Κων/νου Παλαιολόγου 6, 54622 Θεσσαλονίκη peswork20@gmail.com

του κ . Ιωάννη Ο . Ιατρίδη

Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, των οποίων η εθνική αυτοσυνειδησία είναι πλήρως συνώνυμη με την Ανατολική Ορθόδοξη πίστη, η ύπαρξη στους κόλπους τους θρησκευτικών μειονοτήτων που το σύνολο τους είναι λιγότερο του 3 τοις εκατό του πληθυσμού, δύσκολα θα θεωρούνταν λόγος σοβαρής ανησυχίας. Για να είμαστε ακριβείς, κατά περιόδους, οι μουσουλμάνοι της ελληνικής Θράκης θεωρούνται ως το όργανο μιας επιθετικής Τουρκίας, ενώ ο ελληνικός Καθολικός κλήρος θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι εξυπηρετεί τους παγκόσμιους σκοπούς του Βατικανού. Ωστόσο, και στις δυο αυτές περιπτώσεις είναι το ξένο αφεντικό παρά ο έλληνας πελάτης που θεωρείται πως αποτελεί μιαν εθνική απειλή. Με την ουσιαστική εξολόθρευση των ελλήνων Εβραίων, οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας είναι πολύ μικρές, απομονωμένες κι ασήμαντες ώστε να ενοχλήσουν το γενικό πληθυσμό. Μάλιστα, αν δεν υπήρχε η αποφασιστικότητα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να ξεριζώσει την ‘αίρεση’ και τον ‘προσηλυτισμό’, η θρησκευτική ελευθερία δεν θα αποτελούσε ένα ζήτημα στην Ελλάδα. Όμως, η επικρατούσα επιρροή της Ορθοδόξου Εκκλησίας (επίσημα, της Εκκλησίας της Ελλάδος) πάνω στους κρατικούς θεσμούς και την κοινωνία, συχνά υποβιβάζει τις θρησκευτικές μειονότητες στην κατάσταση πολιτών δεύτερης κατηγορίας ή και χειρότερα. Και παρότι οι διαμαρτυρόμενοι της Ελλάδας δεν αποτελούν τον κύριο στόχο της μισαλλοδοξίας, ωστόσο αισθάνονται τα αποτελέσματά της, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, λόγω της διαδεδομένης άγνοιας και σύγχυσης που υπάρχει σχετικά με την ταυτότητα και τις πεποιθήσεις τους. Όπως το εξέφρασε ένας ξένος διαμαρτυρόμενος επίσημος, ‘η θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα φαίνεται να είναι στη θεωρία μάλλον παρά στην πράξη’.1

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1983, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος εγκαινίασε μια νέα ‘αντί-αιρετική εκστρατεία’ με εγκύκλιο που απέστειλε σε όλες τις Ορθόδοξες ενορίες και στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας προειδοποιώντας για ‘προκλητική δραστηριότητα προσηλυτισμού από πράκτορες πολυεθνικών και προτεσταντικών οργανώσεων, εταιρίες και ανατολικές θρησκείες’. Κατονομάζοντας πρώτους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, η εγκύκλιος περιλάμβανε ανάμεσα ‘στις αιρέσεις προτεσταντικής προέλευσης’ τους ακόλουθους: ‘Αντβεντιστές, Βαπτιστές, Μεθοδιστές, Πεντηκοστιανούς, Εκκλησίες Ελεύθερων Ευαγγελικών, Πρεσβυτερικούς κλπ.’ Στον κατάλογο υπήρχαν επίσης ‘τελετές μύησης όλων των ειδών, οργανώσεις, ειδικά Ινδουιστικής προέλευσης, παραψυχολογία, μέντιουμ και μαγεία’. Εντός επτά ημερών από την ημερομηνία λήψης της εγκυκλίου οι αποδέκτες θα έπρεπε να υποβάλλουν στο γραφείο του Αρχιεπισκόπου πληροφορίες για όλες τις παρόμοιες ομάδες ‘καθώς επίσης για το πώς αντιμετωπίζουν το πρόβλημα’.2 Έτσι, στα μάτια των ανώτατων Ορθόδοξων αρχών, οι παγκόσμια αναγνωρισμένες Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες συγκαταλέχθηκαν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τους Χάρε Κρίσνα, τη μαγεία και την παραψυχολογία, κι οι τοπικοί ιερείς κι οι ομάδες υποστήριξης τους, καθώς επίσης κι οι στρατιωτικοί της χώρας, υποκινούνταν να προβούν σε ενέργειες εναντίον όλων αυτών. Όπως φαίνεται καθαρά από την εγκύκλιο, ένα από τα πιο επίμαχα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι έλληνες διαμαρτυρόμενοι των κύριων Διαμαρτυρόμενων Εκκλησιών είναι η άρνηση της Ορθόδοξης ιεραρχίας, άσχετα ακόμα κι από δικαστικές αποφάσεις, να τους αναγνωρίσουν ως μέλη ιστορικών, παγκοσμίως γνωστών χριστιανικών εκκλησιών. Αν ο επικεφαλής της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα μπορούσε με μια μονοκονδυλιά να ακυρώσει την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, δε θα ήταν καθόλου παράδοξο αν τον ακολουθήσουν σε αυτό ο κατώτερος κλήρος κι οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Μάλιστα, ενθαρρυμένοι από τους ανωτέρούς τους, αλλά επίσης δρώντας με δική τους πρωτοβουλία, εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι συχνά υποβάλλουν μηνύσεις ενώπιον των δικαστηρίων κατά μη-Ορθοδόξων ομάδων, τις δραστηριότητες των οποίων βρίσκουν ενοχλητικές. Έτσι, το Ιούλιο του 1984 ο Μητροπολίτης Καβάλας απαίτησε από την αστυνομία να εμποδίσει τη συνέχιση των συγκεντρώσεων της οργάνωσης ‘Ελληνική Ιεραποστολική Ένωση’ που είχε ανεβάσει στη σκηνή στην πλατεία της πόλης μια μουσική παράσταση με τον τίτλο, ‘Ελευθερία και Χαρά’. Σύμφωνα με την έκθεση του Μητροπολίτη προς τις δικαστικές αρχές, ‘η μελέτη του έντυπου υλικού (που είχε διανεμηθεί) και οι μέθοδοι δράσης (της ομάδας) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα προτεσταντικό παρακλάδι, ενεργό σε έντονο προσηλυτισμό σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας’.3

