Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του δρος Π. Παπαγεωργίου (2001)

Όλο και συχνότερα και με ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στις ημέρες μας ακούμε και διαβάζουμε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης εκπροσώπους της ελληνορθόδοξης ιδεολογίας να αναφέρονται στην ταύτιση ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Γνωστές και παλιές οι ιδέες αυτές, το νέο και καινοφανές ωστόσο είναι οι υψηλοί τόνοι με τους οποίους στις ημέρες μας διακηρύσσονται. Η ελληνορθόδοξη ιδεολογία δεν ταυτίζεται, σπεύδουμε να το πούμε, με την Ορθοδοξία1 και δεν είναι στους στόχους μας να αντιπαραθέσουμε στο άρθρο αυτό την ευαγγελική πίστη με την ορθόδοξη -έτσι εξηγείται και η ανομοιομέρεια του τίτλου – ούτε να αρνηθούμε τον ολοφάνερο στενό δεσμό – άλλο δεσμός, άλλο ταύτιση – του ελληνισμού με την τελευταία. Ο στόχος μας είναι να δείξουμε ότι μέσα από τη μη ορθόδοξη ταύτιση ελληνισμού και Ορθοδοξίας και τη κατασυκοφάντηση της δυτικής χριστιανικής πίστης κάποιοι προσπαθούν ανάμεσα σε άλλα να παρουσιάσουν όσους ανήκουν στις χριστιανικές μειονότητες στη χώρα μας ως ανθέλληνες. Οφείλουμε λοιπόν να άρουμε κάποιες παρεξηγήσεις.

Η νέα έμφαση στο όλο ζήτημα εξηγείται, μπορεί να καταλάβει κανείς, ενόψει της σταδιακής πολύπλευρης ένωσης της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενόψει της κατακλύζουσας την οικουμένη παγκοσμιοποίησης ή αμερικανοποίησης, όπως κάποιοι σωστότερα ίσως το θέτουν. Υπάρχει σύμφωνα με πολλούς ο κίνδυνος να αφομοιωθούμε ως έθνος μέσα στον οικουμενικό αυτό πολιτισμό της βαρβαρότητας, που άλλο θεό εκτός από το χρήμα δεν γνωρίζει. Άλλοι θεωρούν ότι ήδη έχουμε αφομοιωθεί και μιλούν για το τέλος του ελληνισμού. Όλες όμως οι φωνές που εκπροσωπούν το ελληνορθόδοξο ιδεώδες προβάλλουν τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό ως μόνη σανίδα σωτηρίας και για το έθνος μας αλλά και για τον κόσμο γενικότερα.

Ο τρόπος όμως με τον οποίο γίνεται συχνά η προσπάθεια να προβληθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός είναι μέσα από τον διπολισμό και την ακραία αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Έτσι η ρωμαιοκαθολική και διαμαρτυρόμενη Δύση συλλήβδην καταδικάζεται. Η Δύση, όντας βάρβαρη, δεν κατόρθωσε ποτέ, μας λέγεται, ούτε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τις αξίες του σωστά να ερμηνεύσει και να αφομοιώσει, ούτε όμως και τον χριστιανισμό να κατανοήσει μακριά από την πνευματικότητα των Πατέρων της Ανατολής. Η Δύση αποτελούσε πάντοτε έναν πολιτισμό της δύναμης και της επεκτατικότητας, που δεν γνώρισε, μας λένε, ποτέ τον Θεό της ελευθερίας και της αγάπης. Απόρροια ενός τέτοιου πολιτισμού είναι ο καπιταλισμός και ο μαρξισμός, ο ιμπεριαλισμός και η τωρινή παγκοσμιοποίηση. Ακόμη και ο χριστιανισμός της Δύσης, συνεχίζουν, είναι ένας ηθικίστικος και νομικίστικος επιφανειακός χριστιανισμός. Η ορθόδοξη Ανατολή από την άλλη πλευρά αντιπροσωπεύει, μας λέγεται, τον γνήσιο χριστιανισμό. Είναι ένας πολιτισμός ο οποίος έχει διαμορφωθεί μέσα από τη γνώση του Θεού της αγάπης. Η ρωμαίικη ορθόδοξη Ανατολή “φέρει τη σφραγίδα της άκτιστης χάρης του Θεού”. Το να είσαι Ελληνορθόδοξος σημαίνει να είσαι γνήσιος χριστιανός. Η Ανατολή, επειδή στην κοσμοθεωρία της ανατρέπει τη Δύση ολοκληρωτικά, μας λέγεται, δεν είναι αποδεκτή από τους ισχυρούς της γης ως πολιτισμός και γι’ αυτό θέλουν να την θέσουν υπό έλεγχο ή να την εξαφανίσουν. 2

Η παραπάνω θεώρηση των πραγμάτων από τη μια πλευρά εμπεριέχει μια δικαιολογημένη κριτική στην υλιστική πρακτική και τις αντιχριστιανικές αξίες που εν πολλοίς διέπουν τη σύγχρονη Δύση. Από την άλλη πλευρά όμως ο εμπρησμός των χλωρών μαζί με τα ξερά του στυλ “όλα τα δυτικά στο ίδιο τσουβάλι” μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί. Το παρόν άρθρο δεν έχει στόχο να εκθέσει πολιτικές ανησυχίες, αλλά να θέσει μόνο τα θρησκευτικά ζητήματα που απορρέουν από τις θέσεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Οι συνέπειες τέτοιων θέσεων είναι φανερές για κάθε ένα που τολμά να διαφέρει θρησκευτικά μέσα στην Ελλάδα. Η θρησκευτική διαφορετικότητα με λίγα λόγια ερμηνεύεται από κάποιους έμμεσα και από άλλους άμεσα ως εθνική μειοδοσία, ως προδοσία. Εάν κάποιος Έλληνας είναι καθολικός ή διαμαρτυρόμενος, τότε σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις ανήκει σε ό,τι έχει προηγουμένως οριστεί ως δυτική ιδεολογία, δηλαδή σε αυτή την ιδεολογία που κατά τους ορίσαντας όχι μόνο τον χριστιανισμό έχει νοθεύσει αλλά και κυβερνά σήμερα πολιτικά τον κόσμο μέσα από την αντίχριστη και αντιορθόδοξη παγκοσμιοποίηση. Ουσιαστικά όμως μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων από κάποιους εκπροσώπους του ελληνορθόδοξου ιδεώδους, δείχνει το πώς κάποιοι εκμεταλλεύονται τις ομολογουμένως δύσκολες παγκοσμίως ιστορικές συγκυρίες και τις εθνικές μας αγωνίες, για να προωθήσουν τα μικροδογματικά τους συμφέροντα και να λύσουν τις εσωτερικές τους διαφορές με τους “αιρετικούς”.

