβάρβαρους εβραίους κτηνοτρόφους της εποχής του Μωϋσή. Πριν από μερικά χρόνια με αφορμή το εθνικιστικό και θρησκευτικό μίσος που χώριζε τους λαούς στην πρώην Γιουγκοσλαβία -κι εξακολουθεί να τους χωρίζει- κάποιος μουσουλμάνος δήλωσε: « Εμείς δεν είμαστε χριστιανοί ν’ αγαπάμε και να συγχωρούμε. Είμαστε μουσουλμάνοι. Κι αυτό θα πει πως κρατάμε στο χέρι το σπαθί και δεν ξεχνάμε ποτέ το κακό που μας έχουν κάνει».Στους μουσουλμάνους είναι άγνωστη η έννοια της ανοχής και της συγχωρητικότητας και, φυσικά, και της αγάπης. Κι αυτό επηρεάζει βαθύτατα τις κοινωνικές τους αντιλήψεις, την ιστορική πορεία τους και τον πολιτισμό τους γενικά. Μπορεί να κατηγορούμε την εποχή μας για πολλά πράγματα, κι ασφαλώς δεν είναι καθόλου αβάσιμες αυτές οι κατηγορίες. Ωστόσο η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σήμερα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε μπροστά στη δυστυχία, στην πείνα και στις καταστροφές, και η απέχθεια του μέσου ανθρώπου της δύσης για την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και το αίτημά του για την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά έννοιες και αρχές που έχουν βιβλική προέλευση και που εδραιώθηκαν και εδραιώνονται όλο και περισσότερο στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου με το πέρασμα των αιώνων.

Είναι λοιπόν βαθιά συντηρητικό και συγχρόνως βαθιά προοδευτικό βιβλίο η Αγία Γραφή, χωρίς να έχει όμως τίποτε το σκοταδιστικό και οπισθοδρομικό η συντηρητικότητά της, και χωρίς να έχει τίποτε το ανατρεπτικό και καταστρεπτικό η προοδευτικότητά της. Και φυσικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση επηρέασε κι επηρεάζει όλους εκείνους που ακολουθούν της επιταγές της με ειλικρίνεια και φρόνηση. Η εμφάνιση των πρώτων χριστιανών στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποτέλεσε αφετηρία για μια ειρηνική επανάσταση και πρόοδο σε πολλούς τομείς, χωρίς όμως να ξεσηκώσει δυνάμεις ανατρεπτικές παρ’ όλο τον προοδευτικό της χαρακτήρα -κάτι που δυστυχώς ανακόπηκε στους κατοπινούς αιώνες από λόγους άσχετους προς το πνεύμα της Αγίας Γραφής. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, πως η Καινή Διαθήκη γράφτηκε στην «κοινή» γλώσσα, στη γλώσσα δηλ. που χρησιμοποιούσαν οι πιο απλοί άνθρωποι του λαού, το προλεταριάτο, ας πούμε, της εποχής. Κι όταν οι προφήτες τολμούσαν να υψώσουν το ανάστημα και τη φωνή τους ενάντια στις αμαρτίες και τις αυθαιρεσίες των ηγεμόνων τους, ή όταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τόλμησε να ελέγξει το βασιλιά Ηρώδη πληρώνοντας την τόλμη του με το κεφάλι του, ενεργούσαν και οι προφήτες και ο Ιωάννης βαθύτατα δημοκρατικά και προοδευτικά. Και το ίδιο έκαναν και οι απόστολοι αργότερα όταν διακήρυτταν: «Πρέπει να πειθαρχούμε στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους («πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η ανθρώποις»). Αν στους κατοπινούς αιώνες αρκετοί από τους χριστιανούς (με εισαγωγικά ή χωρίς) κατηγορήθηκαν για οπισθοδρομικότητα και σκοταδισμό -έννοιες αντίθετες προς τον υγιή συντηρητισμό που σχετίζεται με τις αναλλοίωτες ηθικές αρχές που αναφέραμε πιο πριν- σ’ αυτό βέβαια δεν έχει καμιά ευθύνη η Αγία Γραφή. Συνηθισμένο φαινόμενο να παρανοούνται και να μπερδεύονται οι έννοιες και οι αρχές της από συμφέρον, από στενή αντίληψη κι από άγνοια. Ο Γαλιλαίος κατηγορήθηκε για τη θεωρία του -γνωστή σήμερα πραγματικότητα- πως η γη κινείται γύρω από τον ήλιο κι όχι ο ήλιος γύρω από τη γη, κι αυτό δεν προσέκρουε σε κανένα εδάφιο της Γραφής, όπως ίσως θέλησαν να παρουσιάσουν, αλλά στις θεωρίες του Αριστοτέλη που η καθολική εκκλησία τον είχε αναγορεύσει σε αλάνθαστη σχεδόν αυθεντία. Η αυθαιρεσία των ηγεμόνων στην εποχή της απολυταρχίας με την περίφημη θεωρία της «ελέω Θεού βασιλείας» στηρίχτηκε στη ρήση του αποστόλου Παύλου «αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού είναι τεταγμέναι», που θεμελιώνει την εξουσία σα θεσμό σ’ αντίθεση με την αναρχία, με κανένα τρόπο όμως δε θεσμοθετεί την τυραννία και την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Κι ασφαλώς η γνωστή ιστορία του Νώε που καταράστηκε το γιο του Χαμ επειδή δεν τον σεβάστηκε όταν τον είδε να γελοιοποιείται πάνω στο μεθύσι του, με κανένα τρόπο δε δικαιολογεί τη βλακώδη και κακοήθη θεωρία της διάκρισης ανάμεσα στις φυλές που δυστυχώς υποστήριξαν και αρκετοί χριστιανοί μέσα στους αιώνες κι υποστηρίζουν μερικοί ακόμη και σήμερα. Κι ακόμη το ότι χρησιμοποιήθηκε η εκκλησία για να ευλογήσει όπλα και πολέμους, και μάλιστα μερικές φορές -το χειρότερο- θρησκευτικούς πολέμους, φανερώνει συσκότιση των αρχών της Καινής Διαθήκης και της διδασκαλίας του Χριστού. Γιατί στην Παλιά Διαθήκη ο Θεός είχε ανεχτεί απλώς το καθεστώς των πολέμων, προϊόν της πτώσης και του καταντήματος του ανθρώπου. Κι είναι λάθος μεγάλο, είτε γίνεται καλόπιστα ή κακόπιστα, να μπερδεύουμε και σ’ αυτό το θέμα και σε πολλά άλλα το πνεύμα της Παλιάς με την Καινή Διαθήκη που εγκαινίασε μια τελείως καινούργια εποχή με την διαχρονική και πάντα προοδευτική διδασκαλία του Χριστού, ή να συνδυάζουμε άσχετα μεταξύ τους εδάφια για να θεμελιώνουμε θεωρίες που δεν είχαν καμιά πρόθεση να υποστηρίξουν οι θεόπνευστοι συγγραφείς.

Ας μπούμε όμως σε πιο «βαθιά νερά» σχετικά με το θέμα μας. Μιλάμε για το πώς επηρέασε η Αγία Γραφή τη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού. Κι εδώ πρέπει να κάνουμε μια βασική διάκριση: άλλο το πόση και ποια επίδραση είχε η Αγία Γραφή στον πολιτισμό μας, κι άλλο το πόσο το περιεχόμενο κι οι ιστορίες της έδωσαν στους ζωγράφους, ας πούμε, ή στους μουσικούς ή στους ποιητές θέματα για καλλιτεχνική δημιουργία. Το ότι απλά παριστάνει ένας ζωγράφος τη σταύρωση του Χριστού ή το μυστικό δείπνο δεν είναι και τόσο πολύ μέσα στο θέμα μας, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, γιατί το να δανειστώ από ένα βιβλίο κάποια ιστορία για να την παραστήσω σε πίνακα δε σημαίνει κατ’ ανάγκη πως το βιβλίο αυτό επηρεάζει και τη νοοτροπία μου ή τον πολιτισμό μου. Ο τρόπος όμως που παρουσιάζει ο καλλιτέχνης τα γεγονότα, κάτι που εκφράζει ακριβώς τη σκέψη του κι αντανακλά ενδεχομένως το γενικό ρεύμα της σκέψης της εποχής του, αυτό ασφαλώς αποτελεί τον πυρήνα του θέματός μας. Είναι αυτό που τόσο εύστοχα διατυπώνει ο μεγάλος χριστιανός στοχαστής Francis Schaeffer στο έξοχο βιβλίο του «Πως Λοιπόν θα Έπρεπε να Ζούμε;» (How Should We Then Live?) που αποτελεί ουσιαστικά κριτική της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού από τη χριστιανική σκοπιά: «Οι άνθρωποι έχουν μια ιδιότητα μοναδική,» λέει ο Schaeffer . «Ο κόσμος της σκέψης τους προσδιορίζει και τον τρόπο που ενεργούν».