Συχνά, η βαθύτερη ρίζα του προβλήματος φαίνεται να είναι η επιθυμία των Ορθοδόξων ιεραρχών να ελκύσουν την προσοχή προς τους εαυτούς τους ως υπέρμαχοι του έθνους έναντι των ξένων επιρροών. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που είχε εμπλέξει τους Ευαγγελικούς της Κατερίνης, οι δυσκολίες των οποίων με τις αρχές κατά τη δεκαετία του ΄60 είχαν ελκύσει την προσοχή της Βρετανικής κυβέρνησης, επειδή ο ποιμένας, που δεχόταν την επίθεση, ήταν Ελληνοκύπριος και κατ’ επέκταση Βρετανός υπήκοος. Σύμφωνα με το Βρετανό διπλωμάτη που εξέτασε το ζήτημα, οι Ευαγγελικοί της Κατερίνης ήταν μια κοινωνία πρότυπο ‘τόσο καλά οργανωμένη κοινωνικά, κι η συνοχή που υπήρχε ανάμεσα τους τόσο ισχυρή, ώστε σπάνια να γίνει γνωστό ότι κάποιο από τα μέλη της είχε καταστεί δημόσιο βάρος -εκτός στην ίδια την κοινότητα του- λόγω ασθένειας, φτώχιας ή ανεργίας’. Ωστόσο, η επιτυχία της εκκλησίας να προσελκύει μέλη είχε εξεγείρει την εχθρότητα του τοπικού Ορθοδόξου ιεράρχη ο οποίος ‘εκτός από άλλους υπολογισμούς (ο Μητροπολίτης είναι κάποιος που αρέσκεται στο να ελκύει την προσοχή, μια ισχυρή και εξαιρετικά φιλόδοξη προσωπικότητα, πρόθυμος να υπερασπιστεί οποιοδήποτε σκοπό που θα ενίσχυε τη δημόσια του εικόνα), ως ζήτημα πολιτικής ο Μητροπολίτης Βαρνάβας πολύ εύλογα θεώρησε καθήκον του να καταπολεμήσει την πρόκληση της Ευαγγελικής Εκκλησίας’. Κατά συνέπεια, αφού φρόντισε ώστε οι πολιτικές αρχές να απαλλοτριώσουν το μικρό πάρκο της Ευαγγελικής κοινότητας, ο Μητροπολίτης κατηγόρησε τον ποιμένα για προσηλυτισμό πετυχαίνοντας τον χαρακτηρισμό του ως ‘ανεπιθύμητου’, επισπεύδοντας με τον τρόπο αυτό την απέλαση του από τη χώρα. Η έκθεση της αστυνομίας, που υποβλήθηκε με την υποκίνηση του Μητροπολίτη, συμπεριλάμβανε την κατηγορία ότι ο ποιμένας είχε λάβει ‘υπολογίσιμα ποσά χρημάτων από το Βρετανικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να αποκλείεται η χρήση τους για κάποιο άλλο σκοπό…’.4

Το πρόβλημα που δημιουργείται από τη στάση της Ορθόδοξης ιεραρχίας και των ελαστικών δημόσιων αρχών είναι πολύ πιο σοβαρό σε σύγκριση με το μέγεθος των θρησκευτικών κοινοτήτων που επηρεάζονται. Ως το μόνο Ανατολικό Ορθόδοξο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίζει να αγνοεί με ατιμωρησία το διεθνή έλεγχο και τις αυξανόμενες κατηγορίες για το ότι δεν παρέχει επαρκή προστασία στις θρησκευτικές της μειονότητες. Η πλήρης ενσωμάτωση στην κατεξοχήν κοσμική και πολύ-πολιτισμική Δυτικοευρωπαϊκή κοινότητα απαιτεί την εγκατάλειψη των ξεπερασμένων σοβινιστικών πρακτικών που δεν εξυπηρετούν κάποιο χρήσιμο σκοπό και που αποξενώνουν τους εταίρους της Ελλάδας. Τα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (αναφορικά με τη συμπεριφορά απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά) έχουν ήδη θέσει την Ελλάδα υπό προειδοποίηση για το ότι οι προσπάθειές της στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας υπολείπονται των απαιτήσεων της κοινότητας.5