Αποτελεσματικότατο χαρτί λοιπόν κατά πάσης αιρέσεως το χαρτί του ελληνισμού! “Θέλεις να είσαι γνήσιος Έλληνας; Πρέπει να είσαι ορθόδοξος.” Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και αντίστροφα: “Θέλεις να είσαι γνήσιος χριστιανός; Πρέπει να κατανοείς τον χριστιανισμό μέσα από το ελληνικό πρίσμα.” το χαρτί αυτό του ελληνισμού και της παράδοσης προς το παρόν φαίνεται να κάνει τη δουλειά του. Διαβάζουμε ότι σήμερα 81% των Ελλήνων σε σχέση με το παλιότερο 67% του 1987 ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την Ορθοδοξία.3 Είναι όμως ένα χαρτί που μπορεί να κάψει τα δάχτυλα αυτών που το χρησιμοποιούν. Ήδη τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει αρκετούς υποστηρικτές ο νεοπαγανισμός, ο οποίος “παίζει” επίσης “το χαρτί” του ελληνισμού.4 Μικρό και ασήμαντο το κίνημα, θα ισχυρισθεί κάποιος, μας δείχνει όμως σαφέστατα πού οδηγεί ο άκρατος ελληνοκεντρισμός. Ελληνισμός και παράδοση κατά τους υποστηρικτές του νεοπαγανισμού σημαίνει αρχαιολατρία, δηλαδή επιστροφή στην πατρογονική αρχαία θρησκεία, στο δωδεκάθεο του Ολύμπου, στην ελληνική σκέψη και φιλοσοφία. Ο χριστιανισμός και η Ορθοδοξία για αυτούς είναι ξεκάθαρα εβραϊσμός και άρα άρνηση του ελληνισμού. Εδώ πλέον τίθεται το ερώτημα πόσο Έλληνες και πόσο παραδοσιακοί θέλουμε να είμαστε. Μέχρι πού θα προχωρήσουμε; Θα φθάσουμε στην ειδωλολατρία; Το ποιος θα χρησιμοποιήσει στο μέλλον καλύτερα το χαρτί του ελληνισμού – οι ορθόδοξοι ή οι νεοπαγανιστές – θα φανεί μέσα στο πέρασμα της ιστορίας. Αποδεικνύεται όμως εκ των πραγμάτων ότι ο Χριστός δεν χρειάζεται κανένα εθνικό δεκανίκι για να στηριχθεί. Μάλλον τα εθνικά δεκανίκια μπορούν να αποβούν επικίνδυνα οδηγώντας μας μακριά από τον Χριστό.

Αν μπορώ όμως να είμαι Έλληνας και ειδωλολάτρης – ποιος άραγε θα μπορούσε να αρνηθεί στους Έλληνες την ελληνικότητα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας; – δεν μπορώ άραγε να είμαι Έλληνας και χριστιανός αλλά μη ορθόδοξος ; Κάποιοι απαντούν κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και σε Έλληνες Ρωμιούς. Μας λένε λοιπόν πως Έλληνες μπορούν να είναι και ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι, ακόμη και άθεοι, αλλά μόνον οι ορθόδοξοι είναι Έλληνες Ρωμιοί.5 Στην περίπτωση αυτή, σπεύδουμε να το επισημάνουμε, και πάλι είναι ολοφάνερο πως κάποιοι προσπαθούν απεγνωσμένα να δημιουργήσουν δύο κατηγορίες Ελλήνων, τους καθαρούς και τους νόθους, τους γνήσιους και τους γραικύλους, τους πρώτης και τους δεύτερης κατηγορίας. Ως γνωστόν, το όνομα “Ρωμιός” δηλώνει ιδιαίτερα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας τον ελληνορθόδοξο χριστιανό, που ανήκει στο πολιτικοθρησκευτικό ίδρυμα του ρωμαίικου μιλλετιού (Rum milleti), και με τη γένεση του νεοελληνικού κράτους τον Έλληνα της Μικράς Ασίας. Ας δούμε λοιπόν στο σημείο αυτό μια πρώτη απάντηση εξ ορθοδόξων πριν συνεχίσουμε την εξέταση του επιχειρήματος της ρωμιοσύνης. Να πώς εκτιμά μια ορθόδοξη φωνή το σύστημα των οθωμανικών μιλλετιών και τις συνέπειές του στο έθνος και τη θρησκεία: “Το σύστημα των μιλλετίων προσέφερε μια ανεκτίμητη υπηρεσία: έκανε δυνατή την επιβίωση του Ελληνικού Έθνους …” όμως “… οδήγησε σε μια θλιβερή σύγχυση μεταξύ των εννοιών Ορθοδοξία και Έθνος. Οι Έλληνες … έφτασαν στο σημείο να μην μπορούν να ξεχωρίσουν την Εκκλησία από το Έθνος. Η Ορθόδοξη πίστη, που είναι οικουμενική, δεν περιορίζεται σε κανένα λαό, γλώσσα και πολιτισμό. Για τους Έλληνες όμως της Τουρκικής αυτοκρατορίας, “Ελληνισμός” και Ορθοδοξία συνδιαπλέχτηκαν πάρα πολύ, πολύ περισσότερο από ό,τι συνέβη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι συνέπειες αυτής της σύγχυσης συνεχίζονται μέχρι σήμερα.”6

Ας εξετάσουμε όμως από πιο κοντά το επιχείρημα της ρωμιοσύνης. Η ονομασία “Ρωμιός” της Τουρκοκρατίας, προέρχεται ως γνωστό από το εθνικό “Ρωμαίος” που δηλώνει τον υπήκοο του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή την πολυεθνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Η ερώτηση που τίθεται έστω και μέσα σε αυτή τη δεδομένη “σύγχυση” έθνους και θρησκείας στις προαναφερθείσες ιστορικές περιόδους είναι πόσο απόλυτα στεγανοί θρησκευτικά ήταν οι χαρακτηρισμοί του βυζαντινού Ρωμαίου αλλά και μεταγενέστερα του Ρωμιού. Ρωμαίοι ήταν όλοι οι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους και εκτός από τους οπαδούς της μοναδικής κρατικής θρησκείας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Ρωμαίοι ήταν και οι “αιρετικοί”, για παράδειγμα οι Παυλικιανοί. Τι να πούμε για εκείνους τους αυτοκράτορες των Ρωμαίων, που υποστήριξαν διαφορετικές απόψεις από αυτές της επίσημης Εκκλησίας;7 Τι να πούμε για περιπτώσεις όπου η ετεροδοξία, όπως στην περίπτωση της εικονομαχίας, είχε τις ρίζες της όχι μόνο στους αυτοκράτορες και την αυλή αλλά και μέσα στον στρατό και πάνω από όλα στον ανώτερο κλήρο; 8 Υπάρχει κανείς που αμφισβητεί το αν όλοι οι προαναφερθέντες ήταν “γνήσιοι” Ρωμαίοι, παρόλο ότι θεωρούνταν και θεωρούνται πολέμιοι της Ορθοδοξίας; Ή αντίθετα υπάρχει κανείς που αμφισβητεί πόσο “γνήσιοι” Ρωμαίοι ήταν εκείνοι οι εικονολάτρες που για να περισώσουν την “ορθόδοξη” εικονολατρία δεν δίστασαν να θυσιάσουν ζωτικά συμφέροντα του κράτους,9 να εξυψώσουν τον Πάπα της Ρώμης σε γνώμονα της αλήθειας δρέποντας αργότερα και τις συνέπειες,10 αλλά και να φθάσουν στο έγκλημα, όπως οι αιματοβαμμένες εικονολάτρισσες αυτοκράτειρες Ειρήνη και Θεοδώρα; Να ερωτήσουμε ακόμη ποια θα ήταν η σημερινή εικόνα της ρωμαίικης θρησκείας, αν εκείνη η μεταρρύθμιση των εικονομάχων είχε πετύχει και εορταζόταν σήμερα ως ορθοδοξία; Ή – για να έρθουμε και στο ρωμαίικο μιλλέτι – μήπως ο επικεφαλής του ρωμαίικου μιλετιού επί Τουρκοκρατίας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρις, ο οποίος φαίνεται ότι στη συνείδησή του υπήρξε καλβινιστής, αλλά και ο κύκλος των ανθρώπων τους οποίους επηρέασε, δεν ήταν και αυτοί Ρωμιοί;11 Ή – για να έρθουμε στη σύγχρονη ιστορία – οι μικρασιάτες ευαγγελικοί που ως Ρωμιοί Προτεστάντες υπέστησαν διωγμούς από τους Τούρκους κατά τη μικρασιατική καταστροφή μαζί με τους Ρωμιούς ορθοδόξους, δεν ήταν και αυτοί Ρωμιοί; Αν εκείνοι μαρτύρησαν για τη ρωμιοσύνη τους ποιος μπορεί να μην τους την αναγνωρίσει; Η καταφυγή στην ονομασία Ρωμιός λοιπόν απλώς μεταθέτει εσκεμμένα το πρόβλημα, αφού και το “Ρωμιός” όπως και το “Έλληνας” μπορούν τελικά να συμπεριλαμβάνουν διαφορετικές θρησκευτικές ταυτότητες και αντιλήψεις