Ένα μόνο παράδειγμα θα ήθελα να αναφέρω, από τα πιο χαρακτηριστικά ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα, για να ξεκαθαρίσω τι ακριβώς εννοώ. Είναι γνωστό πως ένα από τα πιο κοινά θέματα στη ζωγραφική της μετά το Χριστό εποχής είναι η σκηνή της σταύρωσης, που απεικονίζεται σε πολλούς πίνακες στην τέχνη και της ανατολής και της δύσης. Τρεις από τους πίνακες αυτούς θάθελα να ξεχωρίσουμε αυτή τη στιγμή: τη σταύρωση όπως την αναπαριστά οποιοσδήποτε βυζαντινός ζωγράφος, τον πίνακα του μεγάλου Ρέμπραντ «Το Ανέβασμα του Σταυρού», και ακόμη τον «Εσταυρωμένο» του Σαλβαδόρ Νταλί. Μας είναι απόλυτα γνωστή η βυζαντινή τεχνοτροπία σ’ εμάς τους έλληνες: χωρίς καμιά προοπτική, τελείως ξένη προς κάθε νατουραλιστικό στοιχείο, προς τη φυσική δηλ. απεικόνιση, με έντονη έμφαση στο εξωκόσμιο, στο μυστικιστικό και στην «απάθεια» (όρος της ορθόδοξης θεολογίας που υποδηλώνει την απουσία οποιουδήποτε προσωπικού πάθους και έντονου συναισθήματος), νοοτροπία που έχει διαποτίσει ολόκληρη την πίστη της ορθόδοξης εκκλησίας και που οδήγησε στον αναχωρητισμό και στο μοναχισμό, κάτι που χαρακτήρισε τη βυζαντινή εποχή στο σύνολό της. Κι αυτό αντίθετα με την «εν τω κόσμω» παρουσία των χριστιανών που τόσο ρεαλιστικά τονίζει ο Λόγος του Θεού. Σε τέλεια αντίθεση με τη βυζαντινή τεχνοτροπία βρίσκεται ο πίνακας του Ρέμπραντ. Ο Ρέμπραντ υπήρξε άνθρωπος της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ανήκε δηλ. στην ευαγγελική πίστη και στην ευαγγελική (προτεσταντική) εκκλησία. Ήξερε πολύ καλά πως ήταν άνθρωπος αδύνατος κι αμαρτωλός, κι όχι κάτι σαν Θεός, όπως προσπάθησε να πείσει τους πρωτόπλαστους ο διάβολος στην Εδέμ, κι όπως με διάφορες παραλλαγές διακήρυξαν στη νεότερη εποχή όλοι εκείνοι που οδήγησαν την ανθρωπότητα στο σημερινό της κατάντημα. Ο Ρέμπραντ ήξερε τη λυτρωτική δύναμη του σταυρού του Χριστού, κάτι που γνωρίζει πολύ καλά κάθε πιστός χριστιανός, που τόνισε όμως ιδιαίτερα η θρησκευτική μεταρρύθμιση, βασισμένη στο Λόγο του Θεού. Στον πίνακά του «το Ανέβασμα του Σταυρού» δείχνει δύο-τρεις ανθρώπους ν’ ανεβάζουν και να στήνουν όρθιο το σταυρό μαζί με τον Εσταυρωμένο. Ο ένας απ’ αυτούς, ο μόνος που η μορφή του ξεχωρίζει ολοκάθαρα, είναι ο ίδιος ο Ρέμπραντ, που μ’ αυτόν το συγκλονιστικό τρόπο διακηρύττει πως ήταν οι δικές του αμαρτίες που ανέβασαν το Χριστό στο σταυρό.

Ο τρίτος πίνακας, ο «Εσταυρωμένος» του Νταλί, είναι ίσως γνωστός στους περισσότερους από μας. Άλλωστε έχει αρκετές φορές εμφανιστεί και σε χριστιανικά περιοδικά, και μια δυο τουλάχιστον φορές σε δικά μας, των δικών μας εκκλησιών. Είχα γράψει κάποτε για τον πίνακα αυτόν που τον έχουν σχολιάσει ένας-δύο σημαντικοί χριστιανοί στοχαστές, και που δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τη βιβλική πραγματικότητα του σταυρού: ένας σταυρός που βρίσκεται μακριά απ’ τον κόσμο, που κρέμεται πάνω απ’ τη γη χωρίς να την αγγίζει• ένας Χριστός που δε σταυρώνεται για τους ανθρώπους αυτής της γης, που δεν έχει καμιά σχέση με τις πραγματικές τους ανάγκες, που βρίσκεται μέσα σε ονειρικό χώρο που θυμίζει και πάλι τους μυστικιστές, σε σουρεαλιστική όμως έκδοση.

Τρεις πίνακες με το ίδιο βιβλικό θέμα, τρεις διαφορετικές νοοτροπίες, τρεις διαφορετικοί κόσμοι. Από μια άποψη τρεις διαφορετικές πολιτιστικές σχολές ή αντιλήψεις. Χριστιανική η πρώτη με την ευρύτερη έννοια, όχι όμως αποκλειστικά βιβλική. Απόλυτα στο πνεύμα της Αγίας Γραφής η δεύτερη, όπως ξεκάθαρα το εκφράζει η θρησκευτική μεταρρύθμιση. Στο χώρο του ονείρου και του σουρεαλισμού η τρίτη σχολή, που αποτελεί ολοφάνερη άρνηση της πίστης του Χριστού. Τούτοι οι τρεις «κόσμοι», οι τρεις «σχολές», οι τρεις αντιλήψεις, νομίζω πως συνθέτουν σε γενικές γραμμές το περίπλοκο οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού.

Την πρώτη, που την εκφράζει κυρίως εκείνο το τμήμα του χριστιανικού λεγόμενου κόσμου που διαμορφώθηκε σε κατεστημένη εκκλησία με ιεραρχίες, παραδόσεις και αυστηρά καθορισμένες γραμμές, θα την ονομάσουμε «θρησκευτική» ή, αν προτιμάτε, «εκκλησιαστική» πολιτιστική σχολή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί μια μονάχα ενιαία πολιτιστική πρόταση: αλλιώτικα αναπτύχθηκε στην ανατολή με τη βυζαντινή ορθοδοξία, αλλιώτικα στη δύση με την καθολική εκκλησία, κάπως αλλιώτικα στους σλαβικούς λαούς, για ν’ αναφέρουμε τα τρία μεγάλα κύρια ρεύματά της. Άλλο π.χ. η βυζαντινή μουσική με το μελωδικό πλούτο και την αρμονική λιτότητά της, άλλο το γρηγοριανό άσμα και η λαμπρή πολυφωνία της δύσης, άλλο η ρωσική θρησκευτική μουσική που αντανακλά την παθιασμένη σλαβική ψυχή με τις δυνατές συγκινήσεις και μεταπτώσεις. Τη δεύτερη πολιτιστική σχολή ή πολιτιστική αντίληψη που στηρίζεται απευθείας και αποκλειστικά πάνω στη Βίβλο και στις αρχές που εκφράζει αυτή, και που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση, θα την ονομάσουμε «βιβλική». Και την τρίτη, που αποτελεί ουσιαστική άρνηση της πίστης του Χριστού και της έννοιας του Θεού όπως αυτή περιέχεται μέσα στη Βίβλο, θα την ονομάσουμε «κοσμική» πολιτιστική σχολή ή πολιτιστική αντίληψη.