Επιπλέον, παρόλη την πρακτική της σημασία, η συμμόρφωση με τις διεθνείς συμβάσεις δεν είναι το μοναδικό ζητούμενο. Η θρησκευτική μισαλλοδοξία στην περίπτωση αυτή αποκαλύπτει αυθαίρετες και οπισθοδρομικές εικόνες της εθνικής ταυτότητας και του πατριωτισμού και υπονομεύει το σεβασμό για τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων των ελλήνων πολιτών, άσχετα από τους θρησκευτικούς τους δεσμούς. Η βασική ερώτηση είναι η ακόλουθη: ποιος αποφασίζει το τι ορίζει την ελληνικότητα, και με ποια κριτήρια; Μπορεί ένας μη-Ορθόδοξος πολίτης της Ελλάδας, που αισθάνεται και συμπεριφέρεται ως έλληνας, να αναμένει να αντιμετωπίζεται από τις αρχές της χώρας του ως έλληνας με πλήρη δικαιώματα;

Το παρόν δοκίμιο ασχολείται κυρίως με τους Έλληνες Ευαγγελικούς. Οι άλλες διαμαρτυρόμενες ομάδες, καθώς κι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αναφέρονται μόνο ευκαιριακά, όταν οι εμπειρίες τους στην Ελλάδα εγείρουν ερωτήματα ευρύτερης σημασίας. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα μοιάζει με κινούμενο στόχο. Παρά τον αριθμό των δικαστικών αποφάσεων, η επίδραση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος του 1975 παραμένει ασαφής. Παρομοίως, η ουσιαστική επίδραση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πάνω στο ελληνικό σύστημα παραμένει επί του παρόντος άδηλη.6

Αρχές, πρωτοπόροι, αντιξοότητες

Η ιστορία των ελλήνων Ευαγγελικών, η απαρχές της οποίας συμπίπτουν με την απελευθέρωση του έθνους από την Οθωμανική κυριαρχία, είναι μια ιστορία έντονων αντιθέσεων κι αντιφάσεων, της περιστασιακής αποδοχής των ατόμων και της πλήρους απόρριψης της θρησκευτικής τους κοινότητας. Έτσι, παιδί στην Κρήτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο χαρισματικός πολιτικός που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική ζωή κατά το πρώτο τρίτο του εικοστού αιώνα, ήταν τακτικός συνδρομητής της Εφημερίδος των Παίδων που εκδιδόταν από τον πρώτο διαπρεπή έλληνα Ευαγγελικό, τον Μιχαήλ Καλοποθάκη, έναν προστατευόμενο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κι εκδότη του περιοδικού Αστήρ της Ανατολής. Αλλά η εκκλησία την οποία ο Καλοποθάκης ανέγειρε στην Αθήνα και στην οποία κήρυξε για σαράντα χρόνια (1871-1911) υπήρξε τακτικός στόχος λιθοβολισμών και θορυβώδους παρενόχλησης, ενώ απειλήθηκε κι η ίδια του η σωματική ακεραιότητα. Το 1895 όταν το εκκλησίασμα του τοποθέτησε στην πρόσοψη της εκκλησίας την πινακίδα ‘Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία’, ο Μητροπολίτης Αθηνών απαίτησε από την αστυνομία την αφαίρεση της λέξης ‘Ελληνική’ με την αιτιολογία ότι αποτελούσε προσηλυτισμό και πιθανή εξαπάτηση των ανυποψίαστων περαστικών.7

Ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην αποφασιστική μάχη του Σκρά, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνταγματάρχης (κατόπιν στρατηγός) Αθανάσιος Κυριακού, ήταν ένας διακεκριμένος κι ευσεβής Ευαγγελικός. Παρασημοφορήθηκε από την Ελλάδα, τη Βρετανία και τη Γαλλία κι η ταφή του έγινε με μεγάλες τιμές στο περίβλεπτο Πρώτο Νεκροταφείο των Αθηνών.8 Αλλά όταν κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ένας στρατιώτης σκοτώθηκε έχοντας λάβει μέρος στην εκστρατεία του Γράμμου εναντίον των κομμουνιστών στασιαστών, ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως δεν επέτρεπε την ταφή του στο δημόσιο νεκροταφείο επειδή ήταν Ευαγγελικός. Αφού το ζήτημα πήρε αρκετή δημοσιότητα κατόρθωσαν τελικά να εναποθέσουν το σκήνωμα του νέου σε μιαν απόμακρη γωνιά του νεκροταφείου μακριά από τους άλλους τάφους.9 Κι αυτό συνέβαινε σε καιρούς που οι προτεσταντικές εκκλησίες σε όλη την επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών συνέλεγαν εκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμηση 1.000 Ελληνορθόδοξων ναών που είχαν υποστεί ζημιές ή είχαν καταστραφεί εξαιτίας των βιαιοτήτων της δεκαετίας του ΄40, καθώς και για την παροχή υφάσματος για τα άμφια των ιερέων και τροφή για το ποίμνιο τους, ενώ οι Ορθόδοξες αρχές στην Έδεσσα δεν επέτρεπαν σε ένα πολύ μικρό Ευαγγελικό εκκλησίασμα να κάνει χρήση της μικρής εκκλησίας που είχαν κτίσει.10 Τέλος, ενώ η διεθνής κοινότητα, με την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας, πασχίζει να καθιερώσει πρότυπα για την προστασία των ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων παντού, συμπεριλαμβανομένης της θρησκευτικής ελευθερίας, υπάρχουν σήμερα έλληνες δικαστές που αποφαίνονται πως το να υποσχεθείς σε ένα πρόσωπο μια θέση ανάμεσα στους εκλεκτούς του Θεού μετά θάνατο αποτελεί μια προσπάθεια προσηλυτισμού ‘με ψευδείς και απατηλούς τρόπους’ και συνεπώς είναι παράνομη.11

