Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του κ . Ιωάννη Ο . Ιατρίδη

Οι Έλληνες Ευαγγελικοί σήμερα

Σήμερα υπάρχουν είκοσι οκτώ εκκλησιάσματα σε όλη την έκταση της χώρας (τα τέσσερα βρίσκονται στη μητροπολιτική περιοχή Αθηνών-Πειραιώς) που ανήκουν στη Γενική Σύνοδο της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας. Υπάρχουν επίσης τρεις εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και μια στη Γερμανία. Από την άποψη τακτικών μελών, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων, η πολυπληθέστερη κοινότητα είναι αυτή της Κατερίνης, με περίπου 1.500 άτομα. Η εκκλησία αυτή συγκροτήθηκε από 120 οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία, στις οποίες οι αρχές παραχώρησαν 1.650 εκτάρια γης για επανεγκατάσταση το 1923.25 Εκτός από αυτήν, οι μεγαλύτερες εκκλησίες βρίσκονται στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Μικρές ομάδες και μεμονωμένοι Ευαγγελικοί, για τους οποίους δεν υπάρχουν αξιόπιστοι αριθμοί, μπορούν να βρεθούν παντού στην Ελλάδα.

Οι στατιστικές για τη θρησκευτική αυτή μειονότητα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Το 1928 η κρατική απογραφή ανέφερε 9.003 ως ‘προτεστάντες’, ενώ στην απογραφή του 1951 (η τελευταία που συγκεκριμενοποιούσε θρησκευτική προσκόλληση) ο αριθμός έπεφτε στους 6.859, ή το 0,1 τοις εκατό του πληθυσμού. Μια δημοσιογραφική έκθεση του Αθηναϊκού τύπου το Δεκέμβριο του 1992 σχετική με τις θρησκευτικές ομάδες ανέφερε 12.000-15.000 ‘προτεστάντες’ (που κατονομαζόταν ως το τρίτο επίσημα αναγνωρισμένο χριστιανικό δόγμα), από τους οποίους σύμφωνα με το δημοσίευμα η κύρια ομάδα ανήκε στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία με 5.000 άτομα, συμπεριλαμβανόμενων των τέκνων.26 Οι υπόλοιποι πιθανόν να ανήκαν σε άλλες ομολογίες, συμπεριλαμβανομένων των Πεντηκοστιανών, με τους πιο συντηρητικούς των οποίων, οι Ευαγγελικοί διατηρούν μια ευγενική, αν και απόμακρη επαφή.27 Οι Πεντηκοστιανοί, μεταξύ των οποίων οι πεποιθήσεις κι οι πρακτικές διαφέρουν ευρέως, θεωρούνται από τις Ορθόδοξες αρχές ως μια αίρεση (όπως είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κι οι Μορμόνοι) και μια σοβαρή απειλή για το έθνος επειδή οι θρησκευτικές τους δραστηριότητες θεωρούνται προσπάθειες υπονόμευσης της εθνικής ενότητας μεταξύ των ελλήνων. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές, πιστεύεται ότι υπάρχουν περίπου είκοσι Πεντηκοστιανές εκκλησίες μόνο στην περιοχή το Αθηνών.28 Οι δραστηριότητες τους θεωρούνται ουσιαστικά παράνομες. Οι συγγραφείς της έκθεσης Ελλάδα: θρησκευτική μισαλλοδοξία και διακρίσεις, που δημοσιεύθηκε το 1994 από την οργάνωση Ανθρώπινα Δικαιώματα Χωρίς Σύνορα με έδρα τις Βρυξέλες, δίνει τον αριθμό 16.000-18.000 προτεστάντες, δίχως να κάνει τη διάκριση μεταξύ Ευαγγελικών και Πεντηκοστιανών.

Οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευση κι οι πεποιθήσεις τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα πρέπει να θεωρηθούν ξεχωριστά από την οικογένεια των διαμαρτυρόμενων εκκλησιών. Το δόγμα και οι κηρυγματικές τους τακτικές, για να μην αναφέρει κανείς τον ισχυρισμό τους ότι όλα τα ιστορικά χριστιανικά θρησκεύματα (κυρίως η Καθολική Εκκλησία) έχουν αλωθεί από το Σατανά, τους διαχωρίζει από το κύριο θέμα του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, υπάρχει η ανάγκη να γίνει αναφορά σε αυτούς επειδή, όπως ήδη έχει υπονοηθεί, στο ελληνικό σκηνικό συχνά συγχέονται με τους Ευαγγελικούς που υποφέρουν από αυτή την ανεπιθύμητη ταύτιση. Επιπλέον, εξυπηρετούν τους σκοπούς της επίθεσης με την κατηγορία του προσηλυτισμού, από την οποία οι Ευαγγελικοί προσπάθησαν να προστατευτούν με πολύ λίγη επιτυχία.