Μην ψάξετε σε βιβλία να βρείτε αυτούς τους όρους ή αυτές τις υποδιαιρέσεις. Είναι πολύ πιθανό πως δεν υπάρχουν πουθενά. Δε σημαίνει όμως αυτό πως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Φυσικά οι τρεις αυτές σχολές, τα τρία αυτά πολιτιστικά ρεύματα, δεν είναι «στεγανά». Δεν αποτελούν αυτοτελείς πολιτισμούς, αλλά τρεις διαφορετικές πολιτιστικές κατευθύνσεις, τρεις διαφορετικούς τρόπους σκέψης, ή ακόμη και τρεις διαφορετικές δυνάμεις που επιδρούν η μία πάνω στην άλλη και που η συνισταμένη τους σε κάθε χώρο και χρόνο διαμορφώνει ή επηρεάζει την πορεία του πολιτισμού της δύσης. Πρέπει μάλιστα να τονίσουμε -όπως άλλωστε είναι φυσικό- πως καθώς πηγαίνουμε πίσω στους πρώτους αιώνες μετά το Χριστό, το θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό ρεύμα στηρίζεται όλο και περισσότερο στην Αγία Γραφή. Μεγάλες μορφές της εκκλησίας στη δύση και στην ανατολή, όπως οι Τρεις Ιεράρχες, ο Ιερός Αυγουστίνος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ιερώνυμος, αποτελούν σημαντικότατες προσωπικότητες που με την πνευματική και την κοινωνική τους δράση εμφυτεύουν τις αρχές και τις αξίες της Αγίας Γραφής στην κάθε μορφής κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα της εποχής τους. Κι όσο για την κοσμική σχολή που συνεχώς περιορίζει τη θρησκευτική -ας θυμηθούμε μονάχα τη βαθμιαία κοσμικοποίηση της ζωγραφικής τέχνης στη δύση και κυρίως στην Ιταλία μετά την αναγέννηση- η επίδρασή της πάνω και στη βιβλική μεγαλώνει όλο και περισσότερο -δυστυχώς- καθώς περνούν οι αιώνες, ώσπου στο τέλος -στα δικά μας τα χρόνια- τείνει να την εξαφανίσει ή να την απορροφήσει. Από το άλλο όμως μέρος -ευτυχώς- και η επίδραση της βιβλικής σχολής, η επίδραση δηλ. των βασικών αρχών της Αγίας Γραφής, είναι ολοφάνερη ακόμη και σήμερα πάνω στο κοσμικό κατασκεύασμα του αιώνα μας -το είπαμε και πιο πριν και το ζούμε καθημερινά. Εξάλλου η ίδια η γαλλική επανάσταση, παιδί του αθεϊστικού διαφωτισμού του 18ου αιώνα, είχε μέσα της σπέρματα χριστιανικής και βιβλικής προέλευσης, όπως είναι οι έννοιες της αδελφοσύνης, της ισότητας και της ελευθερίας, πράγμα που παραδέχονται πολλοί στοχαστές κι ανάμεσά τους και ο περίφημος σύγχρονός μας ιταλός συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο. Σε κάποιο μάλιστα άρθρο του ο Έκο αναγνωρίζει την ανωτερότητα της αμερικανικής επανάστασης σε σχέση με τη γαλλική. Δεν είναι όμως σε θέση να εξηγήσει με επάρκεια ή -το πιθανότερο- δεν θέλει να εξηγήσει πού οφείλεται αυτή η διαφορά στην ποιότητα των δύο επαναστάσεων. Για μας τους ευαγγελικούς χριστιανούς το φαινόμενο αυτό δεν αποτελεί μυστήριο, μια και ξέρουμε πολύ καλά -και είμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι γι’ αυτό- πως η αμερικανική επανάσταση με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας στηρίχτηκε στο κυριότερο ποσοστό της στο πνεύμα και στις αρχές της Αγίας Γραφής, γι’ αυτό και το οικοδόμημά της αποδείχτηκε τόσο στέρεο κι άντεξε τόσο πολύ στο χρόνο. Αντίθετα, η γαλλική επανάσταση, εκτός από τον αποτρόπαιο κι αιματηρό χαρακτήρα της, έχει στο παθητικό της ότι γρήγορα εκφυλίστηκε σε τρομοκρατία και τυραννία, που έδωσε τη θέση της στο απολυταρχικό καθεστώς του Ναπολέοντα. Κι όσο για τη «μεγάλη» ρωσική επανάσταση, το πραξικόπημα δηλ. των μπολσεβίκων που σφετερίστηκε την επανάσταση του ρωσικού λαού, ένα αθεϊστικό κατασκεύασμα της πιο στυγνής τυραννίας και της πιο απόλυτης άρνησης του ίδιου του ανθρώπου, δεν χρειάζεται να μιλήσουμε καν γι’ αυτό. Είναι γνωστά σε όλους μας και ο χαρακτήρας του και η πορεία του και η κατάληξή του.
Για τη διάκριση τώρα του «θρησκευτικού» τρόπου σκέψης από το «βιβλικό» που κάναμε πιο πάνω, δε νομίζω πως πρέπει κανείς ν’ απορεί και τόσο πολύ. Είναι γνωστό από τη λαϊκή θυμοσοφία πως «πίτα γερή και σκύλος χορτάτος» δεν πάνε μαζί. Δεν μπορείς να περιμένεις να επιδράσει άμεσα κι αποτελεσματικά η Αγία Γραφή στον πολιτισμό και στον τρόπο σκέψης σου, όταν αλλοιώνεις το περιεχόμενο της πίστης και βασικές έννοιες της Αγίας Γραφής με τη λεγόμενη ιερά παράδοση, ένα οικοδόμημα ανθρώπινο, προϊόν συμβιβασμών και παλιών ειδωλολατρικών συνηθειών, που παραμόρφωσε την πίστη του Χριστού και τη μετέβαλε σε θρησκεία με ιερατείο, τελετουργίες και κοσμικές εξουσίες. «Για να φτάσουμε στην αλήθεια σε όλα τα πράγματα πρέπει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να πιστεύουμε ότι κάθε τι που φαίνεται σε μας άσπρο είναι μαύρο, αν η ιεραρχική εκκλησία το ορίζει έτσι», αναφέρει ένας από τους βασικούς κανόνες των ιησουιτών. Αντικαταστάθηκε έτσι η βιβλική αυθεντία που εκφράζει το απόλυτο θέλημα του Θεού και που με τόση πίστη ακολούθησαν οι απόστολοι και οι πρώτοι πατέρες της εκκλησίας, από την εξουσία του εκκλησιαστικού κατεστημένου που καθορίζει την ηθική και τις πνευματικές αξίες σύμφωνα με το συμφέρον του -ας θυμηθούμε μονάχα τις πολιτικές και κάθε άλλου είδους ραδιουργίες του παπικού θρόνου στο μεσαίωνα και στην αναγέννηση- σύμφωνα με την παράδοση, και σύμφωνα ακόμη και με τη θέληση του άρχοντα της κοσμικής εξουσίας, που πολύ συχνά βαδίζει χέρι-χέρι με το θρησκευτικό κατεστημένο. (Πρόχειρο και πολύ κοντινό μας παράδειγμα ο ασφυκτικός εναγκαλισμός εκκλησίας και κράτους στη χώρα μας, που κανένας μέχρι τώρα δεν κατάφερε να καταργήσει.) Δεν είναι τυχαίο το ότι στις χώρες που δέχτηκαν την επίδραση του θρησκευτικού πολιτιστικού ρεύματος όπως π.χ. σ’ εμάς εδώ μέχρι και σήμερα, -καθώς και στις λατινικές χώρες πιο παλιά περισσότερο από σήμερα- η ιεραρχία είναι πανίσχυρη και συχνά βρίσκεται πάνω και από την κοσμική εξουσία, σπάνια γίνεται από επίσημα χείλη αναφορά στο Θεό, στην Αγία Γραφή, στη διδασκαλία της και στις αξίες που εκφράζει, σπάνια γίνεται λόγος για το πρόσωπο του Χριστού και την αναγεννητική δύναμη του σταυρού Του, και στη θέση τους μπαίνει μια μονάχα απρόσωπη και κάπως αόριστη έννοια, η Εκκλησία: «η Εκκλησία διδάσκει», «η Εκκλησία λυτρώνει», «οι αξίες της Εκκλησίας», «η παράδοση της Εκκλησίας» και πολλά άλλα, κι ασφαλώς ο όρος «Εκκλησία» με κανένα τρόπο δεν αναφέρεται στο σύνολο των πιστών όπως τον καθορίζει η Αγία Γραφή. Κι αυτό βέβαια ανεξάρτητα από άξιες και συγκινητικές εξαιρέσεις ανάμεσα στον κατώτερο και ανώτερο κλήρο κάθε εποχής, που δυστυχώς όμως δε μεταβάλλουν τη γενική εικόνα και τη γενική πορεία.

Τούτος ο απλά θρησκευτικός τρόπος σκέψης με την περιθωριοποίηση ή και την ουσιαστική απουσία της Αγίας Γραφής, είναι που επηρεάζει αποφασιστικά ή και θεμελιώνει τον πολιτισμό του μεσαίωνα. Εποχή που έδωσε αρκετούς καλλιτέχνες, μας άφησε περίτεχνα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, γέννησε το γρηγοριανό άσμα κι έδωσε τα πρώτα βήματα της πολυφωνίας στη δύση καθώς και τη βυζαντινή μουσική και τα υπόλοιπα πολιτιστικά στοιχεία στην ανατολή, διέδωσε αρκετά από τα στοιχεία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, -απλώς τα διέδωσε, προπάντων μέσα στα μοναστήρια, χωρίς να τ’ αναπτύξει σημαντικά- υστερούσε όμως σε πολλά σημεία: στ’ ανθρώπινα δικαιώματα, στις πολιτικές ελευθερίες, στην επιστήμη, στην ευρύτητα της σκέψης -προπάντων- και σε πολλά άλλα. Κι όσο για τους περίφημους ιησουΐτες μερικούς αιώνες αργότερα με το τεράστιο εκπαιδευτικό τους έργο, προϊόν της αντιμεταρρύθμισης της καθολικής εκκλησίας, αμφιβάλλω κατά πόσο θάχαν θέση σε μια ομιλία που πραγματεύεται την επίδραση της Αγίας Γραφής στο δυτικό πολιτισμό. Σίγουρα το πνεύμα τους και αρκετές από τις αρχές τους, όπως το πασίγνωστο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», απομακρύνονται αρκετά από τις αρχές του Λόγου του Θεού. Άλλωστε έτσι κι αλλιώς η αντιμεταρρύθμιση στιγματίζεται από το φρικτό θεσμό της ιερής εξέτασης, που θα ήταν καλύτερα να μη μιλήσουμε καθόλου γι’ αυτόν.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, βλέπουμε πως υπάρχουν δύο ειδών αποκλίσεις από το πνεύμα της Αγίας Γραφής, που διδάσκει την ολόπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας κάτω από τον έλεγχο του Θεού: η πρώτη απόκλιση, που προέρχεται, ας πούμε, από τα δεξιά, είναι να διαστρεβλωθούν και να εκφυλιστούν οι βιβλικές αλήθειες σε μια στεγνή θρησκεία με ανούσιες διατάξεις, αναστολές και απαγορεύσεις, με αποτέλεσμα να στερέψει το ζωντανό νερό του Λόγου του Θεού και να εμποδιστεί η ευεργετική του επίδραση σ’ όλους τους τομείς της ζωής, κάτι που έγινε σ’ αυτό που ονομάσαμε «θρησκευτική -εκκλησιαστική- πολιτιστική σχολή» ή «θρησκευτικό -εκκλησιαστικό- πολιτιστικό ρεύμα». Κι η δεύτερη απόκλιση, από τ’ αριστερά, είναι να προσπαθήσει ο άνθρωπος να στηρίξει το οικοδόμημα του πολιτισμού του έξω από κάθε έννοια υπερφυσικού, μακριά απ’ το Θεό, βάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό στη θέση του Θεού. Κι αυτό είναι που ονομάσαμε «κοσμική πολιτιστική σχολή» ή «κοσμικό πολιτιστικό ρεύμα».