Η γένεση του Ελληνικού Ευαγγελικού κινήματος κατά τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα συνέβη ανεξάρτητα αλλά σχεδόν ταυτόχρονα στην ηπειρωτική Ελλάδα και στις ελληνικές κοινότητες που ήταν διάσπαρτες καθόλη την έκταση της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Ειδικά στη Μικρά Ασία, υπήρξε το πολύ μέτριο υπό-προϊόν ενός φιλόδοξου αν όχι αφελούς σχεδίου των Αμερικανικών και Βρετανικών ιεραποστολικών εταιριών να φέρουν το Χριστιανισμό στις Μωαμεθανικές μάζες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό θα πετύχαινε μέσω της ‘αφύπνισης’ και της αποκατάστασης της Ελληνορθόδοξης πίστης στην αρχική της ‘καθαρότητα και ζωντάνια’, αφού η επίδραση των οπαδών της θα απλωνόταν στον Μωαμεθανικό κόσμο ακόμα κι όταν αυτοί παρέμεναν κάτω από Οθωμανική υποτέλεια.12 Αντί να κάνουν προσήλυτους στον προτεσταντισμό, οι Δυτικοί αυτοί ιεραπόστολοι έλπιζαν να αναμορφώσουν, να φωτίσουν και να ενδυναμώσουν την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, πείθοντας τα μέλη της να εγκαταλείψουν την τυπολατρία, το μυστικισμό και τη λατρεία των εικόνων υπέρ μιας ατομικής Χριστιανικής πίστης που να βασίζεται αποκλειστικά στο μήνυμα του Ευαγγελίου. Η επίτευξη της ατομικής σωτηρίας θα γινόταν μέσω της προσωπικής επικοινωνίας με το Δημιουργό, με την κατανόηση κι αποδοχή του Ευαγγελίου ως εντολή του Θεού παραδομένη στον άνθρωπο απλά κι άμεσα, μέσω του Χριστού και των Αποστόλων του.

Μια παρόμοια αναμόρφωση κι αλλαγή προσανατολισμού απαιτούσε κάποιο επίπεδο αλφαβητισμού και διαθεσιμότητα του Ευαγγελίου σε κατανοητά ελληνικά. Συνεπώς, οι ιεραπόστολοι συνδύασαν την παραδοσιακή φιλανθρωπία με την εκπαίδευση στα βασικά, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, έτσι ώστε το άτομο να μπορούσε να διαβάσει και να σκεφτεί για τον εαυτό του, και τη μετάφραση και διανομή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιώντας το κοσμοπολίτικο λιμάνι της Σμύρνης ως την κύρια βάση των δραστηριοτήτων τους, όπου ίδρυσαν ορισμένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Εγγύς Ανατολής, απλώθηκαν σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ιδρύοντας σχολεία, ορφανοτροφεία, σταθμούς παροχής βοήθειας, εκπαιδεύοντας και πιστοποιώντας δασκάλους ελληνικών, και διανέμοντας ελληνικές εκδόσεις της Βίβλου. Παρότι δίδασκαν τη Βίβλο, θεωρούσαν την αποστολή τους ως αποστολή διαφώτισης, όχι μεταστροφής στον προτεσταντισμό. Πίστευαν πως βοηθούσαν τους αδελφούς τους χριστιανούς να ανακαλύψουν ξανά και να επιστρέψουν σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν πως είναι η πραγματική σημασία του χριστιανισμού, όπως ορίζεται από το Χριστό και καταγράφεται από τους αποστόλους του.

Συχνά, οι απόφοιτοι των ιεραποστολικών σχολείων προσκαλούνταν από τις ελληνικές πόλεις και τα χωριά απομακρυσμένων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν είχαν ποτέ δει ξένο ιεραπόστολο, να έρθουν και να λειτουργήσουν ένα ελληνικό σχολείο. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους δασκάλους απλά και μόνο δίδασκαν τα βασικά και τίποτε άλλο. λίγοι έγιναν επίσης οι κήρυκες όχι μιας ‘ξένης’ θρησκείας, αλλά μιας προσωπικής χριστιανικής πίστης που βασιζόταν στη Βίβλο κι ειδικά στην Καινή Διαθήκη. Δεν αντιλαμβάνονταν οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα τους ως έλληνες, που να συντελείται εξαιτίας της συγκεκριμένης τους κατανόησης της χριστιανικής πίστης. Επιπλέον, η λειτουργία τους ως ‘ευαγγελιστές’ ήταν συχνά απρογραμμάτιστη.

Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1870, το χωριό Σεμέν κοντά στον Εύξεινο Πόντο, που αποτελούνταν από περίπου 140 οικογένειες, προσέλαβε ένα δάσκαλο (τον Ιωάννη Βαλαβάνη) για το δημοτικό του σχολείο. Λίγο καιρό μετά την άφιξη του οι χωριανοί είδαν το δάσκαλο να τρώει αυγά και βούτυρο σε μέρα νηστείας. Το ζήτημα αναφέρθηκε στην Επιτροπή του Σχολείου που όρισε δυο από τα μέλη της να διερευνήσουν το ζήτημα και να υποδείξουν τη δέουσα τιμωρία. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του, ο δάσκαλος παρουσίασε ένα αντίτυπο της Καινής Διαθήκης στα ελληνικά και διάβασε φωναχτά από την Πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, 8:8, ‘Δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό. ούτε αν δε φάμε κάποια απ’ αυτές χάνουμε κάτι ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παραπάνω.’ Και από το Κατά Ματθαίον, 15:11, ‘Τον άνθρωπο δεν τον κάνει ακάθαρτο ό,τι μπαίνει στο στόμα, αλλά ό,τι βγαίνει από το στόμα, αυτό κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο.’

Οι αγράμματοι αλλά ευσεβείς χωρικοί παραδέχθηκαν πως αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή τους που πραγματικά κατανόησαν ένα απόσπασμα από τη Βίβλο. Προσκάλεσαν το δάσκαλο να τους διαβάζει και να τους εξηγεί τις γραφές σε τακτικές συγκεντρώσεις. Το 1887, παρά τις έντονες αντιρρήσεις των τοπικών Ορθοδόξων ιερέων κι ορισμένων χωριανών, κτίσθηκε μια Ευαγγελική Αίθουσα Συνάξεων, που χρησίμευε επίσης ως μονοτάξιο δημοτικό σχολείο για τα παιδιά του εκκλησιάσματος. Ένας νέος δάσκαλος, με πιο σοβαρή θρησκευτική εκπαίδευση (ο Γεώργιος Λεμονόπουλος) ήρθε να εργαστεί ως δάσκαλος και ποιμένας. Το 1917, στις τραγωδίες που επέφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι Τουρκικές αρχές κατάστρεψαν το χωριό, περίπου πενήντα έως εξήντα οικογένειες Ευαγγελικών μετακόμισαν στην κοντινή πόλη Κοτύωρα (Ορδού), όπου υπήρχε μια Ευαγγελική κοινότητα από το 1880.13 Παρότι δεν υπάρχουν ακριβείς αριθμοί, κατά το χρόνο της ‘Μεγάλης Καταστροφής’, την ήττα το 1922 των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, και την προκύπτουσα ανταλλαγή πληθυσμών, υπήρχαν περίπου τριάντα έως σαράντα Ελληνικές Ευαγγελικές εκκλησίες και πολύ περισσότερες οικογένειες-ομάδες σε όλη την έκταση της Μικράς Ασίας. 14

Περιττεύει να ειπωθεί ότι, οι Ευαγγελικοί της Μικράς Ασίας που διέσχισαν το Αιγαίο ψάχνοντας για μια καινούρια πατρίδα ήταν ένα αριθμητικά ασήμαντο τμήμα των ελλήνων προσφύγων. Παρά τον πνευματικό τους χωρισμό από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και την εχθρότητα την οποία συχνά αντιμετώπιζαν ως αποτέλεσμα, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ακραιφνείς έλληνες, συμμεριζόμενοι τις βαριές συμφορές των ομοεθνών τους. Δεν θεώρησαν τους εαυτούς τους ως οπαδούς ενός διεθνούς Προτεσταντικού κινήματος και δεν επιζήτησαν προνομιακή αντιμετώπιση από τις κατά κύριο λόγο προτεσταντικές οργανώσεις περίθαλψης των προσφύγων που δραστηριοποιούνταν τότε στην Ελλάδα. Η μοναδική τους έκκληση προς τις Ελληνικές αρχές ήταν να τους δοθεί η άδεια να επανεγκατασταθούν μαζί, ως θρησκευτικές κοινότητες, αλλά αυτό έγινε σε πολύ λίγες περιπτώσεις. Εκτός από τα περίχωρα των Αθηνών, όπου πολλοί προσπάθησαν να αρχίσουν ξανά τη ζωή τους, άλλοι πήγαν στη Θεσσαλονίκη (όπου μια μικρή Ευαγγελική ομάδα συναθροιζόταν από το 1865), στη Λάρισα, το Βόλο, την Κατερίνη, την Έδεσσα, τη Βέροια, την Κομοτηνή, τα Ιωάννινα, την Αλεξανδρούπολη. Άλλοι κατευθύνθηκαν προς τα νησιά, την Κέρκυρα, την Κρήτη, την Άνδρο όπου ενώθηκαν με τις μικρές ομάδες των Ευαγγελικών. Στις νέες τους κατοικίες δημιούργησαν αυτό-συντηρούμενες, αυτό-διοικούμενες εκκλησίες που υφίστανται μέχρι και σήμερα.

Οι εμπειρίες των Ευαγγελικών που προέρχονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα ήταν βασικά παρόμοιες, με μια αξιοσημείωτη διαφορά του ότι ορισμένοι από τους ηγέτες τους ήταν μορφωμένοι και διαπρεπείς Αθηναίοι. Η παλαιότερη και περισσότερο γνωστή των Ελληνικών Ευαγγελικών εκκλησιών ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1858 από τον Μιχαήλ Καλοποθάκη, (1825-1911), ιδρυτή και για πολλά χρόνια εκδότη του Αστέρος της Ανατολής, του κυριότερου Ευαγγελικού περιοδικού, η έκδοση του οποίου συνεχίζεται μέχρι σήμερα κι αποτελεί ένα πολύτιμο χρονικό της ιστορίας των ελλήνων Ευαγγελικών.