Τι πιστεύουμε εμείς όμως ως Έλληνες Ευαγγελικοί – για να περάσουμε στις δικές μας τοποθετήσεις – για όσα λέγονται για την αντίθεση Δύσης και Ανατολής έτσι όπως κάποιοι θέλουν να την παρουσιάζουν και τι έχουμε να προσφέρουμε σε τελική ανάλυση στο έθνος μας;

1. Όταν μιλούμε για την αντίθεση ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή δεν μιλούμε για διαφορές τύπου άσπρο-μαύρο. Η Δύση δεν είναι κόλαση, ούτε η Ανατολή παράδεισος. Οι δύο έχουν αλληλεπηρεαστεί άπειρες φορές μέσα στην ιστορία και ο ελληνισμός υπήρξε πάντοτε κοινό σύνορό τους. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τους δύο πολιτισμούς ως αμιγείς και παρθένους ή και ως ομοιογενείς. Και οι δύο περιέχουν ποικιλίες, ρεύματα και τάσεις τα οποία δεν μπορεί κανείς απλώς με μια μονοκοντυλιά να τα υπαγάγει σε δύο θεολογικές γραμμές, ανάγοντας την ιστορία και τη διαφορετικότητα δύο πολιτισμών σε θεολογικό διάλογο Ρώμης-Κωνσταντινούπολης.

Για να είμαστε μάλιστα ιστορικά δικαιότεροι, όσον αφορά τη σχέση της Δύσης με τον ελληνισμό, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως η καλλιέργεια των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων με την παρακμή του Βυζαντίου μεταλαμπαδεύτηκε από Έλληνες λογίους στη Δύση και εκεί συνδέθηκε με τα πνευματικά κινήματα της Αναγέννησης και αργότερα του Διαφωτισμού, για τα οποία σεμνύνεται σήμερα ο δυτικός πολιτισμός. Το ότι τα πνευματικά αυτά ρεύματα, ιδιαίτερα ο Διαφωτισμός, αποστασιοποιήθηκαν σταδιακά από τον χριστιανισμό μέσα από τον αυξανόμενο ορθολογισμό τους δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι δεν κατενόησαν σωστά την αρχαία ελληνική σκέψη, όπως κάποιοι ελληνορθόδοξοι μελετητές σήμερα διατείνονται.12 Υπενθυμίζουμε ακόμη πως από το κίνημα του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού επηρεάστηκε το κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού, το οποίο συνέβαλε στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και στην προετοιμασία της εθνεγερσίας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και τελικά στη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Το αν το κίνημα γενικότερα ως δυτικίζον και ιδιαίτερα βασικοί εκπρόσωποι του, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, δεν έχαιραν – και δεν χαίρουν ακόμη – αποδοχής από κύκλους συντηρητικών ορθοδόξων, επειδή έκριναν τα κακώς κείμενα στην Oρθόδοξη Eκκλησία και δεν εκτιμούσαν διόλου το βυζαντινό παρελθόν, αυτό δεν σημαίνει ότι το έθνος μας δεν οφείλει σ’ εκείνους μέγιστη ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην πατρίδα. Αντίθετα το κίνημα αυτό των διαφωτιστών – αρεστό ή μη – αποτέλεσε από την αρχή συνιστώσα της εθνικής ιδεολογίας.13 Ελληνισμός λοιπόν σημαίνει τελικά τόσο Ανατολή όσο και Δύση.

Θα ολοκληρώσουμε το σημείο αυτό παραθέτοντας την άποψη του ιστορικού Νίκου Σβορώνου από το πολύ γνωστό του δοκίμιο “Παράδοση και Ελληνική Ταυτότητα” : “… ο ελληνικός χώρος … αποτέλεσε πάντα σ’ ολόκληρη την ιστορία του έναν οριακό χώρο ανάμεσα σε δύο ξεχωριστούς κόσμους – ανατολικό και δυτικό – που δεν έμειναν ποτέ στεγανά κλειστοί … Έτσι, ο χώρος αυτός δίκαια μπορεί να χαρακτηρισθεί σταυροδρόμι των λαών. Μ’ άλλα λόγια ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιστορίας μας είναι και παραμένει ο οριακός της χαρακτήρας. Η παραγνώρισή του από το νοσταλγικό αναζητητή μιας κάποιας ελληνικής ταυτότητας με ακραιφνή, αμιγή ελληνικά στοιχεία αποπροσανατολίζει την ελληνική σκέψη, αρνείται ολόκληρη την ελληνική δημιουργία … Μου είναι αδύνατον επίσης να καταλάβω την πολεμική εναντίον κάθε δυτικού στοιχείου, ακόμη λιγότερο την αντιπαράθεση ορθοδοξίας – καθολικισμού”14.

2. Είναι σωστό να συνδέονται, είναι λάθος όμως αποκλειστικά να ανάγονται και να βρίσκουν το αίτιό τους τα πάντα στην επικρατούσα θρησκεία ενός πολιτισμού. Είναι πολλοί οι παράγοντες πέρα από τη θρησκεία που διαμορφώνουν ένα πολιτισμό. Η ιστορία μιας κοινωνίας δεν είναι απλά ιστορία ιδεών ή θεολογίας. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να κατηγορείται η δυτική χριστιανική πίστη για τα αντίθεα και αντιχριστιανικά φιλοσοφικά, πολιτισμικά και πολιτικά ρεύματα της Δύσης, ούτε βέβαια η θεολογία του Αυγουστίνου για την πολιτική του Κλίντον. Εάν οι δυτικοί – και οι ανατολικοί – σήμερα λατρεύουν το χρήμα και ξεπουλούν σ’ αυτό εγκληματώντας κάθε χριστιανική και ανθρώπινη αξία, σε αυτό δεν φταίει ούτε η δυτική ούτε η ανατολική χριστιανική πίστη. Δεν είναι δυνατόν να κατηγορείται η πίστη για την απιστία και αυτό προς εσωτερική μικροδογματική κατανάλωση.