Είναι κυρίως απ’ το 16ο αιώνα και μετά που τα δύο πολιτιστικά ρεύματα, το βιβλικό που αντιπροσωπεύεται από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και που αναπτύσσεται κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, και το κοσμικό που αντιπροσωπεύεται από τον ουμανισμό –τον ανθρωπισμό- της αναγέννησης κι αργότερα στο 18ο αιώνα από το διαφωτισμό και που αναπτύσσεται κυρίως στη νότια Ευρώπη, προχωρούν παράλληλα κι αντιπροσωπεύουν δύο τελείως διαφορετικές κοσμοθεωρίες και φυσικά, δυο τελείως διαφορετικές πολιτιστικές αντιλήψεις. Η αφετηρία άλλωστε των δύο κινημάτων καθορίζει και την ίδια τη φύση τους. Η αναγέννηση ανακαλύπτει, ή, πιο σωστά, ξαναφέρνει στο προσκήνιο τον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο μαζί με τις όποιες αξίες ή ιδανικά αντιπροσωπεύει αυτός. Η θρησκευτική μεταρρύθμιση ανακαλύπτει την Αγία Γραφή που είχε σχεδόν εντελώς ξεχαστεί, ξαναγυρίζοντάς μας πίσω στις ρίζες της χριστιανικής πίστης.

Στο σημείο όμως αυτό θεωρώ εντελώς απαραίτητο να εκθέσω σε πολύ γενικές γραμμές ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές της Αγίας Γραφής που έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας, και που όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο, αρκετές από αυτές είτε τις αγνοούμε είτε δεν τις έχουμε συνειδητοποιήσει ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος, μας λέει η Αγία Γραφή, ο μοναδικός αυθεντικός λόγος του Θεού, είναι πλασμένος κατ ΄εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού του. Αποτελεί επομένως καθ ΄όλα σεβαστή προσωπικότητα, με αξία και αξιοπρέπεια, και με δημιουργικές δυνάμεις μέσα του. Κι αυτό συμβαίνει μ΄οποιοδήποτε άνθρωπο , είτε είναι μαύρος, λευκός ή κίτρινος, είτε είναι άντρας ή γυναίκα, είτε είναι επιστήμονας, καλλιτέχνης ή εργάτης. Κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να καταπιέζει και να τυραννά κάποιον άλλον ή κάποιους άλλους συνανθρώπους του, γιατί αυτό αποτελεί βάναυση προσβολή της δημιουργίας του Θεού. Τον άνθρωπο τον δημιούργησε ο Θεός ελεύθερο. Κι ελευθερία δε σημαίνει ασυδοσία, παρά διαβίωση και δραστηριοποίηση κάτω από τον ηθικό νόμο και τον έλεγχο του Δημιουργού και κάτω από τις βασικές αρχές που ορίζονται στην Αγία Γραφή κι όχι σε οποιονδήποτε κώδικα θρησκευτικού κατεστημένου η κάποιας ιεραρχίας. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου ο άνθρωπος θα υποκαταστήσει το Θεό και θα ορίσει δικούς του νόμους, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφή. Κι αυτό έγινε με την αποστασία της Εδέμ και την παρουσία της αμαρτίας. Και ακριβώς το λυτρωτικό έργο του Χριστού είναι που ξαναδίνει στον άνθρωπο τη χαμένη ελευθερία και αξιοπρέπεια, τη σωστή κατεύθυνση στη δημιουργικότητά του, καθώς και την ανθρώπινη ποιότητά του. Κι ακόμη τον τοποθετεί μέσα στον κόσμο –όχι έξω ή μακριά απ ΄αυτόν- να μαρτυρεί για την αλήθεια, να την εξαγγέλλει στους συνανθρώπους του, ν ΄αποτελεί ζωντανό παράδειγμα με τη ζωή του, να βοηθά τους άλλους όπου μπορεί να βοηθήσει, να εργάζεται δημιουργικά για τη δόξα του Θεού, ν ΄ αποτελεί το άλας και το φως του κόσμου.