Γεννημένος στη Μάνη στο οικογενειακό περιβάλλον του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Καλοποθάκης φοίτησε στο δημοτικό σχολείο στην Αρεόπολη (που ιδρύθηκε από τους αμερικανούς ιεραπόστολους G.W. Leyburn και Samuel Houston) κι ανέπτυξε ένα σοβαρό ενδιαφέρον για τη Βίβλο. Απεφοίτησε από γυμνάσιο των Αθηνών και έλαβε το πτυχίο ιατρικής το 1853 από το Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Μετά από μια σύντομη υπηρεσία ως στρατιωτικός γιατρός, πήγε στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Columbia και αποφοίτησε από το Union Theological Seminary. Πίσω στην Αθήνα, αποφάσισε να αφιερώσει τον εαυτό του στο Ευαγγελικό έργο. Το σύνθημα του ήταν ‘το έθνος χρειάζεται πνευματική αναμόρφωση και η αναμόρφωση αυτή θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στη Βίβλο’.15 Μετά την επανάσταση της Κρήτης του 1869, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για μια ακόμα φορά, για την υπεράσπιση των σκοπών του Ελληνισμού.

Ενώ ακόμα φοιτητής της ιατρικής, ο Καλοποθάκης είχε ελκυστεί στη διακονία του ευαγγελίου από τις διώξεις ενώπιον διαφόρων ελληνικών δικαστηρίων και την καταδίκη με την κατηγορία της αίρεσης του διακεκριμένου αμερικανού ιεραπόστολου και φιλέλληνα από τη Μασαχουσέτη Ιωνά Κιγκ, (1792-1869), τον οποίο ο Καλοποθάκης είχε γνωρίσει κι είχε θαυμάσει. Όπως ο ίδιος είπε αργότερα, μπήκε στο δικαστήριο ως ευσεβής Ορθόδοξος αλλά βγήκε ως ένας Ευαγγελικός διαμαρτυρόμενος.16 Αρχικά καλοδεχούμενος θερμά από τις Ελληνικές αρχές κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου της ανεξαρτησίας, φίλος του Καποδίστρια κι άλλων ελλήνων ηγετών, ο Κιγκ υπηρέτησε για κάποιο χρονικό διάστημα ως σύμβουλος της Ελληνικής κυβέρνησης σε εκπαιδευτικά θέματα. Ίδρυσε το Ευαγγελικό Γυμνάσιο (1831), το πρώτο γυμνάσιο των Αθηνών, όπου φοίτησαν τέκνα πολλών επιφανών ελληνικών οικογενειών. Το 1827 είχε παρακινήσει αμερικανούς ηγέτες και φιλάνθρωπους να ιδρύσουν στη Μάνη ή τη Σπάρτη ένα κολέγιο της ποιότητας του αγαπημένου του Amherst College της Μασαχουσέτης, κι αργότερα είχε την επιθυμία να ιδρύσει ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Κατά τα χρόνια 1851-58 υπήρξε ο Αμερικανός πρόξενος στην Ελληνική πρωτεύουσα.17 Αλλά, παρόλο το έργο του στην εκπαίδευση και τη φιλανθρωπία, ο Κιγκ ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη διάδοση του μηνύματος της Βίβλου. Πριν περάσει πολύς χρόνος, τα κηρύγματα του, τα θρησκευτικά του άρθρα και το έργο του για τη διάδοση της Βίβλου διέγειραν την οργή των Ορθόδοξων αρχών που τον κατηγόρησαν για προσβολή του προσώπου της Παρθένου Μαρίας και για άλλα αδικήματα. Στον τύπο κατηγορήθηκε ότι πρωτοστατούσε σε όργια.18 Το 1854 καταδικάστηκε για αίρεση, αφορίστηκε και διατάχθηκε η απέλαση του, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Αμερικανικής κυβέρνησης. Παρότι το ένταλμα της απέλασης του ανακλήθηκε από το βασιλιά Όθωνα, έφυγε για το εξωτερικό για ορισμένα χρόνια αλλά επέστρεψε στην Αθήνα όπου και πέθανε μετά από δυο χρόνια.19

Παρά τις ενεργητικές θρησκευτικές του δραστηριότητες, ο Κιγκ δεν επιθυμούσε να ιδρύσει επίσημα μιαν εκκλησία. Ωστόσο, τα κηρύγματα του και τα Βιβλικά του μαθήματα έλκυσαν έναν αριθμό Αθηναίων, συμπεριλαμβανομένου του Καλοποθάκη, που υπήρξε μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Κιγκ.20 Ήταν ο Καλοποθάκης που συγκέντρωσε ορισμένους από τους οπαδούς του Κιγκ και δημιούργησε την Πρώτη Ευαγγελική Εκκλησία των Αθηνών. Το 1871 η ομάδα οικοδόμησε την αίθουσα σύναξης της στις (τότε) ελεύθερες εκτάσεις απέναντι από την Πύλη του Αδριανού, κάτω από την Πλάκα, όπου η εκ νέου αναγερμένη εκκλησία υπάρχει σήμερα. Αυτό ήταν το κτήριο από το οποίο το Νοέμβριο του 1895 η λέξη ‘Ελληνική’ είχε αφαιρεθεί από την αστυνομία, για να τοποθετηθεί ξανά μερικές εβδομάδες αργότερα κατόπιν εντολής δικαστηρίου.21