3. Διαφωνούμε με την τακτική να αποδίδονται αλήθειες που είναι κοινές σε όλη την χριστιανοσύνη αποκλειστικά και μόνο στην Ορθοδοξία. Η Ορθοδοξία, λέγεται, αποτελεί την εναλλακτική πολιτισμική πρόταση στον παρακμάζοντα απάνθρωπο πολιτισμό της Δύσης. Ακούμε συχνά να διακηρύσσεται ότι οι θησαυροί που κρύβει η ανατολική ορθόδοξη πίστη είναι άγνωστοι στον επιφανειακό χριστιανισμό της Δύσης. Θα συμφωνήσουν ελπίζω όμως όλοι ότι η Ορθοδοξία δεν έχει κανένα μεγαλύτερο θησαυρό από τον ίδιο τον Χριστό. Ελπίζω ακόμη ότι όλοι θα συμφωνήσουν πως ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν είναι αποκλειστικό κτήμα κανενός, συνεπώς ούτε και της Ορθοδοξίας, δεν ανήκει αλλά μάλλον Τού ανήκουν όσοι όπου γης πιστεύουν με την καρδιά τους σε Αυτόν και αναγεννώνται από το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Η εναλλακτική πρόταση στον παρακμάζοντα πολιτισμό Ανατολής και Δύσης δεν είναι κάποια μερίδα ή κομμάτι του χριστιανισμού -αυτό είναι μικροδογματικό συμφέρον-, αλλά ο ίδιος ο Χριστός εκπροσωπούμενος από ανθρώπους που γνήσια τον γνωρίζουν εν Πνεύματι Αγίω, ανεξαρτήτως αν αυτοί είναι ενταγμένοι στη μια ή στην άλλη δογματική απόχρωση.

4. Διαφωνούμε – για να έρθουμε σε πιο συγκεκριμένα θέματα – με όσους επανειλημμένα και επίμονα κατηγορούν τη δυτική και μάλιστα τη διαμαρτυρόμενη θεολογία για νομικισμό. Οι κατηγορίες που διατυπώνονται είναι αρκετά σοβαρές και θα πρέπει σε αυτό το σημείο να είμαστε πιο διεξοδικοί. Μας προσάπτουν ότι πιστεύουμε σε ένα αποκρουστικό Θεό τιμωρό και δικαστή, υιοθετώντας έτσι μη χριστιανικές προλήψεις για τον Θεό του χριστιανισμού. Προσθέτουν ότι κακώς ερμηνεύουμε το θείο πάθος του Χριστού με όρους “νομικίστικους”, ως ικανοποίηση και εξιλέωση της θείας δικαιοσύνης. Μάλιστα ισχυρίζονται ότι “τα αλλεπάλληλα κύματα αθεϊσμού στον πνευματικό βίο της Δύσης … δεν είναι φαινόμενα άσχετα με τη θεωρία για την ‘ικανοποίηση της θεϊκής δικαιοσύνης από τον σταυρικό θάνατο του Χριστού’ – όπως δεν είναι άσχετη και η σύνδεση της χριστιανικής αλήθειας στις συνειδήσεις με αξεπέραστα πλέγματα ενοχής”.15 Ο Θεός, λένε, είναι Πατέρας αγάπης και όχι Κριτής και δεν απαιτεί από τους ανθρώπους καμιά ικανοποίηση για τις αμαρτίες τους, την οποία θα έπρεπε να πληρώσει ο Χριστός. Η αμαρτία είναι απλώς αστοχία και αρρώστια, όχι αδικία και άρα δεν υπάρχει θέμα ανθρώπινης ενοχής, ούτε εξιλέωσης, ούτε ικανοποίησης της θεϊκής δικαιοσύνης.16 Μάλιστα κάποιοι ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Χρ. Γιανναράς, παραγνωρίζουν εντελώς τη δικαιοσύνη του Θεού και δεν κάνουν αναφορά ούτε στην τελική Κρίση. Μας λένε ότι “ο Θεός της βιβλικής αποκάλυψης και της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν είναι δίκαιος”. “Ένας Θεός δίκαιος, ένας ουράνιος χωροφύλακας που εποπτεύει την τήρηση των νόμων μιας υποχρεωτικής και γι’ αυτόν δικαιοσύνης, είναι μόνο πλάσμα της φαντασίας του ανθρώπου της πτώσης …”.17 Η θεωρία της αντικαταστατικής θυσίας του Χριστού, που δέχεται τη θεία οργή “αλλοιώνει την αλήθεια του Θεού υποτάσσοντας την ελευθερία της αγάπης Του στην άτεγκτη αναγκαιότητα μιας εγωκεντρικής και θηριώδους δικαιοσύνης που απαιτεί σαδιστικά ικανοποίηση.”18

Η πρώτη απάντηση προέρχεται εξ ορθοδόξων( πρόκειται για τη μετριασμένη θέση του Κάλλιστου Ware, ο οποίος στην έκθεσή του της Ορθόδοξης Εκκλησίας αναφέρει στο συγκεκριμένο θέμα: “Δεν θα πρέπει όμως να σπρώξουμε αυτές τις αντιθέσεις στα άκρα. Συγγραφείς της Ανατολής, όπως και της Δύσης, έχουν επίσης χρησιμοποιήσει τη δικανική και ποινική γλώσσα όσον αφορά τη Σταύρωση. Από την άλλη πλευρά οι συγγραφείς της Δύσης, όπως και της Ανατολής, δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν τη Μεγάλη Παρασκευή ως ημέρα νίκης.”19 Όσοι ωθούν λοιπόν τις διαφορές αυτές στα άκρα φοβούμαστε και πάλι ότι το κάνουν με σκοπιμότητα.