Αυτή είναι με πολύ λίγα λόγια η διδασκαλία της Αγίας Γραφής σχετικά με τον άνθρωπο, την πτώση και τη δυνατότητα λύτρωσής του , καθώς και την «εν τω κόσμω» παρουσία και αποστολή του λυτρωμένου ανθρώπου, διδασκαλία που πάνω της κτίστηκε η θρησκευτική μεταρρύθμιση. Δεν πρέπει ωστόσο να φανταστούμε πως ό,τι επακολούθησε ήταν απαλλαγμένο από λάθη, από μικρότητες και πιο γενικά από ενέργειες ξένες ή και αντίθετες προς το Λόγο του Θεού και προς όσα η ίδια η θρησκευτική μεταρρύθμιση διακήρυττε και πίστευε. Είναι γνωστό σε όλους εκείνους που μελετούν την ιστορία, το τεράστιο κοινωνικό και μορφωτικό έργο του Καλβίνου στη Γενεύη, καθώς και τα άλλα άμεσα και έμμεσα αγαθά αποτελέσματα του θεοκρατικού καθεστώτος του, που επηρέασαν αποφασιστικά και επηρεάζουν ακόμα και σήμερα τις χώρες που ασπάστηκαν τον καλβινισμό, όπως η Ελβετία, η Βρετανία, η Ολλανδία και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ωστόσο το ίδιο αυτό θεοκρατικό καθεστώς με τις απαγορεύσεις, τις αστυνομεύσεις και τις τιμωρίες, αποτέλεσε τραγική παρανόηση και σαφή απόκλιση από το αληθινό πνεύμα της Αγίας Γραφής. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει το κλίμα και το καθεστώς της Παλιάς Διαθήκης στην εποχή της χάρης του Χριστού. Ο Θεός αφήνει τη δυνατότητα αποδοχής ή απόρριψης στον ίδιο τον άνθρωπο, και κανείς δεν μπορεί ν’ αναγκάσει κάποιον άλλον εκεί που ο Θεός σέβεται την ελευθερία του. Και δεν είναι μονάχα η Γενεύη του Καλβίνου. Πάρα πολλά πράγματα μέσα στην ευαγγελική εκκλησία θα είχανε προχωρήσει πιο σωστά και θα είχαν επηρεάσει πιο ευεργετικά το δυτικό πολιτισμό, αν οι ίδιοι οι οπαδοί της μεταρρύθμισης ήταν πιο συνεπείς σε όσα διακήρυτταν και σε όσα έλεγαν πως πίστευαν. Συνηθισμένο, βλέπετε, φαινόμενο η ασυμφωνία και η ασυνέπεια ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, ανάμεσα στα λόγια και στην εφαρμογή τους. Είπαμε πιο πριν για την αμερικανική επανάσταση και τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας που στηρίχτηκαν στις αρχές της Αγίας Γραφής. Ωστόσο αυτό δυστυχώς δεν αποτέλεσε εμπόδιο στο να διατηρηθεί για έναν ολόκληρο αιώνα ο θεσμός της δουλείας, και μάλιστα στη γνωστή αποτρόπαιη μορφή της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αληθινοί χριστιανοί μεταχειρίστηκαν τους δούλους με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι. Κι ακόμη ξέρουμε πως μεγάλοι χριστιανοί όπως ο Τζών Γουέσλεϋ (1703-1791) και ο Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς (1759-1833) αγωνίστηκαν για την κατάργηση της δουλείας. Σ’ ένα γράμμα του ο πρώτος –ο Γουέσλεϋ – γράφει στο νεαρό τότε Γουίλμπερφορς για τους αγώνες του ενάντια στη δουλεία: «Προχώρα εν ονόματι του Θεού και με την εξουσία της δικής του δύναμης, ώστε κι αυτή ακόμη η αμερικανική δουλεία- η πιο χυδαία που είδε ποτέ ο ήλιος- να εξαφανιστεί από μπροστά Του». Ωστόσο ούτε η καλή συμπεριφορά των πολλών χριστιανών απέναντι στους δούλους τους, ούτε οι αγώνες των επώνυμων χριστιανών για την κατάργηση της δουλείας θα πρέπει να μας κάνουν να ξεχνούμε το γεγονός ότι αρκετοί χριστιανοί, και γενικά η ευαγγελική –προτεσταντική- εκκλησία της Αμερικής , ανέχτηκαν το θεσμό της δουλείας και μερικοί υιοθέτησαν ύποπτες φυλετικές θεωρίες που κατάλοιπά της βρίσκουμε ακόμη και σήμερα. Κι ασφαλώς σ’ αυτό δε φταίει ούτε ο Θεός ούτε η Αγία Γραφή, που άλλα υποστηρίζει και διακηρύττει-ας μην το ξεχνάμε. Κι ακόμη δεν είναι καθόλου προς τιμήν της θρησκευτικής μεταρρύθμισης και των παιδιών της το ότι δε βοήθησε όσο έπρεπε στη δίκαιη κατανομή του πλούτου και δεν εμπόδισε όσο όφειλε την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, κι αυτό κυρίως στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα , με συνέπεια να δημιουργηθούν όλες εκείνες οι φριχτές συνοικίες με τις τρώγλες που περιγράφει τόσο παραστατικά ο Κάρολος Ντίκενς στα μυθιστορήματά του. Μα μήπως κάτι ανάλογο δε συμβαίνει και σήμερα; Μήπως ακόμη και στις μέρες μας πολλές χριστιανικές ομάδες δεν αδιαφορούν και δεν κλείνουν τα μάτια μπροστά σε φαινόμενα καταπίεσης, στέρησης της ελευθερίας και κοινωνικής αδικίας; Και δεν αποτελεί αυτό ολοφάνερη παραβίαση των αρχών της Αγίας Γραφής; Κι αυτό ανεξάρτητα από το κοινωνικό έργο της ίδιας της ευαγγελικής εκκλησίας και των οργανώσεών της, που κανείς δεν παραγνωρίζει την τεράστια σημασία του, και που σ’ αυτό, δυστυχώς, εμείς εδώ στην Ελλάδα υστερούμε απέναντι σε αντίστοιχες εκκλησίες και οργανώσεις του εξωτερικού, με αρκετά όμως ενθαρρυντικά σημάδια και βήματα- ευτυχώς- τον τελευταίο καιρό. Άλλο όμως η προσωπική ή εκκλησιαστική αγαθοεργία και άλλο ο αγώνας ενάντια σε κάθε μορφή αδικίας, όπου πολλές φορές η ευαγγελική εκκλησία δε βαθμολογήθηκε και δε βαθμολογείται με ικανοποιητικό βαθμό. Και κάτι ακόμη: οι χριστιανοί και η χριστιανική εκκλησία οφείλουν ν’ αποβλέπουν στον αρχηγό και τελειωτή της πίστης τους για να καθορίζουν την πορεία τους. Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο. Κι αυτό ακριβώς τους μεταβάλλει σ’ ελεύθερες προσωπικότητες κάτω από τον έλεγχο του Θεού, όπως είπαμε πιο πριν. Ωστόσο η εκκλησία έκανε και κάνει ένα μεγάλο λάθος, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω: αντί να βαδίζει με οδηγό το θέλημα του Θεού όπως αυτό εκφράζεται στην Αγία Γραφή, λειτουργεί απλώς «αντικοσμικά», πάσχοντας από το σύνδρομο της φοβίας απέναντι στον κόσμο και θεσμοθετώντας περιορισμούς και απαγορεύσεις που δεν έχει ορίσει πουθενά ο Λόγος του Θεού, με πολλά και πολύ άσχημα αποτελέσματα, που ανάμεσά τους είναι και η αναστολή και η παρεμπόδιση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, μ’ άλλα λόγια η ανακοπή της πορείας του σωστού υγιούς πολιτισμού. Και μην ξεχνάμε ένα πράγμα: όταν μια ανθρώπινη ομάδα- και στην περίπτωσή μας οι χριστιανοί – αποσυρθεί από το προσκήνιο και παραιτηθεί από τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, κάποια άλλη ομάδα που καραδοκεί-και στην περίπτωσή μας ο κόσμος με τα αθεϊστικά πολιτιστικά του στοιχεία- θα σπεύσει να εκμεταλλευθεί το κενό που δημιουργήθηκε και να πάρει την πρωτοβουλία και την πρωτοπορία, φαινόμενο που σχεδόν ολοκληρώθηκε στον αιώνα μας. Στα πρώτα βήματα της εκκλησίας του Χριστού, για παράδειγμα, η ελληνική και η ρωμαϊκή μουσική παράδοση ανθούσαν με μουσικά όργανα κάθε είδους και κάθε μορφής. Οι χριστιανοί απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τα διάφορα όργανα. Το καθένα απ’ αυτά τους θύμιζε κάποια κοσμική εικόνα, κάποιο πανηγύρι, κάποια αμαρτωλή σκηνή, ατμόσφαιρα πολέμου και άλλα παρόμοια. Κι αρνήθηκαν τη χρήση των μουσικών οργάνων, όχι επειδή τους την απαγόρευε ο Λόγος του Θεού που είναι γεμάτος από σχετικές αναφορές σε κάθε είδους μουσικό όργανο, αλλά από φόβο και αντίθεση προς τον κόσμο. Χάθηκε έτσι μια ευκαιρία για πολιτιστική ανάπτυξη κι επίδραση πάνω στον κοσμικό πολιτισμό. Το ίδιο έγινε και στα χρόνια της μεταρρύθμισης: η πολυφωνία και η χρήση οργάνων απαγορεύτηκε από τον Καλβίνο και τους καλβινιστές. Τους θύμιζε τον κόσμο και την καθολική εκκλησία. Αποτέλεσμα ήταν να φτωχύνει η μουσική στις καλβινιστικές εκκλησίες και να περιοριστεί ή συνεισφορά τους στη μουσική, κάτι που πληρώνουμε ακόμη και σήμερα. Ακριβώς το αντίθετο έγινε με το Λούθηρο και τους λουθηρανούς: ο Λούθηρος, πνεύμα ανοιχτό κι ελεύθερο, που ήξερε πολύ καλά να ξεχωρίσει ανάμεσα στην αληθινά βιβλική και στη διαστρεβλωμένη «αντικοσμική» νοοτροπία, λάτρης κι ο ίδιος της μουσικής τέχνης, άφησε ελεύθερη τη μουσική ν’ αναπτυχθεί μέσα στην ευαγγελική λουθηρανική εκκλησία με σπουδαία αποτελέσματα στον καιρό του και προπάντων στα κατοπινά χρόνια, με αποκορύφωμα τη μουσική παρουσία και δημιουργία του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ και μιας σειράς άλλων σημαντικών συνθετών. Τεράστια, λοιπόν , ή συνεισφορά της ευαγγελικής εκκλησίας στη μουσική από το λουθηρανικό κλάδο της, ελάχιστη και φτωχική από τον καλβινιστικό λόγω αντικοσμικών αναστολών και απαγορεύσεων. Και το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε πολλούς άλλους τομείς.