Δεν υπάρχουν επίσημοι διαθέσιμοι αριθμοί για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα, αλλά σαφώς είναι πολυαριθμότεροι από όλους τους έλληνες διαμαρτυρόμενους, από τους οποίους είναι χωρισμένοι με ένα τοίχος αμοιβαίας απόρριψης. Ο αριθμός που δίνουν οι ίδιοι οι Μάρτυρες είναι 26.000.29 Η θέση των Μαρτύρων στην Ελλάδα είναι μοναδική, επειδή οι αρχές δεν τους έχουν αναγνωρίσει ως μια ‘αναγνωρισμένη’ θρησκεία που προστατεύεται από το Σύνταγμα και τον ποινικό κώδικα. Αυτό ισχύει παρά το γεγονός ότι το 1975 το Συμβούλιο Επικρατείας δέχθηκε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως οπαδούς μιας ‘αναγνωρισμένης’ θρησκείας που δικαιούται της προστασίας του συντάγματος. Ωστόσο, το 1983 ο Άρειος Πάγος τους χαρακτήρισε ως αίρεση, κάτι που για όλους τους πρακτικούς σκοπούς παραμένει σε ισχύ στη θεώρηση των εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών. Όταν εγείρονται ερωτήματα, οι κρατικές αρχές πειθαρχούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία που αμετατόπιστα θεωρεί τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως μια αίρεση με μια εχθρότητα που δεν έχει απαλυνθεί με την πάροδο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα, οι υπηρεσίες του κράτους δρουν ως όργανα θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Για παράδειγμα, όταν το 1989 οι Μάρτυρες υπέβαλλαν αίτημα ώστε οι λειτουργοί τους να απαλλαγούν από τη στρατιωτική θητεία (όπως οι λειτουργοί των ‘αναγνωρισμένων’ θρησκειών) οι στρατιωτικές αρχές ζήτησαν μια γνωμάτευση από τη Διεύθυνση Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Η απάντηση του Υπουργείου αποτελούνταν από την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που δήλωνε πως οι Μάρτυρες δεν είναι ‘ούτε μια αναγνωρισμένη θρησκεία ούτε ουσιαστικά μια θρησκεία αλλά μια επιχείρηση με οικονομικούς και πολιτικούς σκοπούς.’30

Σε δικαστική υπόθεση για την οποία εκδόθηκε απόφαση το 1991 στην Τρίπολη, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπέβαλλαν μηνύσεις εναντίον ορισμένων ατόμων τα οποία κατηγορούσαν για δημόσια και φραστική επίθεση εναντίον τους, εξαιτίας των θρησκευτικών τους δραστηριοτήτων. Κατόπιν ακρόασης μιας σειράς ‘ειδημόνων’ σε ζητήματα θεολογίας, το δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες αποφασίζοντας ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ‘σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μια αποδεκτή θρησκεία και συνεπώς δεν αποτελούν ένα αντικείμενο φραστικής επίθεσης.’31

Δομή, δόγμα, δραστηριότητες

Οι Ευαγγελικές Εκκλησίες της Μικράς Ασίας είχαν υιοθετήσει το ‘κοινοτικό’ σύστημα της αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το οποίο όλα τα μέλη, ενεργώντας ως μια δημοκρατικά κυβερνώμενη μονάδα, έλεγχαν τις υποθέσεις της εκκλησίας και επέλεγαν το λειτουργό τους, τα προσόντα του οποίου αποτελούνταν από την προσωπική ακεραιότητα και πίστη και τη γνώση του Ευαγγελίου. Οι Ευαγγελικοί του Ελληνικού κράτους είχαν ακολουθήσει ένα πιο δομημένο ‘Πρεσβυτερικό’ σύστημα, που βασίζεται σε μιαν ιεραρχία εξουσιών: το συμβούλιο των πρεσβυτέρων και των λειτουργών των εκκλησιών μιας περιφέρειας, που με τη σειρά του ακολουθούσε τις κατευθυντήριες γραμμές μιας γεωγραφικά μεγαλύτερης γενικής συνόδου. Μετά την έλευση στην Ελλάδα των προσφυγικών εκκλησιών ιδρύθηκε η Πανελλήνια Ευαγγελική Ένωση (το 1924) που με την πάροδο του χρόνου ανέπτυξε μια διοικητική δομή που συνδυάζει τα στοιχεία αμφότερων των Κοινοτικών και Πρεσβυτερικών παραδόσεων.32 Στην ουσία, ενώ επιδιώκουν την πνευματική ενότητα και την αλληλοϋποστήριξη, οι Ελληνικές Ευαγγελικές Εκκλησίες είναι ανεξάρτητες, αυτό-συντηρούμενες και αυτό-διοικούμενες οντότητες. Δεν είναι κλάδοι ξένων Προτεσταντικών Εκκλησιών. Εντάχθηκαν στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κατά την ίδρυση του το 1948, και υποστηρίζουν το Οικουμενικό Κίνημα.33 Υπάρχουν σήμερα περίπου δεκαοκτώ με είκοσι χειροτονημένοι λειτουργοί (πολλοί από τους οποίους έχουν αποφοιτήσει από θεολογικά σεμινάρια του Ηνωμένου Βασιλείου) δεκάδες λαϊκών ιεροκηρύκων και ευαγγελιστών, διανομέων της Βίβλου και περίπου 100 εκλεγμένοι πρεσβύτεροι.34