Προχωρούμε όμως στην απάντηση από τη δική μας πλευρά. Η παραδοσιακή διαμαρτυρόμενη θεολογία 20 μόνο για ένα πράγμα δεν μπορεί να κατηγορηθεί, ότι είναι έξω από την Αγία Γραφή. Η αναμορφωμένη ευαγγελική θεολογία μιλά για τον Θεό και ερμηνεύει το θείο Πάθος με βάση το υπόβαθρο όλης της Παλαιάς Διαθήκης και βέβαια σε απόλυτη συμφωνία με τους αποστόλους και το πνεύμα της Καινής Διαθήκης. Πιστεύουμε ότι ο Θεός της Βίβλου είναι αγάπη, αλλά είναι επίσης δίκαιος και αυτό δεν είναι νομικισμός, αλλά δόγμα -νομίζουμε- και της Ορθοδοξίας. Δεν είναι αδιάφορος μπροστά στις ηθικές επιλογές μας ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αν πάλι καλό και κακό, δεν είναι, όπως λέγεται, απλώς δύο ηθικές έννοιες, αλλά προσδιορίζουν δύο τρόπους ύπαρξης, δηλαδή κοινωνία με τον Θεό, άρα ζωή και αφθαρσία, και ύπαρξη ανεξάρτητα από αυτόν, άρα θάνατο και φθορά, 21 τότε και πάλι ερωτούμε ποιος όρισε τους δύο τρόπους ύπαρξης με τις συνέπειές τους, αν όχι ο Θεός; Γιατί να μην έχει το άπιστο δημιούργημα το δικαίωμα να ζει και να απολαμβάνει μακριά από το δημιουργό του, αν αυτό επιθυμεί; Δεν είναι αυτό ένα είδος τιμωρίας; Δεν μπορούμε λοιπόν βάσει της Βίβλου να ξεφύγουμε από την έννοια της θείας δικαιοσύνης. Υπάρχουν για τον Θεό συγκεκριμένα πράγματα που αγαπά και συγκεκριμένα πράγματα που μισεί. Αυτή την έννοια έχουν ο νόμος και οι εντολές, να μας γνωρίσουν τι είναι καλό και τι κακό μπροστά στον Δημιουργό. Αν κάποιος δεν αισθάνεται άνετα με την ιδέα της θείας δικαιοσύνης, πόσο άνετα αισθάνεται άραγε με την ιδέα της θείας αδιαφορίας απέναντι στην αδικία; Αν ένας απλός άνθρωπος αισθάνεται να θίγεται το αίσθημα της δικαιοσύνης του μπροστά στις ωμότητες και τις φρικαλεότητες που έχει γνωρίσει αυτός ο πλανήτης, πόσο μάλλον ο Κριτής όλης της γης; Πώς Αυτός, ο “μανικώτατος εραστής” του ανθρώπου22 μπορεί να μας παρουσιάζεται ως ένας Θεός αναίσθητος μπροστά στο έγκλημα; Η αγάπη ενός συζύγου είναι ταυτόχρονα ζηλοτυπία και φοβερή οργή απέναντι σε όσους θέλουν να θίξουν το αγαπώμενο πρόσωπο( αλλιώς δεν είναι διόλου αγάπη. Γι’ αυτό ο Θεός ως αγάπη είναι Θεός ζηλότυπος (Έξοδος λδ’ 14). Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, μιλά λοιπόν με μεγάλη συχνότητα και μεγάλη σαφήνεια για θεϊκό νόμο, θεϊκή δικαιοσύνη, θεϊκή οργή και εκδίκηση ως απάντηση στην ανθρώπινη αμαρτία, όπως μιλά ταυτόχρονα για τη θεϊκή πρωτοβουλία, τη χάρη, την αγάπη και το έλεος του Θεού που έρχεται να συναντήσει τον αμαρτωλό και να τον οδηγήσει σε μετάνοια και κοινωνία μαζί του, ενώ ο ίδιος προμηθεύει τα μέσα για την αφαίρεση της αμαρτίας και την ικανοποίησης της οργής του. Η εικόνα που χρησιμοποιούμε δεν είναι αυτή που μας αποδίδουν, ενός οργισμένου Θεού, τον οποίο οι άνθρωποι με τη μετάνοιά τους ή ο Χριστός με τη θυσία του τον εξαναγκάζουν να αλλάξει γνώμη και να αγαπήσει τον άνθρωπο. Μια τέτοια αντίληψη προσιδιάζει στους θεούς των ειδωλολατρών, που εξευμενίζονταν με τις διάφορες θυσίες. Αντίθετα η εικόνα που χρησιμοποιούμε είναι η εικόνα ενός Θεού αγάπης και ελέους, ενός Θεού όμως δικαίου, ο οποίος αντιδρά με οργή ενάντια στην αμαρτία, αλλά προμηθεύει ο ίδιος εθελούσια το μέσο για την αφαίρεση της θείας οργής. Ο Θεός ο ίδιος, θύτης και θύμα, σηκώνει και αφαιρεί στο πρόσωπο του Χριστού την αμαρτία του κόσμου. Αυτή είναι η εικόνα που μας δίνει η Αγία Γραφή. Η δικαιοσύνη δεν αναιρεί την αγάπη. Αντίθετα βλέπουμε και τις δύο να συναντώνται στο εξιλαστήριο γεγονός της σταύρωσης του Χριστού. Όσον αφορά τον σταυρικό θάνατο του Χριστού οι απόστολοι μιλούν από τη μια πλευρά για την έσχατη εθελούσια ταπείνωσή του, που ήταν θέλημα της πατρικής θεϊκής αγάπης για τον πεσμένο άνθρωπο, για τη νίκη και τον θρίαμβο επάνω στον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο (Α’ Κορινθίους ιε’ 55, Κολοσσαείς β’ 15), θέσεις που τονίζονται στην ορθόδοξη αντίληψη του θείου πάθους. Από την άλλη πλευρά όμως μιλούν επίσης ξεκάθαρα για ιλασμό (Α’ Ιωάννου β’ 2), για ιλαστήριο (Ρωμαίους γ’ 25) για εξαγορά (Aae. γ’ 13, δ’ 5), και για λύτρωση (Iaoeaίος κ’ 28. Aoεσίους α’ 7. A’ ?έτρου α’ 18-19), για κατάρα (Γαλάτας γ’ 13) έννοιες που σχετίζονται με τη θεϊκή οργή και δικαιοσύνη.23

Βέβαια όλες αυτές οι έννοιες σύμφωνα με κάποιους ορθόδοξους θεολόγους δεν πρέπει να εκληφθούν με την συνήθη σημασία που έχουν στον καθημερινό μας βίο, στην “πτωτική μας εμπειρία”, αλλά πρέπει όσο γίνεται να τις “αποκαθάρουμε” “με την εκκλησιαστική τους προοπτική”.24 Ωστόσο αυτός ο κατ’ αρχήν θεμιτός ερμηνευτικός εξωραϊσμός των αγιογραφικών όρων, εικόνων και ανθρωπομορφισμών με την “εκκλησιαστική προοπτική” φαίνεται εν τέλει να οδηγεί αλλού : όχι απλώς να διευκρινίζει και να αποκαθαίρει τις ανθρωπομορφικές εικόνες αλλά να τις αδειάζει εντελώς από το περιεχόμενό τους και εν τέλει να τις αντικαθιστά με άλλες προτιμότερες φιλοσοφικές έννοιες και εικόνες. Για να εξηγήσουμε με απλά λόγια: δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε πως η οργή και η δικαιοσύνη του Θεού, όπως εκτίθενται στην Αγία Γραφή, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να μοιάζουν με την οργή και τη δικαιοσύνη ενός θεού των ειδωλολατρών ή ενός κοινού ανθρώπου. Οπωσδήποτε όμως παραμένουν οργή και δικαιοσύνη, και δηλώνουν κάτι πάντοτε σε αυτή την κατεύθυνση αλλά πολύ ανώτερο από την ανθρώπινη εμπειρία. Σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για καμιά έννοια μέσα στην Αγία Γραφή, ούτε για την αγάπη, ούτε για το έλεος, ούτε για την αιώνια ζωή. Οι λέξεις και οι εικόνες πρέπει να εννοούν αυτό που λένε και συμβολίζουν. Αλλιώς θα έπρεπε να το λένε και να το συμβολίζουν αλλιώς.

Για να συνοψίσουμε στο σημείο αυτό: η άπειρη και ακατάπαυστη αγάπη του Θεού, που προσφέρει τον Υιό του για τη σωτηρία του κόσμου (Ιωάννης γ’ 16), δεν αναιρεί τη θεία δικαιοσύνη και οργή που μένει επάνω σε εκείνους που δεν πιστεύουν στον Υιό του (Ιωάννης γ’ 36). Σύμφωνα με το ευαγγέλιο ο Θεός είναι ο σπλαχνικός πατέρας του άσωτου γιού, που περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά να συγχωρήσει το παιδί του. Είναι όμως και δίκαιος Κριτής, ο οποίος θεωρεί δίκαιο να ανταποδώσει θλίψη σε όσους θλίβουν τους μάρτυρές του κάνοντας εκδίκηση με φωτιά και τιμωρώντας αυτούς που ανυπακούν στο ευαγγέλιο σε αιώνια απώλεια (Β’ Θεσσαλονικείς α’ 6-8). Ο ίδιος ο Λυτρωτής και Κύριος Ιησούς Χριστός ως δίκαιος Κριτής παρουσιάζεται να διαχωρίζει τους ανθρώπους ως πρόβατα προς αιώνια ζωή και ερίφια προς αιώνια απώλεια (Ματθαίος κε’ 31-46). “Η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός” ακούμε και από ορθόδοξης πλευράς.25 Όποιος λοιπόν δεν θέλει να μιλήσει σαφώς για την ανθρώπινη αμαρτωλότητα, που προκαλεί την οργή του Θεού, και ταυτοχρόνως για την αγάπη και τη χάρη του Θεού, ο οποίος σώζει όποιον πιστεύει στον εξιλαστήριο θάνατο του Υιού του, αλλά καταδικάζει όποιον δεν δέχεται αυτή τη θεία αγάπη, δεν μπορεί να είναι εκπρόσωπος του θείου λόγου. Όποιος κατηγορεί αυτή τη θεολογία για νομικισμό μπορεί άνετα να κάνει το ίδιο και με την Αγία Γραφή.