Τούτες ωστόσο οι αρνητικές πλευρές με κανένα τρόπο δεν μπορούν να σκεπάσουν τη θετική, τη θετικότατη συμβολή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, του μοναδικού δηλαδή καθαρά βιβλικού τρόπου σκέψης, στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού. Ο Ernst Troltsch, μεγάλος γερμανός θεολόγος και κοινωνιολόγος, τονίζει πως «στο συνολικό του αποτέλεσμα ο προτεσταντισμός αποκατέστησε με ευεργετικό τρόπο την ανεξαρτησία της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, και αφού υποχώρησε από την αρχική δογματική σκληρότητά του, άνοιξε επίσης ένα καρποφόρο πεδίο για τη μοντέρνα απόκτηση γνώσεων.» Έχει ακόμη ειπωθεί από σοβαρούς εκκλησιαστικούς ιστορικούς, πως το να βγάλουμε τον Καλβίνο από την ιστορία του δυτικού πολιτισμού είναι σα να διαβάζουμε την ιστορία με το ένα μάτι μας κλειστό. Κατά ένα περίεργο, όχι όμως ανεξήγητο τρόπο, «το καθεστώς του Καλβίνου στη Γενεύη εικονίζει το ακριβώς αντίθετο της ελευθερίας, κι όμως ο καλβινισμός κατέληξε να είναι από τους μεγαλύτερους παράγοντες της πολιτικής ελευθερίας που χαίρονται οι μοντέρνοι άνθρωποι», όπως ομολογεί ο Harry Emerson Fosdick, ένας από τους μεγαλύτερους αμερικανούς θρησκευτικούς στοχαστές. Κι αυτό εξηγείται απ’ το γεγονός πως όταν ο λαός μάθει να εκλέγει τους πνευματικούς του ποιμένες-όπως θεσπίστηκε στις καλβινιστικές εκκλησίες- σύντομα θ’ απαιτήσει να εκλέγει και τους κοσμικούς κυβερνήτες του. Κι όχι μόνο να τους εκλέγει, αλλά και να τους ελέγχει όταν οι πράξεις τους ξεφύγουν από το μοναδικό αναλλοίωτο νόμο που δέχονται οι άνθρωποι της μεταρρύθμισης, το νόμο του Θεού, όπως αυτός αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή. Το πνεύμα αυτό καθοδήγησε και τους πουριτανούς στην Αγγλία με τον Κρόμβελ για να επαναστατήσουν ενάντια στο βασιλιά Κάρολο, και οδήγησε και στη διακήρυξη της αμερικανικής ανεξαρτησίας που γι’ αυτήν μιλήσαμε πιο πριν, κι όπου το πνεύμα της μεταρρύθμισης, και μάλιστα του καλβινιστικού κλάδου της, έπαιξε τόσο σοβαρό ρόλο, ώστε δίκαια ο Καλβίνος να χαρακτηρίζεται σαν «ο ουσιαστικός ιδρυτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Γνήσιο τέκνο της μεταρρύθμισης κι ο Τζών Γουέσλεϋ που αναφέραμε παραπάνω, ο μεγάλος χριστιανός ιεροκήρυκας του 18ου αιώνα, που το πνευματικό του έργο στην Αγγλία προχωρά τόσο βαθιά, ώστε πολλοί σοβαροί ιστορικοί να υποστηρίζουν πως με την επίδραση του κηρύγματος και των κοινωνικών ιδεών του Γουέσλεϋ και των συνεργατών του υιοθέτησε η Αγγλία με τρόπο ειρηνικό πολιτικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, και κατάφερε ν’ αποφύγει την περιπέτεια μιας αιματηρής αναταραχής παρόμοιας μ’ εκείνη της γαλλικής επανάστασης- κάτι που ίσως θα είχε συμβεί και στην ίδια τη Γαλλία, αν δεν είχε προκληθεί με τη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου δυόμισι αιώνες πριν από τη γαλλική επανάσταση η εξολόθρευση των ουγενότων-γάλλων μεταρρυθμιστών- που εκπροσωπούσαν ό,τι πιο αναπτυγμένο και προοδευτικό στη χώρα. Ενδιαφέρον άλλωστε το φαινόμενο, πως σε καμιά από τις χώρες όπου επικράτησε η μεταρρύθμιση-Αγγλία, ΗΠΑ, Ολλανδία, σκανδιναβικά κράτη, Ελβετία, Γερμανία-δε στέριωσαν δικτατορικά καθεστώτα, εκτός από τη Γερμανία του Χίτλερ, όπου όμως η ευαγγελική εκκλησία σ’ ένα σημαντικό ποσοστό της αγωνίστηκε ηρωικά ενάντια στην τυραννία. Κι έχουμε ακόμη δύο «περίεργα» φαινόμενα: το πρώτο, πως στις ίδιες αυτές χώρες ελάχιστη απήχηση βρήκαν η θεωρία του μαρξισμού και οι ιδέες του κομμουνισμού στην ολοκληρωτική τους μορφή. Και το δεύτερο, πως οι χώρες αυτές στάθηκαν-και είναι ακόμη- από τις πιο ισχυρές οικονομικά και πιο προοδευτικές χώρες του πολιτισμένου κόσμου. Δεν είναι δυνατόν την ώρα αυτή να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το τόσο ενδιαφέρον αυτό φαινόμενο. Πρέπει όμως να πούμε -και ίσως αυτό δεν είναι άσχετο με το προηγούμενα-πως το καλβινιστικό πνεύμα και οι διδασκαλίες του Καλβίνου, και ιδιαίτερα η διδασκαλία του πως η οργανωμένη και συστηματική εργασία στην υπηρεσία και μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού συνόλου προάγει τη δόξα του Θεού και αποτελεί θέλημά Του, ήταν που γέννησε στις αγγλοσαξονικές κυρίως χώρες το πνεύμα του καπιταλισμού με την αρχική υγιή έννοια της λογικά οργανωμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, που άνοιξε το δρόμο στη βιομηχανική επανάσταση και στη σημερινή οικονομική πρόοδο. Κι αυτό το υποστηρίζουν πολλοί σοβαροί κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι του 20ου αιώνα, κι ανάμεσά τους κι ο περίφημος γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber στο κλασικό σύγγραμμά του «η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού». Κι ας μην ξεχνάμε, πως πολλά από τα στοιχεία αυτά μεταφέρθηκαν με τους ιεραποστόλους-κι όχι μονάχα μ’ αυτούς – σε χώρες της Αφρικής κι αλλού, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την οργάνωση των κοινωνιών τους. Δεν έχει, βλέπετε, μονάχα την κακή και σκοτεινή πλευρά της η αποικιοκρατία…

Κι όσο για το άλλο μεγάλο οικονομικοκοινωνικό σύστημα του δυτικού κόσμου, το σοσιαλισμό, εκτός από τους κάθε μορφής αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνικές κατακτήσεις από μέρους διαφόρων ομάδων της ευαγγελικής εκκλησίας, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι πρωτοπόρος στο λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» υπήρξε η Γερμανία, όπου ο λουθηρανισμός είχε πάντοτε ενθαρρύνει το πνεύμα του κρατικού προστατευτισμού-της λήψης δηλ. μέτρων από μέρους του κράτους για να παρεμποδιστεί ή εκμετάλλευση και η κοινωνική αδικία-και ότι ο πιετισμός- ευαγγελικό κίνημα κι αυτό- επιτάχυνε και επαύξησε το ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόνοια. Με αποτέλεσμα ο Μπίσμαρκ, ο δημιουργός του σημερινού γερμανικού κράτους, να υιοθετήσει στα τέλη του περασμένου αιώνα προωθημένη κοινωνική νομοθεσία ακολουθώντας μια πολιτική που ο ίδιος ονόμασε «χριστιανικό σοσιαλισμό».

Πριν από μερικά χρόνια το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» δημοσίευσε ένα μικρό άρθρο που αναδημοσιεύτηκε στην ελληνική εφημερίδα
«Τα Νέα» και σχολιάστηκε μάλιστα και από το περιοδικό μας το «Σάλπισμα» . Ανάμεσα στ’ άλλα με τον τίτλο «Οι Προτεστάντες» αναφέρει το άρθρο: «Δεν θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, όσο να τον επισκευάσουν. Είναι τυχαίο άραγε που όλο τους συναντάμε στην κορυφή, υπεύθυνους, αυτάρκεις, να δουλεύουν σοβαρά, μεθοδικά, και να διακρίνονται στον τομέα τους, και μάλιστα στην πολιτική, όπου κάτι φαίνεται να τους σπρώχνει συνήθως στη μη κομμουνιστική αριστερά ; Κυριαρχούν στην (καθολική ) Γαλλία, δεσπόζουν στη Γερμανία και τη Β. Ευρώπη και τις Η ΠΑ . Από τον Μπούς [τον πατέρα] και τον Ροκάρ ως τον Ντέσμοντ Τούτου και τον Ζοσπέν ή τον Γκοντάρ, όλοι έχουν κοινά στοιχεία: είναι φίλεργοι, προσεκτικοί στην ιδιωτική τους ζωή, τελειομανείς, ανεκτικοί, μοντέρνοι, δημοκρατικοί. «Πράγματι», λέει κάποιος επιτελής του Ροκάρ, επίσης ουγενότος, «υπάρχουν μεταξύ μας σημεία αναγνώρισης, όπως η συνεχής επιδίωξη της μόρφωσης και μια “νοοτροπία εργασίας”».