Οι έλληνες Ευαγγελικοί, που ασπάζονται το σύμβολο της Πίστης της Νικαίας (325 μ.Χ.), τελούν δυο τελετές: το Βάπτισμα και τη Θεία Κοινωνία. Αποδέχονται ως αυθεντικό Ευαγγέλιο μόνο τις γραφές της Παλαιάς (39 βιβλία) και της Καινής Διαθήκης (27 βιβλία) και πιστεύουν πως μόνο η Βίβλος είναι ‘ο αληθινός και αναμφισβήτητος κανόνας πίστεως – που περιέχει όλα όσα απαιτούνται από τους χριστιανούς ώστε να σχηματίσουν μια σαφή και ορθή πίστη’.35 Θεωρούν την εκκλησιαστική ‘Παράδοση’, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού στους κανόνες και τις τελετές ως κάτι που δεν ανάγεται στο Χριστό και τους Αποστόλους του, και τα αντικείμενα ανθρώπινης κατασκευής όπως είναι οι εικόνες ως προϊόντα της ανθρώπινης επινόησης επηρεασμένα από τοπικές, πολιτικές και κοινωνικές τάσεις, ατομικές προκαταλήψεις και άγνοια. Σε αυτό διαφέρουν τόσο από την Ορθόδοξη όσο και από την Καθολική Εκκλησία που θεωρούν την ‘Παράδοση’ ως θεόπνευστη και ισόκυρη με τα βιβλία της Βίβλου.

Στην πράξη, οι Ευαγγελικοί πιστεύουν πως η αποστολή της εκκλησίας είναι να διαδώσει και να διανείμει το Ευαγγέλιο ως το μόνο μέσο της σωτηρίας διαμέσου του οποίου ο άνθρωπος ανακαλύπτει και κοινωνεί με τον Δημιουργό του ατομικά και άμεσα. Επιδιώκουν να μεταδώσουν το μήνυμα αυτό σε άλλους, κυρίως μέσω της καθημερινής τους διαγωγής, και του προσωπικού παραδείγματος. Μεγάλη έμφαση δίνεται στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και της σημασίας του για τους νέους, μέσω βιβλικών μαθημάτων και κατάλληλης αναψυχής. Σχετικά με αυτό λειτουργούν διάφορες θερινές κατασκηνώσεις όπου περί τα 500 παιδιά (κι ορισμένες φορές οικογένειες ως σύνολο) συνδυάζουν τις διακοπές με τη θρησκευτική εκπαίδευση και τη λατρεία. Από τη δεκαετία του 1980 έχει επιδειχθεί μια αυξανόμενη φροντίδα για τα κοινωνικά προβλήματα κι έχουν ξεκινήσει μικρά προγράμματα σε μεγάλες πόλεις για αλκοολικούς και χρήστες ουσιών.37 Η εκκλησία της Κέρκυρας έχει πρόσφατα συνδυάσει το έργο ανθρωπιστικής περίθαλψης με τη θρησκευτική δραστηριότητα στη μετά-κομμουνιστική Αλβανία.38

Μια θρησκευτική μειονότητα:

προβλήματα και πραγματικότητες

Δεν είναι εύκολο για κάποιον να γενικεύσει σχετικά με τις εμπειρίες των Ευαγγελικών ως μια θρησκευτική μειονότητα στην Ελλάδα. Κατά μέρος, αυτό συμβαίνει επειδή, ως κανόνας, δεν επιδιώκουν να ελκύσουν την προσοχή προς τον εαυτό τους και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με τις αρχές συχνά δεν δημοσιοποιούνται. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου και υπάρχει μια αργή αλλά σταθερή βελτίωση στη στάση των κοσμικών αρχών, τουλάχιστον ως αρχή. Ήταν πάντοτε πολύ δυσκολότερο να είναι κάποιος Ευαγγελικός στις μικρές πόλεις και τα χωριά παρά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας, των οποίων η κοινωνική, μορφωτική και οικονομική κατάσταση αποτελεί ένα περίπου αντιπροσωπευτικό δείγμα του έθνους ως σύνολο, είναι σε θέση να διάγουν την επαγγελματική τους ζωή ανεμπόδιστα άσχετα από τη θρησκευτική τους τοποθέτηση. Οι εργοδότες τους κι οι συνάδελφοι τους, και (στις πόλεις) πολλοί από τους γείτονές τους επίσης, δεν γνωρίζουν για τη θρησκεία τους ή δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι αυτό. Παρενθετικά, ο απαιτούμενος προσδιορισμός της θρησκείας κάποιου στις ταυτότητες έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις πρόσφατα και έχει εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα νομικών αρχών. Η πρακτική (δηλαδή, της αναγραφής του θρησκεύματος) καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως μια παραβίαση του Άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,39 και το ζήτημα αναμένεται να αποτελέσει σημείο τριβής ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα κατά τα προσεχή χρόνια.40 Ωστόσο, αν ως απλοί πολίτες οι έλληνες Ευαγγελικοί δεν αντιμετωπίζουν σε γενικές γραμμές προβλήματα στην καθημερινή τους ζωή, ως ασκούντες την πίστη τους είναι βέβαιο πως υποφέρουν από τις συνέπειες.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 13.2) παρέχει προστασία ελευθερίας της λατρείας σε όλες τις ‘αναγνωρισμένες’ θρησκείες. Αλλά παρότι οι Ευαγγελικοί, ως Διαμαρτυρόμενοι, θεωρούνται ως μια ‘αναγνωρισμένη’ θρησκεία, οι λειτουργοί και οι λαϊκοί ευαγγελιστές τους συχνά προσκόπτουν στη συνταγματική απαγόρευση του ‘προσηλυτισμού’. Η αρχική απαγόρευση στόχευε στην υπεράσπιση της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας από απώλειες των πιστών της σε άλλες θρησκείες. Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα του 1975 διατηρεί την απαγόρευση του ‘προσηλυτισμού’ ως μια προστασία του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης έναντι προσπαθειών μεταστροφής με αυτά που ο ποινικός κώδικας τιτλοφορεί ως ‘παράνομα μέσα’. Με την αλλαγή αυτή εξυπακούεται ότι η εν λόγω απαγόρευση του προσηλυτισμού ισχύει για όλες τις θρησκείες, και κατά συνέπεια είναι δίκαιη κι αμερόληπτη. Ωστόσο, επειδή η έννοια των ‘παράνομων μέσων’ δεν προδιαγράφεται από το νόμο, εναπόκειται στα δικαστήρια να αποφασίσουν το τι στην πραγματικότητα αποτελεί προσηλυτισμό. Ορισμένες δικαστικές δημόσιες συζητήσεις επί του ζητήματος αυτού θυμίζουν θεολογικές αντιλογίες του Μεσαίωνα. Μεταξύ των πρακτικών που τα ελληνικά δικαστήρια χαρακτήρισαν ως ‘παράνομα μέσα’ είναι η ταχυδρόμηση βιβλίων, η ‘επιδέξια ερμηνεία’ του Ευαγγελίου, και η αναντιστοιχία ανάμεσα στο επίπεδο της μόρφωσης αυτού που κηρύττει και του ακροατή.41 Όπως ήδη αναφέρθηκε ακόμα κι η υπόσχεση του παράδεισου μπορεί να οδηγήσει σε κατηγορίες προσηλυτισμού. Κάτω από αυτές τις ιδιάζουσες συνθήκες πολλές από τις θρησκευτικές προσπάθειες των Ευαγγελικών μπορούν να θεωρηθούν, και πράγματι καταδικάζονται ως προσπάθειες προσηλυτισμού. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι υποκινητές των κατηγοριών και των μηνύσεων είναι οι τοπικές Ορθόδοξες αρχές και οι λαϊκοί οπαδοί τους.