5. Διαφωνούμε με όσους κατηγορούν τη διαμαρτυρόμενη θεολογία για ηθικισμό. Η προτεσταντική εκκλησία, λέγεται, κηρύττει την ηθική αλλαγή του ατόμου και όχι την θέωσή του εν Χριστώ.26 Επιπλέον, συνεχίζουν, είναι ηθικιστική και πουριτανική -με τη δημώδη αρνητική έννοια- η προτεσταντική αντίληψη για τη χριστιανική ζωή. Ωστόσο μόνον η παχυλή αμάθεια ή η εσκεμμένη κατασυκοφάντηση μπορούν να υποστηρίξουν τέτοιους χαρακτηρισμούς. Δεν είναι δυνατόν να κατηγορείται η διαμαρτυρόμενη θεολογία, κατ’ εξοχήν θεολογία της χάριτος, για ηθικισμό. Απεναντίας είναι αυτή η θεολογία που βλέπει τον άνθρωπο μετά το προπατορικό αμάρτημα ως στερημένο της θείας ζωής και πνευματικά νεκρό (βλ. Εφεσίους β’ 1-10), μη ικανό να υπακούσει σε ηθικές προτροπές και κελεύσματα, ανίκανο να συμμορφώσει τη ζωή του σύμφωνα με το θείο θέλημα. Είναι η αναμορφωμένη ευαγγελική θεολογία που πιστεύει ότι μόνον η θαυματουργική (!) ανακαίνιση του ανθρώπου από το Άγιο Πνεύμα και η μυστική διά Πνεύματος Αγίου ένωσή του με τον Κύριο Ιησού Χριστό φέρνει τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό και τον καθιστά ικανό να ζήσει την εν Χριστώ ζωή. (Πρβλ. Ρωμαίους ζ’ 14-25 και Ρωμαίους η’ 1-4). Αυτή η “αναγέννηση” και η αρχή της εν Χριστώ ζωής δεν συνδέεται με την τελετή του βαπτίσματος, και μάλιστα σε νηπιακή ηλικία, αλλά με την προσωπική μεταστροφή και επιστροφή του ανθρώπου στον Χριστό με ειλικρινή μετάνοια και πίστη.

Αν θα έπρεπε να διατυπωθεί κάποια κατηγορία για ηθικισμό, αυτή θα έπρεπε να στραφεί προς όσους θεωρούν τον άνθρωπο βελτιώσιμο και δεκτικό ηθικών κελευσμάτων. Όσους δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων των ορθοδόξων χριστιανών, πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι απλώς εξασθενημένος από την αμαρτία αλλά κατά βάση ικανός να ζήσει τη χριστιανική ζωή βοηθούμενος απλώς από τον Θεό, σύμφωνα με το δόγμα της συνεργείας. Όσους θεωρούν ήδη “αναγεννημένο” και εφοδιασμένο με τους καρπούς και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος – όλα αυτά χωρίς προσωπική μετάνοια και πίστη!- και άρα ικανό, εάν προαιρείται, εφεξής προς χριστιανική υπακοή τον άνθρωπο που απλώς βαπτίζεται και χρίεται ως νήπιο.27 Όσους ορίζουν τη συνέχιση – αν υπήρξε ξεκίνημα – της χριστιανικής ζωής όχι ως άμεση πνευματική κοινωνία του πιστού με τον Χριστό, αλλά εντελώς απτά – και πολύ συχνά χωρίς την πρέπουσα έμφαση στην προσωπική πίστη και μετάνοια – ως συμμετοχή στη “μυστηριακή ζωή” της εκκλησίας. Δηλαδή ο άνθρωπος για να ζήσει την εν Χριστώ ζωή καθοδηγείται πρωτίστως σε διάφορες ιερές τελετές, που βασίζονται σε καθαγιασμένα υλικά αντικείμενα, τα οποία θεωρούνται “οχήματα του Αγίου Πνεύματος”. Η θεολογία αυτή όμως δίνει τροφή στη διαδεδομένη λαϊκή αντίληψη ότι, για να είναι κανείς χριστιανός, αρκεί να τηρεί κάποιους βασικούς ηθικούς κανόνες ζωής και πάνω απ’ όλα τους εξωτερικούς εκκλησιαστικούς τύπους. Αυτό είναι ηθικισμός και επιπλέον τυπολατρία !

6. Αυτό που έχει να προσφέρει η αναμορφωμένη ευαγγελική πίστη στον τόπο μας είναι η αμεσότητα της κοινωνίας με τον θείο Λόγο, τον Κύριο Ιησού Χριστό, μέσα από την απλότητα του ευαγγελίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία προτείνει πρακτικά ως μεσίτη ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους τον εαυτό της μέσω του ειδικού ιερατείου -κλήρου- που διακονεί τη σώζουσα θεία χάρη. Για να φτάσει κανείς στον Θεό πρέπει να περάσει πρώτα από τους ιερείς που διακονούν τα μυστήρια και τις ιερές τελετές, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, τη Θεία Ευχαριστία, την Εξομολόγηση, από τα ιερά ήθη και έθιμα, από την προσκύνηση των λειψάνων και των εικόνων αγίων και αγγέλων και το σύνολο της εκκλησίας γενικά. Όλο το ορθόδοξο εκκλησιαστικό σύστημα τοποθετείται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό ως ενδιάμεσος βοηθός. Μέσα στο άπειρο όμως σύνολο των τελετών, των παραδόσεων, των τιμωμένων προσώπων, των ηθών και των εθίμων και του απέραντου εορτολογίου αναπόδραστα χάνεται η απλότητα του ευαγγελίου, γίνεται δυσδιάκριτος για τον μέσο πιστό ο διαχωρισμός ανάμεσα στην ουσία της πίστης και τους τύπους και πάνω από όλα υποβιβάζεται η μοναδικότητα του προσώπου του Σωτήρα Χριστού, καθώς Αυτός φαίνεται να υποκαθίσταται και να αντικαθίσταται στα αξιώματά του μέσα από τις πρεσβείες, τις τιμές και τις εορτές των αγίων και ιδιαίτερα της αγίας μητέρας Του