Αυτά γράφει ο «Νουβέλ Ομπσερβατέρ». Που αποτελούν σπουδαία επαλήθευση για όσα υποστηρίζουμε σχετικά με την επίδραση του βιβλικού πνεύματος, του πνεύματος της μεταρρύθμισης, στη δημιουργία του δυτικού πολιτισμού και στη νοοτροπία του ανθρώπου της δύσης. Φυσικά, όλα τα ονόματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν ανήκουν σε γνήσιους χριστιανούς. Όλοι τους όμως είναι γνήσια τέκνα της μεταρρύθμισης, του προτεσταντισμού, του «βιβλικού πολιτισμού». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως μιλάμε για την επίδραση της Γραφής στο δυτικό πολιτισμό και όχι για τους πιστούς χριστιανούς που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του, γιατί διαφορετικά θάχαμε να πούμε πολλά ονόματα και στην επιστήμη, και στην τέχνη, και στην πολιτική, και στους διάφορους κλάδους της κοινωνικής ζωής. Ένα είναι σίγουρο: μας λέει ο Λόγος του Θεού «παν ό,τι πράττετε εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Κύριον και ουχί εις ανθρώπους». Κι αυτό ακριβώς προσδιορίζει την ποιότητα της «εν τω κόσμω» παρουσίας του χριστιανού, που τονίστηκε τόσο πολύ από τους μεταρρυθμιστές. Κι είναι αυτό που καταρρίπτει τη θεωρία μερικών πως τάχα οι χριστιανοί δεν είναι υποχρεωμένοι ή δεν μπορούν να είναι καλοί σπουδαστές, καλοί επιστήμονες, καλοί καλλιτέχνες, καλοί επιχειρηματίες, γιατί αυτό δήθεν δε συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις τους και την απασχόλησή τους στο έργο του Θεού και με την ενατένισή τους στη μελλοντική ζωή πέρα από τον παρόντα κόσμο. Θεωρία που δικαιολογεί μονάχα την τεμπελιά, την αδράνεια και τη μετριότητα. Η πραγματικότητα είναι ακριβώς αντίθετη: η επιμέλεια και η ποιότητα στη δουλειά μας αποτελούν στοιχεία της καλής μας μαρτυρίας και συμβάλλουν στη δόξα του Θεού και στην πρόοδο του έργου Του. Κι ακριβώς το ίδιο, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό, ισχύει και για οποιαδήποτε διακονία μας μέσα στην εκκλησία του Χριστού.

Τεράστια, λοιπόν, η επίδραση της Αγίας Γραφής στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού. Άμεση κι εντελώς χειροπιαστή σ’ εκείνες τις χώρες που τη δέχτηκαν σαν το μοναδικό αυθεντικό λόγο του Θεού χωρίς προσθήκες και παραδόσεις, έμμεση στους υπόλοιπους λαούς, στο τυπικά θεοκρατικό θρησκευτικό Βυζάντιο και στις καθολικές χώρες της νότιας Ευρώπης που αρνήθηκαν ν’ ακολουθήσουν τη μεταρρύθμιση, αναπτύσσοντας ένα μείγμα «θρησκευτικού» πολιτισμού όπως τον περιγράψαμε πιο πριν – με ομολογουμένως αξιοθαύμαστα στοιχεία- και «κοσμικού» με την επίδραση της αναγέννησης κι αργότερα του διαφωτισμού. Κι είναι ακόμη και σήμερα έκδηλη τούτη η διαφορά ανάμεσα στα δύο πολιτιστικά ρεύματα, το θρησκευτικό- εκκλησιαστικό κι εκείνο της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Πριν από λίγα χρόνια ( στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ) κάποιο έγκυρο ελβετικό περιοδικό δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που αναδημοσιεύτηκε και στο δικό μας «Το Βήμα». Σ’ αυτό ο αρθρογράφος υποστήριζε πως οι χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης που ανήκουν στην ευαγγελική πίστη- Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία, Δανία- δε βλέπουν με καλό μάτι την ιεραρχική δομή της ευρωπαϊκής κοινότητας που θυμίζει ιερατείο καθολικής εκκλησίας. Γιατί η ελευθερία και η αυτονομία των τοπικών εκκλησιών κάνει τους προτεστάντες να «αρέσκονται σε ό,τι κατασκευάζεται από τη βάση προς τα πάνω, και απεχθάνονται ό,τι επιβάλλεται από την κορυφή προς τη βάση…. Στην απαίτηση για αλληλεγγύη» , προσθέτει το άρθρο, «η προτεσταντική παράδοση απαντά με απαίτηση για ελευθερία. Προβάλλει ως αξίες τον ατομικισμό[την επιδίωξη της ευημερίας του ατόμου], τον πραγματισμό, την προσωπική προσπάθεια, τη λογική έναντι του πάθους. Ωθεί σ’ ένα διαχωρισμό της οικονομίας από την καθαρή πολιτική, ευνοεί τη δημοκρατική ανάπτυξη κι όλες της μορφές της αυτονομίας». Κι ακόμη το άρθρο αναφέρει πως το οικολογικό κίνημα και οι στόχοι του συνδέονται στενά με την προτεσταντική θεώρηση και νοοτροπία, και τέλος πως «σε πολλούς τομείς η προτεσταντική παράδοση βρίσκεται πιο κοντά στις σημερινές κοινωνικές ανάγκες (οικολογία, φεμινισμός, νέες τεχνολογίες.)» Δεν μονοπωλούμε εμείς οι προτεστάντες την Αγία Γραφή και το πνεύμα της. Όλοι μας στο δυτικό κόσμο έχουμε πάρει πολλά απ’ αυτήν. Ασφαλώς όμως πιο πολλά παίρνουν εκείνοι που βρίσκονται πιο κοντά της, που τη θεωρούν τη μοναδική θεόπνευστη πηγή, που ανατρέχουν συνεχώς σ’ αυτήν, που τη μελετούν εδώ κι αιώνες, που περιμένουν να τους καθοδηγήσει σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής τους. Κι ασφαλώς αυτή είναι που τους διδάσκει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου του πλασμένου κατ’ εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού του, και το σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον που δημιούργησε και συντηρεί ο Θεός.

Βέβαια, το κεφάλαιο της επίδρασης της Αγίας Γραφής στον πολιτισμό μας δεν εξαντλείται εδώ. Θα μπορούσαμε για ώρες να μιλάμε για την τεράστια αλλαγή στα ήθη και στα έθιμα και στις αντιλήψεις όλων των λαών της Ευρώπης που τόση επίδραση άσκησαν και στους υπόλοιπους λαούς του κόσμου, ή για τις διάφορες γιορτές και την καθιέρωση της Κυριακής αργίας- πρώτο έμμεσο βήμα για κάποια ανάσα στις ατέλειωτες ώρες εργασίας, – για την μετά Χριστό χρονολογία μας, για την κατάκτηση αμέτρητων κοινωνικών δικαιωμάτων, και προπάντων για τους πολλούς χριστιανούς καλλιτέχνες, επιστήμονες, πολιτικούς, συγγραφείς, που επηρέασαν καθοριστικά την πολιτιστική πορεία της δύσης, και που φυσικά δεν ανήκουν όλοι τους στην ευαγγελική πίστη, και τέλος – όπως το είπαμε και στην αρχή – για το άφθονο υλικό που πρόσφερε η Αγία Γραφή με τα θέματα και τις ιστορίες της σαν πηγή έμπνευσης σε γλύπτες και ζωγράφους, σε μουσικούς, σε αρχιτέκτονες, σε μυθιστοριογράφους και θεατρικούς συγγραφείς. Όλα αυτά όμως είναι λίγο-πολύ γνωστά και αποτελούν άλλες πλευρές του θέματος, πιο χειροπιαστές ίσως, αλλά πάντως όχι σε τόσο βάθος και τόσο θεμελιακές όσο όλα εκείνα που εκθέσαμε προηγουμένως.

Σήμερα τα σημάδια της επίδρασης της Βίβλου στον πολιτισμό μας όλο και λιγοστεύουν. Ο ουμανισμός της αναγέννησης και ο διαφωτισμός του 18ου αιώνα που κήρυξαν τη χειραφέτηση του ανθρώπου από το Θεό και την απομάκρυνση από το θεϊκό νόμο και τις αρχές της Γραφής, ή αθεϊστική φιλοσοφία του ορθολογισμού και του υλισμού του 19ου αιώνα μ’ επικεφαλής την κοσμοθεωρία του μαρξισμού, η υπαρξιστική φιλοσοφία – η αθεϊστική της έκδοση- που κατεύθυνε σε ονειρικούς κόσμους, κάτι που υλοποιήθηκε στο σουρεαλισμό, στο θέατρο του παραλόγου και στη χρήση των ναρκωτικών στην εποχή μας- όλα αυτά, καθώς και πολλά άλλα παρόμοια φαινόμενα και ρεύματα, κατάφεραν να καταστρέψουν και να ξεριζώσουν τα στέρεα βιβλικά θεμέλια που πάνω τους είχε κτιστεί ένα μεγάλο μέρος του δυτικού πολιτισμού. Αυτό όμως είναι ένα άλλο πολύ σημαντικό κεφάλαιο που σίγουρα θ’ άξιζε ν’ ασχοληθούμε μαζί του μια άλλη φορά.
Δυο μονάχα σημεία θα ήθελα να θίξω πάνω σ’ αυτό, με δυο μόνο λόγια. Το πρώτο είναι πως από τη στιγμή που βγαίνει από τη μέση η αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος «εν τιμή», κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, αυτόματα χάνεται η αξία του και ο σεβασμός απέναντί του. Έτσι εξηγούνται πάμπολλες από τις φοβερές περιπέτειες και τα θλιβερά φαινόμενα του αιώνα μας και της εποχής μας.