Σύμφωνα με τους ‘αναγκαστικούς νόμους’ που χρονολογούνται από τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά που παραμένουν σε ισχύ και σήμερα (ειδικά ο 1363/38 όπως τροποποιήθηκε στον 1672/39), η ανέγερση κι η λειτουργία ενός εκκλησιαστικού κτιρίου οποιασδήποτε θρησκείας, απαιτεί την επίσημη άδεια που εκδίδεται από την ‘αρμόδια αναγνωρισμένη αρχή’ και το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η αίτηση για μια τέτοια άδεια πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερειακές πληροφορίες αναφορικά με τη θρησκευτική ομάδα που την υπέβαλε. Η μη κατονομαζόμενη ‘αρμόδια αρχή’ είναι στην πραγματικότητα η τοπική αστυνομία κι η τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, που σχεδόν ως πρακτική ρουτίνας προσπαθεί να εμποδίσει την παροχή της άδειας. Το 1982, ο Πανελλήνιος Ευαγγελικός Σύνδεσμος, προέβη σε έκκληση προς την εθνική κυβέρνηση για την ανάκληση των νόμων αυτών διαμαρτυρόμενος για το ότι ‘σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις η Ορθόδοξη εκκλησιαστική αρχή δεν επέτρεψε την ανέγερση … και οποιαδήποτε άδεια δόθηκε τελικά κατέστη δυνατή μετά την προσφυγή των ενδιαφερομένων στο Συμβούλιο Επικρατείας’.42 Στην απάντηση του, που δόθηκε δυο χρόνια αργότερα, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων απέρριψε το αίτημα ισχυριζόμενο ότι οι εν λόγω κανονισμοί παροχής αδείας δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα και στην πραγματικότητα αποσκοπούν στην υποβοήθηση και προστασία των ετεροδόξων.43

Πέρα από το πρόβλημα της χορήγησης άδειας για την ανέγερση εκκλησιών, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων απαιτεί τακτικά από τις Ευαγγελικές εκκλησίες να υποβάλλουν λεπτομερειακές εκθέσεις για τις δραστηριότητες τους. Για παράδειγμα, μια εγκύκλιος του Ιουλίου του 1979 απαιτούσε τις ακόλουθες πληροφορίες ‘το συντομότερο δυνατό’: ακριβής διεύθυνση του χώρου λατρείας, τηλέφωνο ‘όπου μπορούμε να σας βρούμε’, πλήρες όνομα του τωρινού ποιμένα, τίτλους των περιοδικών και άλλων εντύπων της επιμέλειας της Εκκλησίας, ονόματα άλλων οργανώσεων, συλλόγων ή σχολείων που λειτουργούν από την Εκκλησία. Η εγκύκλιος κατέληγε με την υπόμνηση ότι ‘οποιαδήποτε αλλαγή στη διεύθυνση του ποιμένος σας απαιτεί την έγκριση μας’.44 Ορισμένες φορές αξιωματούχοι της ασφάλειας με πολιτικά καταφθάνουν απροειδοποίητοι ζητώντας πληροφορίες για την εκκλησία. Και το φθινόπωρο του 1993 ο Αθηναϊκός τύπος ανέφερε την ύπαρξη μιας απόρρητης έρευνας για ετερόδοξους έλληνες που είχε αναληφθεί από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ). Αυτή περιλάμβανε ονόματα, διευθύνσεις, τηλέφωνα και πληροφορίες προσωπικών οικονομικών στοιχείων και τραπεζικών λογαριασμών των ποιμένων τους, που όπως φαίνεται ήταν κάτω από παρακολούθηση ρουτίνας.46

Κατά περιόδους, οι θρησκευτικές μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Ευαγγελικών, έχουν κατηγορηθεί για έλλειψη πατριωτισμού. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 μια κατηγορία που συχνά εκτοξευόταν κατά των Ευαγγελικών ήταν ότι δεν είχαν επιδείξει επαρκή αντίθεση προς το ‘σλάβο-κομμουνισμό’. Οι αστυνομικές αρχές στην Πιερία ανέφεραν κάποτε, πως όταν η περιοχή ήταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ οι ‘Ευαγγελικοί’ αιρετικοί κήρυτταν πως ο κομμουνισμός δεν καταδιώκει την ‘Ευαγγελική Εκκλησία’. Δεδομένης της ολοκληρωτικής απόρριψης του κομμουνιστικού δόγματος από τους Ευαγγελικούς ως ένα αθεϊστικό παραλογισμό, κάποιος θα μπορούσε να διερωτηθεί σχετικά με τα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από μια παρόμοια αναφορά.