Σε αντίθεση με τη θεώρηση αυτή η Ευαγγελική Εκκλησία πιστεύει στη μοναδική και άμεση μεσιτεία του Κυρίου Ιησού Χριστού ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, χωρίς τους απαραίτητους ενδιάμεσους αγίους, εξομολόγους, τις εικόνες και όλα εκείνα τα απτά και υλικά άγια αντικείμενα. Ο άνθρωπος κατά την ευαγγελική πίστη κατευθύνεται – ναι και πάλι από την εκκλησία – όχι όμως σε άλλα πρόσωπα ή υλικά προσκυνήματα ή ακόμη σε ένα πολύπλοκο τελετουργικό σύστημα αλλά στο ευλογημένο πρόσωπο του Χριστού στο οποίο αποκαλύπτεται ο τριαδικός Θεός στο πλήρωμά Του. Προηγείται η προσωπική σχέση και πνευματική ένωση οποιουδήποτε ανθρώπου με τον Χριστό, οποιασδήποτε εκκλησιαστικής σχέσης. Η δεύτερη είναι ανώφελη χωρίς την πρώτη. Η ένωση με το Σώμα επιτελείται μέσω της Κεφαλής. Όλα τα “μέσα της χάριτος”, οι ιερές τελετές του Βαπτίσματος και του Κυριακού Δείπνου, το κήρυγμα του θείου λόγου, η προσευχή και η αδελφική κοινωνία μέσα στην εκκλησία δεν ενεργούν τίποτε μέσα στον άνθρωπο αν δεν συνοδεύονται από προσωπική πίστη στον Χριστό, ενώ αντίθετα οικοδομούν πνευματικά το σώμα της εκκλησίας – δηλαδή τους πιστούς – και καθένα πιστό ξεχωριστά σε συνδυασμό με αυτήν.

7. Είναι η επιστροφή στον ανόθευτο από ανθρώπινες παραδόσεις λόγο του Θεού που επιδιώκουν οι Έλληνες Ευαγγελικοί. Οι παραδόσεις είναι βέβαια και αναγκαίες και ωφέλιμες, αυτό όμως στο μέτρο που συμφωνούν με το ευαγγέλιο και δεν αντιπαρατίθενται σε αυτό. Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την καθοδήγηση των εκκλησιαστικών διδασκάλων το ευαγγέλιο πρέπει να είναι η τροφή των πιστών και η λυδία λίθος επάνω στην οποία πρέπει να κρίνεται η ορθότητα της χριστιανικής πίστης και ζωής. Η απλότητα και η αλήθεια των θεόπνευστων λόγων του Χριστού και των αποστόλων πρέπει να πάρουν για τον ελληνικό λαό τη μοναδική θέση τους επάνω από όλα τα άλλα θεολογικά ή λειτουργικά κείμενα, οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευσή τους, όσο ωφέλιμα και αν είναι αυτά.

Αναρωτιέται κανείς αν χρειάζεται κάποιος να ονομάζεται από μερικούς κακοθελητές ανθέλληνας, επειδή θέλει να προτείνει στο έθνος του το ανόθευτο και γνήσιο ευαγγέλιο και δυσαρεστείται, όταν αυτό με χαμένη τη σπουδαιότητα και την προτεραιότητά του συναριθμείται απλώς ανάμεσα σε άλλα θρησκευτικά βιβλία κάποιας ατέρμονης και αόριστης Ιεράς Παράδοσης. Αν αυτό σήμερα ονομάζεται δυτικός χριστιανισμός – διαμαρτυρόμενος και όχι ρωμαιοκαθολικός βέβαια – οφείλεται ίσως στο ότι και πάλι κάποιοι κακοθελητές κατάφεραν στο παρελθόν να κατασιγάσουν τα ανατολικά ρεύματα μεταρρύθμισης που παρουσιάστηκαν μέσα στην ιστορία, όπως εκείνο το μεγάλο των Ισαύρων του Βυζαντίου. Το επισημαίνουμε αυτό, διότι πολλά από τα αιτήματα εκείνης της ανατολικής μεταρρύθμισης, επετεύχθησαν αιώνες αργότερα από τη δυτική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα.28

Ολοκληρώνοντας πρέπει να τονίσουμε και να επαναλάβουμε ότι, ενώ δεχόμαστε τον αναντίρρητο δεσμό ελληνισμού και Oρθοδοξίας, αρνούμαστε την ταύτιση των δύο εννοιών. Αρνούμαστε να καταλογίσουμε στον δυτικό χριστιανισμό εκείνα για τα οποία δεν είναι υπαίτιος και δεχόμαστε από αυτόν οτιδήποτε εκφράζει γνήσια την πίστη του ευαγγελίου. Εκείνο που έχουμε τέλος να προτείνουμε πρωτίστως για το έθνος μας στις δύσκολες εποχές που ζούμε, είναι όχι κάποια επιμέρους εκκλησία ή εκκλησιαστική παράδοση, αλλά το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, τον Χριστό του γνήσιου ευαγγελίου. Σε Αυτόν πρέπει να στραφούμε για να σωθούμε και ως άτομα και ως έθνος και ως κόσμος. Αυτός είναι ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου και Αυτός είναι ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω και πυρί.

Υποσημειώσεις:

  «Ο φυλετισμός δεν ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Οφείλουμε να το πούμε ότι δεν προσπαθούμε να δημιουργήσουμε πολίτες κάποιας χώρας, αλλά χριστιανούς ανθρώπους. Ο φυλετισμός δεν μας αφορά.» δηλώνει ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιγνάτιος. στο: Θεός και Θρησκεία τεύχος 9, 2000, σελ. 42. 
  Βλ. το πρόσφατο άρθρο του Πρωτ. Γ.Δ. Μεταλληνού, Προς τη νεοεποχίτικη διανόηση αντίλογος, στο περιοδικό Νέμεσις, τεύχος 5, Μάιος 2000. Αυτή όμως είναι γενικά η παρουσίαση των πραγμάτων από το ρεύμα της «νεοορθόδοξης» σκέψης. Για μια κριτική παρουσίαση του ρεύματος αυτού σήμερα βλέπε την έκδοση των «Νέων» «Πρόσωπα 21ος αιώνας» τεύχος 60, 28-4-2000. 
  Τ. Φωτόπουλος, Η έκρηξη του ανορθολογισμού και η Ελληνορθοδοξία, στην Ελευθεροτυπία της 6-5-2000 
  Για το νεοπαγανισμό, διεθνή και ελληνικό, βλέπε το αφιέρωμα στο περιοδικό Άβατον, τεύχος 8, Απρίλιος-Μάιος 2000. 
  Η άποψη αυτή υποστηρίζεται με ζέση από τον πρ. Γ. Μεταλληνό. 
  Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία (ελλην. μετάφρ. 1996) σελ. 148-149 
  Βλ. H.-G. Beck, Η βυζαντινή χιλιετία (β’ έκδοση της ελλην. μετάφρασης 1992) σελ. 132-133: «Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση στη βυζαντινή Εκκλησία, και γενικά στη βυζαντινή ιστορία, όπου ένας αυτοκράτορας να εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί μόνο επειδή δεν ήταν ορθόδοξος.» 
  Για την εικονομαχία βλέπε το αφιέρωμα του τεύχους 9 των Ιστορικών της Ελευθεροτυπίας με τίτλο «Εικονομαχίες: κι όμως, έσωσαν το Βυζάντιο» και με βασική βιβλιογραφία επί του θέματος. 
  Η Ειρήνη ήταν «γνήσια» Ρωμαία παρόλο που για χάρη της «ορθοδοξίας» θυσίασε τα οικονομικά και γεωγραφικά συμφέροντα του Βυζαντίου εγκαταλείποντας την Μικρά Ασία στους Άραβες, την Θράκη στους Βούλγαρους και όλη τη Δύση στους Φράγκους. Παρόλο που εξαιτίας της βρήκε την ευκαιρία ο Καρλομάγνος να ανακυρηχθεί Αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 800 μ.Χ. βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλο, ”Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.” (έκδοση 5η, 1925) Τόμος Γ’ Βιβλίον Ι’ κεφ. Δ’. Γ.Α. Χατζηαντωνίου, Εικονομάχοι στο Βυζάντιο, Εκδόσεις «Ο Λόγος» σελ. 133 κ.ε. 
  Ο βασικός υποστηρικτής των εικόνων Θεόδωρος Στουδίτης θεωρεί τον Πάπα ανάμεσα σε άλλα «κλειδούχον της ουρανών βασιλείας· πέτρα της πίστεως, εφ’ η ωκοδόμηται η καθολική εκκλησία» (βλ. Επιστολαί Β’ 12 Migne 99: 1152-1153, B’ 13 Migne 99: 1153-1156, Β’ 66, Migne 99: 1289-1293, Β’ 72, Migne 99: 1304-1305). Επίσης ο Ιωάννης Δαμασκηνός αναφέρεται στον Πάπα της Ρώμης ως στον «στύλον των εκκλησιών, κορυφαιότατον της νέας διαθήκης, κοσμήτορα της παγκοσμίου εκκλησίας, πέτραν της πίστεως, στερρόν θεμέλιον της καθολικής εκκλησίας». Αυτή η στάση απέναντι στον Πάπα της Ρώμης ενίσχυσε τις αξιώσεις του τελευταίου στην Ανατολή. (Παπαρρηγόπουλος, ό.π. σελ. 391). 
  Βλ. Γ.Α. Χατζηαντωνίου, Κύριλλος Λούκαρις (1954). Του ιδίου, Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αι. (1995) 195 κ.ε. 
  Βλ. Χρ. Γιανναρά, Ιχνηλασία νοήματος (1998) 149 κ.ε. 159 κ.ε. 
  Για τη σύγκρουση των δύο ιδεολογιών, Διαφωτισμού και ελληνοχριστιανικού ιδεώδους βλ. Π. Κιτρομηλίδη, Ιδεολογικά και πολιτικά αιτήματα: προοπτικές από τον ελληνικό 19ο αι., στο συλλογικό τόμο : Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αι. (Εκδ. Βιβλιοπωλείο της ‘Εστίας’ 1984) 23 κ.ε.
  Το δοκίμιο αυτό με τίτλο «Παράδοση και Ελληνική Ταυτότητα» εμπεριέχεται στο μέχρι τώρα σχολικό βιβλίο της Γ’ Λυκείου. Είχε αποτέλεσει εισήγηση στο Β’ Συμπόσιο του Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης με θέμα «Τέχνη και Παράδοση» το Μάιο του 1981. 
  Χρ. Γιανναρά , Το αλφαβητάρι της πίστης (επανέκδ. 1999) σελ. 170. Επίσης βλ. Μεταλληνό, ό.π. (σημ. 2) σελ. 45. 
  Βλ . Πρ . Γ . Μεταλληνό , Leben im Leibe Christi (1990) 119-120. Γιανναρά, αλφαβητάρι ό.π. σελ. 115-135 κ.ε. 168 κ.ε. 
  Βλ. Γιανναρά, αλφαβητάρι ό.π. 127-128. Στο αλφαβητάρι της πίστης, καθώς εκτίθενται βασικά κεφάλαια της πίστης θα περίμενε κανείς να υπάρχει αναφορά στην τελική Κρίση. Τέτοια αναφορά όμως δεν υπάρχει, αφού, όπως φαίνεται το δόγμα αυτό δεν συμφωνεί με την αγάπη του Θεού, όπως την κατανοεί ο συγγραφέας. Διαφορετική αντιμετώπιση έχει στην έκθεση της ορθόδοξης πίστης ο Κάλλιστος Ware, ό.π. σελ. 413 κ.ε.
  Γιανναρά, αλφαβητάρι, σελ. 170. 
  Ware, ό.π. σελ. 363. 
  Η διαμαρτυρόμενη θεολογία παρουσιάζει βέβαια πολλά θεολογικά ρεύματα και τάσεις, χαρακτηρίζεται ωστόσο από ένα πυρήνα κοινών θέσεων που της προσδίδουν συνοχή. Στο παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται οι όροι διαμαρτυρόμενη ή προτεσταντική και αναμορφωμένη (μεταρρυθμισμένη) ή ευαγγελική θεολογία εναλλακτικά με την ίδια σημασία. Οι αναγνώστες πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι οι όροι «μεταρρυθμισμένος» ή «αναμορφωμένος» ή «ευαγγελικός» πέρα από το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται και με στενότερη έννοια, για να χαρακτηρίσουν ορισμένες μόνο κατευθύνσεις της διαμαρτυρόμενης θεολογίας. 
  Βλ. Γιανναρά, αλφαβητάρι ό.π. 120. 
  Ό.π. 107 κ.ε. 
  Δεν είναι μακριά από αυτές τις απόψεις η ερμηνεία του θείου πάθους του Χριστού ως λύτρωσης από τις αμαρτίες διά του θείου Αμνού, που προεικονιζόταν στις θυσίες ζώων του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης από τον πρ. Γ. Δ. Μεταλληνό στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» αρ. φύλλου 211, τεύχος Απριλίου 2000, σελ. 14 κ.ε. Παραλείπεται ωστόσο η έννοια της θεϊκής οργής ή δικαιοσύνης, που τόσο συχνά από τον απόστολο Παύλο πλαισιώνει τις αναφορές στον σταυρικό θάνατο του Χριστού (Επιστολή προς Ρωμαίους κεφάλαια α’ έως ε’). 
  Γιανναράς, αλφαβητάρι ό.π. σελ. 168. 
  Ware, ό.π. σελ. 413 
  Αυτή είναι η αντίληψη για το σύνολο των δυτικών, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Αυγουστίνο. Ο πατήρ Γ. Μεταλληνός μιλά μάλιστα για την τραγωδία του Αυγουστίνου εννοώντας την μεταστροφή του, βλ. Μεταλληνό, Νέμεσις ό.π. (σημ. 2) σελ. 47. 
  Βλ. Μητρ. Δημητριάδος Χριστόδουλος, «Να σας ζήσει! … ». Μια προσέγγιση στο Μυστήριο του Βαπτίσματος (Έκδ. Αποστολικής διακονίας. 1992) 
  Αυτή φαίνεται να είναι και η άποψη του Παπαρρηγόπουλου, ό.π. Τόμος Γ’, Βιβλίον Ι’ κεφ. Β’ σελ. 33 κ.ε. και κεφ. Ζ’ σελ. 310. Βλ. και Α. Καρκαγιάννη στις ”Απόψεις” της Καθημερινής (Κυριακή 19/3/00) με τίτλο: Το Τέλος της Αμαρτωλής και Βλάσφημης Εικονομαχίας:, ”Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αντιθέτως πιστεύει ότι ο Λέων Γ’ με την Εικονομαχία προηγήθηκε κατά 7-8 αιώνες του μεγάλου μεταρρυθμιστικού κινήματος στη Δύση, με όλες τις κοινωνικές και πνευματικές προεκτάσεις, που τελικά διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη.”

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.