Το δεύτερο σημείο είναι πως από τη στιγμή που καταργούνται οι ηθικοί κανόνες για τα άτομα και τις κοινωνίες όπως διατυπώνονται στην Αγία Γραφή, από τη στιγμή δηλαδή που καταργείται ο νόμος του Θεού, τότε ο οποιοσδήποτε άρχοντας, η οποιαδήποτε βουλή ή η οποιαδήποτε «ελίτ» -εκλεκτή τάχα μερίδα της κοινωνίας- μπορεί να ορίσει στη θέση του νόμου του Θεού που έχει καταργηθεί τους δικούς της αυθαίρετους κανόνες σχετικά με τη ζωή, με το θάνατο, με τον πολιτισμό. Κάτι που ήδη βιώνουμε με φαινόμενα όπως η εξάπλωση των εκτρώσεων, ή συζήτηση και ή εφαρμογή της ευθανασίας, η κλωνοποίηση με τα άγνωστα ακόμη επακόλουθά της και αρκετά άλλα παρόμοια. Όλα δείχνουν πως βαδίζουμε πια στη «Νέα Εποχή», το New Age, την εποχή του αντίχριστου.

Ας μην κατηγορούμε όμως μονάχα τους ανθρώπους του κόσμου για την κατάληξη αυτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά προβλέπονται από την Αγία Γραφή όταν μιλά για τις «έσχατες μέρες», αυτό όμως δεν απαλλάσσει τους χριστιανούς από την ευθύνη τους για ό,τι έγινε. Και η ευθύνη τους είναι πολλαπλή: Πρώτ’ απ’ όλα γιατί, όπως είδαμε, αρκετοί ή αδράνησαν κι αδιαφόρησαν ή υιοθέτησαν αντιβιβλικές θεωρίες σαν αυτήν της υπεροχής της λευκής φυλής. Κι άφησαν να πέσουν σε ξένα χέρια αξίες και θησαυροί που βρίσκονται στη Βίβλο, όπως οι έννοιες της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ανθρώπινης δημιουργικότητας, της ισότητας των φυλών και των δύο φύλων και πολλά άλλα. Κι οι ίδιοι, οι χριστιανοί, που θάπρεπε να είναι πρώτοι πάντα στην πορεία για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κατηγορήθηκαν, δίκαια πολλές φορές, για σκοταδισμό και οπισθοδρομικότητα. Κι ακόμη η ευθύνη των ευαγγελικών χριστιανών είναι τεράστια, γιατί ενώ η μεταρρύθμιση τόνισε τόσο πολύ τη βιβλική διδασκαλία της «εν τω κόσμω» παρουσίας του χριστιανού και της δραστηριότητάς του σ’ όλους τους τομείς της ζωής «για την αύξηση της δόξας του Θεού», οι πιστοί καθώς περνούσαν οι αιώνες στένευαν όλο και περισσότερο τους ορίζοντές τους με περιορισμούς, απαγορεύσεις και αναστολές, περιχαρακώθηκαν στο εκκλησιαστικό τους περιβάλλον δημιουργώντας ένα είδος «νεοαναχωρητισμού», ενός δηλ. «εν τω κόσμω» μοναχισμού, και άφησαν την εξέλιξη του πολιτισμού σε ξένα χέρια προσφέροντάς τους ακόμη και τους ίδιους τους τους πολιτιστικούς θησαυρούς, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα μουσικά θρησκευτικά έργα που εκτελούνται από κοσμικά συγκροτήματα, άψογα από τεχνική άποψη, ψυχρά και ουδέτερα από πνευματική.

Αγαπητοί μου φίλοι, αγαπητοί μου αδελφοί.

Ξανάγινε της μόδας στη χώρα μας τώρα τελευταία, με την αναβίωση-δυστυχώς- των κάθε μορφής φανατισμών, εθνικιστικών και θρησκευτικών, να στρέφονται τα πυρά ενάντια στους «αιρετικούς» και να αντιμετωπίζονται αυτοί μ’ εχθρότητα και περιφρόνηση από μέρους αρκετών όψιμων ζηλωτών, που δεν ξέρουν «ούτε τι πιστεύουν ούτι περί τίνων διισχυρίζονται», και ασφαλώς –μόνιμα- και από μέρους του ανώτερου κλήρου. Πιστεύω πως από την αποψινή μας ομιλία έγινε ολοφάνερο ανάμεσα στ’ άλλα πως οι ευαγγελικοί- οι διαμαρτυρόμενοι- δεν είναι απλώς μια φούχτα «αιρετικοί» που ν’ αξίζουν οποιαδήποτε υποτίμηση, αλλά αντίθετα ένα χριστιανικό κίνημα- το δεύτερο σε αριθμό μετά την καθολική εκκλησία-δυναμικό, με συνεχή παρουσία εδώ και πέντε αιώνες στο προσκήνιο της δυτικής πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής, ένα κίνημα που με την τεράστια επίδρασή του διαμόρφωσε σ’ ένα μεγάλο ποσοστό του και το δυτικό μας πολιτισμό με της αρχές της Αγίας Γραφής, που φανατικά διατήρησε κι ακολούθησε σ’ ολόκληρη την πορεία της ιστορίας του. Όπως είπε και ο Γκαίτε, ο μεγάλος γερμανός ποιητής και συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα στην ιστορία του δυτικού κόσμου: «Δεν ξέρουμε για ποιο πράγμα απ’ όλα να πρωτοευχαριστήσουμε το Λούθηρο και τη μεταρρύθμιση γενικά. Έχουμε απελευθερωθεί από τα δεσμά της πνευματικής στενότητας στην αντίληψη: σαν συνέπεια του πολιτισμού μας, που όλο και αυξάνει, γίναμε ικανοί να ξαναγυρίσουμε στις πηγές και να συλλάβουμε το χριστιανισμό στην καθαρή του μορφή. Και γι’ ακόμη μια φορά έχουμε το θάρρος να σταθούμε πατώντας γερά πάνω στο έδαφος του Θεού και να εξετάσουμε τους εαυτούς μας στην ανθρώπινη φύση που μας χάρισε ο Θεός»
Ας μην τα ξεχνούν όλα αυτά όσοι από τους φίλους ορθόδοξους ακροατές μας μας έκαναν την τιμή να παρακολουθήσουν την αποψινή ομιλία. Κι ασφαλώς τούτη η επίδραση πάνω στον πολιτισμό και στην πορεία του ανθρώπου με κανένα τρόπο δε βρίσκεται σε αντίθεση ή διάσταση με την υπόσταση και τις πνευματικές ανάγκες του ελληνικού γένους, που πολύ καλά θα έκανε ν’ αφήσει κάθε είδους προκαταλήψεις και συνθήματα του τύπου «ελληνισμός ίσον ορθοδοξία» και «κάθε αντιορθόδοξο είναι ανθελληνικό», όπως ακούγεται κάθε τόσο –κι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια- από επίσημα κι ανεπίσημα χείλη.
Αυτό είναι το πρώτο, ίσως έμμεσο συμπέρασμα και δίδαγμα. Και το δεύτερο, άμεσο και σημαντικότερο δίδαγμα απόψε είναι τούτο: ζούμε σε μια
«μεταχριστιανική» εποχή που δε δικαιολογεί καμιά καθυστέρηση, καμιά αδράνεια και καμιά αμέλεια. Οι χριστιανοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σ’ όποιο δόγμα κι αν ανήκουν, έχουν μια δυναμική, σχεδόν «επιθετική»
πρόταση κι απάντηση στην ξέφρενη πορεία της ανθρωπότητας όπου την οδήγησε η απομάκρυνση από τις βασικές αρχές της Αγίας Γραφής. Κι αυτός ο «επιθετικός», ας πούμε, χαρακτήρας του χριστιανισμού δεν πρέπει να διακρίνει μονάχα τη χριστιανική μας μαρτυρία και την ευαγγελιστική μας δραστηριότητα, μα και την παρουσία μας σ’ όλους τους τομείς της ζωής, σ’ ολόκληρη την κλίμακα του πολιτισμού μας. Ελπιδοφόρα σημάδια για την ευαγγελική εκκλησία –κι ασφαλώς θα υπάρχουν τέτοια και στην ορθόδοξη και στην καθολική σε διάφορα μέρη του κόσμου- κάποια σεμινάρια και κινητοποιήσεις χριστιανών ανθρώπων του πνεύματος πάνω σ’ όλους τους τομείς του πολιτισμού. Ίσως δεν μπορούμε να κερδίσουμε ολόκληρο το χαμένο χρόνο και το χαμένο χώρο. Σίγουρα όμως έχουμε περιθώρια για περισσότερη κι εντονότερη παρουσία. Γιατί –ας μην το ξεχνούμε- πριν από τη «Σιωπή των Αμνών» -το θυμάστε εκείνο το άψογα σκηνοθετημένο και άρτιο τεχνικά κινηματογραφικό εξάμβλωμα- είχε προηγηθεί για πολλούς αιώνες η σιωπή των χριστιανών.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.