Ο γιος του Καλοποθάκη, Δημήτριος, στυλοβάτης κι ο ίδιος της Πρώτης Ευαγγελικής Εκκλησίας, αποφοίτησε από το Harvard, δίδαξε ιστορία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών κι είχε μια διακεκριμένη καριέρα ως ανταποκριτής των Times του Λονδίνου στην Ελλάδα. Στη διάρκεια της πολυκύμαντης δεκαετίας του 1920 υπήρξε Γενικός Διευθυντής της Διεύθυνσης Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών, έχοντας τιμηθεί και παρασημοφορηθεί από τις Ελληνικές και Βρετανικές κυβερνήσεις. Όταν πέθανε τον Ιούλιο του 1946, η νεκρολογία της εφημερίδας Το Βήμα τον ανέφερε ως έναν διακεκριμένο δημοσιογράφο και κυβερνητικό αξιωματούχο κι έναν ‘περίβλεπτο Έλληνα πατριώτη που υπηρέτησε τα συμφέροντα της Ελλάδος’.26 Απαντώντας σε άρθρο εφημερίδας που είχε χαρακτηρίσει την πίστη του ως μια ‘προτεσταντική πλάνη’, είχε γράψει:

‘Όπως η Ακρόπολις των Αθηνών ανέλαμψε με όλην την ωραιότητα και μεγαλοπρέπειαν της αρχικής της μορφής, όταν απεμακρύνθησαν από αυτήν όλα τα μεσαιωνικά και τουρκικά κτίσματα, έτσι και η Εκκλησία των πατέρων μας θα φανή με όλην την αρχικήν αυτής αποστολικήν επιβολήν εις τα μάτια του κόσμου, όταν αφαιρεθούν όλα εκείνα τα πρόσθετα ανθρώπινα εντάλματα και θεσμοί που επεσώρευσαν οι αιώνες του σκότους και της αμάθειας επάνω στο λαμπρόν οικοδόμημα το οποίον εθεμελίωσαν αρχικώς τόσον στερεά οι απόστολοι με ακρογωνιαίον λίθον τον Ιησούν Χριστόν.

Είθε να μη βραδύνη να έλθη η ευλογημένη εκείνη ημέρα, κατά την οποίαν η Εκκλησία των πατέρων μας θα επανέλθη εις την απλότητα και καθαρότητα των αποστολικών χρόνων … Και τότε και ημείς οι Έλληνες Ευαγγελικοί Χριστιανοί θα επανέλθωμεν εις τους κόλπους της …’ 23

Με λίγα λόγια, ενώ επωφελήθηκαν από το έργο των Δυτικών ιεραποστόλων, οι έλληνες Ευαγγελικοί δεν εμφανίστηκαν στο ελληνικό σκηνικό ως ‘ουρά’ των ισχυρών ξένων εκκλησιών και οργανώσεων. Αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό αλλά αυτόχθον κίνημα γνήσιων ελλήνων που, διαμέσου διαφόρων περιστάσεων, κατέληξαν να πιστεύουν πως το πνευματικό τους καλό κι η σωτηρία τους μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω της απευθείας επικοινωνίας με το Δημιουργό τους, κάτι για το οποίο η Βίβλος είναι το μοναδικό όχημα. Ωστόσο, η αναμορφωμένη τους πίστη συγκρούστηκε με την ιστορική κι επικρατούσα έννοια της ελληνικότητας, που ορίζει την εθνική ταυτότητα με όρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντικατοπτρίζοντας τη στάση αυτή, ο βουλευτής Στέλιος Παπαθεμελής, αργότερα Υπουργός Δημόσιας Τάξης, τον Σεπτέμβριο του 1992 χαρακτήριζε το έργο των τηλευαγγελιστών ως ‘αντί-Ορθόδοξη και κατά συνέπεια ανθελληνική προπαγάνδα’.24

Συνέχεια και τέλος στο επόμενο

Σημειώσεις:

1. Στρατηγός, Sir Arthur F. Smith, Πρόεδρος, της Ευαγγελικής Ένωσης, Λονδίνο, επιστολή 18 Σεπτεμβρίου 1963, προς N.J.A. Cheetham, Νότιο Τμήμα, Υπουργείο Εξωτερικών. Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών Ην. Βασιλείου, 169099, CE1781/6.

2. Εκκλησιαστική Αλήθεια, Ζ (Αριθ. 168) 1 Οκτωβρίου 1983.

3. Μητροπόλεις Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Αριθ. 813, 13 Ιουλίου 1984, αναφορά του Μητροπολίτου Προκοπίου προς το Γενικό Εισαγγελέα Καβάλας.

4. Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών Ην. Βασιλείου , 169099, έγγραφα CE1781/4, CE1781/6, CE1781/11. Στην έκθεση της η Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα απέρριψε ως ‘εντελώς ανόητο’ τον ισχυρισμό για το ότι ο ποιμένας της Κατερίνης είχε λάβει χρήματα από το Προξενείο της Θεσσαλονίκης και κατέληγε ‘ … είναι σχεδόν βέβαιο πως το κλειδί της υπόθεσης είναι ότι (ο ποιμένας) υπήρξε πολύ δραστήριος στη έλκυση υποστήριξης για το ποίμνιο του και ότι για το λόγο αυτό (ή, βέβαια, πιθανόν για κάποια άλλη αιτία) ήρθε σε σύγκρουση με την τοπική Ορθόδοξη ιεραρχία …’ Murray προς Dodson, 28 Αυγούστου 1963, CE1781/6.