Τέλος, υπάρχει μια έμμονη υποψία ότι οι Ευαγγελικοί, καθώς και μέλη άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Καθολικών, συστηματικά αποκλείονται από ευαίσθητες κυβερνητικές θέσεις. Το Δεκέμβριο του 1992, ένας Ευαγγελικός εκπρόσωπος στην Αθήνα, ενώ αρνήθηκε την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων ανάμεσα στην εκκλησία του και τις κρατικές αρχές, πρόσθεσε: ‘υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για το ότι συνεχίζει να παραμένει σε ισχύ μια οδηγία για τον αποκλεισμό των Ευαγγελικών από ορισμένους τομείς των δημόσιων υπηρεσιών: το στρατό, την αστυνομία, την εκπαίδευση’.48

Αυτό είναι ένα είδος υποψίας που είναι φανερό πως πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να την αποδείξει ή να την διαψεύσει. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες σοβαρές ενδείξεις ότι μια παρόμοια οδηγία έχει πράγματι εκδοθεί. Σε επιστολή που δημοσιεύθηκε στον εβδομαδιαίο Οικονομικό Ταχυδρόμο (30 Δεκεμβρίου 1993), ο επιστολογράφος αποκάλυψε ότι, έχοντας ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως γιατρός τάγματος (αλλά δίχως να προαχθεί στο βαθμό του εφέδρου αξιωματικού που είναι η συνηθισμένη πρακτική για γιατρούς στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις), τα έγγραφα απόλυσης του ανέφεραν τη διαγωγή του ως ‘καλή’. Όταν διαμαρτυρήθηκε, ο Διοικητής του Τάγματος ισχυρίστηκε πως αυτός απλά συμμορφώθηκε με μιαν απόρρητη διαταγή του Γενικού Επιτελείου σύμφωνα με την οποία όλοι οι Ευαγγελικοί, άσχετα από την απόδοση τους, θα έπρεπε να έχουν τον ορισμό της διαγωγής τους ως ‘καλή’. Μετά την έφεση του για το ζήτημα στο Συμβούλιο Επικρατείας, κλήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του (που διαχειρίζεται τα έγγραφα κλήσης των εφέδρων) όπου του ανακοινώθηκε ότι έχει ληφθεί μια εντολή για την αλλαγή των εγγράφων απόλυσης του, με αλλαγή του βαθμού διαγωγής από ‘καλή’ σε ‘άριστη’.

Είναι δύσκολο να υποθέσει κάποιος πως στην πραγματικότητα αυτή ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση, ενώ υπάρχουν παρόμοιες με την προηγούμενη ατεκμηρίωτες αναφορές παρεμφερής μεταχείρισης. Ωστόσο, μια εντελώς διαφορετική εμπειρία αξίζει να αναφερθεί. Το 1955 όταν ένας ευαγγελικός κληρωτός ζήτησε την αλλαγή του προσδιορισμού ‘Χριστιανός/Ορθόδοξος’ σε ‘Χριστιανός/Ευαγγελικός’ στα στρατιωτικά του έγγραφα, έτυχε άρνησης με προσβλητική γλώσσα που, μεταξύ άλλων, αμφισβητούσε την ελληνικότητά του. Όμως, μήνες αργότερα, έχοντας επαναλάβει ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής τη θρησκευτική του τοποθέτηση, στάλθηκε στη σχολή αξιωματικών, όπως κι ένας άλλος ευαγγελικός. Με το διορισμό του, του δόθηκε η ανώτατη έγκριση πρόσβασης σε “άκρως απόρρητα έγγραφα” των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και του ΝΑΤΟ, και διορίστηκε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης, όπου υπηρέτησε ως διερμηνέας σε άκρως ευαίσθητες διασκέψεις με αξιωματούχους του ΝΑΤΟ. Με την απόλυσή του, με τις καλύτερες συστάσεις και διαγωγή ‘άριστη’, προσλήφθηκε στο Γραφείο Τύπου του Υπουργείου παρά τω Πρωθυπουργώ, όπου στα καθήκοντα του συμπεριλήφθηκε η υπηρεσία ως διερμηνέας δικαστηρίου στη δίκη του αμερικανού αεροπόρου που σκότωσε το στρατηγό Στέφανο Σαράφη, τον άλλοτε διοικητή του ΕΛΑΣ, σε τροχαίο ατύχημα (η κυβέρνηση είχε ανησυχίες για το ότι οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν τη δίκη για προπαγανδιστικούς σκοπούς).49