5. Στέφανος Σταύρος, ‘Ο προσηλυτισμός και το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία’, Ποινικά Χρονικά, Οκτώβριος 1993, 964-77. Στέφανος Σταύρος, ‘Η Νομική Θέση των Μειονοτήτων στην Ελλάδα Σήμερα: Η επάρκεια της προστασίας τους υπό το φως των σύγχρονων αντιλήψεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων’, εργασία που παρουσιάστηκε σε συμπόσιο της Ένωσης Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών, San Francisco, 30 Οκτωβρίου-1 Νοεμβρίου 1993.

6. Σταύρος, ‘Ο προσηλυτισμός’. Σε ορισμένες υποθέσεις, κατόπιν ακροάσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ένας ‘φιλικός διακανονισμός’ επιτεύχθηκε ανάμεσα στους έλληνες Ευαγγελικούς ως μηνυτές και τις Ελληνικές κρατικές αρχές. Βλέπε, για παράδειγμα, τις περιπτώσεις του Χαρίλαου Πολύζου, Αριθ. 13271/87, που αποφασίστηκε από την Επιτροπή στις 13 Μαΐου 1988, και του Αργύρη Ιορδάνογλου, Αριθ. 13270/87, που αποφασίστηκε από την Επιτροπή στις 18 Δεκεμβρίου 1987.

7. Μ.Β. Κυριακάκης, Πρωτοπορία και πρωτοπόροι (Αθήνα, 1985), 19

8. Κυριακάκης, 38

9. Διατί καταπιέζεται η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία (Αθήνα, 1954), 61-2. Στην Ελλάδα τα νεκροταφεία ανήκουν στις τοπικές πολιτικές αρχές και δεν είναι κτήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

10. Διατί καταπιέζεται, 13-14, για την υπόθεση Μυλοτόπου. Το επίσημο όργανο της Ορθοδόξου Εκκλησίας που δημοσίευσε την εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου που αναφέρθηκε παραπάνω εξέφρασε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη προς το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για ‘το πολύ μεγάλο ποσό χρημάτων’ που δωρίστηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος. Εκκλησιαστική Αλήθεια, Ζ, Αριθ. 169, 16 Οκτωβρίου 1983.

11. Ανδρέας Ν. Λοβέρδος, ‘Προσηλυτισμός: μια ελληνική αποκλειστικότητα’, Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 1992. Βλέπε επίσης του ίδιου Προσηλυτισμός. Για την αντισυνταγματικότητα της σχετικής με τον προσηλυτισμό ποινικής νομοθεσίας (Αθήνα, 1986).

12. Γεράσιμος Αυγουστίνος , ‘”Enlightened” Christians and the “Oriental” Churches: Protestant missions to the Greeks in Asia Minor , 1820-1860’ Journal of Modern Greek Studies, IV (1986) 130.

13. Ιωάννης Αγαπίδης, Ελληνικαί ευαγγελικαί κοινότητες του Πόντου (Θεσσαλονίκη, 1948), 9-17.

14. Αγαπίδης, 5.

15. Κυριακάκης, 11-15.

16. Περιληπτική Ιστορία της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδος (Αθήνα) 2.

17. Γεώργιος Δ. Δράγας, Ιωνάς Κίγκ (Αθήνα, 1972), 65, 92.

18. Δράγας 90

19. Δράγας 86-101. Για μια εξιστόρηση από έναν αμερικανό σύγχρονο και έντονα επικριτικού του Κιγκ, βλέπε Charles K. Tuckerman, The Greeks of Today (New York, 1878), 211-17.

20. Δράγας 92.

21. Κυριακάκης 19.

22. Κυριακάκης 29.

23. Κυριακάκης 31.

24. Εικόνες, 16 Δεκεμβρίου 1992,18.

Κείμενο εισήγησης σε συνέδριο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 1994. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο “Minorities in Greece. Aspects of a plural society”, που είχε ως γενικό επιμελητή έκδοσης τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης κ . Richard Clogg ( London :Hurst & Co., 2002). Αναδημοσιεύεται κατόπιν ευγενικής αδείας του συγγραφέα και του επιμελητή. Την μετάφραση από το αγγλικό έκανε ο Γεώργιος Τασίογλου.

Ο Ιωάννης Ο. Ιατρίδης σπούδασε στην Ελλάδα, στην Ολλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας και στο Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού (1955-58). Είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κοννέτικατ, και έχει διδάξει μαθήματα σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Γαίηλ, Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι δημοσιεύσεις του συμπεριλαμβάνουν: Το Τρίγωνο των Βαλκανίων: γέννηση και πτώση μιας συμμαχίας διαμέσου των ιδεολογικών συνόρων (1968), Εξέγερση στην Αθήνα: ο ελληνικός κομμουνιστικός δεύτερος γύρος 1944-1945 (1972), Αναφορές του πρέσβεως ΜακΒέη: Ελλάδα 1933-1947 (1980), Η Ελλάδα την δεκαετία του 1940: ένα έθνος σε κρίση (1981), και Η Ελλάδα στο σταυροδρόμι: ο εμφύλιος πόλεμος και η κληρονομιά του (1995). Σήμερα ασχολείται με μελέτη σχετική με την Ελλάδα στον ψυχρό πόλεμο.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας από το περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”.