Συμπεράσματα

Η Ελλάδα είναι σήμερα μια αρκετά σταθερή, δημοκρατική κοινωνία, το Σύνταγμα και το δικαιικό σύστημα της οποίας, ως αρχή, παρέχει στον επιμέρους πολίτη προστασία έναντι της θρησκευτικής δίωξης εκ μέρους των κρατικών αρχών. Ως μέλη ‘αναγνωρισμένης’ θρησκείας, οι έλληνες Ευαγγελικοί βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με άλλες θρησκευτικές μειονότητες που δεν προσδιορίζονται με τον τρόπο αυτό. Όμως, παραμένει ένα θεμελιώδες πρόβλημα, που συμβολίζει το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική. Παρότι οι περισσότεροι έλληνες δεν το υπολογίζουν καθόλου, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής δημόσιας ζωής και πολιτισμού που την ξεχωρίζει από όλες τις άλλες δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες. Σε κάθε κρατική εκδήλωση η θέση τιμής παραχωρείται στον Ορθόδοξο κλήρο που αντιμετωπίζεται ως το ιερό σύμβολο της ταυτότητας και του πνεύματος του έθνους. Σε επίσημες τελετές, πρόεδροι της δημοκρατίας, πρωθυπουργοί, η κυβέρνηση, στρατηγοί κι άλλοι εκπρόσωποι του κράτους συμπεριφέρονται ωσάν η ανώτατη εξουσία για όλα τα ελληνικά πράγματα να πηγάζει από το θεσμό που εκπροσωπείται από το πρόσωπο με το μαύρο ράσο. Η ιστορική εξήγηση για όλα αυτά είναι παρά πολύ καλά γνωστή, όπως και η υπηρεσία της Ορθόδοξης πίστης στη διαφύλαξη του Ελληνικού έθνους. Αλλά, ο συμβολισμός διαιωνίζει επίσης την ιδέα ότι η ελληνικότητα είναι συνώνυμη με την Ορθοδοξία και ότι η Εκκλησία στέκει υψηλότερα από την αστική εξουσία. Κι όσο η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει να θεωρεί τις θρησκευτικές μειονότητες ως παρείσακτους στην αποκλειστική της περιοχή, η θέση των παρόμοιων μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Ευαγγελικών, θα παραμείνει επισφαλής. Όσο τα κρατικά όργανα δρουν ως παθητικά -και κάποτε ενεργητικά- εργαλεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα δε θα χαίρονται της πλήρους προστασίας των θρησκευτικών τους ελευθεριών. Όσο ο πολιτική κουλτούρα της χώρας ταυτίζει την εθνική ταυτότητα και την προσωπική αφοσίωση στο κράτος με μια συγκεκριμένη Εκκλησία, οι θρησκευτικές μειονότητες θα συνεχίζουν να θεωρούνται λιγότερο γνήσιοι έλληνες. Κι όταν το έθνος αισθανθεί ανασφαλές ή κατατρεγμένο, ο φλογισμένος εθνικισμός θα καθυστερήσει οποιαδήποτε πρόοδο προς μια γνήσια θρησκευτική ελευθερία.

Όπως ήδη έχει υπονοηθεί, η κουλτούρα αυτή που υποτάσσει την εθνική ταυτότητα σε κριτήρια που ορίζονται από την επικρατούσα Εκκλησία, φέρνει την Ελλάδα σε μια πορεία σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν η Ελλάδα γνήσια υποστηρίζει το περιεχόμενο και τις προεκτάσεις των συμφωνιών του Μάαστριχ, θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τους εταίρους της σε μια ποικιλία ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της θρησκευτικής ελευθερίας. Θα πρέπει να καλλιεργήσει μια πλουραλιστική κοινωνία από όλες τις απόψεις, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων της θρησκευτικής πίστης, και να μετατρέψει το μύθο του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος σε πραγματικότητα. Για να συμβεί αυτό, δυο βασικές αλλαγές είναι απαραίτητες. Πρώτη, η συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού θα πρέπει να ακυρωθεί, καθιστώντας αδύνατο για τα δικαστήρια να δρουν ως εργαλεία της επικρατούσας Εκκλησίας. Θα πρέπει τελικά να έλθει το πλήρωμα του χρόνου, που οι Ορθόδοξες αρχές θα ανέχονται στην Ελλάδα το πλήρες μέτρο της θρησκευτικής ελευθερίας από το οποίο οι ίδιες επωφελούνται στο δυτικό κόσμο. Με δεδομένο την κατάσταση που περιγράφηκε στις σελίδες αυτές, είναι πραγματικά ειρωνικό για τους Ορθόδοξους ιεράρχες να δηλώνουν ότι ‘το καθήκον τους στη Βόρεια Αμερική δεν περιορίζεται στις υπηρεσίες τους προς τις μεταναστευτικές και εθνικές κοινότητες αλλά στην καρδιά τους βρίσκεται το ιεραποστολικό καθήκον να αποκτήσουν οπαδούς ανάμεσα στα έθνη του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών’.50 Δεύτερη, το εθνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει το απλό μάθημα ότι παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων είναι Ορθόδοξοι, δεν απαιτείται από κάποιον να είναι Ορθόδοξος για να είναι καλός έλληνας. Οι αλλαγές αυτές είναι δυνατές, εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση κι η ηγεσία που θα τις επιφέρει. Ωστόσο, θα ήταν μη-ρεαλιστικό να πιστέψει κάποιος πως μια παρόμοια ηγεσία υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα.

Σημειώσεις:

25. Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Κατερίνης (Κατερίνη).

26. Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 1992.

27. Επιστολή του Αιδ. Στέλιου Καλοτεράκη, 13 Δεκεμβρίου 1993, στο συγγραφέα.

28. Καθημερινή, 6 Νοεμβρίου 1991.

29. Ελλάς: Θρησκευτική Μισαλλοδοξία και Διακρίσεις, Ανθρώπινα Δικαιώματα Χωρίς Σύνορα, ΣΤ (1994) 2.

30. Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 1992. Σχετικά με πολύκροτη υπόθεση ενός Μάρτυρα του Ιεχωβά που δικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βλέπε Υπόθεση Κοκκινάκη κατά Ελλάδος (3/1992/348/421), Judgment, Στρασβούργο, 25 Μαΐου 1993.

31. Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 1992.

32. Περιληπτική Ιστορία, 3. βλέπε επίσης Καταστατικός Χάρτης της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας (Θεσσαλονίκη 1971).

33. Καταστατικός Χάρτης, Άρθρα 30, 24.

34. Περιληπτική Ιστορία, 3.

35. Η Πίστις των Ελλήνων Ευαγγελικών (Αθήνα) 21.

36. Η Πίστις, 21-2.

37. Περιληπτική Ιστορία, 3-4.

38. Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Κερκύρας, Έκθεση αλβανικού έργου για το έτος 1991.

39. Λοβέρδος, ‘Προσηλυτισμός’, στην Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 1992.

40. Καθολική, 16 Νοεμβρίου 1993.

41. Λοβέρδος, ‘Προσηλυτισμός’

42. Πανελλήνιος Ευαγγελικός Σύνδεσμος, επιστολή 24 Αυγούστου 1982 προς τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Υπουργείων Προεδρίας και Δικαιοσύνης, υπογεγραμμένη από τους Αιδ. Στέλιο Καλοτεράκη και Αιδ. Απόστολο Δ. Μπλιάτη.

43. Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, 070.1Α3/110, 11 Ιουλίου 1984.

44. Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, 070.1/Α/1637, 9 Ιουλίου 1979, υπογραφής Κ. Αθανασιάδη.

45. Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία Θεσσαλονίκης, καταγγελία από Δρα Δημοσθένη Κατσάρκα προς τη Διεύθυνση ασφάλειας, Θεσσαλονίκη, 10 Ιουνίου 1991.

46. Καθολική, 16 Νοεμβρίου 1993.

47. Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 1992.

48. ε.α.

49. Η περίπτωση από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, είναι του συγγραφέα.

50. New York Times, 9 Δεκεμβρίου 1994, έμφαση του συγγραφέα. I

Κείμενο εισήγησης σε συνέδριο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 1994. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο “Minorities in Greece. Aspects of a plural society”, που είχε ως γενικό επιμελητή έκδοσης τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης κ. Richard Clogg (London :Hurst & Co., 2002). Αναδημοσιεύεται κατόπιν ευγενικής αδείας του συγγραφέα και του επιμελητή. Την μετάφραση από το αγγλικό έκανε ο Γεώργιος Τασίογλου.

Ο Ιωάννης Ο. Ιατρίδης σπούδασε στην Ελλάδα, στην Ολλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας και στο Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού (1955-58). Είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κοννέτικατ, και έχει διδάξει μαθήματα σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Γαίηλ, Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι δημοσιεύσεις του συμπεριλαμβάνουν: Το Τρίγωνο των Βαλκανίων: γέννηση και πτώση μιας συμμαχίας διαμέσου των ιδεολογικών συνόρων (1968), Εξέγερση στην Αθήνα: ο ελληνικός κομμουνιστικός δεύτερος γύρος 1944-1945 (1972), Αναφορές του πρέσβεως ΜακΒέη: Ελλάδα 1933-1947 (1980), Η Ελλάδα την δεκαετία του 1940: ένα έθνος σε κρίση (1981), και Η Ελλάδα στο σταυροδρόμι: ο εμφύλιος πόλεμος και η κληρονομιά του (1995). Σήμερα ασχολείται με μελέτη σχετική με την Ελλάδα στον ψυχρό πόλεμο.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.